ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Για τον αυτοπροσδιορισμό και πολιτική αυτονομία του ΜΕΡΑ25




Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια του προσυνεδριακού διάλογου του Μέρα25 (Μάης 2022)  για να θέσει κυρίως ερωτήματα για τους επικαθορισμούς των πολιτικών πρακτικών σε σχέση με το αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης.

Το ΜέΡΑ25 είναι ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, που καταγράφεται στην πολιτική σκηνή με την δική του διακριτή παρουσία και διαψεύδει όσους το εκλαμβάνουν ως μια “φούσκα” που σύντομα θα ξεφουσκώσει. Με το συνέδριό του προσπαθεί να αποσαφηνίσει ακόμα περισσότερο την πολιτική του στοχοθεσία να αποτυπώσει αυτές τις κατακτήσεις στο καταστατικό και το πρόγραμμα, τα δυο βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας ενός κόμματος.

Δεν θα πρέπει να επικεντρώνουμε την προσοχή μόνον στο να “κλείνουν” κάποια θέματα ως κοινές κατακτήσεις, αλλά και να “ανοίγουν” άλλα, ως χώροι κοινού προβληματισμού και πολιτικού πειραματισμού. Ένα συνέδριο είναι πράγματι επιτυχημένο, όταν παράλληλα ενισχύει την συναίσθηση για τις μεγάλες προκλήσεις που μας περιμένουν και παραμένουν ανοικτές.

Τι είναι η Πολιτική;

Αν και ακατονόμαστη ως ένα διακριτό θέμα προς συζήτηση, είναι παρούσα στο Συνέδριο: Η πολιτική είναι κάτι παραπάνω από τον προσδιορισμό κάποιων στόχων προς επίτευξη, είναι πρώτιστα μια ικανότητα που προσδιορίζεται από τις πρακτικές που ασκείται. Η πολιτική ως ένα πεδίο πρακτικών υπόκειται σε επικαθορισμούς που διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται. Αν κλείνουμε τα μάτια και να κάνουμε πως δεν υπάρχουν αυτοί οι επικαθορισμοί, δεν θα αποφύγουμε τις συνέπειες της άγνοιάς μας: θα τους βρούμε μπροστά μας, όπως τους βρήκαν κι’ άλλοι…

Το παρακάτω κείμενο επικεντρώνεται στο ζήτημα αυτών των επικαθορισμών της Πολιτικής, για να θέσει κυρίως ερωτήματα και όχι για να δώσει απαντήσεις.


1. Ο αυτοπροσδιορισμός ως ρήξη με το υπάρχον

Το “25” είναι η πιο συναρπαστική λέξη στο όνομα του Μέρα25: Αν και από αρκετούς προσλαμβάνεται ως μια ταυτοτική “ατέλεια” που κάποια στιγμή θα πρέπει να εξαλειφθεί, σηματοδοτεί μια τομή στην αντίληψη για τον αυτοπροσδιορισμό του “κόμματος” (δεν έχουν αναδειχθεί/αναλυθεί όλες οι πλευρές της) σε σχέση με πολιτική ανάγνωση της συγκυρίας. Η κατάκτηση μιας άλλης, νέας αντίληψης για το κόμμα είναι κατά την γνώμη μου εκείνο το ζητούμενο που δύναται να κάνει το Μέρα25 “ξεχωριστό” - απέναντι στα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα καθώς και τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς - πολύ περισσότερο από ότι οι διαφορές που καταγράφονται στο πρόγραμμά του με την κωδικοποίηση/ιεράρχηση των πολιτικών του στόχων. Αυτό τον ισχυρισμό τον αναφέρω ως παράδειγμα/εισαγωγή για την παρακάτω θέση:

  • Στην πολιτική ο μετασχηματισμός των “κενών” σε “καινά” για τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στο αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης (ιδιαίτερα σε εποχές που το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί και το παλιό δεν έχει πεθάνει ως “υπόδειγμα”) προϋποθέτει “καταστροφικές” πρακτικές - σε συνθήκες αυτοπροσδιορισμού - οι οποίες διαρρηγνύουν συνέχειες στην αναπαραγωγή του υπάρχοντος ως παρόν.

Αυτές οι προϋποθέσεις ως ταυτοτικά στοιχεία στον προσδιορισμό ενός πολιτικού κόμματος δεν μπορούν πραγματικά να οριοθετηθούν από ένα συνέδριο και να αποκρυσταλλωθούν τελικά σε ένα “καταστατικό” και ένα “πολιτικό πρόγραμμα”: Αυτά είναι τα δύο τυπικά χαρακτηριστικά σε όλα τα κόμματα και αποτελούν στοιχειώδεις όρους ύπαρξής τους. Αντίθετα, οι προϋποθέσεις που προανέφερα, συνιστούν κατά ένα τρόπο, μια μορφή υπέρβασης/επαναπροσδιορισμού του διαχωρισμού ανάμεσα στο προϊόν (πολιτικό πρόγραμμα) και την διαδικασία παραγωγής του (καταστατικό). Εξάλλου, τα πολιτικά προγράμματα δεν είναι δηλώσεις ταυτότητας αλλά προτάσεις σχεδίων και υποσχέσεις για την πραγμάτωση τους, που αναζητούν πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και εξουσιοδοτήσεις.

Όλα αυτά ίσως φαίνονται αρκετά αφηρημένα. Ας δούμε την σημασιοδότηση τους μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:

Η προβολή στο λεξιλόγιό μας της λέξης “ριζοσπαστικοποίηση” λειτουργεί ως ιδεολογική ομπρέλα που καλύπτει κάποιες πολιτικές ανάγκες μετατοπίσεων και τομών στα πλαίσια του αυτοπροσδιορισμού του ΜέΡΑ25. Γίνεται συνήθως αντιληπτή ως μια επανεξέταση/μετατόπιση θέσεων γύρω απ’ το θέμα της ΕΕ και του ευρώ. (αναφορά στο “πρόγραμμα)

Η κύρια πλευρά όμως της “ριζοσπαστικοποίησης” δεν εντοπίζεται στην μετατόπιση της “γραμμής” για την συγκυρία, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή η μετατόπιση πραγματώνεται ως “αυτοπροσδιορισμός”: Πως αξιολογούμε την πορεία μας, πως εντοπίζουμε τα “κενά” πως διδασκόμαστε από τα λάθη μας και κάνουμε την αυτοκριτική μας. Σε αυτά τα ζητήματα θα κριθεί η “ριζοσπαστικοποίηση” ως προς τα “καινά” που φέρνει και θα κάνει το ΜέΡΑ25, πραγματικά διακριτό από τους άλλους. (αναφορά στο καταστατικό)

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ριζοσπαστικοποίηση γίνεται δημόσια αντιληπτή με τον παραπάνω αυτοαναφορικό τρόπο ορισμού της: Στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού το ΜέΡΑ25 αξιολογείται από τους αποδέκτες της πολιτικής του - ιδιαίτερα σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης - ως προς την πιστότητα και την συνέπεια των πράξεων του στις διαχωριστικές γραμμές που προσδιορίζει μια γενική διακηρυκτική θέση του: Δεν απευθύνεται σε “όλους” αλλά στους “από κάτω”. (αναφορά στους αποδέκτες της πολιτικής μας)

Γενικά, για τα πολιτικά μορφώματα, η ριζοσπαστικοποίηση είναι ένας επιθετικός προσδιορισμός, κατάλληλος για υποσχέσεις χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Λειτουργεί συνήθως ως επικοινωνιακή πρακτική και τίποτα παραπάνω. Συνοδεύεται και με μια δόση τόνωσης του κομματικού ναρκισσισμού μπροστά στον πολιτικό καθρέφτη. (αναφορά στο “υπάρχον” στην πολιτική)

Ας μην ξεχνάμε πως “ριζοσπαστικός” ήταν και είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ - το δηλώνει και στο όνομά του - αλλά και παλιότερα, η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) που οικοδόμησε το κράτος της Δεξιάς στην χώρα μας. Αυτή την επισήμανση την κάνω για να τονίσω ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία πως ονοματοδοτούμε τις πολιτικές μας προθέσεις, αλλά πως αυτές γίνονται αντιληπτές από τον κόσμο γύρω μας κυρίως μέσα από τις πρακτικές μας.

Το νέο που φέρνει το ΜέΡΑ25 κατά την γνώμη μου παραμένει ακόμα ακατονόμαστο. Η γέννησή του δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αυτό το “κενό” δεν μετασχηματίζεται σε “καινό” μέσα από ονοματοδοτήσεις / σηματοδοτήσεις από το “υπάρχον”. Θα θυμίσω μια φράση που λέγεται ότι την είπε ο Θ. Κολοκοτρώνης, όταν τον κάλεσαν να βαφτίσει ένα παιδί πριν ακόμη γεννηθεί: «Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε»…


2. Ποία είναι τα κοινωνικά ερείσματα του ΜέΡΑ25;

Έχει σημασία να γνωρίζουμε ποία είναι τα κοινωνικά ερείσματα του ΜέΡΑ25, γιατί σε αυτόν τον χώρο κρίνεται τελικά η πολιτική του. Θα επιχειρήσω να τα αναπαραστήσω σχηματικά με δύο ευθείες γραμμές. Μια οριζόντια και μια λοξή:

  • Η οριζόντια καταγράφει την απήχησή του στις τελευταίες εκλογές και δείχνει ένα συντελεστή σταθερότητας: Το ΜέΡΑ25 είχε πανελλαδικά την μικρότερη διασπορά των ποσοστών ως προ το μέσο πανελλαδικό ποσοστό, από όλα τα άλλα κόμματα, με μεγαλύτερο ή μικρότερό αριθμό ψήφων.
  • Η Λοξή καταγράφει την ηλικιακή κατανομή, και δείχνει ότι έρχεται από το …μέλλον: Τα ποσοστά απήχησης του ΜέΡΑ25 είναι ψηλά στις μικρές ηλικίες και μειώνονται γραμμικά όσο αυτές αυξάνουν.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά περιγράφουν - σε γενικές γραμμές - την κοινωνική δυναμική του ΜέΡΑ25. Αυτό στην πολιτική σκηνή αντικατοπτρίζει μια υπαρκτή δυνατότητα: Μια “σφήνα” στο πλαίσιο του νέου δικομματισμού που επιχειρεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση για τις αμοιβαίες ανάγκες της κοινοβουλευτικής τους επιβίωσης.

Στην πορεία αυτής της δυναμικής θα κριθεί σε τελική ανάλυση η πολιτική του και όχι σε κάποιες συνεδριακές αποφάσεις. Έχει λοιπόν σημασία να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους αυτοί οι συμπολίτες μας “εμπιστεύονται” το ΜέΡΑ25 σε σχέση με άλλα πολιτικά μορφώματα. Το πρώτο πράγμα που θα διαπιστώσουμε είναι ότι αυτή η σχέση εμπιστοσύνης δεν οικοδομείται κυρίως στη βάση της αποδοχής αυτού που ονομάζεται “πολιτικό πρόγραμμα”. Προϋποθέτει προφανώς μια γενική συμφωνία, όμως αυτό δεν αρκεί [1]. Η σχέση εμπιστοσύνης θεμελιώνεται στην “ιδιαιτερότητα” που παρουσιάζει η συνολική εικόνα του παζλ από στάσεις και πρακτικές, απέναντι στις αντιθέσεις που αναδεικνύονται ως διαχωριστικές γραμμές στον χώρο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η “συνεκτικότητα” αυτού του παζλ είναι πιο σημαντική από την “αρτιότητα” του προγράμματος. Σε εποχές απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, η ιδιαίτερη αξία αυτής της εμπιστοσύνης προς το ΜέΡΑ25 εντοπίζεται σε ένα κρίσιμο σημείο: Η “συνεκτικότητα” αποτυπώνει το μέτρο της συνέπειας ανάμεσα στις διακηρύξεις και τις πράξεις που τις συνοδεύουν.

Τι σημασία έχουν αυτές οι επισημάνσεις;

Η “σφήνα” που προανέφερα, όσο αιχμηρή και αν είναι, δεν αρκεί: Αν δεν υπάρχει το “σφυρί” που θα της δώσει την ώθηση, δεν θα διευρυνθεί το ρήγμα… Το συνέδριο δεν θα πρέπει να αποβλέπει μόνον στο πως θα “ακονίσουμε” την σφήνα, αλλά και στο πως θα δυναμώσουν οι σχέσεις με το “σφυρί”.


3. Μερικές επισημάνσεις από την άνοδο και την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ

Αρκετά διδακτική – ως υπόδειγμα προς αποφυγή - για το “ακόνισμα” της σφήνας και την “δύναμη” του σφυριού, είναι η άνοδος και η πτώση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ από την κυβερνητική εξουσία.

Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνεται είναι ότι αυτή η άνοδος δεν έχει καμία σχέση με την “στρατηγική” του, όπως αυτή αποτυπωνόταν στα κομματικά του ντοκουμέντα. Αντίθετα είναι παράδειγμα ολοκληρωτικής αποτυχίας της:

Ο “δημοκρατικός δρόμος για τον σοσιαλισμό” προβλέπει ότι η λαϊκή εξουσία οικοδομείται από τα κάτω. Αυτό σημαίνει - όπως περιγράφεται στα πολιτικά του ντοκουμέντα - ότι ξεκινάει από τις λαϊκές λεωφόρους της τοπικής αυτοδιοίκησης και του εργατικού κινήματος - από αυτούς τους «πυλώνες» της λαϊκής εξουσίας - για να εισχωρήσει στις ατραπούς του βαθέως κράτους.

Παράλληλα, στον κοινωνικό συσχετισμό αυτή η πορεία σηματοδοτεί την οικοδόμηση ενός «μαζικού» κόμματος, που διατηρεί την αυτονομία του απέναντι από το κράτος.

