Μετάφραση: Αναστασία Ματσούκα
Επιμέλεια: Ειρήνη Γαϊτάνου
[Μτφ απο το: Rancière, Jacques, «Communists without communism», στο The idea of communism, Verso, London, 2011, σ. 167- 177. Η δημοσίευση αποτελεί το δεύτερο μέρος του κειμένου. Το πρώτο μέρος εδώ].
Ο κομμουνιστής με τη σειρά του έπαιζε είτε το ρόλο του ατομιστή αναρχικού, που ανυπομονεί να δει τα ιδανικά του να γίνονται πραγματικότητα με το ρίσκο να υπερκεραστεί η αργόσυρτη πορεία της όλης διαδικασίας, ή το ρόλο του γνώστη στρατιώτη που είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένος στο συλλογικό σκοπό. Η καταπίεση του χρυσού κομμουνιστή από τον σιδηρούν εργάτη και του σιδηρού εργάτη από το χρυσό κομμουνιστή έχει εμφανιστεί σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη -από τη Νέα Οικονομική Πολιτική στην Πολιτιστική Επανάσταση- και έχει εσωτερικευτεί από τη μαρξιστική επιστήμη, όπως και από αριστερίστικες οργανώσεις. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, πώς η γενιά μου μετακινήθηκε από την αλτουσεριανή δήλωση για τη δύναμη της επιστήμης να αποκαλύπτει τις μοιραίες ψευδαισθήσεις των δρώντων της παραγωγής, στον μαοϊστικό ενθουσιασμό για την επανεκπαίδευση των διανοούμενων από τους εργάτες και την εργοστασιακή εργασία, με τον κίνδυνο σύγχυσης της επανεκπαίδευσης των διανοούμενων μέσω της χειρωνακτικής εργασίας με την επανεκπαίδευση των αντιφρονούντων μέσα από τη σκληρή εργασία.
Πιστεύω πως αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητήματα υπό διακύβευση, εάν κάτι νέο πρόκειται να νοηθεί, ή κάτι ξεχασμένο να αναβιωθεί, υπό το όνομα του κομμουνισμού. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο νόημα, πιστεύω, να αναβιωθεί η ιδέα του κομμουνισμού μόνο στη βάση της επιχειρηματολογίας πως, ενώ πράγματι προκάλεσε πολλούς θανάτους και έκανε πολλά κακά πράγματα, τελικά, ο καπιταλισμός και οι επονομαζόμενες δημοκρατίες έχουν, επίσης, πολύ αίμα στα χέρια τους. Πρόκειται για το ίδιο είδος στάθμισης που συγκρίνει τον αριθμό των Παλαιστίνιων θυμάτων της ισραηλινής κατοχής με τον αριθμό των Εβραίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, ή τα θύματα του ναζιστικού Ολοκαυτώματος με τα εκατομμύρια των Αφρικανών που σύρθηκαν στη δουλεία και την εξορία, τα θύματα της γαλλικής δημοκρατικής αποικιοκρατίας, τους Ινδιάνους που σφαγιάστηκαν στη δημοκρατική Αμερική κλπ. Αυτός ο τρόπος δημιουργίας συγκρίσεων και ιεραρχήσεων ανάμεσα σε κακά καταλήγει να αναποδογυρίζει στο αντίθετό του: τη διαγραφή των διαφορών, την κατάργηση όλων των ιστορικών ενικοτήτων στο όνομα της ισοδυναμίας εκμετάλλευσης με εκμετάλλευση, το οποίο συνιστά την τελευταία λέξη ενός συγκεκριμένου είδους μαρξιστικού μηδενισμού.
