ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΒΡΑΖΙΛΙΑ - Οι ρίζες ενός κοινωνικο-πολιτικού φαινομένου



Μια συλλογή κειμένων για την Βραζιλία: 


1. Ένας τυφώνας με το όνομα Μπολσονάρο

Του Raul Zibechi  (12.10.2018)

Η ιλιγγιώδης άνοδος της ακροδεξιάς έχει ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ρίζες στις οποίες είναι αναγκαίο να διεισδύσουμε για να πάμε πέρα από τα επίθετα και τους χαρακτηρισμούς. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν εγκαταλείψει τη δημοκρατία ως πεδίο αναγκαίας διαπραγμάτευσης αντιτιθέμενων συμφερόντων και φαίνεται να βαδίζουν προς μια ριζική σύγκρουση με τα λαϊκά στρώματα. Στη Βραζιλία αυτό σημαίνει πόλεμο των τάξεων, των χρωμάτων του δέρματος και των φύλων, όπου οι γυναίκες, οι μαύροι και οι φτωχοί είναι ο στόχος της επίθεσης.

Η σαρωτική νίκη του Χαϊρ Μπολσονάρο στον πρώτο γύρο των εκλογών είναι το μεγαλύτερο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τσουνάμι που έχει ζήσει η χώρα σε όλη την ιστορία της. Εάν αφήσουμε στην άκρη θέσεις ελιτίστικες και συνομωσιολογικές, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κόσμος ήξερε ποιόν ψήφιζε, δεν το έκανε παραπλανημένος ούτε υπό την άσκηση πιέσεων. Επιπλέον, αυτή τη φορά τα ΜΜΕ δεν λειτούργησαν ευνοϊκά υπέρ του ακροδεξιού υποψηφίου, αναμετέδωσαν τις χοντροειδείς απειλές και προσβολές που εξαπέλυε και δεν απέφυγαν να ασκήσουν κριτικές.

Για να ολοκληρώσουμε αυτό το σύντομο σκηνικό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Μπολσονάρο έλαβε πολύ λίγο χρόνο στην τηλεόραση από τον δωρεάν διατιθέμενο στους εκλογικούς υποψηφίους, ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις έχει συμβάλλει στην αλλαγή των εκλογικών προτιμήσεων. Καθώς ανήκε σε ένα μικρό κόμμα (PSL, Κοινωνικό Φιλελεύθερο Κόμμα), σχεδόν χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, χρειάστηκε να στραφεί στα κοινωνικά δίκτυα όπου είχε μια δραστήρια παρουσία κατά πολύ ανώτερη των υπολοίπων υποψηφίων. Εμφανίστηκε ως ο αντισυστημικός υποψήφιος, παρόλο που είναι βουλευτής επί 27 χρόνια, και κατάφερε να εγκλωβίσει τα αρνητικά προς το πολιτικό κατεστημένο αισθήματα της πλειοψηφίας των βραζιλιάνων.  
Ο Μπολσονάρο ελίχθηκε και έδωσε νέα ώθηση στο συντηρητικό, φαλλοκρατικό και ρατσιστικό κοινωνικό κύμα αλλά δεν ήταν ο δημιουργός αυτών των αισθημάτων. Τα εκμεταλλεύτηκε ακριβώς επειδή συμπίπτουν με τον τρόπο που εκείνος βλέπει τον κόσμο.

