Η ανάγνωση της συγκυρίας
Στο όποιο τελικό συμπέρασμα για τις ευρωεκλογές, χρειάζεται να παραθέσουμε στοιχεία αυτοκριτικής: Κάναμε λιγότερα από αυτά που έπρεπε, αργήσαμε σε άλλα, είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί εκεί που έπρεπε να δείξουμε περισσότερο θάρρος, δεν διαβάσαμε πάντα καθαρά τη συγκυρία. Όλα αυτά έχουν συγκεκριμένες εκδηλώσεις που πρέπει να συζητηθούν σ’ όλη την κλίμακα του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο διατηρείται αλώβητο στο επίπεδο της ευρωπαϊκής Ηπείρου, παρά το γεγονός ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, η κρίση τροφοδοτεί συγκρουσιακά πολιτικά φαινόμενα, ενισχύοντας την ανάδειξη ενός αντισυστημικού και ριζοσπαστικού πολιτικού ρεύματος.
Κριτήριο για την πολιτική και εκλογική επιτυχία της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλο από τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκφράσει στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αυτό το ρεύμα.
Την ίδια στιγμή σ’ ολόκληρη την Ευρώπη συρρικνώνεται η σοσιαλδημοκρατία, συνθλίβεται η κεντροαριστερά, ενισχύεται επικίνδυνα η ακροδεξιά, ενώ υποχωρεί σοβαρά η Αριστερά.
Εξαιρέσεις έχουμε στην Ελλάδα, με την πτώση της ΝΔ, τη σχετική άνοδο του ΠΑΣΟΚ σε ποσοστά (παρά τη μεγάλη πτώση σε ψήφους) και στην Ευρώπη με την άνοδο της Αριστεράς σε Πορτογαλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιρλανδία.
Εμείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σωστά προβλέψαμε την κρίση του δικομματισμού, δεν υπολογίσαμε το ίδιο σωστά την έκταση της αποχής, την αρνητική επίδραση της οικονομικής κρίσης, σε συνθήκες ανασφάλειας και απολύσεων, στην κοινωνική δυναμική με αποτέλεσμα τη δραματική κάμψη των κοινωνικών αντιστάσεων.
Ταυτόχρονα και παρά τα πολλά και σημαντικά μηνύματα (Αγ. Παντελεήμονας, Ν. Ιωνία, Πάτρα, Εφετείο κλπ), δεν εκτιμήσαμε σωστά την άνοδο της Ακροδεξιάς, του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής, που η παρέμβασή τους οικοδομείται γύρω από την εκδοχή του «εθνικού συμφέροντος» και έχει ως εχθρό τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους.
Ηδη η ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική στάση του ΛΑΟΣ, μετατρέπεται σε κυβερνητική πολιτική και υιοθετείται ακόμα και από το ΠΑΣΟΚ με τη «μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση» αμέσως μετά τις ευρωεκλογές.
Η ξενοφοβική στροφή του πολιτικού συστήματος αλλάζει τελείως την πολιτική ατζέντα, την οποία πλέον διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό ο ΛΑΟΣ, έχοντας πάρει την πολιτική πρωτοβουλία, την οποία για 3 και πάω χρόνια είχε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς αμφιβολία, μπορούμε και πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι από στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής δράσης του ΣΥΡΙΖΑ όλη αυτήν την περίοδο. Από τους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας και τις μάχες για τη συνταγματική αναθεώρηση, μέχρι την εξέγερση του Δεκέμβρη, χωρίς να υποτιμούμε μερικότερους αγώνες για το Βοτανικό, τα λιμάνια, το λιθάνθρακα, τους μετανάστες, την επισφάλεια, ή τους αγώνες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς για το εισόδημα και ασφάλιση.
Είναι σαφές, όμως, ότι δεν καταφέρναμε να δίνουμε συνέχεια στους αγώνες και την πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να χάνουμε, συχνά, την πρωτοβουλία, όπως συνέβη στην εξέγερση του Δεκέμβρη, που αυτή πέρασε σε αντιεξουσιαστικές ομάδες, οι οποίες την οδήγησαν σε αδιέξοδους δρόμους, με πολύ σοβαρές συνέπειες και για το κίνημα, αλλά και για την πολιτική και εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάφερε να παρουσιάσει ένα σαφές στίγμα πολιτικής κατεύθυνσης που να είναι αναγνωρίσιμο και κατανοητό. Το «που ακριβώς θέλει να το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ;» σαν ερώτημα είχε πολλές και αμφίσημες ερμηνείες. Το ερώτημα αυτό εντείνονταν από την αμφισβήτηση της γραμμής και της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ που γίνονταν και από το εσωτερικό του.
Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι άσχημο συνολικά για την Αριστερά. Όλες της οι δυνάμεις είχαν πτώση σε ψήφους, ποσοστά και ευρωβουλευτές.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η Αριστερά και δη η ριζοσπαστική Αριστερά, δεν κατορθώνει να εκφράσει από τα αριστερά ένα κοινωνικό ρεύμα αμφισβήτησης και καταδίκης του νεοφιλελευθερισμού και δικομματισμού.
Η Αριστερά και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει ή να διεμβολίσει την αστική πολιτική μπροστά στις ευρωεκλογές.
Η αστική πολιτική με τη βοήθεια, κυρίως, των ηλεκτρονικών ΜΜΕ συμπυκνώθηκε σε τρία επίπεδα:
- α) ειδικός χαρακτήρας των ευρωεκλογών (όχι καθαρά ευρωεκλογές – ούτε ακριβώς εθνικές) Καμιά συζήτηση για Ευρώπη, βάρος στη δραστηριότητα των αρχηγών των κομμάτων όπως στις εθνικές εκλογές, αναφορές, σχεδόν αποκλειστικά, στην εσωτερική πολιτική.
- β) προβολή της αποχής.
- γ) προβολή και πριμοδότηση των Πρασίνων, ως ένας εν δυνάμει κυβερνητικός εταίρος και στους 2 πόλους του δικομματισμού, (κατά δήλωσή τους μάλιστα).
Για τον δικομματισμό είναι επιτυχία η καθήλωση της Αριστεράς και ειδικά το χαμηλό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο διείδε μια εν δυνάμει απειλή, μια μη ελέγξιμη πολιτική δύναμη, ένα εγχείρημα που κάνει πραγματική αντιπολίτευση μέσα και έξω από την Βουλή και έπρεπε με κάθε τρόπο να κοντύνει.
Στην κατεύθυνση αυτή χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα και αξιοποίησαν κάθε υπαρκτό ή ανύπαρκτο λάθος μας, τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειέ μας.
Για το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ
Σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί, το 4.7 ήταν μια αποτυχία. Στην αρχή είχαμε μιλήσει για 4 ευρωβουλευτές (δηλαδή ποσοστό άνω του 15%), μετά κάναμε λόγο για 3 ευρωβουλευτές, τρίτο κόμμα, διψήφιο ποσοστό και αργότερα για το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ η ανανεωτική αριστερά. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ μακριά από τους στόχους αυτούς.
Η αντίληψη για μια εύκολη εκλογική νίκη, που θα οδηγούσε σε αλλαγή υπέρ μας του συσχετισμού μέσα στην Αριστερά και σε μια μεγαλύτερη ομάδα ευρωβουλευτών, ήταν να μην πάρουμε υπόψη μας τα σοβαρά μηνύματα και να μην φανταστούμε πως τα λάθη, οι αστοχίες, οι ανεπάρκειες θα μεγεθύνονταν.
Η αντίληψη αυτή επηρέασε και τον τρόπο που πολιτευτήκαμε και κάναμε την προεκλογική μας καμπάνια και αγνόησε τη γενική εικόνα του χώρου μας από τον Δεκέμβρη και ύστερα μέσα στην κοινωνία.
