Σήμερα η κρίση του δικομματισμού φαίνεται να εκφράζεται μέσω της μεγάλης αποχής, της πρόθεσης ψήφου στο κόμμα των Οικολόγων Πράσινων και σε μικρότερο βαθμό στον ΣυΡιζΑ και σε μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. Δύο είναι οι κύριοι λόγοι της δημοσκοπικής εκτίναξης των Οικολόγων-Πράσινων. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ευαισθησία που τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί στους πολίτες σε σχέση με το περιβάλλον. Ο δεύτερος λόγος αφορά το άφθαρτο προφίλ του κόμματος ως συνέπεια του γεγονότος ότι οι Οικολόγοι-Πράσινοι δεν έχουν πάρει δημόσια θέση σε κρίσιμες πολιτικές διαμάχες ή τουλάχιστον η θέση τους μέχρι σήμερα δεν είχε ειδικό βάρος. Έτσι, ένα μονοθεματικό κόμμα που από τη μία αναδεικνύει το οικολογικό ως πρωτεύον ζήτημα και από την άλλη δεσμεύει τον ψηφοφόρο σε ελάχιστα άλλα πολιτικά ζητήματα, μπορεί να εκφράσει μια άρνηση στον δικομματισμό που δεν εμπεριέχει θετική πολιτική θέση. Υπό αυτό το πρίσμα θα τολμούσα να πω ότι η δημοσκοπική διόγκωση του κόμματος των Οικολόγων – Πράσινων, πέραν από την έκφραση περιβαλλοντικής ευαισθησίας, αποτελεί προέκταση της αποχής.
Έχοντας αυτά υπόψη θα επιχειρήσω να αναλύσω τους τέσσερεις άξονες πολιτικής τακτικής της αριστεράς σε σχέση με τους Οικολόγους - Πράσινους. Ο πρώτος άξονας αφορά την ανάδειξη της οικολογικής ταυτότητας και της δράσης της αριστεράς. Είναι αλήθεια ότι σε όποια δραστηριότητα για το περιβάλλον κι αν κοιτάξει κανείς, από κινητοποίηση μέχρι ερώτηση στη βουλή ή στην ευρωβουλή, θα βρει μεταξύ των πρωταγωνιστών τον κόσμο του ΣυΡιζΑ. Αυτό το γεγονός επιτρέπει στη μεριά του ΣυΡιζΑ να κατηγορήσει τους Οικολόγους - Πράσινους για απουσία ή τουλάχιστον πλημμελή παρουσία στους αγώνες και στις περιβαλλοντικές δραστηριότητες που κατά δήλωση τους αποτελούν το πρώτιστο πολιτικό ενδιαφέρον τους. Επιπλέον, ο ΣυΡιζΑ θέτει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε έναν ανώδυνο περιβαλλοντισμό - που εξαντλείται στην πραγματιστική ρύθμιση των συνεπειών της περιβαλλοντικής κρίσης καισε ενσωμάτωση του ενδιαφέροντος για το περιβάλλον σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, την πράσινη ανάπτυξη – καιστη ριζοσπαστική οικολογία, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την κινητοποίηση των πολιτών και τη σύγκρουση με μικρά και μεγάλα συμφέροντα αλλά και την προοπτική μιας «άλλης» ανάπτυξης.
Ο άλλος πόλος της αριστεράς, το ΚΚΕ, σε σχέση με αυτό τον άξονα άσκησης πολιτικής έναντι των Οικολόγων - Πράσινων δεν έχει να μας πει και πολλά. Όσο κι αν προσπαθεί η Παπαρήγα με επισκέψεις στον Ασωπό και στον Ωρωπό να δηλώσει παρούσα στα περιβαλλοντικά προβλήματα, το μόνο που κατορθώνει είναι να δηλώνει την αγωνία της να επιδείξει κάτι που δεν έχει. Μάλιστα, άγγιξε τα όρια της γελοιότητας όταν δήλωσε ότι το κόμμα της προσπαθεί να πείσει τους εργάτες των εργοστασίων που ρυπαίνουν να στραφούν ενάντια στην εργοδοσία για το ζήτημα του περιβάλλοντος.