Αυτά περιέγραφε η «στρατηγική»…

  • Πώς λοιπόν συνέβη ο ΣΥΡΙΖΑ να συντρίβεται στις μάχες της τοπικής αυτοδιοίκησης και στα συνδικάτα, να έχει περιορισμένη παρουσία στο κίνημα και πολύ μικρό αριθμό μελών, αλλά να κερδίζει τον πόλεμο της διακυβέρνησης;
Το ερώτημα, όσο λογικό και αν φαίνεται, στην πραγματικότητα είναι ρητορικό. Δεν υπάρχει το πολιτικό υποκείμενο που έχει την ευθύνη για να απαντήσει: Αφορά έναν ΣΥΡΙΖΑ που δεν υπάρχει σήμερα. Η εγχείρηση πέτυχε, αλλά η ασθενής (Αριστερά) απεβίωσε… Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα είναι σήμερα ένα μνημονιακό κόμμα που αναζητεί εναγώνια, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, την επιβίωση εντός ενός νέου κοινοβουλευτικού διπολισμού.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία στηρίχτηκε σε μια υπόσχεση που αποδείχτηκε εκ των υστέρων απατηλή: Ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό “και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο”. Θα καταργηθεί η λιτότητα, θα διευθετηθεί το χρέος και η χώρα να παραμείνει με τους ίδιους όρους συνύπαρξης εντός της ΟΝΕ και της ΕΕ. Αυτό είναι εξάλλου και το περιεχόμενο, σε δεύτερη ανάγνωση, της δήλωσης του Αλέξη Τσίπρα: “Θα καταργήσουμε το μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο”…

Δεν φαίνονται λογικοί αυτοί οι συλλογισμοί; Πράγματι στην επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αυτές οι αποχρώσεις είχαν ιδιαίτερο βάρος. Όμως υπάρχει πρόβλημα: Εκλαμβάνονται οι πολιτικές σχέσεις κυρίως ως επικοινωνιακές πρακτικές. Αν δεχτούμε ότι το συμπέρασμα αληθεύει, τότε πως μπορεί να εξηγηθεί η κορύφωση της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ που αποτυπώνεται στο δημοψήφισμα του ΟΧΙ, δημοψήφισμα που σε καμιά περίπτωση δεν είχε αυτή την υπόσχεση, αλλά την υπόσχεση μιας σύγκρουσης;

Η διαφορετικότητα που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό εγχείρημα - στη σχέση με τον ΣΥΝασπισμό (που βολόδερνε πάνω από μια δεκαετία για την κοινοβουλευτική του επιβίωση) - εντοπίζεται στο γεγονός ότι διεκδικώντας την Κυβέρνηση κατάφερε να μετασχηματίσει σε ελπίδα τις διάσπαρτες αντιστάσεις στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, σε μια μακρά περίοδο μαζικών κινητοποιήσεων. Ελπίδα που αναδύθηκε αρχικά μέσα από τα δύο βασικά κινηματικά του αναφορικά (που στην πορεία προς την κυβερνητική εξουσία απεμπόλησε), τα οποία του έδωσαν ώθηση και τον έκαναν διακριτό από την υπόλοιπη Αριστερά: το “κοινωνικό φόρουμ” και το “κίνημα των πλατειών”. Η τομή αυτή δεν επιτεύχθηκε με όπλο το «πολιτικό πρόγραμμά» του.

Η πολιτική υπέρβαση που κατέγραψε το “νέο” που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλαξε το πολιτικό σκηνικό δεν ήταν η πραγμάτωση κάποιου πολιτικού “σχεδίου” σαν αυτά που έχουν τα αριστερά κόμματα στοιβαγμένα στα ράφια των γραφείων τους: ήταν προϊόν της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στο σύστημα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Σηματοδοτούσε ρήξη/απόρριψη τόσο του χώρου της παραδοσιακής Αριστεράς όσο και ευρύτερα του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού – που έγινε μονοκομματισμός την εποχή των μνημονίων: Οι λαϊκές μάζες κινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ ως “ευκαιρία” που βρέθηκε μπροστά τους, και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ προς αυτές…

Τα “κενά” στην πολιτική που διαμόρφωναν οι μηχανισμοί του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τα πραγματικά “καινά” που τον ανέδειξαν ως αξιωματική αντιπολίτευση και στην συνέχεια σε κυβέρνηση τον Γενάρη του 15: Ακριβώς από τις ρωγμές αυτών των “κενών”, εισχώρησε και διαμεσολαβήθηκε πολιτικά ένα μεγάλο τμήμα της λαϊκής αγανάκτησης, η οποία κορυφώθηκε με την παρουσία της στα πολιτικά δρώμενα στο δημοψήφισμα του ΟΧΙ.

Αντί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτά τα “κενά” της πολιτική του και να τους αποδώσει “λόγο”, επιχείρησε να τα συγκαλύψει με την αναδίπλωση του εντός της μήτρας της παραδοσιακής Αριστεράς. Αυτή η στάση - κοινή από όλες τις “συνιστώσες” του ΣΥΡΙΖΑ - αναδεικνύει μια πολιτική ανικανότητα “αυτοπροσδιορισμού” στην συγκυρία, ως προς τα επίδικα του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Καταγράφει επίσης την έλλειψη εμπιστοσύνης των “επιτελείων” του προς τα κοινωνικά ερείσματα που τον ανέδειξαν ως διακριτή πολιτική δύναμη που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία: αποκρυσταλλώνεται πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι δεν μπόρεσε να γίνει “μαζικό κόμμα”. Ο φόβος και η αδυναμία να κατανοήσουν το “νέο” που έφερνε ο ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε τα επιτελεία του στην περιχαράκωση του “υπάρχοντος” απέναντι στην διαφορετικότητα, για να μην διαταραχθεί η “καθαρότητα” της πολιτικής φυλής του. Στην πραγματικότητα, οι φύλαρχοι των συνιστωσών του επιθυμούσαν ως νέα μέλη κλώνους του εαυτού τους για να αναπαραχθούν οι φάρες της φυλής και για τον ΣΥΡΙΖΑ μόνον ψηφοφόρους και οπαδούς.

Τελικά, αυτή η στάση, άνοιξε τον δρόμο στην προεκλογική περίοδο του 15 της ενσωμάτωσης όλων των συστημικών πρακτικών για να διευρυνθεί η εκλογική του πελατεία. Η άλλη παράλληλη πλευρά αυτής της επιλογής, όμως ήταν αυτή που αναδεικνύει ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, την προετοιμασία για τον μετασχηματισμό της κομματικής εξουσίας σε κυβερνητική: Στα πλαίσια αυτών των επιλογών - ο Τσίπρας ονομάστηκε “εθνικός ηγέτης” και οριστικοποιήθηκε η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε καθαρά αρχηγικό κόμμα, μια δομή κομματικής εξουσίας που δεν διέφερε σε τίποτα από τα άλλα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα…

Προηγούμενα έχω επισημάνει πως η άνοδος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, δεν είχε καμία σχέση με την στρατηγική του. Ας δούμε πως ακριβώς συνέβη το ίδιο και με το πολιτικό πρόγραμμα που κατέβασε και κέρδισε τις εκλογές τον Γενάρη του 15.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κωδικοποίησε τις προεκλογικές της εξαγγελίες στο “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης”. Τότε, κάποιες συνιστώσες του το χαρακτήρισαν μάλιστα ως “μεταβατικό πρόγραμμα” για έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Στην πραγματικότητα ήταν μια δήθεν τεχνοκρατικά ρεαλιστική πρόταση για κάποιες πλευρές διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων, προϊόν προσαρμογής της πολιτικής του ενιαίου ΣΥΝασπισμού στις ανάγκες της εκλογικής μάχης.

Όμως, αυτός ο πολιτικός “ρεαλισμός” αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ανέφικτος στις συνθήκες κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των μνημονίων. Και αυτό το συμπέρασμα έχει περιορισμένη αξία: Το πρόγραμμα δεν είχε σχεδόν καμία πρακτική σημασία τελικά ως προς το πως διαμορφώνονται οι πολιτικές σχέσεις εκπροσώπησης/εμπιστοσύνης. Ελάχιστοι είχαν διαβάσει το “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” απ’ αυτούς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Αν τους ρωτήσεις σήμερα τι έγραφε, οι περισσότεροι ούτε καν θυμούνται την ύπαρξή του. Εξάλλου, ούτε τα επιτελεία του είχαν εμπιστοσύνη σε αυτό το πολιτικό πρόγραμμα. Κανείς από αυτούς που το συνέταξαν και υποσχεθήκαν πως θα το κάνουν πράξη, ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό μετά τις εκλογές…

Ήταν προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης: Η μόνη πράγματι χρησιμότητα που είχε, ήταν ότι έκφραζε ένα μικροπολιτικό πλαίσιο συναίνεσης ανάμεσα στις περίφημες “συνιστώσες” του για την πορεία προς τις εκλογές. Όσο για το πόσο τεχνοκρατικά ρεαλιστικό ήταν, υπενθυμίζω την τότε κριτική του Γιάνη Βαρουφάκη…

Αποκαλυπτική είναι και η ανατομία του δημοψηφίσματος του ΟΧΙ ως ένα ανολοκλήρωτο “συμβάν”. Ένα μεγάλο “κενό” στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το “καινό” που τρόμαξε πραγματικά τις ελίτ και κατέγραψε την μεγαλύτερη κοινωνική πόλωση από την εποχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα: Όταν την Παρασκευή 26 Ιούνη του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας εξήγγειλε την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του ΟΧΙ για την επόμενη Κυριακή, ο Β. Μεϊμαράκης έσπευσε να προειδοποιήσει πως αν δεν υπογράψει η κυβέρνηση την συμφωνία μέχρι την Τετάρτη “οι δυνάμεις της δημιουργίας και της αστικής τάξης θα απαντήσουν”…

Το δημοψήφισμα του ΟΧΙ δεν ήταν μέρος κάποιου σχεδίου που είχε εκπονηθεί σε κυβερνητικά όργανα ή στα κομματικά γραφεία ως πολιτική δράση μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ρήξης, μετά την αποτυχία της συμφωνίας με τους δανειστές. Αν και όλοι γνώριζαν, από τα προηγούμενα μνημόνια, ότι οι “δανειστές” επιβάλλουν αυτά που θέλουν και δεν διαπραγματεύονται, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για αυτό το ενδεχόμενο. Το δημοψήφισμα ήταν ένας αυτοσχεδιασμός του “αρχηγού” (όπως και η ανατροπή του ΟΧΙ), μπροστά στο αναμενόμενο αδιέξοδο της διαπραγμάτευσης.

Το τι ακριβώς επιδίωκε με αυτή την ενέργεια ο αρχηγός, δεν ήταν φανερό εκείνη την στιγμή. Αυτό έγινε γνωστό μετά το δημοψήφισμα. Όμως, η σημασία του δημοψηφίσματος ως πολιτική πράξη δεν επικαθορίζεται μόνο από τις επιδιώξεις του “αρχηγού” ή του κόμματος του: πυροδότησε ευρύτερες εξελίξεις που δεν μπορούσαν να χειραγωγηθούν στα πλαίσια των κοινοβουλευτικών πρακτικών.

Εξάλλου, τα πιο συναρπαστικά πολιτικά γεγονότα που βάζουν την σφραγίδα τους στις εξελίξεις, δεν έχουν προκύψει από την εφαρμογή σχεδίων που έχουν επεξεργαστεί κάποια επιτελεία, αλλά από την παρέμβαση των “από κάτω” στο πολιτικό προσκήνιο, που αδράχνουν τις ευκαιρίες που βρίσκουν μπροστά τους. Η ανατροπή των δημοσκοπήσεων κατέγραψε την πιο πολωμένη κοινωνικά και ταξικά πολιτική εκλογική διαδικασία από την μεταπολίτευση. Οι “από κάτω” εκείνες τις μέρες “απασφάλισαν” και την Κυριακή 5 Ιούλη έριξαν το πρώτο βόλι στην κάλπη. Στις εκλογές του Γενάρη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λάβει 2.245.978 ψήφους με εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Στο δημοψήφισμα, με κλειστές τις τράπεζες και την προοπτική μιας ρήξης με τις μαφίες της ΕΕ και του ΔΝΤ, το ΟΧΙ έλαβε 3.558.450, δηλαδή 1.312.4725 ψήφους περισσότερους απ’ αυτές που έλαβε τον Γενάρη ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το δημοψήφισμα όμως κατέγραψε και κάτι άλλο – που αποδείχτηκε με πιο καθαρό τρόπο στην συνέχεια - την αδυναμία και την πλήρη ανικανότητα της όποιας Αριστεράς (εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ) να διαμεσολαβήσει πολιτικά αυτή την κοινωνική πόλωση, τόσο στο κοινοβούλιο, όσο και στο κίνημα…


4. Για το κόμμα και το κράτος

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ όριζε την πολιτική ως την ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε. Όμως η πολιτική του σταδιοδρομία καταδεικνύει ότι η “τήρηση των υποσχέσεων”, ακόμα και αν εκπληρώνονται, δεν είναι καθοριστικός παράγοντας για την διαμόρφωση των σχέσεων εμπιστοσύνης προς αυτούς που διεκδικούν την κοινοβουλευτική εξουσία: Υποσχέθηκε την νίκη, κέρδισε τον πόλεμο, αλλά έχασε τις εκλογές που έγιναν μόλις έληξε. Αντίθετα ο Α. Τσίπρας, χωρίς να τηρήσει καμία από τις προεκλογικές του υποσχέσεις, ξανάγινε πρωθυπουργός. Υποσχέθηκε πως θα καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο, αλλά έφερε άλλο ένα, διασφαλίζοντας την συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων…

Η μετεξέλιξη αυτή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ σημαδεύεται πρώτα απ’ όλα από την απεμπόλιση των κοινωνικών ερεισμάτων που τον ανέδειξαν στον κυβερνητικό θώκο και την απόκτηση νέων, μέσω της ενσωμάτωσης του στο κράτος. Και τα δύο ολοκληρώθηκαν κατά την πορεία του προς τις εκλογές του Γενάρη του 15. Πριν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες…

Το πως αντιλαμβανόμαστε το κράτος και πως στεκόμαστε απέναντι του είναι σημαντικά ζητήματα. Οι απαντήσεις που (ή δεν) δίνουμε, είναι σημαντικές περιβάλλουσες του πλαισίου εντός του οποίου διαμορφώνεται η αντίληψή μας για αυτό που ονομάζουμε πολιτική: Σηματοδοτούν ανεξίτηλα τον χαρακτήρα των πολιτικών υποκειμένων καθώς προδιαγράφουν τους όρους παρέμβασης τόσο στον κοινωνικό ανταγωνισμό όσο και στην λειτουργία των θεσμών. Προκαθορίζουν - σε τελική ανάλυση - προτεραιότητες και ιεραρχίες στην πολιτική στοχοθεσία.

Ας δούμε μερικές πλευρές αυτού του ζητήματος:

Για την παραδοσιακή Αριστερά το ζήτημα του κράτους ήταν - και παραμένει - η «Αχίλλειος πτέρνα» της. Παρά τις ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στην σχετική συζήτηση που είχε αναπτυχθεί τον προηγούμενο αιώνα, το κράτος ήταν και παραμένει μια μαύρη τρύπα στα πολιτικά και θεωρητικά μαρξιστικά κείμενα.