Επαναλαμβανόμενες αμφισημίες για τις συμμαχίες και τη γραμμή μας θόλωσαν το πολιτικό μας στίγμα σε μια κρίσιμη περίοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεχώρισε σαν το κόμμα που αντιμάχεται την κρίση, που έχει πρόγραμμα για την άμεση ανακούφιση των εργαζομένων, πως είναι η μόνη πραγματική αντιπολίτευση. Η φυσιογνωμία του νοθεύονταν από το αν και πόσο θα συνεργαστεί και πότε με το ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τραυματίστηκε στα μάτια της κοινωνίας από τις εσωτερικές διαμάχες πρώτα στον ΣΥΝ για τον καθορισμό του ευρωψηφοδελτίου και στην συνέχεια από τις διαμάχες και τις δηλώσεις που γίνονταν για το «παζάρι» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η εικόνα της καρατόμησης του «καλύτερου» ευρωβουλευτή δουλεύτηκε τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από στελέχη του χώρου μας. Η τοποθέτηση στην δεύτερη θέση μιας «αντιευρωπαίας» συμπλήρωνε την εικόνα που ήθελαν να προβάλουν όσοι αμφισβητούσαν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάναμε πολύ λίγα για να απαντήσουμε σε τέτοιες επιθέσεις. Δεν προβληθήκαμε σαν ένα ανταγωνιστικό ψηφοδέλτιο, σαν μια διαφορετική πολιτική δύναμη που έχει πολιτικές προτάσεις για την κρίση, την εργασία, το περιβάλλον, τα δικαιώματα και ζητά την πλήρη στήριξη από ένα μέρος του εκλογικού σώματος.
Αντίθετα οι δικές μας αντιφάσεις επιτρέψανε στα ΜΜΕ να μας ταυτίσουν με το αστικό πολιτικό προσωπικό και να διασπείρουν το επιχείρημα «όλοι ίδιοι είναι».
Συνολικά υποτιμήσαμε την επίθεση και τον παρατεταμένο πόλεμο που μας έκαναν. Το τελευταίο 20ήμερο η προπαγάνδα «πέφτει – πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ» που ενορχηστρωμένα έκαναν ΜΜΕ και δημοσκοπικές εταιρείες έφεραν μια πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Οφείλαμε να το είχαμε αντιληφθεί και να είχαμε προετοιμάσει την αντεπίθεση μας, για να αλλάξει το κλίμα και να συσπειρώσει τον κόσμο.
Μεσούσης της προεκλογικής περιόδου αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα της «δυαρχίας». Δόθηκαν κάποιες λύσεις, αλλά όταν ένα τέτοιο πρόβλημα προκύπτει στην πιο καίρια στιγμή της εκλογικής μάχης παίζει αναμφισβήτητα το ρόλο του.
Η έλλειψη σαφούς πολιτικού στίγματος, η μη εκμετάλλευση της προγραμματικής δουλειάς που είχε γίνει πριν, οδήγησε σε μια επικοινωνιακή πολιτική με άνευρα και γενικόλογα συνθήματα.
Η προβολή την τελευταία εβδομάδα της γραμμής του «τρίτου πόλου» δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την κατάσταση και ο τρόπος που διατυπώθηκε γέννησε κι άλλα προβλήματα αντί να λύσει τα υπαρκτά.
Συνοψίζοντας :Η κεντρική εκλογική επιτροπή δεν έπαιξε το ρόλο του ενιαίου κέντρου αποφάσεων, υπολειτούργησε και δεν έλυσε πολιτικά ζητήματα. Δεν είχαμε σαφές πολιτικό στίγμα. Δεν θέσαμε μια πολιτική ατζέντα κεντρικών ζητημάτων και ειδικά μέτρα για την κρίση. Δεν είμαστε ένα ανταγωνιστικό ψηφοδέλτιο. Δεν αξιολογήσαμε ορισμένα μηνύματα (πχ φοιτητικές εκλογές). Δεν είχαμε σχέδιο για την αντιμετώπιση επιθέσεων ή αντιστροφή αρνητικών παραγόντων. Είχαμε εικόνα μιας εύθραυστης ενότητας και όχι ενός μαχόμενου εγχειρήματος, το οποίο έπρεπε και άξιζε να υποστηριχτεί.
Αντίθετες απόψεις στο εσωτερικό μας.
Είναι δεδομένο ότι ένα τμήμα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε ανοικτά ενάντια στην κοινή μας προσπάθεια.
Συνοπτικά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και μετά τα αποτελέσματα είναι τα παρακάτω:
«Η επί μακρών αδυναμία διαμόρφωσης από τον ΣΥΝ ενός σταθερού και σαφούς πολιτικού σχεδίου, η αδικαιολόγητη αλαζονεία και αμετροέπεια στις περιόδους της δημοσκοπικής μας έκρηξης, η απομάκρυνσή μας από τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου, τα λάθη και οι παραλήψεις μας στην περίοδο του Δεκέμβρη και η εγκατάλειψη του αριστερού ευρωπαϊσμού και στην Ευρωδιακήρυξη και στο ευρωψηφοδέλτιό μας είναι βασικές αιτίες της σημερινής μεγάλης εκλογικής μας υποχώρησης».
