μια παρένθεση
Με αφορμή σχόλια αναγνωστών που υπερασπίζονται το κύρος της υποτιθέμενης επιστήμης της οικονομίας - πριν προχωρήσουμε στο 2ο μέρος του κειμένου - παραθέτουμε ένα σύντομο σχόλιο για αυτό το ζήτημα:
Τα “οικονομικά” ως επιστήμη διαχειρίζονται έννοιες όπως “ανάπτυξη”, “παραγωγή”, “ανταγωνιστικότητα” “πρόοδος” και άλλες παρόμοιες με το περιεχόμενο που προσδίδει σε αυτές ο αστισμός. Δεν είναι έννοιες “επιστημονικά” ουδέτερες αλλά έχουν συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο. Δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο και για εκείνους που αγωνίζονται για ένα άλλο διαφορετικό κόσμο, με εκείνους που ενδιαφέρονται για την ευημερία του καπιταλισμού. Όταν διεκδικούμε την “ανάπτυξη” από την οπτική της αντικαπιταλιστικής προοπτικής, αναφερόμαστε σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που προσδιορίζεται ως “ανάπτυξη” από την την επιστήμη των “οικονομικών” και τους δείκτες που την καταγράφουν. Η δική μας “ανάπτυξη” δεν χωράει στους δείκτες της αστικής οικονομικής “επιστήμης”.
Ας σταθούμε σε μια έννοια που είναι από τις πιο συνηθισμένες στην οικονομική “επιστήμη”, το ΑΕΠ για να δείξουμε την ιδεολογική χρήση αυτού του όρου. Σε όσα “αριστερά” κείμενα λοιπόν αναφέρεται το ΑΕΠ, συνήθως χρησιμοποιείται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το χρησιμοποιεί και ο αστισμός στην επιχειρηματολογία του: η χρήση του υπονοεί ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι δείκτης θετικός για την χώρα και κατά συνέπεια και τον κόσμο της εργασίας, ενώ η μείωσή του είναι αρνητικός δείκτης για την χώρα και επομένως και τον κόσμο της εργασίας.
Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Δυο χώρες που έχουν το ίδιο ΑΕΠ, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στην μία χώρα μπορεί να έχει τεράστιες διαφορές από την άλλη, γιατί αυτό προσδιορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Επίσης η άνοδος του ΑΕΠ δεν σημαίνει αναγκαστικά και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της εργασίας. Συνήθως, όταν αυξάνει το ΑΕΠ ο κόσμος της εργασίας δεν κερδίζει τίποτα, ενώ όταν μειώνεται χάνει πολλά...
(μέρος 2ο)
Β. Για τις χαμένες "πατρίδες" του κεφαλαίου...
Την εποχή της παγκοσμιοποίησης το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, ενώ έχει πατρίδα η εργατική δύναμη. Σε αυτή ακριβώς την διάκριση δομείται σήμερα ένας από τους πιο βασικούς μηχανισμούς επιβολής της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία. Ας εξηγήσουμε σύντομα αυτή την θέση:
Όταν λέμε ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, εννοούμε ότι συγκροτείται με τρόπο που διασφαλίζει μια υπερεθνική κυριαρχία πέρα από τα κρατικές/εθνικές δεσμεύσεις. Η συγκρότηση αυτή παρέχει την δυνατότητα στο κεφάλαιο να ασκεί την δική του αυτόνομη πολιτική, έξω από κρατικούς και διακρατικούς μηχανισμούς. Αντίθετα, η εργασία οργανώνεται κατεξοχήν εντός των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και εκεί αναμετράτε με τον αντίπαλο. Προφανώς οι κρατικοί και διακρατικοί μηχανισμοί, όπως η Ε.Ε, το ΔΝΤ, είναι μηχανισμοί στην υπηρεσία των συμφερόντων του κεφαλαίου. Το γεγονός και μόνο ότι στην πρόσφατη κρίση ΕΚΤ στήριξε τις τράπεζες με χαμηλά επιτόκια και άλλες διευκολύνσεις σε αντίθεση με την πολιτική που κρατάει απέναντι στην στήριξη κρατών με προβλήματα χρέους, αρκεί να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας της πολιτικής αυτών των μηχανισμών.
Ο νεοφιλελευθερισμός, η κυρίαρχη πολιτική του αστισμού στην Δύση μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού - όπως επιγραμματικά κωδικοποιείται ως η “κυριαρχία των νόμων της αγοράς” και το “λιγότερο κράτος” - σημαίνει, εκτός των άλλων, μείωση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και περιορισμό του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το κεφάλαιο αποκτά την δυνατότητα να ασκεί πολιτική άμεσα και δεν περιμένει πως αυτή θα διαμεσολαβηθεί μέσω των κρατικών μηχανισμών.
Η πολιτική αυτή ασκείται μέσω των “αγορών”. Το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα λοιπόν, χωρίς την παρέμβαση μηχανισμών όπως Ε.Ε., ΔΝΤ κλπ , επιβλέπει την ικανότητα αλλά και την αποφασιστικότητα με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού απορυθμίζουν την αγορά εργασίας και μειώνουν το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ, χειραγωγούν το συνδικαλιστικό κίνημα και εξασφαλίζουν την κοινωνική συναίνεση σε αυτές τις πολιτικές. Εάν οι «αγορές» εκτιμήσουν ότι οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα δεν διασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους για το ποσοστό κέρδους ή ότι ο κόσμος της εργασίας εξεγείρεται και δεν συναινεί καρτερικά σε αυτές τις πολιτικές, τιμωρούν αυτή την χώρα με μαζική εκροή κεφαλαίων, με άνοδο των επιτοκίων και με όποιον άλλον τρόπο βρουν πρόσφορο Αυτή ακριβώς η λειτουργία των “αγορών” συγκροτεί ένα διακριτό μηχανισμό επιβολής της υπερεθνικής κυριαρχίας του κεφάλαιου επί της αγοράς της εργασίας, ο οποίος επιβάλει την πειθάρχηση του κόσμου της εργασίας στις απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Θεωρούμε ότι η πολιτική σημασία αυτής της θέσης είναι σημαντική σε σχέση με τις προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους της χώρας μας και τις εναλλακτικές πολιτικές που προτείνονται. Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ δεν έχει το δικαίωμα να αγοράσει το χρέος των χωρών μελών, όπως έχει το δικαίωμα να δανείσει τις τράπεζες της ευρωζώνης με ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο (1%), τα ευρωπαϊκά κράτη είναι αναγκασμένα να χρηματοδοτούν το χρέος τους από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα η Ε.Ε. κρατάει στάση Πόντιου Πιλάτου και ¨νίπτει τας χείρας της” παραδίδοντας την χώρα μας άμεσα στις αδηφάγες ορέξεις των αγορών που οδηγούν την χώρα στην χρεωκοπία, στερώντας της παράλληλα ένα μικρό προστατευτικό όπλο απέναντι σε αυτή την επίθεση. Αυτό το όπλο είναι η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία δεν μπορεί να γίνει εφόσον η χώρα μας παραμένει στην ΟΝΕ. Όμως, δεν είναι ένα ισχυρό όπλο που μπορεί από μόνο του να βάλει φραγμό στην επιθετική πολιτική των “αγορών”.
(συνεχίζεται...)