Η πολιτική καταιγίδα της περασμένης Κυριακής οδήγησε στην εκλογή προσώπων παντελώς άγνωστων, όπως ο Εδουάρδο Μπολσονάρο, υιός, που συγκέντρωσε 1,8 εκατ. ψήφους για να εκλεγεί βουλευτής, τον μεγαλύτερο αριθμό που καταγράφηκε γι αυτή τη θέση στην ιστορία της χώρας. Η άγνωστη δικηγόρος Χανάινα Πασκοάλ, η οποία υπήρξε πρόσωπο-κλειδί στην αποπομπή της Ντίλμα Ρουσέφ το 2016, εκλέχθηκε με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων που έλαβε ποτέ υποψήφιος για να εκλεγεί βουλευτής στην Πολιτεία του Σάο Πάολο. Ο Κιμ Καταγίρι, ένας απερίγραπτος ανιματέρ του Κινήματος Ελεύθερη Βραζιλία (MBL) που γέμιζε τους δρόμους το 2015 και 2016 ενάντια στο PT, εκλέχθηκε με το δεξιό κόμμα Δημοκράτες (DEM) και φιλοδοξεί να προεδρεύσει του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου.


ΤΟ  ΚΕΝΤΡΟ ΗΤΤΗΜΕΝΟ  

Η δεξιά στο σύνολό της κατέλαβε 301 από τις 513 έδρες του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου. Σημαντική άνοδος, καθώς το 2010 είχε 190 βουλευτές και το 2014, 238. Η Αριστερά έχασε μια σε σύγκριση με τις εκλογές του 2014, έβγαλε 137 βουλευτές, αλλά το 2010 είχε φτάσει τους 166. Ο μεγάλος ηττημένος είναι το κέντρο που έπεσε στις 75 έδρες από 137 που είχε το 2014. Όσον αφορά τα κόμματα, το MDBτου Τεμέρ και το PSDB του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο είναι οι μεγάλοι ηττημένοι με μόλις 31 και 25 βουλευτές αντίστοιχα. Υπήρξε επίσης μια αύξηση νέων κομμάτων με πολύ μικρή αντιπροσώπευση που, όμως, στο σύνολό τους συγκεντρώνουν 95 έδρες με την πλειοψηφία τους να ανήκει στη δεξιά (η ταξινόμηση των παραπάνω στοιχείων στις κατηγορίες «αριστερά», «κέντρο» και «δεξιά» έγινε από το Κέντρο Ερευνών Κοινής Γνώμης του Κρατικού Πανεπιστημίου Καμπίνας και δημοσιεύτηκε στο Εκλογικό Παρατηρητήριο).

Οι καταιγίδες έχουν αποτελέσματα όπως αυτά που κατέδειξε ο πρώτος γύρος. Δεν αφήνουν τίποτα στη θέση του, βγάζουν στην επιφάνεια ότι ήταν καταχωνιασμένο και το οδυνηρό πανόραμα της επόμενης μέρας κατακλύζεται από όσα κανένας δεν ήθελε να δει. Αλλά φανερώνουν, επίσης, ότι κάτω και πίσω από τις πληγές υπάρχουν άλλοι πιθανοί δρόμοι που οι θεσμικές δυνάμεις και οι βολεμένοι αναλυτές τους αρνούνται να βαδίσουν.

Η επόμενη μέρα αναδεικνύει αρκετά ζητήματα που πρέπει να αναλυθούν για να ανιχνεύσουμε τις ευκαιρίες που μπορεί να μας προσφέρει το άμεσο μέλλον· η κραυγή «Ya Basta» που ύψωσε η κοινωνία το 2013, η κληρονομιά της στρατιωτικής δικτατορίας, το τέλος της εποχής Λούλα και τα όρια της αριστεράς για να αντιμετωπίσει το νέο σκηνικό.  


Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2013

Ήταν η καθοριστική στιγμή, αυτή που διαμόρφωσε την τρέχουσα συγκυρία, από την πτώση της Ντίλμα ως την άνοδο του Μπολσονάρο. Ο Ιούνιος 2013 ξεκίνησε με διαδηλώσεις του Κινήματος Ελεύθερες Μετακινήσεις (Movimiento Pase Libre – MPL) ενάντια στην αύξηση του εισιτηρίου των αστικών συγκοινωνιών που κατόρθωσε να κινητοποιήσει περίπου 10 χιλ. άτομα. Πρόκειται για νεολαιίστικη συλλογικότητα η οποία συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, πλαισιώνεται από τους νέους φοιτητές των πόλεων και έχει οριζόντια μορφή οργάνωσης και κινητοποίησης με ευφάνταστα χαρακτηριστικά.     