Στην πολιτική πάλη, η θέση που σε συντομία αποκρυσταλλώνεται στο παλιό και γνωστό σύνθημα “κάτω το κράτος και το κεφάλαιο”, σωστά προτάσσει την αντιπαλότητα προς το κράτος σε σχέση με την αντιπαλότητα προς το κεφάλαιο. Αυτή η ιεράρχηση στο λενινιστικό υπόδειγμα έγινε όμως αντιληπτή στο πεδίο της πολιτικής δράσης κυρίως ως διαπάλη μηχανισμών: ο “μηχανισμός” κόμμα ενάντια στον “μηχανισμό” κράτος. Το κράτος προσλαμβάνεται πρώτιστα ως “εργαλείο/μηχανισμός” και δευτερευόντως ως “κοινωνική σχέση”.

Πρόκειται για μια επιλογή που οδήγησε την δόμηση των κομμουνιστικών κομμάτων - που έχουν πρώτο μέλημα τους την κατάληψη της κρατικής εξουσίας (την “κατοχή” του εργαλείου) - στην οικειοποίηση μορφών και στοιχείων οργάνωσης/διαχείρισης από το κράτος (ιεραρχική δόμηση, πειθαρχίες, συνωμοτικότητα, ταχτικές κινήσεις κτλ). Αυτό το “δάνειο” από το κράτος αιτιολογήθηκε πολιτικά ως αναγκαίο μέτρο για ενίσχυση της αποτελεσματικότητας ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Ήταν όμως η μήτρα που γέννησε μια μορφή κομματικής εξουσίας, με αρκετές ομοιότητες με την κρατική.

Ένας ιδεολογικός μηχανισμός αυτορύθμισης ανέλαβε να προστατεύει την αναπαραγωγή του κομματικού μηχανισμού από τις εντάσεις της εσωκομματικής διαπάλης (σε τελική ανάλυση: την εσωτερίκευση μορφών του “κοινωνικού ανταγωνισμού”) και να εμπεδώνει την συναίνεση στα προτάγματα των κέντρων της κομματικής εξουσίας. Η λειτουργία του βασίζεται - πρώτα απ’ όλα - σε μια πίστη: Τα μαρξιστικά - λενινιστικά κόμμα δεν είναι ανοικτά στον πολιτικό “αυτοπροσδιορισμό”, θεωρούν ότι είναι “αναγκαιότητες” που τις γέννησε η Ιστορία.

Από αυτή την πίστη πηγάζει και ο μύθος που εκλαμβάνει την διαμεσολάβηση της “ταξικής εκπροσώπησης” στον χώρο της πολιτικής, ως δεδομένη για το “κόμμα” και όχι ως διακύβευμα της ταξικής πάλης. Τα κομμουνιστικά κόμματα συγκροτούνται στο όνομα των (κοντοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων) συμφερόντων της εργατικής τάξης. Αυτή η μορφή συγκρότησης ομοιάζει με την κρατική: Το αστικό κράτος συγκροτείται στο όνομα των (κοντοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων) συμφερόντων του έθνους.

Πρόκειται τελικά για μια μορφή συγκρότησης “μηχανισμών” που ορίζουν τον χώρο της πολιτικής με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: Ως ένα πεδίο εκπροσωπήσεων και διαμεσολαβήσεων που “νομιμοποιούνται” μέσω των εξουσιοδοτήσεων της “αντιπροσωπευτικής” δημοκρατίας (όπως αυτή αποτυπώνεται είτε στο κοινοβουλευτικό σύστημα, είτε στο καταστατικό του κόμματος) και όχι ως μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοθεσμίσεων του ίδιου του υποκειμένου, στο οποίο αναφέρονται.


5.  Η θεωρία του μαρξισμού ως “αστυνομία” στην παραγωγή πολιτικής

Γενικά, η ταξική πάλη - έτσι κι αλλιώς - είναι πανταχού παρούσα, όπως ο Θεός. Όμως η πίστη δεν αφορά αυτόν τον Θεό (ταξική πάλη) αλλά τον μαρξισμό. Αυτός ο μαρξισμός του “διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού” παρέδωσε τις “δέκα εντολές” στους πιστούς του, με την μορφή ιστορικών καθηκόντων: Σε κάθε συγκυρία τα πολιτικά υποκείμενα που τις παραλαμβάνουν, εγκαλούνται ως προς την αποτελεσματικότητα και την συνέπεια που επιδεικνύουν για την εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων, όπως αυτά αποτυπώνονται σε κάθε συγκυρία του κοινωνικού ανταγωνισμού, τόσο στην τρέχουσα πολιτική γραμμή που χαράσσουν, όσο και στα γενικότερα στρατηγικά σχέδια που εκπονούν.

Όμως ο μαρξισμός ως επιστημονική θεωρία μπορεί να εκληφθεί μόνον σε ότι αφορά στον “καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής”, όπως θεμελιώθηκε στο Κεφάλαιο που έγραψε ο Μαρξ. Γιαυτό εξάλλου διδάσκεται και στα πανεπιστήμια…

  • Επιστημονική θεωρία για την “ταξική πάλη” δεν υπάρχει, γιατί αν υπήρχε θα αναιρούσε το βασικό οντολογικό χαρακτηριστικό της: Η έκβαση της ταξικής πάλης ποτέ δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων. Αν υπήρχε θα ομοίαζε με μια θεωρία η οποία θα μπορούσε να προβλέψει με επιστημονική βεβαιότητα το αποτέλεσμα, όταν ρίχνουμε μια ζαριά… Ο “μαρξισμός – λενινισμός” όταν εκλαμβάνεται ως επιστημονική “θεωρία” της ταξικής πάλης[2], είναι απλά ένα ιδεολόγημα.
Μόνο με βάση την διαπίστωση της ανυπαρξίας (ή πιο σωστά: την μη δυνατότητα ύπαρξης) επιστημονικής θεωρίας για την ταξική πάλη, μπορούμε να αποφανθούμε για τις διαφορές του τρόπου παραγωγής /αξιολόγησης των πολιτικών “αληθειών” από τις επιστημονικές. Ο πολιτικός λόγος δεν κρίνεται από την επιστημονική του επάρκεια αλλά από τις προτεραιότητες που θέτει και τα αποτελέσματα που παράγουν. Για παράδειγμα, η χρήση της αρχής της μη αντίφασης έχει γενικώς καθολική ισχύ στην παραγωγή της επιστημονικής αλήθειας, στην πολιτική μπορεί να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Μπορεί να τεκμηριωθεί μάλιστα η άποψη πως στην πολιτική, όσοι στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στην αρχή - της αριστοτελικής λογικής - της μη αντίφασης, κάνουν απλώς προπαγάνδα. Εξάλλου, από την εποχή του Χέγκελ γνωρίζουμε ότι η άρνηση της άρνησης μπορεί να μην είναι διόλου ταυτόσημη με την αρχική κατάφαση… [3].

Ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία, δύναται να θεμελιωθεί και η θέση της προτεραιότητας της Πολιτικής απέναντι στην Οικονομία στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Αυτός ο ιδεολογικός μηχανισμός θέτει στο απυρόβλητο τον μαρξισμό: Ο μαρξισμός εκλαμβάνεται ως μια “αντικειμενικότητα” (που έχει το κύρος της επιστημονικής αλήθειας ) σε σχέση με την “υποκειμενικότητα” του κόμματος, που ασκεί την πολιτική. Αυτή η δοξασία για τον μαρξισμό ετεροκαθορίζει το πεδίο της πολιτικής πρακτικής: θέτει το κόμμα ως “πρωτοπορία” ( μέτοχος αυτής της “αντικειμενικής αξίας”) υπεράνω ( και επομένως παρά - έξω ) από την ταξική πάλη. Επίσης νομιμοποιεί την ιεραρχική δόμηση της κομματικής εξουσίας, ανάλογα με τα ποσοστά των “μετοχών” αυτής της “αντικειμενικής αξίας” που κατέχουν όργανα ή άτομα εντός του κομματικού μηχανισμού. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η αρχή της ισότητας, από “ουσιαστικό” στοιχείο της δημοκρατίας στην λήψη πολιτικών αποφάσεων, γίνεται … “επίθετο” με συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό, που νομιμοποιεί την ιεραρχική κομματική εξουσία ως μια μορφή “αξιοκρατίας”.

Πρόκειται για έναν ιδεολογικό επικαθορισμό της παραγωγής πολιτικής, που η μαρξιστική – λενινιστική “θεωρία” επιχειρεί να τον νομιμοποιήσει ορθολογιστικά: Αρχή της ισότητας μετασχηματίζεται σε μόνιμη ανισότητα απέναντι στην “ηγεσία” η οποία είναι “δημοκρατικά” εξουσιοδοτημένη ως το πραγματικό “κέντρο” παραγωγής της πολιτικής. Οι αδαείς (τα απλά μέλη) οφείλουν να δείχνουν, σεβασμό στις αποφάνσεις και πειθαρχεία στις εντολές που εκπορεύονται απ’ αυτό το κέντρο. Σε κάποιο συνέδριο ίσως θα έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν τις γενικότερες απόψεις τους ή να πουν την γνώμη τους για θέματα εκτός της τρέχουσας επικαιρότητας…

Ο ίδιος μηχανισμός παρεμβαίνει στην σχέση της θεωρίας με την παραγωγή/έλεγχο της πολιτικής: Επιβάλλει ως πρακτική ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την αξιολόγηση της πολιτικής, το γνωστό δίπολο “αποτελεσματικότητα – συνέπεια”, το οποίο εξοστρακίζει από την πολιτική συζήτηση τους επικαθορισμούς της θεωρίας στις πολιτικές αποφάσεις.

Λειτουργεί ως ένα κλειστό σύστημα αξιολόγησης που εμπεριέχει και μια ιδιότυπη “διαλεκτική” που συσχετίζει τις πολιτικές θέσεις με βάση το παρόν (→ αποτελεσματικότητα) και το μέλλον (→ συνέπεια), για την αυτοϊκανοποίηση των μαρξιστών με την αγάπη τους, τον “διαλεκτικό υλισμό”.

Παραδείγματα:

α) ΤΑΧΤΙΚΗ (→ παρόν) → αποτελεσματικότητα, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ (→ μέλλον) → συνέπεια.

β) ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ (→ παρόν) → αποτελεσματικότητα, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ (→ μέλλον) → συνέπεια.

Ταυτόχρονα εξασφαλίζει τις συνθήκες συνύπαρξης αποτελεσματικότητας - συνέπειας με όρους αναπαραγωγής του κομματικού μηχανισμού, αφού και οι δύο σχετικές αξιολογήσεις εκλαμβάνονται ως υπηρέτες των ίδιων ιστορικών καθηκόντων. Η “θεωρία” είναι παρούσα στην πολιτική συζήτηση μόνο ως “αστυνομία”. Περιφρουρεί τις διαχωριστικές γραμμές του “εντός – εκτός”: Όσες αντιλήψεις/απόψεις κρίνονται ασύμβατες με τα ιστορικά καθήκοντα - που έχει προσδιορίσει η “θεωρία”- απομονώνονται ή απομακρύνονται από τον κομματικό μηχανισμό.

Αποκαλυπτικά είναι τα παραδείγματα, όταν αυτός ο ιδεολογικός μηχανισμός λειτουργεί για να εξασφαλίσει την συνέχεια της αναπαραγωγής της κομματικής εξουσίας σε περιστάσεις όπου είναι εμφανές το χάσμα ανάμεσα στις διακηρύξεις και τις πράξεις που τις συνοδεύουν. Όταν φτάνει η στιγμή της αναμέτρησης με τα λάθη, παρεμβαίνει η Ιστορία (ιστορικός υλισμός) - με την φωνή της κομματικής εξουσίας - και λέει παραλλαγές από το ίδιο “παραμύθι”. Αυτές οι παραλλαγές αποτυπώνονται στις κομματικές αποφάσεις που εκτιμούν την πορεία του κόμματος, σε περιστάσεις όπου οι στόχοι δεν επιτεύχθηκαν…

Όμως το πρωτότυπο παραμύθι, δεν θα το συναντήσετε στα μαρξιστικά κείμενα, αλλά στις ιερές γραφές του Ευαγγελίου: Είναι η παραβολή του Σπορέα. Με αυτή την παραβολή ο “ηγέτης” - Χριστός δεν απευθύνεται στα πλήθη για να διαδώσει την διδασκαλία του, αλλά δίνει οδηγίες στα “κομματικά στελέχη” του για το πως θα διευρύνουν τα κοινωνικά τους ερείσματα και θα οικοδομήσουν το “κόμμα”/εκκλησία. Με αυτήν την παραβολή πορεύεται η Αριστερά. Ψάχνει γόνιμα εδάφη για να φυτρώσει ο σπόρος της. Όμως κάποιες φορές δεν φυτρώνει ούτε σε αυτά τα εδάφη. Στα Ευαγγέλια, ο σπόρος αντιστοιχεί στον λόγο του Θεού, γιαυτό είναι απαγορευμένη η ερώτηση: Μήπως είναι άγονος ο σπόρος;

Οι ιερές γραφές παρουσιάζουν μια απάντηση ακόμα και για την περίπτωση που δεν φυτρώνει ο σπόρος του σπορέα, εκεί που φυτρώνουν με ευκολία άλλοι σπόροι: «ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, και-συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό». Τότε, η αποτυχία της σποράς, οφείλεται στους “άλλους”, στα αγκάθια…

Το “παραμύθι” αυτό εμπεριέχει ένα άλλο στοιχείο ενδιαφέρον για την λειτουργία του κομματικού μηχανισμού: Αν και η ιστορική αποστολή του χριστιανισμού έχει πανανθρώπινο χαρακτήρα, η απεύθυνση σε αυτούς που θα την πραγματώσουν, δεν είναι πανανθρώπινη: δεν θα “διαφωτίσει” όσους αρνούνται να πιστέψουν σε Αυτόν. Προϋποθέτει μια ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης, την “πίστη” στον Θεό (την “θεωρία” για τον μαρξισμό - λενινισμό). Μέσω αυτής μπορούμε να κατανοήσουμε τον Ιησού (“κόμμα”).