Δεν πιστεύω πως πρέπει να αφιερώσουμε πολύ χρόνο σε αυτή τη διαφωνία. Ούτε πιστεύω πως αξίζει η αναβίωση της συζήτησης γύρω από το αυθόρμητο και την οργάνωση και τους τρόπους κατάληψης της κρατικής εξουσίας. Δεν μας διδάσκει πολλά για το πώς θα μοιάζει ο κομμουνισμός, ως η δύναμη του καθενός/μίας. Επομένως, θα συμφωνήσω με τον Alain Badiou πως αυτό που έχει σημασία για εμάς ως η ιστορία του κομμουνισμού ή ιστορία της χειραφέτησης, είναι πάνω απ΄ όλα η ιστορία των κομμουνιστικών στιγμών, οι οποίες ήταν στιγμές εξαφάνισης ή διακοπής των κρατικών δυνάμεων και της επιρροής των καθιερωμένων κομμάτων. Μια στιγμή δεν είναι μόνο ένα σημείο στο χρόνο που περνάει. Είναι επίσης και ένα μομέντουμ: το βάρος που γέρνει τη ζυγαριά, παράγοντας μια νέα ισορροπία ή ανισορροπία, έναν κρουστικό επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει “κοινό”, μια αναδιάρθρωση του σύμπαντος του δυνατού. Δεν είναι επίσης το διάστημα μιας απλής χαώδους περιστροφής ασύνδετων κομματιών. Οι κομμουνιστικές στιγμές ξεδιπλώνουν υψηλότερες μορφές οργάνωσης απ΄ ότι η ρουτίνα της γραφειοκρατίας. Αλλά αυτή η οργάνωση είναι πάντα η οργάνωση μιας από-διοργάνωσης αναφορικά με την “κανονική” κατανομή χώρων, λειτουργιών και ταυτοτήτων. Ο κομμουνισμός μπορεί να νοηθεί από εμάς ως η παράδοση που δημιουργήθηκε γύρω από ένα πλήθος στιγμών, γνωστών ή αγνώστων, όταν απλοί εργάτες και συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες απέδειξαν την ικανότητά τους να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους και για τα δικαιώματά του καθενός και της καθεμίας, ή να λειτουργούν εργοστάσια, εταιρίες, διοικήσεις, στρατούς, σχολεία κλπ, συλλογικοποιώντας τη δύναμη της ισότητας του καθενός/μίας με τον καθένα/μία. Αν κάτι πρέπει να επανοικοδομηθεί υπό το όνομα του κομμουνισμού, αυτό είναι μια μορφή χρονικότητας που θα μοναδικοποιεί τη σύνδεση αυτών των στιγμών. Τώρα, αυτή η επανοικοδόμηση περιλαμβάνει την αναβίωση της υπόθεσης της εμπιστοσύνης σε αυτή τη δυνατότητα, μια υπόθεση που έχει σε ένα βαθμό καταπιεστεί και τελικά καταστραφεί από την κουλτούρα της μη- εμπιστοσύνης στα κομμουνιστικά κράτη, τα κόμματα και τον κομμουνιστικό λόγο.
Αυτή η σύνδεση ανάμεσα στο ζήτημα της χρονικότητας και την ερώτηση τι μπορεί να σημαίνει μια κομμουνιστική υποκειμενική κατάφαση, είναι σίγουρα κεντρική στις σύγχρονες μορφές επαναδιεκδίκησης της ιδέας του κομμουνισμού. Αλλά μου φαίνεται πως η συζήτηση συχνά προκαταλαμβάνεται από κάποια προβληματικά στοιχεία που αφορούν τη λογική του καπιταλιστικού προτσές. Αυτό έχει συμβεί με δύο κυρίως τρόπους. Από τη μια πλευρά, ο κομμουνισμός έχει επαναπροσδιορισθεί ισχυρά ως συνέπεια των μετασχηματισμών του ίδιου του καπιταλισμού. Η ανάπτυξη των μορφών της άυλης παραγωγής έχει παρουσιαστεί σαν να αποδεικνύει τη σύνδεση ανάμεσα σε δύο μοτίβα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, τη θέση ότι “καθετί στέρεο και σταθερό διαλύεται στον αέρα” και τη θέση ότι οι καπιταλιστές είναι οι νεκροθάφτες του ίδιου τους του εαυτού. Αυτό που ο καπιταλισμός κυρίως παράγει σήμερα, αντί για αγαθά διαθέσιμα για ιδιωτική χρήση, είναι ένα δίκτυο ανθρώπινης επικοινωνίας που η παραγωγή, η εκμετάλλευση και η ανταλλαγή δεν είναι πλέον διαχωρισμένες αλλά συνδυάζονται στην ίδια συλλογική διαδικασία. Επομένως, το περιεχόμενο της καπιταλιστικής παραγωγής θεωρείται να υπερβαίνει την καπιταλιστική μορφή, και προοδευτικά καταλήγει να ταυτίζεται με την κομμουνιστική δύναμη της συνεργατικής άυλης εργασίας. Εδώ η υποβόσκουσα αντίθεση ανάμεσα στον “σιδηρούν εργάτη” και τον “χρυσό κομμουνιστή” τείνει να εξαλειφθεί από την ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού προς όφελος τους τελευταίου: υπ΄ αυτή την έννοια, όσο λιγότερη είναι η εργασία και οι εργάτες, τόσο περισσότερο κομμουνισμό έχουμε. Το πιο ενοχλητικό σημείο για μένα είναι ότι αυτή η νίκη του κομμουνιστή πάνω στον εργάτη παρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως η νίκη του κομμουνισμού του Κεφαλαίου πάνω στον κομμουνισμό των κομμουνιστών. Στο βιβλίο του Goodbye Mr Socialism, o Antonio Negri σημειώνει ένα επιχείρημα που διατυπώθηκε από έναν άλλο θεωρητικό, ότι οι οικονομικοί θεσμοί, και κυρίως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, είναι οι μόνοι θεσμοί που φαίνεται να μπορούν να μας δώσουν σήμερα το μέτρο της συσσωρευμένης και ενοποιημένης εργασίας, έτσι ώστε σήμερα το καπιταλιστικό οικοδόμημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενσαρκώνει την πραγματικότητα της συλλογικής εργασίας: ένας κομμουνισμός του Κεφαλαίου που θα έπρεπε να μετατραπεί σε κομμουνισμό του πλήθους. Στην παρουσίασή του σε αυτό το συνέδριο, ο Antonio Negri ξεκάθαρα διατύπωσε το επιχείρημα ότι αυτός ο καπιταλιστικός κομμουνισμός συνιστά μια ιδιοποίηση των κοινών από το Κεφάλαιο, το οποίο σηματοδοτεί μια απαλλοτρίωση του πλήθους από τα κοινά. Τώρα, το επιχείρημα είναι: μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να το ονομάσουμε αυτό κομμουνισμό τελικά; Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να υποστηρίξουμε τη λογική αυτής της διαδικασίας; Ακριβώς αυτή η λιγική βρίσκεται υπό συζήτηση σήμερα σε αυτό που ονομάζεται “κρίση”. Η τρέχουσα “κρίση” είναι στην πραγματικότητα η αποτυχία της καπιταλιστικής ουτοπίας που κυριάρχησε τα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας: η ουτοπία της τέλειας αυτορύθμισης της ελεύθερης αγοράς και της δυνατότητας οργάνωσης όλων των πτυχών της ανθρώπινης ζωής σύμφωνα με τη λογική αυτής της αγοράς. Ένας αναστοχασμός του κομμουνισμού σήμερα πρέπει να λάβει υπόψη την ανεπανάληπτη συγκυρία της αποτυχίας της καπιταλιστικής ουτοπίας.
Η ίδια συγκυρία μας αναγκάζει να αμφισβητήσουμε μια άλλη εκδοχή του σύγχρονου μαρξιστικού λόγου. Έχω στο μυαλό μου τη διάχυτη περιγραφή μιας τελικής φάσης του καπιταλισμού που θα συνιστά το θρίαμβο μιας παγκόσμιας μικρής ολιγαρχίας, δίνοντας σάρκα και οστά στη νιτσεϊκή προφητεία του “τελευταίου ανθρώπου”: ένας κόσμος ολοκληρωτικά αφιερωμένος στην παροχή των αγαθών, τη λατρεία των ανέσεων και του θεάματος, την υπακοή στην υπερ-εγωτική προσταγή της “jouissance” (απόλαυσης), τη ναρκισσιστική κατανάλωση μορφών αυτο-πειραματισμού, κλπ. Αυτός ο παγκόσμιος θρίαμβος του αποκαλούμενου μαζικού ατομικισμού ονομάζεται, από εκείνες τις αφηγήσεις, ως δημοκρατία. Και η δημοκρατία, έτσι, εμφανίζεται ως ο βιωμένος κόσμος που φτιάχτηκε από την κυριαρχία του Κεφαλαίου και την αυξανόμενη καπιταλιστική καταστροφή μορφών κοινότητας και καθολικότητας. Αυτή η αφήγηση μπορεί λοιπόν να κατασκευάσει μια απλή εναλλακτική: είτε η δημοκρατία -εννοώντας το ελεεινό βασίλειο του “τελευταίου ανθρώπου”- είτε μια “κατάσταση πέραν της δημοκρατίας” για την οποία το πλέον κατάλληλο όνομα φαίνεται πως είναι ο κομμουνισμός.