Η αντίδραση της στρατιωτικής αστυνομίας υπήρξε, όπως πάντα, βάναυση. Όμως αυτή τη φορά, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων, κατέπληξε τους πάντες κατεβαίνοντας στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες και σε κάποιες περιπτώσεις κατά εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου 20 εκατομμύρια άτομα κατέλαβαν τους δρόμους σε 353 πόλεις. Ήταν ένα καθοριστικό συμβάν στην πρόσφατη ιστορία της Βραζιλίας που κατέδειξε το υψηλό επίπεδο κοινωνικής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης και, ταυτόχρονα, τη μετασχηματιστική δυναμική που φώλιαζε στην κοινωνία.

Το PT δεν αντιλήφθηκε ότι ήταν μια κραυγή που ζητούσε περισσότερα· μεγαλύτερη συμμετοχή, καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες, μεγαλύτερη ισότητα, απαιτώντας ένα βήμα παραπέρα στις κοινωνικές πολιτικές που εφαρμοζόταν μέχρι τότε και το οποίο συνεπαγόταν να θιχτεί το 1% του πιο ισχυρού τμήματος της κοινωνίας. Η κυβέρνηση και το κόμμα της υποχώρησαν τρομαγμένοι, χωρίς να κατανοήσουν ότι μπορούσαν να βγουν μπροστά με τις κινητοποιημένες μάζες, για να ξεμπλοκάρουν το πολιτικό σύστημα που έπαιζε υπέρ των ελίτ.

Συμβαίνει συχνά, σε εκείνους που βρίσκονται από πάνω, να ανησυχούν από το βουητό των από κάτω καθώς ονειρεύονται την κοινωνική ειρήνη για να συνεχίσουν να αντιπροσωπεύουν τους απόντες. Πράγματι, η αντιπροσώπευση είναι ένα θέατρο που λειτουργεί μόνο εάν οι αντιπροσωπευόμενοι καταλάβουν τις θέσεις για βγουν στη σκηνή οι αντιπρόσωποι.  

Η ακροδεξιά, ωστόσο, στάθηκε ικανή, σαν πεισματάρης κυνηγός, να αντιληφθεί τις αδυναμίες του θηράματος (κυβέρνηση του PT), κατάλαβε πιο ήταν το αδύνατο σημείο του (διαφθορά) και ξεχύθηκε με φρενίτιδα σε ένα πόλεμο αρπακτικών. Τα αποτελέσματα είναι αυτά που βλέπουμε. Η αριστερά άδειασε τους δρόμους τον Ιούνιο 2013 και τους άφησε σε μια δεξιά που από την επομένη της δικτατορίας (1964) είχε χάσει κάθε επαφή με τις μάζες. Το PT και το σύνολο της αριστεράς έχασαν τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να λυγίσουν το μπράτσο της δεξιάς και των ελίτ.

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι διαμαρτυρίες εκατομμυρίων πολιτών ενάντια στο PT, η παράνομη αποπομπή της Ντίλμα, η εκτίναξη του αισθήματος ενάντια στα κόμματα και το πολιτικό σύστημα και, τελικά, η ασταμάτητη άνοδος του Μπολσονάρο. Είναι βέβαιο ότι η οικονομική κρίση είναι το φόντο πίσω από όλη αυτή τη διαδικασία που πόλωσε ακόμα περισσότερο την κοινωνία. Όμως, εάν η αριστερά είχε αφήσει τα άνετα γραφεία για να ζυγίσει καλύτερα τα πραγματικά βάσανα του πιο φτωχού πληθυσμού, υπήρχαν άλλοι δρόμοι.


Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Η Βραζιλία είναι η μοναδική περίπτωση στην περιοχή που δεν υπήρξε ένα Ποτέ Ξανά! (Nunca Más), ούτε δίκες στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού του καθεστώτος. Το χειρότερο είναι ότι, για μεγάλο μέρος του πληθυσμού –συμπεριλαμβανομένων των ελίτ, φυσικά –,  η δικτατορία αποτέλεσε μια καλή οικονομική στιγμή και ανέδειξε τη Βραζιλία σε περιφερειακή δύναμη.

Η δικτατορία προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις σε έργα υποδομής και πέτυχε μια οικονομική ανάπτυξη που διήρκησε τη δεκαετία του 1960 και τις αρχές του 1970 μέχρι που ήρθε η ύφεση. Στο φαντασιακό πολλών βραζιλιάνων ήταν μια θετική περίοδος όσον αφορά το οικονομικό πεδίο και την εθνική αυτοεκτίμηση. Ήταν τα χρυσά χρόνια της βραζιλιάνικης γεωπολιτικής η οποία χαράχτηκε από τον στρατηγό Γκόλμπερι ντο Κούτο ε Σίλβα και οδήγησε τη χώρα να έχει μια καθοριστική παρουσία μεταξύ των γειτόνων της και να αναδειχτεί σε κύρια περιφερειακή δύναμη αφού άφησε πίσω την Αργεντινή στην παλιά διαμάχη για την επέκταση της επιρροής τους.

Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Βλαδίμιρ Σαφάτλε, «η δικτατορία προσαρμόστηκε άνετα στο πλαίσιο μιας τυπικής δημοκρατίας αλλά υπογείως βρισκόταν εκεί, παρούσα και άθικτη. Οι αστυνομικοί συνέχισαν να υπηρετούν στη στρατιωτική αστυνομία, οι ένοπλες δυνάμεις παρέμειναν ανέγγιχτες, κανένας βασανιστής δεν φυλακίστηκε και οι πολιτικοί σχηματισμοί που είχαν στενούς δεσμούς με τη δικτατορία διατηρήθηκαν»(Agencia blica, 9-Χ-18). Κατά συνέπεια, όταν η Νέα δημοκρατία που γεννήθηκε μετά τη δικτατορία (1964-1985) άρχισε να εμφανίζει σημάδια αποτυχίας, ο ορίζοντας του 1964, επανεμφανίστηκε ως το φαντασιακό της επιθυμητής χώρας για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.   

Παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας δεν αποτελούν μόνο οι βάναυσες δηλώσεις του Μπολσονάρο ενάντια στους γκέι, λεσβίες, μαύρους και ιθαγενείς αλλά και αυτές σημαντικών προσωπικοτήτων της δικαστικής εξουσίας. Ο νέος πρόεδρος του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Χοσέ Αντόνιο Ντίας Τοφόλι, δικαιολόγησε πριν λίγες ημέρες το πραξικόπημα των στρατιωτικών λέγοντας ότι προτιμάει να αναφέρεται στο γεγονός ως «κίνημα του 1964» ltimo Segundo, 1-Χ-18). Ο Σαφάτλε διαβεβαιώνει ότι «δεν καταφέραμε να τελειώσουμε με τη δικτατορία» και εκφράζει τη γνώμη ότι το PT θα μπορούσε να το είχε κάνει αλλά ούτε καν το προσπάθησε παρά το ότι ο Λούλα είχε ένα απίστευτο ποσοστό αποδοχής 84% όταν άφησε την κυβέρνηση.  

Άλλη συνέπεια την συνέχειας της δικτατορίας εν μέσω της δημοκρατίας αποτελεί η σύνθεση των διαφόρων θεσμών του Κράτους. Στο κοινοβούλιο, τα πιο αντιδραστικά τμήματα αυξάνουν σταθερά τη δύναμή τους από το 2010 και το 2014 αποκτούν την ηγεμονία. Το «αγροτικό μπλοκ» που στηρίζει την αγροτική βιομηχανία και αντιτίθεται βίαια στην αγροτική μεταρρύθμιση έχει σχεδόν 200 βουλευτές ενώ το μπλοκ των ευαγγελιστών έχει περίπου 76. Το «μπλοκ της σφαίρας» (που υπερασπίζεται τη θανατική ποινή και τον οπλισμό του πληθυσμού απέναντι στο έγκλημα) ενώ δεν είχε κανένα γερουσιαστή κατέλαβε 18 θέσεις από τις 54.