Πρόκειται στην πραγματικότητα για αναγνώριση της αξιοσημείωτης παρατήρησης: Η ιδεολογία (οι κοινωνικοί δεσμοί οικοδομούνται από σχέσεις εμπιστοσύνης) είναι το πιο συνεκτικό στοιχείο στις κοινωνικές σχέσεις και όχι η δύναμη της γνώσης (ακόμα και αν αυτή αφορά στον “Λόγο” του Θεού). Αυτό όμως έχει και μια άλλη πλευρά: Εκτός από τους κοινωνικούς δεσμούς, και οι δομές εξουσίας οικοδομούνται πάνω σε σχέσεις εμπιστοσύνης.

Γενικά, δεν υπάρχουν κοινωνικοί δεσμοί χωρίς να εμπεριέχουν κάποια μορφή σχέσεων εμπιστοσύνης. Η συνοχή των κοινωνικών ομαδοποιήσεων σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται στις “ταυτίσεις” που συγκροτούνται μέσα από σχέσεις εμπιστοσύνης.

  • Οι σχέσεις εμπιστοσύνης ενθυλακώνονται στους μηχανισμούς εξουσίας, με πρακτικές που μετασχηματίζουν την “εμπιστοσύνη” προς θεσμούς ( όπως κοινοβούλια, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις κλπ) αλλά και προς πρόσωπα, σε μορφές “ανάθεσης”. Αυτές οι πρακτικές εμπεδώνουν παράλληλα ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εξουσίας: την “απόσταση” ανάμεσα στους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους.
Η “απόσταση” αυτή εντοπίζεται κυρίως στις χρονικές διαφορές, ποσοτικούς φραγμούς και ποιοτικούς φραγμούς(διαλογή/τροποποίηση) που επιβάλλονται στις ροές της γνώσης και της πληροφορίας κατά την διάθεσή τους από τον χώρο παραγωγής/κατοχής μέχρι να φτάσουν στην κατανάλωση. Μέσω αυτών των πρακτικών οι “σχέσεις εμπιστοσύνης” μετασχηματίζονται σε “σχέσεις χειραγώγησης”.

Όσο μεγαλώνει το “απρόσιτο” που παράγει αυτή η “απόσταση” αντίστοιχα μικραίνει και η εκλογίκευση της εμπιστοσύνης, χωρίς όμως να μειώνεται αναγκαστικά η ισχύς της. Η πίστη στον Θεό, που τον χωρίζει άπειρη “απόσταση” από τον άνθρωπο, είναι μια σχέση και δεν υπόκειται σε λογική διαχείριση.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ίδια η καπιταλιστική σχέση είναι πρώτιστα μια “σχέση εμπιστοσύνης”…


6.  Για μια άλλη κυβερνητικότητα, διακριτή από τις μορφές διακυβέρνησης του αστικού κοινοβουλευτισμού και της λαϊκής εξουσίας του υπαρκτού κομμουνισμού

Αν και υπήρξαν ιστορικά παραδείγματα κατάληψης της κρατικής εξουσίας, δεν υπάρχουν παραδείγματα για μια άλλη μορφή κράτους, όπου η άσκηση της πολιτικής εξουσίας να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που έχει στο καπιταλιστικό κράτος: παραδείγματα, που να επαληθεύουν ιστορικά θεωρητικές προσεγγίσεις που ευαγγελίζονται το αντίθετο.

Σήμερα, μόνο δυο υπαρκτά εγχειρήματα, των Ζαπατίστας στο Μεξικό και η Ροζάβα στην Συρία, έχουν στοιχεία αυτο-οργάνωσης ενός διαφορετικού υβριδικού κρατικού μηχανισμού σε τομείς όπως ο στρατός, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη, χωρίς όμως να έχουν ( ή να επιδιώκουν ) την δομή ενός αυτόνομου κράτους.

Αυτό που παραμένει κρίσιμο ως ζητούμενο, για τις πολιτικές που στρατεύονται στην ιδέα ενός χειραφετιτικού κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν είναι η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας - οι τρόποι και οι τεχνικές με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί αυτό - αλλά μια άλλη μορφή κυβερνητικότητας, διακριτή από τις αστικές πολιτικές διαχείρισης της κρατικής εξουσίας. Στο εσωτερικό της παραδοσιακής Αριστεράς πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις αναπτύχθηκαν τον προηγούμενο αιώνα σχετικά με το αν το πέρασμα θα είναι “ένοπλο” ή “ειρηνικό”, για τον “δημοκρατικό δρόμο” για τον σοσιαλισμό και άλλα ενδιαφέροντα παρόμοια (για την κατάκτηση του “εργαλείου” κράτος), αλλά ελάχιστες για τις μορφές κυβερνητικότητας που είναι ικανές να διασφαλίσουν διακριτούς τρόπους άσκησης/οργάνωσης της κρατικής εξουσίας από αυτές του αστικού κράτους (για το κράτος ως “κοινωνική σχέση”).

Στην πολιτική, όπως και στην ταξική πάλη, δεν υπάρχουν κενά. Αν δεν έχεις κατακτήσει μια άλλη αντίληψη για την “κυβερνητικότητα” τότε, αν σήμερα βρεθείς στην θέση της κυβερνητικής εξουσίας, η “πορεία” που θα χαράζεις αναγκαστικά θα περνάει από τους “δρόμους” του νεοφιλελευθερισμού (ως κυρίαρχο σύστημα διακυβέρνησης την εποχή της παγκοσμιοποίησης). Ας μην ξεχνάμε πως αν και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ο ιδεολογικός εισαγωγέας του νεοφιλελευθερισμού στην χώρα μας, η νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα εμπεδώθηκε στο ελληνικό κράτος κυρίως από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Αυτή ήταν και η κυβερνητικότητα της 1ης φοράς Αριστερά…

Έχει σημασία η επισήμανση ότι η κυβερνητικότητα ως πολιτική πρακτική δεν αφορά στο μέλλον, αν και όταν αναλάβεις κυβερνητικές ευθύνες. Κρίνεται στο παρόν: Καταγράφεται και στις πολιτικές πρακτικές απέναντι σε ζητήματα διαχείρισης κάθε είδους εξουσίας, όσο μικρή και να είναι αυτή, όπως στη δημοτική αρχή, στο συνδικάτο, αλλά ακόμα και στον κομματικό μηχανισμό.

  • Η κατάκτηση μιας διαφορετικής κυβερνητικότητας από την κυρίαρχη, προϋποθέτει την επαναδιατύπωση με άλλους πολιτικούς όρους της σχέσης: κράτος – κόμμα – κίνημα.
Πώς όμως μπορεί να επαναδιατυπωθεί με πολιτικούς όρους μια σχέση, όταν ορισμένοι παράγοντες αυτής της σχέσης επικαθορίζονται από την ιδεολογία; [πολιτική είναι ένα πεδίο που κυριαρχούν οι “αντιθέσεις”, ενώ στο πεδίο της ιδεολογίας κυριαρχεί η “ενότητα”]. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα, μέσω των αντιφάσεων που αναδεικνύονται στο χώρο της κυρίαρχης αντίληψης για την πολιτική.

Ένα πρώτο στοιχείο αφορά στην πολιτική αυτονομία του κόμματος από το κράτος: Η υποτίμηση της “αυτονομίας” του κόμματος ως πολιτικού μηχανισμού από το κράτος και τις πολιτικές που εκπορεύονται απ’ αυτό φάνηκε καθαρά όταν η παραδοσιακή Αριστερά έγινε εφαψίας ή μέτοχος της κυβερνητικής εξουσίας.

Στην Ανατολή οδήγησε στα καθεστώτα του υπαρκτού κομμουνισμού στην ταύτιση του κόμματος με το κράτος και στην Δύση σε συνδιαχειριστικές πρακτικές που οδήγησαν στην ενσωμάτωση και την υποταγή. Και στις δυο περιπτώσεις, στην σύγκρουση των μηχανισμών τελικά το κόμμα “παραδόθηκε” στο κράτος και όχι το αντίθετο: Οι αστικοί κρατικοί μηχανισμοί είναι πολύ ανθεκτικότεροι των κάθε λογής (δια)χειριστών τους.

Αυτή η κυριαρχία του κράτους απέναντι στο κόμμα, επαληθεύτηκε και με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όπου το κράτος ως συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων έμεινε ανέπαφο (όπως ανέπαφο έμεινε και το πολιτικό προσωπικό της κυβερνητικής ελίτ), απλά άλλαξε κουστούμι με τον απεγκλωβισμό του από το παλαιομοδίτικο κομμουνιστικό κόμμα ως μορφή διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, μπροστά στην οικονομική χρεοκοπία της ΕΣΣΔ…

Αντίθετα στην Κίνα, μετά την ήττα της πολιτιστικής επανάστασης - όπου τότε τέθηκε και το ζήτημα των σχέσεων του κόμματος με το κράτος - συνέβη το αντίθετο: Η ταύτιση του κράτους με το κομμουνιστικό κόμμα συνεχίστηκε και οδήγησε σε μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, που σήμερα διεκδικεί την παγκόσμια ηγεμονία. Στην Δύση προβάλλεται συχνά η άποψη ότι το καθεστώς της Κίνας, σε αντίθεση με τις δυτικές δημοκρατίες, είναι «ολοκληρωτικό» γιατί χειραγωγεί τους πολίτες του με την βία και όχι με την συναίνεση. Σήμερα με σύγχρονο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης των πολιτών, αυτή η χειραγώγηση έχει κάνει αρκετά βήματα μπροστά: Το κόμμα “αφουγκράζεται” τις ανάγκες και επιθυμίες των λαϊκών μαζών και φροντίζει να τις χειραγωγήσει, πριν καν προλάβουν οι ίδιες να εκφράσουν τις απαιτήσεις τους…

Στην Δύση, ο αστικός κοινοβουλευτισμός προβάλλεται ως το μοναδικό καθεστώς που λειτουργεί με την συναίνεση. Εξαιρέσεις υπάρχουν ακόμα και στην Δύση. Ας θυμηθούμε ότι ο ναζισμός και ο φασισμός στην Ευρώπη, είχαν ευρύτατη κοινωνική αποδοχή στις χώρες που γεννήθηκαν και όχι μόνο…

Η κατάληξη της Πολιτιστικής Επανάστασης σημαδεύτηκε απ’ ένα σημαντικό δεδομένο - καθοριστικό για την πορεία του υπαρκτού κομμουνισμού - το οποίο συχνά στην Δύση υποτιμάται: Η αξιοποίηση της εμπειρίας που αποκόμισε το ΚΚΚ από την «Πολιτιστική Επανάσταση» στις τεχνικές χειραγώγησης των λαϊκών μαζών διαμορφώνοντας την συναίνεση, ήταν ο βασικός παράγοντας για την σταθερότητα του συστήματος. Πρόκειται για έναν «εκσυγχρονισμό» στα πλαίσια του υπαρκτού κομμουνισμού, ο οποίος ουδέποτε συνέβη στην ΕΣΣΔ. Το κινέζικο καθεστώς αντιπροσωπεύει τον “υπαρκτό” κομμουνισμό στον 21ο αιώνα: Ένα Κομμουνιστικό κόμμα (αυτοπροσδιορίζεται ως συνεχιστής της Οκτωβριανής επανάστασης), το ΚΚΚ, είναι σήμερα ο πιο μαζικός και συνεκτικός πολιτικός μηχανισμός στον πλανήτη μας.

Στα πλαίσια αυτού του αυτοπροσδιορισμού, το ΚΚΚ έχει ανάγει σε «αρετή» τις ταξικές αντιθέσεις, εκτιμώντας πως μπορεί να τις διαχειριστεί προς όφελος του κινέζικου λαού. Στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος ο Κινέζος Πρόεδρος Xi Jinping τόνισε: “Μόνο μέσα από αντιφάσεις μπορεί να προοδεύσει μια κοινωνία. Όπου υπάρχουν αντιφάσεις, υπάρχει και κόπος”, επαναλαμβάνοντας μια γνωστή θέση του κυρίαρχου μαρξισμού, η οποία θεωρεί ότι οι αντιθέσεις αυτές δίνουν κίνητρο για την πρόοδο και την εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων. Πρόκειται για την κοινή αξιακή σημασία που έχει η έννοια της “προόδου” στον καπιταλισμό, αλλά και στον “υπαρκτό” κομμουνισμό στην εξέλιξη της ανθρωπότητας…

Το ζήτημα της διαχείρισης της κρατικής εξουσίας είναι προφανές ότι δεν μπορεί να απαντηθεί σήμερα με “θετικές προτάσεις”, αλλά κυρίως με αρνητικές οριοθετήσεις. Και πρώτα απ’ όλα, με οριοθετήσεις απέναντι σε πρακτικές που οδηγούν στην ενσωμάτωση του κόμματος στο κράτος.

  • Θα πρέπει να θέσουμε ως βασικό μέλημά μας την διατήρηση της πολιτικής αυτονομίας του ΜΕΡΑ25 από το κράτος. Αυτό έχει σημασία βεβαίως όταν ένα κόμμα κινείται στα χώρο της αντιπολίτευσης, αποκτά όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού συστήματος όταν συμμετέχει στην κυβέρνηση (αυτοδύναμα ή σε συνεργασία).

7.  Το κόμμα ως “μπάτλερ” της Κυβέρνησης

Ας μην ξεχνάμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν παραδοθεί στις μαφίες της ΕΕ είχε “παραδοθεί” ως πολιτικός μηχανισμός στο ελληνικό κράτος. Ας δούμε πως έγινε αυτό, γιατί έχει τελικά πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία σε σχέση με την αυτοαναίρεση που εκδηλώθηκε με την ανατροπή του δημοψηφίσματος του ΟΧΙ.

Πρώτα απ’ όλα σχετίζεται από την διαπίστωση που προανέφερα, ότι δηλαδή άνοδος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, αποτελεί μια ισχυρή διάψευση της “στρατηγικής” του, του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό: Το πολιτικό παιχνίδι απέναντι στο κράτος, έγινε “φορσέ”, αφού ακυρώθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις που συνέδεαν την πορεία προς στην κυβερνητική εξουσία με παράλληλους μετασχηματισμούς στην “κρατική σχέση”, μετασχηματισμούς που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν.

