Αναδημοσίευση από την "ΑΥΓΗ"
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Είναι πολύ πιθανό ότι η κρίση του 1930 θα είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο χρόνο, και με ασύγκριτα βαρύτερο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος, εάν ο πρόεδρος Ρούζβελτ δεν είχε εξ αρχής εντοπίσει και στοχοποιήσει τους υπεύθυνους γι’ αυτήν, χρηματιστήρια, κερδοσκόπους, τραπεζίτες, κι εάν δεν είχε λάβει εξ αρχής μέτρα που περιόρισαν αποφασιστικά την ασυδοσία τους, που θέσπισαν αυστηρές κανονιστικές ρυθμίσεις και υπεύθυνη δημόσια επιτήρηση πάνω στην ανευθυνότητα και ασυδοσία των αγορών. Όταν ο αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό και τη διολίσθηση του αμερικανικού νομίσματος, είχε σαν κύριο στόχο να συντρίψει τις πληρωμές για τόκους στους πιστωτές του δημοσίου. Οι τελευταίοι κατήγγειλαν ότι με την προεδρική απόφαση επέρχεται το τέλος του δυτικού πολιτισμού... Μέχρι το 1934, όλοι οι οικονομικοί σύμβουλοι στον Λευκό Οίκο είχαν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας τον πρόεδρο. Ο ίδιος, τους απέδωσε τη σύνθετη επωνυμία banksters (νεολογισμός, που συνδυάζει τις λέξεις τραπεζίτες και γκάνγκστερς) και αυτοί, με τη σειρά τους, τον ανακήρυξαν ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο. Ωστόσο, παρά τα νομισματικά μέτρα που κατέβασαν το κόστος του χρήματος σε μηδενικά επίπεδα, η ανεργία παρέμενε ακόμη υψηλή και δεν μειώθηκε παρά μόνον όταν ο Ρούζβελτ πέρασε στη δεύτερη φάση του «ανορθόδοξου» προγράμματός του, στη δημόσια χρηματοδότηση γιγαντιαίων δημοσίων έργων, με μαζικές προσλήψεις ανέργων.
Σύμφωνα με τον βρετανό Κέυνς, ο οποίος επισκέφθηκε τον αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το 1934, ο τελευταίος δεν είχε επαρκή οικονομική παιδεία, αλλά διέθετε λαϊκό αισθητήριο, παρά την αριστοκρατική καταγωγή του. Οι αγρότες και οι άνεργοι τον ενέπνεαν περισσότερο απ’ όλους μαζί τους οικονομολόγους, ενώ παράλληλα οι άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου του προξενούσαν δυσπιστία και αηδία.