Κατά την ίδια έννοια καταγράφεται η πολυπληθής παρουσία στρατιωτικών στην εκλογική ομάδα του Μπολσονάρο, αρχίζοντας από τον αντιπρόεδρό του, τον στρατηγό Χάμιλτον Μουράο, ο οποίος υπερασπίζεται από την κατάργηση επιδομάτων μέχρι ένα νέο Σύνταγμα αλλά χωρίς Συντακτική Συνέλευση. Ίσως, εκείνο που καλύτερα αποκαλύπτει το πνεύμα αυτής της ακροδεξιάς, είναι τα βήματα που έκανε ο Μπολσονάρο κατά τη διαδικασία επιλογής του αντιπροέδρου του· ένας από εκείνους που βολιδοσκοπήθηκαν ήταν ο «πρίγκιπας» Λουίς Φιλίπε ντε Ορλεάνς ε Μπραγάνκα, απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας (Carta Capital, 5-VIII-18).


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ LULISMO (Λουλίσμο - εποχή Λούλα)

Το τέλος του λουλίσμο έχει δύο αιτίες: την οικονομική κρίση του 2008 και τον νέο κοινωνικό ακτιβισμό. Η κοινωνική ειρήνη ήταν το κλειδί της συναίνεσης μεταξύ εργαζομένων και επιχειρηματιών καθώς και μιας «συνασπισμικής προεδρίας» που παρείχε στέγη σε κόμματα της αριστεράς και της κεντροδεξιάς, όπως το MDB του Μισέλ Τεμέρ.

 Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008 που κατέρριψε τις τιμές των εμπορευμάτων στρέφοντας ακόμα δεξιότερα τις ελίτ και οι μέρες του Ιουνίου 2013 που έκαναν κομμάτια την κοινωνική ειρήνη, έθαψαν για πάντα το αποκαλούμενο «consenso lulista». Είχε μόλις ξεκινήσει τη δεύτερη θητεία της η Ντίλμα Ρουσέφ τον Ιανουάριο του 2015, όταν, για να ηρεμήσει το μεγάλο κεφάλαιο, προχώρησε σε μια φορολογική μεταρρύθμιση σαρώνοντας μεγάλο μέρος των κατακτήσεων της προηγούμενης δεκαετίας.

Τη δυσαρέσκεια της κοινωνικής βάσης του PT κεφαλαιοποίησε η πιο αδιάλλακτη δεξιά. Ας θυμηθούμε πως ενώ η Ντίλμα κέρδισε με το 51% των ψήφων, λίγους μήνες αργότερα, η δημοτικότητά της βρισκόταν κάτω από το 10%. Με τη φορολογική μεταρρύθμιση το PT έχασε μια κοινωνική βάση με την οποία η σχέση του είχε χτιστεί με πολύ κόπο και η οποία είχε παραμείνει πιστή στο κόμμα παρά τις εκλογικές αποτυχίες του επί δύο δεκαετίες πριν φτάσει στην εξουσία.

Το βέβαιο είναι ότι ο λουλίσμο δεν απέτυχε αλλά εξαντλήθηκε. Επί μια δεκαετία προσέφερε αναλογικές παροχές στην πλειοψηφία των βραζιλιάνων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων τραπεζιτών, που εξασφάλισαν τα μεγαλύτερα μερίσματα στην ιστορία τους. Όμως το αναπτυξιακό μοντέλο είχε φτάσει στο τέλος του, καθώς είχε εξαντληθεί η δυνατότητα να συνεχίσει η βελτίωση της κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων, χωρίς την πραγματοποίηση δομικών αλλαγών που θα έθιγαν τις κυρίαρχες ελίτ. Και αυτό, το PT εξακολουθεί να αρνείται να το αποδεχτεί.