Η πρώτη “παράδοση” της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, ήταν στο κράτος. Δεν τόλμησε καν να αγγίξει τον κρατικό μηχανισμό. Δεν κούνησε κανένα πιόνι από την θέση του για να μην διαταραχθεί, έστω και στο ελάχιστο, η συνέχεια της λειτουργίας του. Εγγυητής και επιτηρητής γιαυτό τον συμβιβασμό ήταν ο άλλος μέτοχος του κυβερνητικού σχηματισμού, το ακροδεξιό κόμμα του Πάνου Καμμένου. Αλλά και όταν αυτός κάποια στιγμή αποχώρησε, την θέση του κυβερνητικού συνεταίρου ανέλαβε το βαθύ κράτος, το ίδιο “αυτοπροσώπως”: ο Α. Τσίπρας ανέθεσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας σε ένα στέλεχος του στρατού, στον εν ενεργεία μέχρι εκείνη την στιγμή, ναύαρχο Βαγγέλη Αποστολάκη. Αν και στο παρελθόν σε άλλες κυβερνήσεις απόστρατοι έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολιτικές θέσεις, παρόμοιος διορισμός (το πρωί στρατηγός, το βράδυ υπουργός) μόνο σε συνθήκες στρατιωτικών πραξικοπημάτων είθισται να γίνεται. Στην χώρα μας εν ενεργεία στρατιωτικός να βρεθεί με αυτόν τον τρόπο σε υπουργική θέση, είχε να συμβεί από την εποχή της χούντας της 21ης Απριλίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παραχώρησε μόνο στους κυβερνητικούς εταίρους του την πολιτική εποπτεία και διοίκηση του βαθέως κράτους (στρατός, υπουργείο εξωτερικών κλπ). Η άνοδος στην κυβερνητική εξουσία δεν συνοδεύτηκε από καμία θεσμική αλλαγή ούτε στο κράτος, ούτε στο “ευρωπαϊκό παρακράτος” που άρχισε να εγκαθίσταται στην χώρα μας από την εποχή του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το πεδίο της πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πράγματι πράξη - αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο - την “ηρωική” προεκλογική δήλωση του Αλέξη Τσίπρα πως με ένα άρθρο θα καταργούσε τα μνημόνια. Με μια μονοκονδυλιά διέγραψε από τις προγραμματικές του διακηρύξεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις για το κράτος: Δεν ήταν η τρόικα, το ΔΝΤ και οι μαφίες της ΕΕ που έβαλαν εμπόδια στον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, στην μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και άλλα παρόμοια, ούτε ο γενικότερος κοινωνικός συσχετισμός, αλλά η “συγκυβέρνηση” της 1η φοράς Αριστερά με το ακροδεξιό κόμμα του Πάνου Καμμένου…

Αυτή η “παράδοση” του ΣΥΡΙΖΑ στο κράτος, αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στην συνεδρίαση της ΚΕ μετά το δημοψήφισμα του ΟΧΙ, για την έγκριση της συμφωνίας: Η συνεδρίαση εκείνης της ΚΕ ήταν κλειστή για τα μέλη του, ανοικτή όμως για κρατικούς λειτουργούς (“μπάτσους” στην καθομιλουμένη) , αρκετοί από τους οποίους κυκλοφορούσαν με ή χωρίς διακριτικά στην αίθουσα της συνεδρίασης για την επιτήρηση της διαδικασίας. Απ’ ότι γνωρίζω κανείς εκ των μελών της ΚΕ δεν διαμαρτυρήθηκε για αυτή την παρουσία (ούτε βέβαια η “αριστερή αντιπολίτευση”) που ήταν άκρως υποτιμητική για τα μέλη της…

Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία δεν επικυρώθηκε μόνον η συνέχεια του κράτους, αλλά ενισχύθηκε και η μεγέθυνση του “ευρωπαϊκού παρακράτους” στην χώρα μας. Αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώ γίνονται αναφορές σε κείμενα του Μέρα25 για αυτό το σύγχρονο “παρακράτος” στην χώρα μας, παρόμοιες προσεγγίσεις απουσιάζουν από τις αναλύσεις άλλων πολιτικών κομμάτων.

Το “ευρωπαϊκό παρακράτος” άρχισε να οικοδομείται από την εποχή της ένταξης της χώρας στην ΕΕ και γιγαντώθηκε την εποχή των μνημονίων (Διαχειριστικές αρχές, Ανεξάρτητες Αρχές, όπως ΤΑΥΠΕΔ, ΡΑΕ και πολλά άλλα παρόμοια), όπου οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ελάχιστες ή μηδενικές δυνατότητες παρέμβασης, στις πολιτικές που εκπορεύονται από αυτούς τους μηχανισμούς, που οι ίδιοι ελέγχουν την εφαρμογή τους. Μέσω αυτού του παρακράτους σχεδιάζεται και επιτηρείται η λεγόμενη “ανάπτυξη” της χώρας. Οι παρεμβάσεις του κεντρικού κρατικού μηχανισμού είναι απλά επικουρικές (όπως η διαμόρφωση του κρατικού προϋπολογισμού, ο σχεδιασμός των κρατικών επενδύσεων και οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις στη βουλή όπως και άλλα ηχηρά παρόμοια).

Έχει ενδιαφέρον η σύγκριση με το 81, τότε που το ΠΑΣΟΚ, ως “μαζικό κόμμα”, ανέλαβε να κυβερνήσει την χώρα. Δεν ήρθε «στις 18 Σοσιαλισμός», σημειώθηκε όμως μια σημαντική πολιτική τομή, σε σχέση με το κράτος (και το παρακράτος) της Δεξιάς. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθώ αναλυτικά στις πολιτικές δράσεις που περιγράφουν αυτή την τομή για να γίνει αντιληπτό ότι, όταν ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες ο ΣΥΡΙΖΑ, καμία ανάλογη παρέμβαση στο κράτος δεν σημειώθηκε.

Αυτονομία του κόμματος από το κράτος, σε συνθήκες όπου το κόμμα συμμετέχει στην διακυβέρνηση, σημαίνει πρώτα απ’ όλα, ότι το κόμμα διατηρεί διακριτή πολιτική λειτουργία από το κυβερνητικό σχήμα: Οι κυβερνητικές προτεραιότητες επικαθορίζονται από τις κρατικές αναγκαιότητες, οι κομματικές όμως στοχεύσεις προκύπτουν ως αυτοπροσδιορισμοί, πέρα και πάνω από τις κυβερνητικές στοχεύσεις· έχουν και ανταγωνιστικό χαρακτήρα με το κράτος. Αυτά όμως είναι λόγια του αέρα:

Εκείνο που συμβαίνει στον αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι διαφορετικό: όταν ένα κόμμα (όχι μόνον της Αριστεράς) αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, τότε μετατρέπεται σε “μπάτλερ” της Κυβέρνησης. Αυτό συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ του 81, αλλά και με τον ΣΥΡΙΖΑ το 15 [4]. Συνέβη και με το ΚΚΕ το 89, όταν συμμετείχε στην “συγκυβέρνηση” και παρολίγον να διαλυθεί. Κάηκε τότε στον χυλό και έκτοτε φυσάει και το γιαούρτι…

Δεν είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται μόνον στην χώρα μας, έχει συμβεί και την Ευρώπη, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα. Ένα μαζικό κόμμα, με 600.000 μέλη και με ένα αριστερό “κυβερνητικό πρόγραμμα” (που μπροστά του το ανάλογο του ΣΥΡΙΖΑ το 15, δεν φαντάζει ούτε καν σαν μια ήπια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση), μετά από δυο χρόνια συγκυβέρνησης ουσιαστικά διαλύθηκε…
 

8.  Το κόμμα ως μόνιμη “αντιπολίτευση” στο κράτος

Η αυτονομία του κόμματος από το κράτος σε συνθήκες διακυβέρνησης, εμπεριέχει μια μορφή αντίφασης η οποία, ούτε μέσα στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού, ούτε εντός της μορφής διακυβέρνησης της λαϊκής εξουσίας του υπαρκτού κομμουνισμού, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, ούτε βεβαίως και είναι διαχειρίσιμη. Εκλαμβάνεται ως πολιτικό παράδοξο: 

  • Το κόμμα είναι πάντα στην “αντιπολίτευση”, ακόμα και αν είναι μέτοχος ή κυρίαρχος της κυβερνητικής εξουσίας.
Αυτό το “παράδοξο” μπορεί να γίνει κατανοητό μόνον με την παραδοχή ότι το κόμμα “αντιπολιτεύεται” το κράτος ως όλον. Τότε η πολιτική του δράση και στοχοθεσία δεν περιορίζεται από τις δεσμεύσεις, τα όρια και τις μορφές πολιτικής που θεσπίζει και λειτουργεί το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης ή η μορφή της λαϊκής εξουσίας του υπαρκτού κομμουνισμού (ο “πολιτικός μηχανισμός” του κράτους).

Η Οκτωβριανή επανάσταση, επιχείρησε να λύσει αυτή την αντίφαση με μια μορφή διακυβέρνησης, που αποτυπώνεται συνοπτικά στο σύνθημα “όλη η εξουσία στα σοβιέτ”, σε μια προσπάθεια εφαρμογής άμεσης δημοκρατίας στο πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας. Όμως μετά από δύο χρόνια, τα “κενά” αυτής της μεταβατικής μορφής διακυβέρνησης μετασχηματίστηκαν σε “καινά” από το κόμμα των μπολσεβίκων: Το σύστημα διακυβέρνησης αντικαταστάθηκε από την “σοβιετική εξουσία”, το κράτος απέκτησε άλλο επίθετο: “εργατικό”, και το κόμμα των μπολσεβίκων ανέλαβε να διαχειρίζεται και να ελέγχει όλες τις κρατικές υποθέσεις. Ενέταξε σε αυτές και όλες τις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης και της οικονομίας. Έκτοτε, αυτή η διακυβέρνηση επικράτησε σε όλα τα καθεστώτα του υπαρκτού κομμουνισμού. Η υπόθεση του “κομμουνισμού” έγινε και αυτή κρατική “εργολαβία” με πενταετή πλάνα και άλλα παρόμοια τεχνοκρατικά, όπου τα κομμουνιστικά κόμματα ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν.

Πρόκειται για μια σύμβαση ανάθεσης που αποτυπώνει ένα καθεστώς πλήρους “ελευθερίας/αυθαιρεσίας”: Η σύμβαση δεν έχει ημερομηνία λήξης (το “έργο” θα ολοκληρωθεί , αν και όταν επί της γης επικρατήσει ο κομμουνισμός), αλλά και ο Ανάδοχος δεν έχει καμία δέσμευση απέναντι στην Αναθέτουσα Αρχή…

Αν δεχτούμε ότι το κόμμα “αντιπολιτεύεται” το κράτος ως όλον, αλλά ταυτόχρονα θέλει να παρεμβαίνει εντός των πλαισίων του πολιτικού μηχανισμού του κράτους (κοινοβουλευτικό σύστημα), τότε προκύπτει ως λογική συνέπεια ότι, η πολιτική πρακτική του θα πρέπει να αποτυπώνεται όχι σε ένα, αλλά σε δύο ξεχωριστά, “πολιτικά προγράμματα”, με ανταγωνιστικές μεταξύ τους στοιχειοθετήσεις:

  • Το “κυβερνητικό πρόγραμμα” που στοχεύει στην κρατική διαχείριση και αποτελεί χώρο ταξικών και κοινωνικών συμβιβασμών όπως αυτοί εκφράζονται εντός του κράτους και των πολιτικών του. Λειτουργεί σε συνθήκες κοινοβουλευτικής κανονικότητας που κυριαρχούν οι όροι συνεννόησης- διαπραγμάτευσης και αποβλέπει στην επίτευξη της συναίνεσης όταν είναι δυνατή ή στην αντίθετη περίπτωση στην αποκάλυψη. (στοχοθεσία με κριτήρια αναγκαιότητας).
  • Το “κινηματικό πρόγραμμα” που στοχεύει στην στήριξη και ανάπτυξη ενός αντισυστημικού και ανατρεπτικού μαζικού κινήματος ανταγωνιστικού προς το κράτος και το κεφάλαιο. Εδώ κυριαρχούν οι όροι αυτοοργάνωσης – αυτενέργειας του κοινωνικού υποκειμένου το οποίο είναι το αναφορικό της πολιτικής του, σε συνθήκες κοινωνικού ανταγωνισμού. (στοχοθεσία με κριτήρια χειραφέτησης/ελευθερίας).
Όμως το “κινηματικό πρόγραμμα”, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με αυτή την περιγραφή, σημαίνει τελικά κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβανόμαστε συνήθως ως “πολιτικό πρόγραμμα”. Τα πολιτικά προγράμματα απαιτούν συναίνεση. Η συναίνεση λειτουργεί πάντα με την επίκληση ενός «εξορθολογισμένου» λόγου αναγκαιότητας. Αντίθετα τα “κινηματικά προγράμματα” διεκδικούν όρους ελευθερίας για την ύπαρξη του διαφορετικού.

Είναι και κάτι παραπάνω απ’ αυτό: Είναι ένας διαφορετικός τρόπος να ζούμε μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο όσο και ένας τρόπος να προετοιμάζουμε την κοινωνική αλλαγή. Να διανοίγουμε ρωγμές, και να διευρύνουμε τους χώρους της μη-συγκατάθεσης. Το διακύβευμα δεν είναι η διαχείριση πολιτικών πρακτικών που κινούνται εντός του δίπολου συναίνεση - αποκάλυψη, αλλά να καταφέρνουμε στην συγκυρία να διατηρήσουμε την απόκλιση από το κυρίαρχο. Η κατάκτηση της “ηγεμονίας” δεν είναι άλλος ένας ετεροχρονισμένος στρατηγικός στόχος προς επίτευξη αλλά η έμπρακτη επικύρωση της ανατροπής του κοινωνικού συσχετισμού προς όφελος της κοινωνικής χειραφέτησης: Η κατάκτηση της “ορατότητας” της δυνατότητας του αδύνατου…

Αν θέλουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε με άλλο τρόπο την διαχείριση αυτής της αντίφασης, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχτούμε την ύπαρξή της και να μην προσπαθούμε να την κρύψουμε με διάφορα τεχνάσματα.

- Ας δούμε πως η αλεπού, αυτά που δεν φτάνει τα κάνει …κρεμαστάρια (: ετεροχρονισμούς [5])

Το κομμουνιστικό κίνημα προσπάθησε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα κυρίως με την διάκριση της τακτικής από την στρατηγική: Μια ντετερμινιστική προσέγγιση της πολιτικής πάλης (για την ακρίβεια: ολιστική προσέγγιση της πολιτικής που αρνείται την κυριαρχία της αντίφασης απέναντι στην ενότητα), η οποία χάριν της αποτελεσματικότητας της πολιτικής πάλης για τους μεταβατικούς στόχους, εξοβελίζει από την συγκυρία την πολιτική πάλη για τους στρατηγικούς στόχους (περιμένοντας να ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες για την “επανάσταση”) και οδηγεί τελικά στον αυτοπεριορισμό της εντός των πλαισίων της κρατικής διαχείρισης, είτε με την μορφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, είτε με την μορφή του κράτους – κόμματος σε καθεστώτα υπαρκτού κομμουνισμού.

Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα για να δείξω πως δύναται να λειτουργεί ένας στρατηγικός στόχος, ως ετεροχρονισμός των λαϊκών απαιτήσεων αλλά και ως ενσωμάτωση στην κυρίαρχη ιδεολογία. Διάλεξα τον στρατηγικό στόχο της «εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης» που είναι ευρύτερα αποδεκτός και από χώρους πέρα από την παραδοσιακή Αριστερά.

Η εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση παρουσιάζεται ως ένα στρατηγικό σχέδιο που προσπαθεί να αποδώσει ένα προοδευτικό χρώμα σε κάποια κυρίαρχα ιδεολογήματα όπως η “εθνική οικονομία”, η “πραγματική οικονομία”, η “ανάπτυξη” και άλλα ηχηρά παρόμοια. Στη χώρα μας, ο ΣΥΝασπισμός με την ίδρυσή του, είχε επαναφέρει το παλαιό όραμα της «εθνικής ανοικοδόμησης» του εθνάρχη Καραμανλή που κυριάρχησε στο μετεμφυλιακό κράτος. Το ενστερνίστηκε και επιχείρησε να του αποδώσει αριστερό πρόσημο. Άλλαξε την συσκευασία και το ονόμασε: “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση”. Απ αυτόν το κληρονόμησε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Σημαιοφόρος του αναδείχτηκε το Αριστερό Ρεύμα.

Όμως η ευμενής αποδοχή του οράματος της “παραγωγικής ανασυγκρότησης” της χώρας δεν περιορίζεται σε αυτόν τον πολιτικό χώρο. Την εντοπίζουμε σε πολιτικά ντοκουμέντα όλου του πολιτικού φάσματος, πάνω και πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές που κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή και τα διλήμματα που διχάζουν το έθνος των Ελλήνων (όπως ευρώ ή δραχμή, η συμφωνία των Πρεσπών κλπ). Από κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ως την χρυσή αυγή και άλλα ακροδεξιά πολιτικά μορφώματα, στρατεύονται με τον ένα ή άλλο τρόπο στο όραμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, ο ακροδεξιός Πάνος Καμμένος που διαφωνούσε με τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και σε άλλα σημαντικά ζητήματα, ήταν κι αυτός στρατευμένος σε αυτό το όραμα…

Αυτό το όραμα ως “στρατηγικό σχέδιο” φιλοδοξεί να εκφράσει μια διαφορετικού τύπου ανάπτυξη της χώρας, μέσα από μια σειρά μέτρων και κατευθύνσεων που προϋποθέτουν κεντρικό κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας: προβάλει την θέση ότι η “ανάπτυξη” θα πραγματοποιηθεί με μοχλό την ενίσχυση της παραγωγικής διαδικασίας, αφήνοντας έξω από το παιχνίδι τις παραγωγικές σχέσεις, το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που υφαίνονται μέσα στην παραγωγή. Η ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων εμφανίζεται έτσι ως ένα ιστορικό στάδιο που θα πρέπει πρώτα να διαβούμε για να προχωρήσουμε στη συνέχεια προς κοινωνικές αλλαγές.

Αυτός ο “ετεροχρονισμός” για τις κοινωνικές αλλαγές, είναι αναγκαίος γιατί το μεταβατικό ιστορικό στάδιο θα γίνει κάτω από μια κοινωνική συμμαχία του κόσμου της εργασίας με μερίδες της αστικής τάξης. Είναι ενδεικτικό ότι στο όνομα της “παραγωγικής ανασυγκρότησης” της χώρας ο ΣΥΝασπισμός αποδέχτηκε το Μάαστριχ και την σύνδεση του “μισθού με την παραγωγικότητα” που άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή των ελαστικών σχέσεων εργασίας και κατάργησε την συλλογική διαπραγμάτευση της εργασίας. Την στράτευσή τους στην “παραγωγική ανασυγκρότηση” της χώρας επικαλέστηκαν τότε και μια μερίδα στελεχών του για να αναρριχηθούν εκείνη την εποχή στον κρατικό μηχανισμό και τέθηκαν στην υπηρεσία του πασοκικού κράτους για να βοηθήσουν στην επίτευξη αυτού του εθνικού στόχου…

Στο όνομα της “παραγωγικής ανασυγκρότησης” της χώρας προδιαγράφει και η Αυγή (14/2/2014) τον ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου στη νέα εποχή της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ στο άρθρο με τίτλο «Αναγκαία η συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων» και επεξηγεί για όσους δεν κατάλαβαν τι σήμαινε πραγματικά η δήλωση του Α. Τσίπρα «Θα μειώσουμε το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας» όταν γίνουμε κυβέρνηση, δηλαδή θα συνεχίσουμε να επιδοτούμε το ηλεκτρικό ρεύμα των βιομηχάνων με τους ίδιους και καλύτερους όρους…

Η δυνατότητα αυτής της συμμαχίας στηρίζεται σε μια λαθεμένη άποψη για τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς: Ο κεντρικός πυρήνας αυτής της άποψης είναι ότι υπάρχει ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στο “καλό” παραγωγικό κεφάλαιο (που εκλαμβάνεται γενικά ως προοδευτικό και εθνικό και είναι ο πυρήνας της “πραγματικής οικονομίας”) και στο “κακό” χρηματοπιστωτικό σύστημα (που εκλαμβάνεται ως παγκοσμιοποιημένο και “παρασιτικό”).

Η «παραγωγική ανάπτυξη» αναδεικνύεται αυτοδίκαια «εθνική»: Το παραγωγικό κεφάλαιο εκλαμβάνεται ως “εθνικός πλούτος” που θα φέρει την αυτοδύναμη οικονομική συγκρότηση της χώρας, γιαυτό και θα πρέπει να συνοδεύεται με μέτρα προστατευτισμού απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτές οι αντιλήψεις για να αποκτήσουν φιλολαϊκά ερείσματα επενδύονται με ανάλογες δόσεις ενός ιδιότυπου “αντιιμπεριαλισμού”, που ενώνει την δεξιά με την αριστερά μπροστά στο εθνικό συμφέρον.

Αυτό το εθνικό σχέδιο για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει ισχυρό κράτος (σε συνθήκες κανονικότητας της κρατικής λειτουργίας, οι κοινωνικές συμμαχίες οργανώνονται μέσω της κρατικής σχέσης), το οποίο θα πείσει ή εξαναγκάσει, και τους αστούς να επενδύσουν στην βιομηχανία και σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, και τον κόσμο της εργασίας να σφίξει για μια φορά ακόμα το ζωνάρι του μέχρι να να έρθει η πολυπόθητη “ανάπτυξη”· μετά βλέπουμε…

Για τον κόσμο της εργασίας δεν ανησυχούν οι υποστηρικτές αυτού του σχεδίου, θεωρούν ότι μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί. Για τους βιομηχάνους έχουν μερικές αμφιβολίες, γιαυτό προεκλογικά ο Α. Τσίπρας τους δίνει την υπόσχεση ότι θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Και αν αυτοί ζητάνε κι άλλα;

Εδώ αναλαμβάνει να δώσει απαντήσεις το φαντασιακό. Κάποιοι ακροαριστεροί φαντασιώνονται, πως αν οι αστοί δεν συναινέσουν, να κρατικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής τους, όπως έγινε τότε, στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Κάποιοι ακροδεξιοί φαντασιώνονται πως μπορούν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα σήμερα, αν το κάνουν με τον τρόπο που ο Πούτιν αντιμετωπίζει στους Ρώσους ολιγάρχες, όταν βάζουν στην άκρη τον “πατριωτισμό” και ενδιαφέρονται μόνον για τα δικά τους συμφέροντα. Αμφότεροι έχουν αρχίσει να αλληθωρίζουν προς την ίδια κατεύθυνση: Με πλάγιες ματιές προς την Κίνα αναζητούν να εντοπίσουν κάποιο υπαρκτό παράδειγμα που σχετίζεται με το δικό τους όραμα. Δεν θα είναι καθόλου περίεργο αν σε από λίγο καιρό τους δούμε να τσακώνονται μεταξύ τους, για το ποιος είναι ο πιο αυθεντικός εκπρόσωπος του κινέζικου υποδείγματος οργάνωσης της κοινωνίας…

Αν και έχουν χυθεί πολλά κιλά μελάνι για να περιγράψουν το στρατηγικό σχέδιο της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, όλα αυτά κινούνται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Είναι σχεδιασμοί για το απροσδιόριστο μέλλον της εικόνας ενός άλλου κόσμου που ανήκει στο …παρελθόν, σχέδια με μηδενική δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν: Στον πραγματικό κόσμο, τα αποτυπώματα αυτού του σχεδίου γίνονται ορατά με την οργάνωση κάποιας καμπάνιας που να προτρέπει την αγορά μόνον ελληνικών προϊόντων και άλλα φαιδρά παρόμοια· τίποτα παραπάνω…

Αντίθετα, μετά τις καταστροφές από ένα πόλεμο και έναν εμφύλιο, το σχέδιο της “εθνικής ανοικοδόμησης” του Εθνάρχη Καραμανλή αντιστοιχούσε σε πραγματικές ανάγκες ανασύνταξης του ελληνικού κράτους, γιαυτό - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - έγινε “πράξη ανασύστασης” του ελληνικού κράτους με σαφές ταξικό πρόσημο: την επέκταση και εμπέδωση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής σχέσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Σήμερα, την εποχή των μνημονίων, αυτές οι “ανάγκες” έχουν τροποποιηθεί γιατί και το κράτος και το κεφάλαιο έχουν κάνει αρκετά βήματα μπροστά.

Η βίαιη επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υλοποιείται με τελείως διαφορετικούς όρους και τρόπους: Δεν περιορίζεται μόνον σε μορφές επιβολής πολιτικών λιτότητας (δηλαδή: μηχανισμοί αναπαραγωγής της κρίσης “χρέους” που δημιουργούν μέσω του δανεισμού εκ του μηδενός “κεφάλαιο” για το χρηματοπιστωτικό σύστημα [6]) αλλά και στην “αξιοποίηση” του συσσωρευμένου πλούτου της χώρας (όπως η ιδιωτική και η δημόσια ακίνητη περιουσία, το “χρήμα” που βρίσκεται στην άκρη, εκτός κυκλοφορίας), οι οποίες εκλαμβάνονται ως μορφές “απολιθωμένου” κεφαλαίου, το οποίο θα πρέπει να ενταχθεί στην λειτουργία της κεφαλαιακής σχέσης, όπως αυτή έχει σήμερα διαμορφωθεί.

Η παγκοσμιοποίηση δεν σηματοδοτείται - σε σχέση με προηγούμενα στάδια - κυρίως από αλλαγές στην ηγεμονία μερίδων του κεφάλαιου απέναντι σε κάποιες άλλες, αλλά από ανακατατάξεις τόσο στον γενικότερο κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό της εργασίας όσο και στις ίδιες τις παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες είναι και αυτές “παγκοσμιοποιημένες” με αντίστοιχο τρόπο με αυτόν των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Σήμερα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι τόσο μεγάλη ώστε με ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα όλος ο πληθυσμός του πλανήτη θα μπορούσε να έχει μια άνετη μορφή διαβίωσης με τις μισές ώρες εργασίας. Επίσης, σε ένα άλλο κοινωνικό σύστημα ο κοινωνικός έλεγχος στην παραγωγική διαδικασία θα μπορούσε να θεσμοθετήσει απλούς κανόνες που να συμβάλουν για να αντιμετωπιστούν προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Δεν χρειαζόμαστε τους “ειδικούς” για να διατυπώσουμε τις γενικές κατευθύνσεις, αρκεί να σκεφτόμαστε πολιτικά έξω απ’ τα όρια του “εφικτού” και του “αναγκαίου”, όπως τα ορίζουν οι κυρίαρχοι.

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα:
 
  • Σήμερα μια βασική κατεύθυνση που ακολουθεί το “παραγωγικό κεφάλαιο” για να αυξηθούν τα κέρδη του είναι η μείωση του χρόνου ζωής των προϊόντων. Αυτό αφορά όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, από τις ηλεκτρικές λάμπες και τις οικιακές συσκευές, ως τα ρούχα και τα αυτοκίνητα: Αν όλα αυτά τα προϊόντα είχαν τον διπλάσιο χρόνο ζωής, αυτό θα σήμαινε μείωση της παραγωγής τους στο μισό. Σας αφήνω να σκεφτείτε τι θα σήμαινε αν αυτό γινόταν πραγματικότητα, αλλά και να προβληματιστείτε, όχι μόνον γιατί δεν λαμβάνονται μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ούτε καν συζητιούνται…
Αν σε προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης του καπιταλισμού η “αυτοδύναμη ανάπτυξη” της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας μπορούσε να είναι ένα υπαρκτό ενδεχόμενο, σήμερα αυτό φαντάζει αδύνατο, ιδιαίτερα αν τα προϊόντα δεν απευθύνονται μόνον στην εσωτερική κατανάλωση, αλλά αποβλέπουν να εξαχθούν και σε άλλες αγορές. Ενδεικτικό παράδειγμα η εξέλιξη της αυτοκινητοβιομηχανίας (που ήταν ένας κάθετος παραγωγικός κλάδος) από την δεκαετία του 70 μέχρι σήμερα: Αν αγοράσετε σήμερα ένα αυτοκίνητο οποιασδήποτε “εθνικής ταυτότητας”, θα βρείτε πάνω του εξαρτήματα και υλικά απ’ όλο τον πλανήτη. Αυτή η τάση δεν ισχύει μόνον στην αυτοκινητοβιομηχανία. Η ανταγωνιστικότητα οποιουδήποτε βιομηχανικού προϊόντος ακόμα και του πιο απλού, εξαρτάται από την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, από τον αρχικό σχεδιασμό ως την συσκευασία του.

