«Μια πολιτική ήττα, η Αριστερά θα ήταν δυνατόν να την διαχειριστεί. Όμως η ανάληψη της ευθύνης για την επιβολή και την τήρηση των απαιτήσεων του αντιπάλου δεν είναι πολιτικά διαχειρίσιμη. Συνιστά πολιτική αυτοαναίρεση χωρίς διέξοδο επιστροφής.»
Τι λέγαμε τότε:
Υπάρχει μια κοινή διαπίστωση που κυριαρχεί σε όλο το πολιτικό στερέωμα «
Η συμφωνία είναι αποτέλεσμα ενός στυγνού εκβιασμού», και συνοδεύεται συνήθως από ένα εύλογο ερώτημα: γιατί τα πράγματα έφτασαν στο σημείο ώστε να τεθεί το δίλημμα «
μνημόνιο ή άτακτη χρεοκοπία».
Αυτά όμως ήταν γνωστά από το παρελθόν, από τότε που επιβλήθηκε το πρώτο μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε ως κυβερνητική δύναμη επειδή ακριβώς είχε δηλώσει ότι
δεν υποκύπτει σε αυτούς τους εκβιασμούς και ότι με την πολιτική του δύναται να υπερβεί αυτά τα διλήμματα. Το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος ήταν η προτροπή της ελληνικής κοινωνίας προς την κυβέρνηση να μην υποκύψει σε αυτούς τους “στυγνούς εκβιασμούς”.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγοντας το κυρίαρχο ιδεολόγημα των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων «
πάση θυσία στο ευρώ» ως πολιτική γραμμή, μετέτρεψε το δίλημμα «μνημόνιο ή άτακτη χρεοκοπία», σε μονόδρομο για την δική της αυτοαναίρεση ως δύναμη ανατροπής, αναλαμβάνοντας μάλιστα να διεκπεραιώσει τις πολιτικές της μαφίας των επιτελείων της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Δεν πρόκειται για μια πολιτική ήττα, αλλά για την προσχώρηση στην ιδεολογία και την πολιτική του αντιπάλου. Μια πολιτική ήττα, η Αριστερά θα ήταν δυνατόν να την διαχειριστεί. Όμως η ανάληψη της ευθύνης για την επιβολή και την τήρηση των απαιτήσεων του αντιπάλου δεν είναι πολιτικά διαχειρίσιμη. Συνιστά πολιτική αυτοαναίρεση χωρίς διέξοδο επιστροφής.
Όμως αυτή η αυτοαναίρεση
δεν συντελέστηκε ξαφνικά, με την υπογραφή του νέου μνημονίου. Προηγήθηκε η εγκατάλειψη του εγχειρήματος του “ΣΥΡΙΖΑ των μελών” με ευθύνη και των μηχανισμών της “εσωτερικής αντιπολίτευσης” και η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό αστικό κόμμα. Μπροστά στην προοπτική της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία,
έκλειναν όλοι τα μάτια σε μια σειρά ανησυχητικά φαινόμενα που είχαν παρουσιαστεί μετά το ιδρυτικό συνέδριο και εντάθηκαν στις προεκλογικές αναμετρήσεις.