Στο πολιτικό επίπεδο, η κυβερνησιμότητα, βασιζόταν σε ένα ευρύ σύμφωνο που περιελάμβανε μια δεκάδα κομμάτων, η πλειοψηφία τους κεντροδεξιά, όπως το ΜDB. Όμως αυτός ο κυβερνητικός συνασπισμός διαλύθηκε κατά τη δεύτερη θητεία της Ντίλμα, εκτός των άλλων, διότι η κοινωνία εξέλεξε στις εκλογές του 2014 το πιο δεξιό κοινοβούλιο των τελευταίων δεκαετιών, εκείνο που την απέπεμψε το 2016.

Συνέπεια της ανόδου της πιο συντηρητικής δεξιάς αποτελεί, επίσης, η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας του Καρντόσο. Το PSDB έχασε κάθε βαρύτητα, όπως και το MDB και το DEM που αποτελούσαν τη βάση της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Το PSDB ιδρύθηκε το 1988 κατά τη μετάβαση προς τη δημοκρατία και τη σύνταξη του Συντάγματος. Το PSDB και το PT υπήρξαν οι δύο πιο φλογεροί αντίπαλοι της βραζιλιάνικης πολιτικής σκηνής ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν τα δύο βασικά κόμματα, ικανά να προσελκύσουν ευρεία συσπείρωση γύρω τους, γεγονός που επέτρεψε στον Καρντόσο να κυβερνήσει από το 1994 έως το 2002.

Το ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες εκλογές ο προεδρικός υποψήφιος του PSDB, Γεράλδο Αλκμίν, μόλις 4% των ψήφων, φανερώνει την κρίση του ιστορικού κόμματος των ελίτ και της λευκής αστικής μεσαίας τάξης. Η κοινωνική του βάση μετανάστευσε στον Μπολσονάρο, τουλάχιστον στις ομοσπονδιακές εκλογές, παρόλο που ακόμα διατηρεί ένα ρόλο στην Πολιτεία του Σάο Πάολο όπου βρίσκονται οι ιστορικοί του πυρήνες. Η ήττα αυτού του τμήματος, νεοφιλελεύθερου αλλά δημοκρατικού, μπορεί να έχει βαθιές επιπτώσεις στο άμεσο μέλλον, ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι ο νικητής στις 28 Οκτωβρίου.


Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Αυτό που τώρα έρχεται είναι μια μεγάλη επίθεση ενάντια στα εργατικά δικαιώματα, ενάντια στους μαύρους και τους ιθαγενείς, ενάντια σε όλα τα κοινωνικά κινήματα. Με ή χωρίς τον Μπολσονάρο καθώς η πολιτική του ήδη έχει αναδειχτεί νικητής και έχει καταλάβει τη θέση της στην κοινωνία και τους θεσμούς. Όταν λέει ότι πρέπει «να βάλουμε οριστικό τέλος σε όλους τους ακτιβισμούς στη Βραζιλία», εκφράζει ένα πολύ ευρύ αίσθημα που θέλει την τάξη να προηγείται των δικαιωμάτων (Expresso, 8-Χ-18).

Δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Η υπουργός Δημόσιας Τάξης της Αργεντινής, Πατρίσια Μπούλριτς, εξαπέλυσε τις δικές της βάναυσες απόψεις σε μια τηλεοπτική εκπομπή αυτή την εβδομάδα, συνδέοντας τα κοινωνικά κινήματα με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ανοίγοντας κατά συνέπεια την κάνουλα της καταστολής. Δεν εκφράζει παρά την πρόθεση να στρέψουν το υπάρχον αίσθημα ανασφάλειας ενάντια στους συλλογικούς πρωταγωνιστές που αποτελούν εμπόδιο στην εφαρμογή ακόμα  σκληρότερων μέτρων ενάντια στη λαϊκή οικονομία και την κρατική κυριαρχία στα δημόσια αγαθά.