Αυτός είναι ένας εκσυγχρονισμός που επιβάλει σε μεγάλο βαθμό “καταστροφή” των μέσων παραγωγής και αντικατάστασή τους με άλλα νέα σύγχρονα για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ουκρανία, η οποία κληρονόμησε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι από τα μέσα παραγωγής της βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Όλη αυτή η υποδομή σήμερα είναι εγκαταλελειμμένη και ρημάζει γιατί εκτός των άλλων, το κόστος εκσυχρονισμού της για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς, απαιτεί επενδύσεις που είναι ασύμφορες οικονομικά για τους επενδυτές…

Όμως πιο αποκαλυπτική ιστορία για την “διεθνοποίηση - εξειδίκευση” της παραγωγικής διαδικασίας είναι αυτή της επιβολής οικονομικών κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας. Εξαναγκάστηκαν σύντομα να τις αναθεωρήσουν και να εξαιρέσουν από τους περιορισμούς έναν όμιλο ρωσικών εταιρειών, όταν διαπίστωσαν πως μια θυγατρική εταιρεία του, που εξειδικεύονταν σε τεχνολογίες διαστημικών συστημάτων παρήγαγε ανταλλακτικά, των οποίων η εισαγωγή αν σταματούσε θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στη συνέχιση προγραμμάτων της NASA. Ανάλογα διευρυμένα φαινόμενα παρατηρούνται και σήμερα στις κυρώσεις που επιβάλλονται στην Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία…

Αν και στο χώρο της πολιτικής πρακτικής αυτός ο στρατηγικός στόχος της «εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης» προάγει τίποτα το αξιοσημείωτο που να είναι σχετικό με τις διακηρύξεις του, λειτουργεί όμως αποτελεσματικά ως μια μορφή ενσωμάτωσης στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία: προάγει τον “κρατισμό” και την “ανάθεση”. Γιαυτό, σε αυτό το ιδεολόγημα στρατεύονται κάθε είδους ειδικοί – τεχνοκράτες. Είναι οι μόνοι πραγματικά που αναγνωρίζουν ότι μπορούν να έχουν κάποιο “ρόλο” στην πραγμάτωση αυτής της εθνικής εργολαβίας. Είναι χαρακτηριστικό το πως αντιμετωπίζουν άλλες προσεγγίσεις, που κινούνται από την σκοπιά των “από κάτω” και επιχειρούν να ανιχνεύσουν μορφές αυτοδιαχείρισης στο χώρο της παραγωγής, ιδιαίτερα όταν δεν μένουν μόνον στην “θεωρία” αλλά συνοδεύονται από υπαρκτές προσπάθειες παρέμβασης στον κοινωνικό χώρο, όπως για παράδειγμα το εγχείρημα της ΒΙΟΜΕ: Αδιαφορία και περιφρόνηση…

Μια προσέγγιση - για την διαχείριση της αντίφασης που ανέφερα προηγούμενα - είναι να ξανασκεφτούμε την πολιτική και να προσπαθήσουμε να την ορίσουμε με άλλο τρόπο:

  • Μήπως θα πρέπει να αναζητήσουμε με πιο συστηματικό τρόπο μια άλλη πολιτική, η οποία, πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να παραμένει σε απόσταση από το κράτος. Θα αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την εξουσία ως διακύβευμα απ’ αυτόν με τον οποίο έθετε αυτό το ζήτημα μέχρι σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα. Μια πολιτική που ο κοινοβουλευτισμός δεν θα είναι το βασικό πλαίσιο άσκησής της. Μια πολιτική που θα παράγεται από μορφές οργάνωσης απομακρυσμένες σε μεγάλο βαθμό από το μοντέλο του κόμματος που κυριάρχησε τον 20ο αιώνα και και το οποίο βρήκε την ολοκλήρωσή του στο κόμμα – κράτος του υπαρκτού κομμουνισμού.
Αυτά όμως τα ερωτήματα είναι αρκετά γενικά.

Ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε κάποιες απαντήσεις, μέσω του προσδιορισμού κι άλλων διακρίσεων από την κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική.


9.  Η πολιτική ως κυρίαρχη ιδεολογία

Η κυρίαρχη ιδεολογία εκλαμβάνει την πολιτική ως μια μορφή άσκησης εξουσίας, γιαυτό η πολιτική δράση απεικονίζεται από ένα σύνολο χειραγωγητικών πρακτικών, μέσα από τακτικές κινήσεις και επικοινωνιακές πολιτικές, με δημόσιο διάλογο και κρυφές συμφωνίες, και άλλα ωραία παρόμοια. Επίσης, είναι “ολιστική”, γιατί ταυτίζει την πολιτική κοινότητα με το κοινωνικό σώμα και κατά συνέπεια η πολιτική εκλαμβάνεται ως κρατική πρακτική. Να το διατυπώσω διαφορετικά: Αν διαγράψουμε την έννοια κράτος και ότι σημαίνει αυτό, τότε αυτή η κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή…
 
  • Ακριβώς αυτή η ταύτιση προσδιορίζει τα όρια παρέμβασης στον κοινωνικό ανταγωνισμό: Η πολιτική δεν είναι “στρατηγός” αλλά “τροχονόμος” στον χώρο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ο πραγματικός στρατηγός είναι η "συνθήκη–κράτος”. Όλα τα πολιτικά σχέδια, όσο “ανατρεπτικά” και αν παρουσιάζονται, εκπονούνται εντός των πλαισίων αυτής της σύμβασης: Είναι τα πλαίσια που αποτυπώνουν τον υπάρχοντα κοινωνικό “δεσμό”, εντός του οποίου ασκείται η αυτή η πολιτική.
Αυτός ο “δεσμός” που προσδιορίζεται από την συνθήκη – κράτος δεν υπόκειται σε πολιτική διαχείριση γιατί είναι ιδεολογικός: Στο χώρο της ιδεολογίας - όπως για παράδειγμα στα ζητήματα “αρχών” - δεν υπάρχουν διαβουλεύσεις και συμβιβασμοί συμφερόντων για την επίτευξη της συναίνεσης, αλλά μόνον αγεφύρωτες συγκρούσεις. Στην ολιστική/κρατική αντίληψη για την πολιτική, απλά δεν υπάρχουν “αρχές”: Όλες οι μορφές κοινωνικής σύγκρουσης υπόκεινται στις χειραγωγητικές πρακτικές, ακόμα και οι “αρχές” είναι πεδίο διαπραγμάτευσης, όπως “η δημοκρατία”, “η ελευθερία”, “η ισότητα”.

Αν φανταστούμε την κοινωνική εξέλιξη την εποχή του καπιταλισμού ως μια εικόνα, αυτή θα ομοιάζει με την πορεία ενός “τρένου”: Το κράτος ως κοινωνική σχέση είναι “οι γραμμές” πάνω στην οποία προχωρά, ο “μηχανοδηγός” είναι το πολιτικό σύστημα και ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι η “κινητήρια δύναμη” του τρένου. Μόνο με την αυτονόμηση του κοινωνικού ανταγωνισμού από αυτή την εξουσιαστική σχέση (συνθήκη ύπαρξης μαζικού κινήματος) μπορεί να εκτροχιάσει το τρένο και να αλλάξει την πορεία του προς άλλες κατευθύνσεις, διανοίγοντας νέους, άγνωστους δρόμους.
 
  • Μήπως αυτή η άλλη προς αναζήτηση πολιτική δεν θα πρέπει απεμπολεί εντός κάθε συγκυρίας τα αντισυστημικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά της; Θα έχει ενσωματώσει την «ανυπακοή» και την «εξέγερση» ως οργανικό στοιχείο της και όχι ως ένα απρόβλεπτο «συμβάν» ή ένα «όραμα», το οποίο αδυνατεί να ενταχθεί στα σχέδια αλλά και τις πρακτικές της;
Δεν πρόκειται για μια άλλη αντίληψη για την πολιτική στο χώρο των ιδεών, αλλά για την κατάκτηση μιας “ικανότητας” στο πεδίο που ασκείται: Είναι η “τέχνη” διαχείρισης της κυριαρχίας της αντίφασης απέναντι στην ενότητα: Δεν είναι η πραγμάτωση ενός “ προγράμματος ” που ταλαντεύεται ανάμεσα στο αναγκαίο και το εφικτό, αλλά ο μετασχηματισμός του αδύνατου σε δυνατότητα.

Ποιοί είναι οι όροι αυτής αντίφασης “που κυριαρχεί απέναντι στην ενότητα” που δεν είναι διαχειρίσιμοι στα πλαίσια της κυρίαρχης/κρατικής αντίληψης της πολιτικής;

Η αντίφαση οφείλεται στην εντελέχεια του τρίτου παράγοντα της σχέσης “κράτος – κόμμα – κίνημα”. Πρόκειται και πάλι για ιδεολογική συνθήκη και όχι πολιτική. Η έννοια της κοινωνικής χειραφέτησης είναι ιδεολογικός προσδιορισμός με μια συγκεκριμένη πολιτική σηματοδότηση που έρχεται σε αντίθεση με τον κυρίαρχο τρόπο άσκησης της πολιτικής: Αν τα κοινωνικά υποκείμενα δεν συγκροτηθούν ως “κοινωνικές δυνάμεις”, αναλαμβάνοντας τα ίδια την τύχη τους στα χέρια τους, δεν πρόκειται να αλλάξει η ζωή τους:

  • Είναι το αχειραγώγητο της κίνησης των υποτελών μαζών, όταν το «εν δυνάμει» γίνεται «εν ενεργεία». Είναι συνθήκη ύπαρξης που διαρρηγνύει τις σχέσεις με το υπάρχον: Πρόκειται για μια διάρρηξη των εμπεδωμένων σχέσεων χειραγώγησης και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του “εν ενεργεία” υποκειμένου προς τον εαυτό του. Τότε ο φόβος και η απελπισία μετασχηματίζονται σε ελπίδα και δημιουργικότητα. Αυτό δεν γίνεται με αναθέσεις σε κάθε είδους σωτήρες, αλλά με την αυτενέργεια και την αυτοθέσμιση των “από κάτω”.

10.  Με τα κινήματα τι γίνεται;

Σε συνθήκες κανονικότητας, το κόμμα πάντα αντιλαμβανόταν την σχέση κόμμα – κίνημα, ως την άνιση σχέση δάσκαλου με τον μαθητή του, όπου ποτέ δεν αντιστρέφονται οι ρόλοι. Στην καλύτερη περίπτωση, το κόμμα προσπαθούσε να τηρήσει απ’ την μεριά του ένα savior vivre: θέσπιση ρυθμιστικών κανόνων αλληλοσεβασμού ανάμεσα στο κόμμα (που αποβλέπει στην διαχείριση της κρατικής εξουσίας) και τα μαζικά κινήματα (που είναι ανταγωνιστικά ή αδιάφορα προς αυτήν). Για την ιστορία, ένα πράγματι ενδιαφέρον savior vivre είχε διαμορφώσει ο ευρωκομουνισμός και η ανανεωτική αριστερά, για τη σχέση του κόμματος με τα κινήματα. Αυτή η σχέση τους όμως ποτέ δεν κατέληξε στον γάμο. Στη χώρα μας διαλύθηκε οριστικά με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία.

Σε συνθήκες μη κανονικότητας, ο μαθητής συνήθως γίνεται πιο άτακτος και κάποιες φορές αμφισβητεί την αυθεντία του αυτόκλητου δασκάλου του… Κάποιες φορές η “ταξική πάλη” παίζει άσχημα παιχνίδια και βγάζει την γλώσσα της στην “θεωρία” της, τον μαρξισμό - λενινισμό. Αν ταξινομήσουμε όλες τις νικηφόρες ανατροπές πολιτικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα, με βάση την “ταξική καθαρότητα” του κοινωνικού και του πολιτικού υποκειμένου που τις πραγματοποίησε, η 1η θέση αναμφισβήτητα ανήκει στο κίνημα της “Αλληλεγγύης” στην Πολωνία. Ήταν από την κορυφή ως τα νύχια ένα κίνημα εργατών, συνεπές με ορισμό του μαρξισμού για την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη της Πολωνίας όμως δεν ανέτρεψε κάποιο καπιταλιστικό καθεστώς, αλλά ένα καθεστώς του υπαρκτού κομμουνισμού.

Οι μαρξιστές – λενινιστές έχουν έτοιμη την απάντηση:
Δεν υπήρχε το “κόμμα – πρωτοπορία” να την καθοδηγήσει, γιαυτό η εργατική τάξη εγκλωβίστηκε από τα ιδεολογήματα του αστισμού.

Αν τους θέσεις το ερώτημα:
Εκεί που υπήρξε αυτό το κόμμα - πρωτοπορία, τελικά τι το διαφορετικό έγινε, θα αποδώσουν την αποτυχία στην διεθνή περικύκλωση, στο ότι δεν είχαν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες και ωραία παρόμοια “αγκάθια”, που εμπόδισαν να φυτρώσει ο “σπόρος” του.

Ας δεχτούμε ως ορθές αυτές τις απαντήσεις και ας κάνουμε μερικές σκέψεις με βάση αυτή την παραδοχή. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι:
Γιατί το κόμμα – πρωτοπορία δεν διατρέχει τον κίνδυνο της “ενσωμάτωσης” , όπως η εργατική τάξη; Ποιό είναι το κοκαλάκι της νυχτερίδας που εξορκίζει αυτό το κακό;

Οι μαρξιστές – λενινιστές απαντούν:
-  Το κομμουνιστικό κόμμα γνωρίζει αυτόν τον κίνδυνο και προφυλάσσεται. Έχει δυο ασπίδες που το θωρακίζουν, την “επαναστατική θεωρία” και τον “δημοκρατικό συγκεντρωτισμό”.

  • Όμως δεν υπάρχει ιστορική επιβεβαίωση για την αποτελεσματικότητα αυτής της θωράκισης.
Αυτή η διαπίστωση μπορεί να αποστομώνει τους μαρξιστές – λενινιστές, εντός του πεδίου του δικού τους τρόπου σκέψης, όμως δεν προσφέρει τίποτα το σημαντικό στο τι να κάνουμε. Ως αλήθεια τελικά δεν έχει κάποια χρήσιμη πολιτική αξία για το παρόν, όπως ισχύει με κάθε είδους ιστορικές επιβεβαιώσεις, είτε είναι θετικές είτε είναι αρνητικές.