Το θέμα είναι πως πολλοί άνθρωποι αποδέχονται τη διάγνωση χωρίς να αποδέχονται και το συμπέρασμα: ανάμεσά τους, δεξιοί διανοούμενοι που θρηνούν τη δημοκρατική καταστροφή του κοινωνικού δεσμού και της συμβολικής τάξης, παλαιάς κοπής κοινωνιολόγοι που αντιτάσσουν την καλή κοινωνική κριτική στην κακή μετά-68′ “περίτεχνη κριτική”, νέας κοπής κοινωνιολόγοι που κοροϊδεύουν την ανικανότητά μας να τα βγάλουμε πέρα με το βασίλειο της παγκόσμιας αφθονίας, και φιλόσοφοι που μας καλούν στο επαναστατικό έργο της διάσωσης του Καπιταλισμού ενσταλάσσοντας σε αυτόν ένα νέο πνευματικό περιεχόμενο. Σε αυτό το συγκείμενο, η φαινομενικά καλή εναλλακτική (δημοκρατικός βάλτος ή κομμουνιστική υπέρβαση) σύντομα αποδεικνύεται προβληματική: όταν έχετε περιγράψει το διαβόητο βασίλειο του παγκόσμιου δημοκρατικού ναρκισσισμού, ίσως να καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι, συνεπώς, χρειαζόμαστε τον κομμουνισμό για να βγούμε από αυτό το έλος. Αλλά μετά ανακύπτει το ερώτημα: με ποιον, με ποιες υποκειμενικές δυνάμεις, μπορείτε να φανταστείτε την οικοδόμηση αυτού του κομμουνισμού; Επομένως, η κομμουνιστική έγκλιση κινδυνεύει να μετατραπεί σε χαϊντεγκεριανή προφητεία που μας καλεί να γυρίσουμε πίσω, σαν να βρισκόμαστε στην άκρη της αβύσσου, ή να αφιερωθούμε σε μορφές δράσης που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για να χτυπήσουν τον εχθρό και να κολλήσουν την οικονομική μηχανή. Το θέμα είναι ότι το σαμποτάζ της οικονομικής μηχανής εφαρμόζεται πιο αποτελεσματικά από Αμερικανούς χρηματιστές και Σομαλούς πειρατές. Και δυστυχώς, αυτή η αποτελεσματική μορφή σαμποτάζ δεν αφήνει χώρο για καθόλου κομμουνισμό.
Ο αναστοχασμός της κομμουνιστικής ιδέας σήμερα περιλαμβάνει την προσπάθεια απεμπλοκής της χρονικότητας των δυνατών της μορφών από τα ακόλουθα χρονικά σενάρια: το σενάριο που ανακαλύπτει ότι ο κομμουνισμός είναι εγγενής στον καπιταλισμό, ή το σενάριο που εκλαμβάνει τον κομμουνισμό ως την τελευταία ευκαιρία για εκείνους που βρίσκονται στην άκρη της αβύσσου. Αυτά τα δυο χρονικά σενάρια εξακολουθούν να βασίζονται στις δύο μορφές επικράτησης της λογικής της ανισότητας πάνω στη λογική της χειραφέτησης: την προοδευτική λογική του Διαφωτισμού, που δίνει στον Καπιταλισμό το προνόμιο του δασκάλου ο οποίος εκπαιδεύει τον αδαή εργάτη και διαβαθμίζει το δρόμο από την παλιά ανισότητα στον μελλοντικό κομμουνισμό, και την αντιδραστική λογική του αντί-Διαφωτισμού που ταυτίζει τις μορφές της σύγχρονης βιωμένης εμπειρίας με το θρίαμβο του αστικού ατομισμού πάνω στην κοινότητα. Το εγχείρημα της αναβίωσης της ιδέας του κομμουνισμού έχει νόημα αν περιλαμβάνει το έργο της επανεξέτασης εκείνων των μορφών επικράτησης και τον τρόπο με τον οποίο ακόμα καθορίζουν τις περιγραφές μας για το παρόν. Θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν αναστοχασμό των κυρίαρχων περιγραφών του σύγχρονου κόσμου: οι σύγχρονες μορφές καπιταλισμού, η έκρηξη της αγοράς εργασίας, η νέα επισφάλεια της εργασίας και η καταστροφή συστημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης, όλα συνθέτουν μορφές ζωής και εμπειριών εργασίας που είναι πιθανόν πιο κοντά σε εκείνες των τεχνιτών του δέκατου ένατου αιώνα παρά στο σύμπαν των υπερ-ειδικευμένων εργατών και της παγκόσμιας μικρής μπουρζουαζίας που έχει παραδοθεί στη φρενήρη κατανάλωση που περιγράφεται από τόσους πολλούς σύγχρονους κοινωνιολόγους. Και τώρα, το επιχείρημα δεν αφορά απλά την εμπειρική ακρίβεια. Αφορά τη σύνδεση ανάμεσα στους τρόπους ανάλυσης της ιστορικής διαδικασίας και τους τρόπους χαρτογράφησης του δυνατού. Θα πρέπει τουλάχιστον να έχουμε μάθει πόσο προβληματικές μπορούν να είναι όλες οι στρατηγικές που βασίζονται στην ανάλυση της κοινωνικής εξέλιξης. Η χειραφέτηση δεν μπορεί να είναι ούτε η εκπλήρωση μιας ιστορικής αναγκαιότητας, ούτε η ηρωική αντιστροφή αυτής της αναγκαιότητας. Πρέπει να νοηθεί πέρα από τη μη-επικαιρότητά της, το οποίο σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, την απουσία ιστορικής αναγκαιότητας για την ύπαρξή της, δεύτερον, την ετερογένειά της αναφορικά με μορφές εμπειρίας που δομήθηκαν στον καιρό της κυριαρχίας. H μόνη κομμουνιστική κληρονομιά που αξίζει να εξετάσουμε είναι η πολλαπλότητα των μορφών πειραματισμού της δυνατότητας του καθενός και της καθεμίας, χθες και σήμερα. Η μόνη δυνατή μορφή κομμουνιστικής νοημοσύνης είναι η συλλογική νοημοσύνη που χτίζεται σε αυτούς τους πειραματισμούς.