Όμως σε σχέση με τον δεύτερο άξονα πολιτικής τακτικής έναντι των Οικολόγων -Πράσινων, σύσσωμηη αριστερά, ΣυΡιζΑ και ΚΚΕ, έχει να επιδείξει μεγάλες επιτυχίες. Ο άξονας αυτός συνίσταται στην απομυθοποίηση των Οικολόγων - Πράσινων μέσω της ανάδειξης τόσο των θέσεων τους, όσο και των θέσεων που έχουν πάρει άλλα ευρωπαϊκά οικολογικά κόμματα σε σχέση με σοβαρά πολιτικά ζητήματα που αφορούν την ελληνική όσο και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Αυτή η τακτική έχει ως στόχο να διαφανεί η ασύμβατη σχέση ανάμεσα στους Οικολόγους - Πράσινους και την αριστερά. Δεν θα αναφερθώ στον μακρύ κατάλογο της κριτικής που ασκείται, και μπορεί κανείς εύκολα να τον βρει σε άρθρα εφημερίδων ακόμα και σε προκηρύξεις. Θέλω μόνο να επισημάνω τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι η κριτική που ασκείται από αριστερή σκοπιά στους Οικολόγους – Πράσινους είναι ορθή στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, και αυτή είναι η δεύτερη επισήμανση, η κριτική αυτή συχνά λαμβάνει χαρακτήρα πολεμικής και οδηγεί σε περιχαράκωση και σε σεχταρισμό με συνέπεια να είναι αναποτελεσματική. Τέλος, θα πρέπει η αριστερά να προσέξει διότι ρόλο να διαφωτίσει το λαό για τις θέσεις των Οικολόγων – Πράσινων έχει αναλάβει και το Λάος υψώνοντας εθνικιστικές κορώνες. Και δε νομίζω ότι αξίζει στην αριστερά να πάει χέρι–χέρι … για να βγει τρίτο κόμμα.
Ο τρίτος άξονας πολιτικής τακτικής της αριστεράς έναντι των οικολόγων – πράσινων έγκειται στην προσπάθεια να παρουσιαστούν ωςκατασκεύασμα των ΜΜΕ και μακρύ χέρι επιχειρηματικών συμφερόντων, ακόμα και ως κόμμα «περιβαλλοντικής μπίζνας ». Η κριτική αυτή δεν είναι αβάσιμη, με δεδομένο ότι στις προηγούμενες εκλογές (’07) οι Οικολόγοι – Πράσινοι συγκέντρωσαν μόλις 1,07% ενώ μέχρι τον περασμένο Φεβρουάριο κανείς δεν ήξερε τίποτα γι αυτούς. Και άξαφνα εκτινάσσονται σε ποσοστά που είναι ως και διψήφια και μετατρέπονται σε καθοριστικό παράγοντα της έκβασης των ευρωεκλογών, χωρίς εν τω μεταξύ να έχουν κάνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τιέκαναν τόσα χρόνια.
Ωστόσο, η κριτική που τους γίνεται σε αυτό το σημείο θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική. Η αριστερά δεν πρέπει να ξεχνάει και τα δικά της! Δεν μπορεί κανείς εύκολα μιλήσει για στημένες υπέρ των Οικολόγων - Πράσινων δημοσκοπήσεις, χωρίς να αμφισβητήσει τα δικά μας, του ΣυΡιζΑ, δεκαεφτάρια και δεκαοχτάρια πριν από περίπου ένα χρόνο. Ειδικά όταν εκείνη την περίοδο χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει παιχνίδι στο εσωτερικό του Πασόκ από μεριάς επιχειρηματικών συμφερόντων. Επίσης, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για μεγάλη παρουσία στα κανάλια, όταν κι εμείς τότε πηγαίναμε από πάνελ σε πάνελ και από συνέντευξη σε συνέντευξη, χωρίς καν να είναι προεκλογική περίοδος. Γι αυτό και ο Τσίπρας το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τους συμβουλεύεινα μην πέσουν στην «δημοσκοπική παγίδα», όπως ομολογεί αυτοκριτικά ότι έκανε ο ίδιος. Τώρα, όσον αφορά τα περί «περιβαλλοντικής μπίζνας », επειδή προέρχονται από το ΚΚΕ … το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να σιωπά σε σχέση με κομματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Πέραν, του γεγονότος ότι ο τρίτος άξονας κριτικής στους Οικολόγους-Πράσινους είναι πιο προβληματικός από τους προηγούμενους, και οι άλλοι δύο μπορούν να αποδώσουν καρπούς μόνο υπό όρους και σε σχέση με ψηφοφόρους που κινούνται γενικώς γύρω από το κέντρο και την αριστερά και έχουν κάποιο, έστω μικρό, μη τηλεοπτικό ενδιαφέρον για την πολιτική. Ούτε γενικώς ο κόσμος που δείχνει ένα ενδιαφέρον για το περιβάλλον φαίνεται διατεθειμένος να δώσει συγκρούσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα, ούτε είμαι σίγουρος ότιο κόσμος πλατύτερα θα μπει στον κόπο να κατανοήσει τη διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστική οικολογία και στο ενδιαφέρον του Σκάι για τα ζώακαι τις δενδροφυτεύσεις. Όπως επίσης δεν τον ενδιαφέρει η υπενθύμιση ότι ο Αλ Γκόρ μετείχε της κυβέρνησης Κλίντον που βομβάρδιζε στη Γιουγκοσλαβία με τη συναίνεση του γερμανού οικολόγου υπ. Εξ. Γ. Φίσερ. Σε έναν ευρύτερο κόσμο όλα αυτά φαντάζουν περισσότερο ως γκρίνια για τη φυγή του από τον κοινοβουλευτικό πεντακομματισμό παρά ως μία έντιμη κριτική στο κόμμα των Οικολόγων – Πράσινων.
Με δεδομένα όσα ανέφερα, οι μόνοι που πραγματικά φαίνεται να κατανοούν αυτό που συμβαίνει με την άνοδο των Οικολόγων – Πράσινων είναι ο Τσίπρας και ο Αλαβάνος. Κατανοώντας ότι το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί από τους Οικολόγους – Πράσινους δεν μπορεί εύκολα να ανακοπεί λόγω των χαρακτηριστικών του κόσμου που εκφράζει, οι Τσίπρας και Αλαβάνος φαίνεται να προσπαθούν να μην πολώσουν το κλίμα ανάμεσα στο ΣυΡιζΑ και στον οικολογικό χώρο. Η τακτική αυτή έχει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Βραχυπρόθεσμα δεν πολώνει έναν κόσμο ο οποίος διάκειται θετικά προς τους οικολόγουςαλλά έχει ανοιχτά τα αυτιά του στην αριστερά. Έτσι, η όποια κριτική ασκείται στους Οικολόγους – Πράσινους συναντά ευήκοα ώτα στον κόσμο αυτόν. Μακροπρόθεσμα, η τακτική αυτή αποτελεί επένδυση αφενός για τη διατήρηση ενός κοινωνικού ακροατηρίου ευαίσθητου για περιβαλλοντικά ζητήματα, αφετέρου, για όποια σχέδια κεντρικών συνεργασιών μετά τις ευρωεκλογές και για ενδεχόμενη στροφή ενός κομματιού από τους Οικολόγους – Πράσινους σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Παραπέρα, εφόσον ισχύει η εκτίμηση ότι οι Οικολόγοι – Πράσινοι αποτελούν σφήνα στον δικομματισμό - έστω και αν αυτό δεν γίνεται με τους όρους που η αριστερά θα ήθελε - και όχι συγκάτοικοι άλλου ορόφου στην ίδια πολυκατοικία, τότε ο ΣυΡΙζΑ δεν θα πρέπει με την στάση του να τους σπρώξει στην αγκαλιά του δικομματισμού, αλλά κατά το δυνατόν να τους προσεταιριστεί. Η τακτική αυτή φαίνεται να αποτελεί την χρονικά καθυστερημένη εκδοχή μιας απόπειρας ενότητας του ΣυΡιζΑ με τους Οικολόγους – Πράσινους που είχε αποτύχει στις εκλογές του 2007. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον, με κάποιον τρόπο, θα υπάρξει η ωριμότητα ώστε να ευοδωθεί …
Βαλάντης Στεργίου
Για επιστροφή κλικ εδώ: Ευρωεκλογές και Αριστερά