Επίσης, ιστορικά έχει παρατηρηθεί και η αναπαραγωγή του σχήματος της “πρωτοπορίας” στο εσωτερικό της: Όταν εντός του κομματικού μηχανισμού η διαφορετικότητα γίνεται πολιτική διάκριση με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, τότε είμαστε μπροστά στο φαινόμενο εντός του κόμματος της πρωτοπορίας, να εμφανίζονται διακριτές “πρωτοπορίες” που διεκδικούν να είναι η πρωτοπορία της πρωτοπορίας…

Ένα μεγάλο και αξιόλογο κομμάτι του κόσμου της παραδοσιακής Αριστεράς αυτοκαταναλώνεται και ματαιοπονεί με ομφαλοσκοπήσεις στο παρελθόν, αναζητώντας τις απαντήσεις στα σημερινά της αδιέξοδα για την οικοδόμηση του κόμματος της “πρωτοπορίας”. Οι απαντήσεις που αναζητούν δεν βρίσκονται εκεί. Η Ιστορία τίποτα δεν διδάσκει· οι “συγκυρίες” δεν μπορούν να εκληφθούν ως επιστημονικά “πειράματα”, τα οποία δύνανται να επιβεβαιώσουν δια της επανάληψης την “θεωρία”…

Στα πλαίσια ενός συνεκτικού τρόπου σκέψης (όπως για παράδειγμα η “θεωρία”), όταν τα ερωτήματα που θέτουμε δεν μπορούν να απαντηθούν, τότε υπάρχει ίσως ένας τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο, αν διευρύνουμε τα όρια της σκέψης μας προς δυο κατευθύνσεις: Η μια κατεύθυνση αφορά στα γνωστά, αυτά που προσλαμβάνονται ως προφανείς και προκείμενες “αλήθειες”. Η άλλη κατεύθυνση αφορά στο “άγνωστο”: Το άγνωστο δεν περιορίζεται μόνον σε αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της γνώσης μας αλλά και σε αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της φαντασίας μας. Αυτή η διεύρυνση αν έχει μια μορφή χειραφετητικής πρακτικής απ’ αυτόν τον συνεκτικό τρόπο σκέψης, δηλαδή εμπεριέχει την διάρρηξη της εμπιστοσύνης προς την κατακτημένη γνώση, ίσως συμβάλει στο να καταφέρουμε κάτι: Είναι η ρήξη που απελευθερώνει την “φαντασία” από τους επικαθορισμούς της γνώσης και διευρύνει τα όριά της. Είναι η δημιουργικότητα που μετατρέπει το αδύνατο σε δυνατότητα. Είναι η συνθήκη της γέννησης του “νέου”…

Αυτά που κουβαλάμε στο κεφάλι μας (ως εικόνα/ερμηνεία του υπάρχοντος), σφραγίζουν το πως βλέπουν τα μάτια μας το παρόν, και εμποδίζουν πολλές φορές να εντοπίσουμε τα στοιχεία διαφορετικότητας που εμπεριέχει, τις “εν δυνάμει” δικές του αλήθειες.

Δεν θα χρησιμοποιήσω κάποιο μύθο του Αισώπου, άλλα ένα πραγματικό πείραμα ως παράδειγμα για να δείξω πως λειτουργούν ως παρωπίδες κάποιες βεβαιότητες, οι οποίες έχουν αποκρυσταλλωθεί στην σκέψη μας σαν προφανείς εικόνες του πραγματικού:

Σε ένα σχολείο, πήραν μια μέρα τους μαθητές από την τάξη που έκαναν καθημερινά το μάθημά τους και τους πήγαν στην αίθουσα των καθηγητών να κάνουν εκεί μάθημα. Την επόμενη μέρα που επέστρεψαν την τάξη τους, ζητήθηκε να γράψουν έκθεση και να περιγράψουν πως ήταν αυτή η αίθουσα. Όλοι έκαναν σε ένα σημείο το ίδιο λάθος: Έγραψαν ότι υπήρχαν βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία. Πράγματι στην αίθουσα των καθηγητών υπήρχαν ίδιες βιβλιοθήκες με αυτές που είχε η τάξη τους. Όμως είχαν μια διαφορά: ήταν άδειες από βιβλία…

Όλα αυτά έχουν σήμερα κάποια πρακτική σημασία για τον αυτοπροσδιορισμό του ΜέΡΑ25;

- Θα αφήσω σε εσάς την απάντηση.

Γιώργος Καλαντζόπουλος
Μάρτιος 2022




Παραπομπές

[1]. Αυτό είναι μια γενικότερη συνθήκη για το πως λειτουργεί η κοινωνική εκπροσώπηση στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, το ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις που ήταν υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και το ευρώ είναι σαφώς πολλαπλάσιο απ’ αυτό που έλαβαν στις εκλογές τα πολιτικά μορφώματα που είχαν σαφή, κεντρική θέση γι’ αυτό το ζήτημα στο “πρόγραμμα” τους. Δεν τους έδωσαν όμως την ψήφο τους, όχι γιατί δεν συμφωνούσαν με στις προγραμματικές τους διακηρύξεις, αλλά γιατί δεν τα εμπιστεύονταν ότι μπορούν να διαχειριστούν πολιτικά αυτή την υπόθεση. Επίσης το παράδειγμα της χρυσής αυγής δείχνει ότι δεν ήταν το “πρόγραμμα” που την ανέδειξε σε ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά η δυνατότητα να εκφράζει ένα υπαρκτό συντηρητικό και αντιδραστικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές.

Βάση αυτής της συνθήκης ο Τσίπρας δεν πρόκειται να ξαναγίνει πρωθυπουργός με τους όρους που έγινε το 15. Το ζήτημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν τήρησε τις υποσχέσεις του όσο κυβερνούσε. Αυτό είναι σύνηθες φαινόμενο στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Με την ανατροπή του δημοψηφίσματος αποδείχτηκε ιδιοτελής: Αυτό που προβλήθηκε ως ΤΙΝΑ (There is no alternative) δεν αποτυπώνει την αντικειμενικότητα ενός συσχετισμού που αποκρυσταλλώθηκε ως υποχώρηση και υπογραφή της συμφωνίας, αλλά την άκρατη υποκειμενικότητα της επιθυμίας για παραμονή στην κυβερνητική εξουσία. Το “πάση θυσία για το ευρώ” γίνεται αντιληπτό για τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις ως “πάση θυσία για την πρωθυπουργική καρέκλα”. Τότε, που είχε την δυνατότητα να διαλέξει με ποιούς θα πάει και ποιούς θ’ αφήσει, ο Αλέξης διάλεξε. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αν δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις μαφίες της ΕΕ και του ΔΝΤ, ας παραιτούνταν από τον πρωθυπουργικό θρόνο αφήνοντας άλλους να διεκπεραιώσουν την παράδοση της χώρας: Μια πολιτική ήττα είναι διαχειρίσιμη, όχι όμως μια πολιτική αυτοαναίρεση για χάριν της πρωθυπουργικής καρέκλας. Τα όρια της κοινοβουλευτικής του τροχιάς είναι προδιαγραμμένα. Στον Ανδρέα ήθελε να μοιάσει, Μαρία Δαμανάκη έγινε…


[2]. Όπως για παράδειγμα σε κείμενο του ριζοσπάστη: “Για την ταξική πάλη”, το παρακάτω απόσπασμα:
"Ο μαρξισμός - λενινισμός, με την επεξεργασία και ανάπτυξη της θεωρίας για την ταξική πάλη, το νομοτελειακό της χαρακτήρα και ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη, απάντησε, από επιστημονική άποψη για τις κοινωνικές επιστήμες, στις παραπάνω θεμελιακά λαθεμένες και αντεπιστημονικές αντιλήψεις.
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=576459

[3]. Είναι μία και μοναδική η λογική;

Ένα απόσπασμα από τον Alain Badiou:

«Βλέπετε, η καρδιά της κλασικής λογικής, αυτό που φαίνεται να την επιβάλλει καθολικά στα πνεύματα, αφορά θεμελιακά την άρνηση. Διέπεται, από τον Αριστοτέλη και μετά, από δύο μείζονες αρχές. Κατ’ αρχάς, την αρχή της μη αντίφασης, την οποία επικαλέστηκα πριν λίγο: δεν μπορείτε να αποδεχτείτε, στο ίδιο τυπικό σύστημα, μια απόφανση p και την αντίθετή της όχι p. Και έπειτα την αρχή της του τρίτου αποκλίσεως: εάν το όχι p είναι ψευδές, πρέπει το p να είναι αληθές, και συμπεραίνετε ότι το p είναι αληθές. Από τις δύο αυτές αρχές προκύπτει ότι η διπλή άρνηση, δηλαδή όχι – όχι p, ισοδυναμεί με την απλή κατάφαση, δηλαδή p. Αυτό όμως το σύνολο σήμερα έχει τεθεί σε αμφισβήτηση από την εμφάνιση τουλάχιστον δύο αντίπαλων λογικών, οι οποίες αποδεικνύονται εύστοχες στο γενικό πεδίο της αποδεικτικής σκέψης.

Κατ’ αρχάς, ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, η ιντουιστιονιστική λογική απέρριψε την αρχή της του τρίτου αποκλίσεως και οικοδόμησε συνεκτικά τυπικά συστήματα που την παρακάμπτουν. Πρόκειται για μια λογική που βρίσκεται πιο κοντά στην συγκεκριμένη εμπειρία μας απ’ ότι η κλασσική λογική: όλοι γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι, σε μια πολιτική συγκέντρωση, μπορεί να υπάρχουν όχι μόνο δύο θέσεις που η μία να αποκλείει την άλλη, αλλά και μια τρίτη θέση που τελικά να είναι η σωστή, εκείνη που ταιριάζει στ’ αλήθεια με τη συγκεκριμένη κατάσταση. Σε αυτήν την περίπτωση, η θέση 2 είναι η άρνηση της θέσης φ” αυτή η άρνηση υπακούει στην αρχή τη μη αντίφασης: είναι αδύνατον η θέση 1 και η θέση 2, που αντιτίθενται ρητά, να είναι και οι δύο αληθείς μαζί. Εντούτοις, καμία από τις δύο δεν είναι αληθής, γιατί η θέση 3 είναι αληθής. Σε αυτά τα συστήματα είναι γενικά ψευδές ότι η άρνηση της άρνησης είναι ισοδύναμη με την απλή κατάφαση.

Πιο πρόσφατα εμφανίστηκε η παρασυνεπής λογική. Σε αυτό το είδος του λογικού συστήματος, είναι η αρχή της μη αντίφασης που δεν έχει γενική ισχύ, ενώ η αρχή της του τρίτου αποκλίσεως μπορεί να παραμείνει έγκυρη. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με περίπλοκες καταστάσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση δύο προσώπων που αγαπούν με πάθος το ίδιο έργο τέχνης και προβάλλουν, για να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα του θαυμασμού τους, αντιφατικούς λόγους. Αυτοί οι λόγου μπορούν να είναι αληθείς ο ένας και ο άλλος, γιατί ένα έργο τέχνης αντέχει μια δυνητική απειρία σχολίων. Από την μια πλευρά, αυτή η θετικότητα της αντίφασης λειτουργεί εντός μιας πρώτης πεποίθησης (τα δύο πρόσωπα αγαπούν το ίδιο έργο τέχνης) στην οποία η αρχή του αποκλειόμενου τρίτου μπορεί να ισχύει: ανάμεσα στο «αγαπώ το έργο» και στο «δεν αγαπώ το έργο», μπορεί σαφώς να υπάρχει τρίτη θέση.

Συνέβη λοιπόν αυτά τα τρία είδη λογικής να είναι χρήσιμα, ή και αναγκαία, σε ορισμένους κλάδους των μαθηματικών. Βέβαια, το κύριο μαθηματικό ρεύμα εκτυλίσσεται πάντα στο πλαίσιο της κλασσικής λογικής. Στο πλαίσιο όμως της λεγόμενης θεωρίας κατηγοριών, που είναι χονδρικά η θεωρία των σχέσεων «εν γένει», χωρίς προηγούμενη εξειδίκευση προσδιορισμένων αντικειμένων, μπορούμε να δούμε ότι η παρασυνεπής λογική είναι ενεργός. Σε ορισμένες κατηγορίες συγγενείς προς τα μαθηματικά των συνόλων, όπως η θεωρία των τόπων (τόπος είναι μια κατηγορία όπου μπορούμε να ορίσουμε μια σχέση που είναι συγγενής στο κλασσικό ανήκειν, το περίφημο ∈) , η λογική είναι μάλλον η ιντουιστιονιστική. Τελικά, το λογικό πλαίσιο με τη σειρά του έχει καταστεί μεταβαλλόμενο και δεν επιβάλλει πλέον στο πνεύμα, ακόμη και στα μαθηματικά, αμετάβλητους νόμους. Η φιλοσοφία το γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό: στο χεγκελιανό σύστημα, η άρνηση της άρνησης δεν είναι διόλου ταυτόσημη με την αρχική κατάφαση. Η λογική του λοιπόν είναι μη κλασσική. Στο δικό μου σύστημα, η λογική του είναι, του είναι ως είναι, είναι κλασσική, η λογική του φαίνεσθαι είναι ιντουιστιονιστική, και η λογική του συμβάντος και αληθειών που εξαρτώνται απ’ αυτήν, από την σκοπιά του Υποκειμένου, είναι παρασυνεπής

(Από το βιβλίο «Alain Badiou με τον Gilles Haeri - εγκώμιο για τα μαθηματικά»)


[4]. Αναλυτικά στοιχεία στη έρευνα του Γιάννη Μαυρή με τίτλο “ΣΥΡΙΖΑ, Κόμμα, Κράτος
- Μετά τη Διακυβέρνηση, τι;
”, εδώ: 
https://www.mavris.gr/6019/syriza-party-state/


[5]. Μια μονολεκτική και αρκετά επιτυχημένη περιγραφή του τι σημαίνει ετεροχρονισμός, είναι ο “γύψος” που χρησιμοποιούσε συχνά ο δικτάτορας Παπαδόπουλος.


[6] Boom or Bubble? Η πολιτική Οικονομία μιας Φούσκας

«Σε αντίθεση με τις περιγραφές που βρίσκει κανείς στα περισσότερα εγχειρίδια βασικών οικονομικών, οι τράπεζες δεν λειτουργούν σαν παραδοσιακοί κουμπαράδες. Αντί να λαμβάνουν τις καταθέσεις μας και στη συνέχεια να δανείζουν ένα μέρος τους, όπως λανθασμένα πιστεύει μεγάλο μέρος του κόσμου αλλά και οικονομολόγων, οι τράπεζες κάνουν κάτι πολύ πιο ρηξικέλευθο. Δημιουργούν τις καταθέσεις, δανείζοντας. Και πώς βρίσκουν τα χρήματα για να δανείσουν; Δεν τα βρίσκουν, τα δημιουργούν από το πουθενά την ώρα που δημιουργούν ένα δάνειο[1,2]

Περισσότερα εδώ:
https://commune.org.gr/boom-or-bubble-i-politiki-oikonomia-mias-fouskas/



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