Αυτές οι εκτιμήσεις συνοδεύονται με ισχυρισμούς περί τέλους του ΣΥΡΙΖΑ, και ταυτόχρονη αμφισβήτηση όλων των θέσεων και διακηρύξεων του.
Για όλους εμάς που αποτελούμε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ το δικαίωμα της κριτικής είναι αναφαίρετο, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί καθολική υποχρέωση, η πολιτική δέσμευση στις κοινές μας θέσεις.
Τα μετά τις ευρωεκλογές
Θα ήταν λάθος, κρίσιμο μάλιστα, αυτή τη στιγμή να μη συνδέσουμε τη συζήτησή μας με οργανωτικά μέτρα που θα αναβαθμίζουν την λειτουργία μας και με πρωτοβουλίες που θα εντάσσουν τις δυνάμεις μας στους αγώνες αυτής της περιόδου. Είτε αυτοί υπάρχουν, είτε εκκινήσουν με δική μας πρωτοβουλία.
Πρώτον, τα οργανωτικά. Είναι κοινή η διαπίστωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υστερεί στον τομέα αυτό. ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικός Οργανισμός κοινής δράσης και πολιτικής συνεργασίας όλων των ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς χρειάζεται να έχει πολλούς διαύλους επικοινωνίας με τον κόσμο του και να εξασφαλίζει ικανοποιητικούς όρους οργάνωσης και λειτουργίας σ’ όλα τα επίπεδα.
Στο Πανελλαδικό Σώμα, τώρα, εκτός από τις εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα των εκλογών, χρειάζεται να διατυπωθούν σκέψεις και κατευθύνσεις για την οργανωτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, που θα συζητηθούν σ’ όλη την κλίμακα της Οργάνωσης ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του Φθινοπώρου.
Συζήτηση που ασφαλώς θα επιβεβαιώσει την υποχρέωση να εφαρμοσθούν παλαιότερες ομόφωνες αποφάσεις, που ακόμη δεν έχουν υλοποιηθεί και αφορούν τις αποφάσεις της 1ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, σχεδόν στο σύνολό τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά σπουδαίες εκκρεμότητες όπως η ίδρυση ικανού Γραφείου Τύπου, η ανάπτυξη Κλαδικών Οργανώσεων, που συνδέεται με την ενίσχυση της κοινωνικής μας παρέμβασης, ιδίως στα συνδικάτα, η ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ στις μικρότερες πόλεις και συνοικίες ή ακόμη την έκδοση περιοδικού.
Δεύτερο, η πολιτική και κοινωνική παρέμβαση. Όπως είναι γνωστό θα συγκληθεί Πανελλαδική Σύσκεψη το Φθινόπωρο, η οποία θα συζητήσει τα πιο σοβαρά ζητήματα που έχουν τεθεί όσον αφορά την πορεία ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιτυχία της, όμως συνδέεται άμεσα με το πόσο θα έχουν προχωρήσει τα προγενέστερα βήματα, μερικά από τα οποία ήδη αναφέρθηκαν.
Στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο θα πρέπει άμεσα να σχεδιαστεί η παρέμβασή μας. Στο κεντρικό πεδίο αυτό αφορά την παρέμβαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας καθώς επίσης και τις πρωτοβουλίες που θα πάρει η Γραμματεία. Όμως, μεγάλο μέρος της εργασίας αυτής πρέπει να αναληφθεί από τις τοπικές οργανώσεις.
Είναι ζωτικής σημασίας αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ να μην μείνει αδρανής ως το Φθινόπωρο. Να σκεφθούμε πώς θα βρούμε τρόπους και θέματα για τη δράση μας που να προσιδιάζουν στο καλοκαίρι. Ενδεικτικά αναφέρουμε: κρίση, εργασία-ανεργία, μετανάστες, μετανάστριες, γυναικεία εργασία, ρατσισμός, νεολαία, η καθημερινότητα της πολιτιστικής ζωής, τουρισμός, αθλητισμός, περιβάλλον, μέσα ενημέρωσης και Αριστερά, πολιτιστική τοπικότητα και Αριστερά, η Αριστερά στην Ευρώπη μετά τις εκλογές κ.ά.