Κάποιος/α μπορεί να προβάλλει την ένσταση πως ορίζω τον κομμουνισμό με όρους όχι πολύ διαφορετικούς από το δικό μου ορισμό της δημοκρατίας. Μπορώ να απαντήσω, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το δικό μου τρόπο κατανόησης της χειραφέτησης, θα πρέπει να αμφισβητηθεί η κλασική θέση που αντιπαραβάλει τον κομμουνισμό με τη δημοκρατία, η οποία δημοκρατία νοείται είτε ως η κρατική οργάνωση της αστικής κυριαρχίας, είτε ως ο βιωμένος κόσμος πλαισιωμένος από τη δύναμη του εμπορεύματος. Είναι σίγουρα αληθές ότι η δημοκρατία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ονομάσει διαφορετικά πράγματα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τον κομμουνισμό. Και είναι γεγονός πως ο συνδυασμός της πίστης στην ιστορική αναγκαιότητα με την κουλτούρα της μη-εμπιστοσύνης παράγει ένα συγκεκριμένο είδος κομμουνισμού: τον κομμουνισμό ως την ιδιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων από το Κράτος και τη διαχείριση τους από την “κομμουνιστική” ελίτ. Και πάλι, αυτό συνιστά ένα δυνατό μέλλον για τον καπιταλισμό. Δε νομίζω ότι είναι ένα μέλλον για τη χειραφέτηση. Το μέλλον της χειραφέτησης μπορεί μόνο να σημαίνει την αυτόνομη ανάπτυξη του χώρου των κοινών που δημιουργείται από την ελεύθερη συνένωση ανδρών και γυναικών που εφαρμόζουν την αρχή της ισότητας. Πρέπει απλά να το αποκαλούμε “δημοκρατία” ή βοηθάει περισσότερο να το ονομάζουμε “κομμουνισμό”; Εντοπίζω τρεις λόγους για το δεύτερο: πρώτον, δίνει έμφαση στην αρχή της ενότητας και της ισότητας της νοημοσύνης, δεύτερον, δίνει έμφαση στην καταφατική πλευρά της διαδικασίας συλλογικοποίησης αυτής της αρχής και τρίτον, υπογραμμίζει την ικανότητα αυτο-ανανέωσης της διαδικασίας, το μη-πεπερασμένο της, που συνεπάγεται τη δυνατότητά της να εφευρίσκει είδη μέλλοντος που δεν μπορούμε ακόμη να φανταστούμε. Αντιθέτως, θα απέρριπτα τον όρο εάν σήμαινε ότι γνωρίζουμε τι μπορεί αυτή η δυνατότητα να κατακτήσει, με όρους παγκόσμιου μετασχηματισμού, παράλληλα με το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό το σημείο. Αυτό που ξέρουμε είναι αυτό που η συγκεκριμένη δυνατότητα μπορεί να κατακτήσει τώρα, με όρους αμφιλεγόμενων μορφών συλλογικών αγώνων, ζωής και σκέψης. Ο αναστοχασμός του κομμουνισμού συνεπάγεται πάνω απ΄ όλα τη διερεύνηση της ικανότητας της συλλογικής νοημοσύνης που είναι εγγενής στην οικοδόμηση αυτών των μορφών. Αυτή η διερεύνηση προϋποθέτει την πλήρη αποκατάσταση αυτού που έχω ονομάσει υπόθεση της εμπιστοσύνης.
*Ο τίτλος του κειμένου στα αγγλικά είναι “Communists Without Communism”. Σε όλο το εύρος του κειμένου, όμως, όπου στην αγγλική γλώσσα αναφέρεται γένος, επισημαίνονται και τα δύο.