 Όσον αφορά το άμεσο μέλλον, ο πολιτικός επιστήμονας Σέσαρ Μπέντζαμιν επισημαίνει: «Φοβάμαι πως μια κυβέρνηση Μπολσονάρο θα είναι χειρότερη από τη στρατιωτική κυβέρνηση της δικτατορίας. Τώρα έχουμε μια κινητοποίηση ομάδων, μαζών που τον στηρίζουν, πράγμα που το στρατιωτικό καθεστώς ποτέ δεν είχε. Εάν γίνει πρόεδρος, για έναν μεγαλογαιοκτήμονα στην Πολιτεία Παρά μπορεί να σημάνει ότι έφτασε η ώρα να εξαπολύσει τους ένοπλους μπράβους του ενάντια στους ακτήμονες, ένας αστυνομικός που συμμετέχει σε μια ομάδα καταστολής μπορεί να το αντιληφτεί ως ότι έφτασε η στιγμή να πάει παραπέρα». Και καταλήγει με μια επιγραμματική φράση: «Το σύστημα που ίσχυσε τη δεκαετία του ’80, κυρίως μετά την ψήφιση του Συντάγματος το 1988, δεν υπάρχει πλέον» (Piauí, 8-Χ-18).

Όταν η αριστερά πόνταρε τα πάντα σε μια δημοκρατία ολοφάνερα ανεπαρκή, συνέβησαν δύο πράγματα. Κατ’ αρχήν, έγινε φανερή η δυσχερής θέση στην οποία βρέθηκε όταν έφτασε η ώρα να κινηθεί στα όρια των θεσμικών δρόμων, όπως κάνουν όλα τα κοινωνικά κινήματα. Εάν το έκανε, θα ρίσκαρε τις χιλιάδες κυβερνητικές θέσεις και όλα τα υλικά και συμβολικά οφέλη που τις συνοδεύουν. Έγινε φανερή, με σαφή τρόπο, η ανικανότητά της να αλλάξει στρατηγική τη στιγμή που η δεξιά έκανε ακριβώς αυτό.  

Δεύτερον, η επιλογή του δρόμου αυτού, σήμαινε ότι δεν λάμβανε υπόψη της ότι για τα τμήματα εκείνα που η αριστερά λέει ότι αντιπροσωπεύει, όπως οι νέοι, οι γυναίκες από τις φαβέλες – που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη επίθεση από την πολιτικής της «τάξης» – , ποτέ δεν υπήρξε πραγματική δημοκρατία. Τα τμήματα αυτά ωθούνται να κινούνται στο όριο της νομιμότητας, καθώς, στη «ζώνη της μη-ύπαρξης», για να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του Φανόν, εκεί όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν παρά κενό γράμμα, η λογική τους οδηγεί στο να μην εμπιστεύονται τους κρατικούς θεσμούς. Η ατιμωρησία της δολοφονίας της Μαριέλε Φράνκο μιλάει από μόνη της.

Για ένα αριστερό κίνημα, ο περιορισμός στο εκλογικό πεδίο όταν η άλλη πλευρά στοχεύει στην κατάργηση και των ελάχιστων ελευθεριών, είναι αυτοκτονικός. Ανάμεσα στον ένοπλο αγώνα της δεκαετίας του ’60 και την τυφλή προσκόλληση σε εκλογές χωρίς δημοκρατία, υπάρχουν άλλοι εφικτοί δρόμοι. Εκείνοι που βαδίζουν τόσοι λαοί που οργανώνονται για να ανακτήσουν τη γη, να προστατέψουν την υγεία, το νερό, τη ζωή. Εάν κάτι μας δείχνει καθαρά η Βραζιλία αυτών των χρόνων, είναι ότι πρέπει να ακολουθήσουμε άλλες ρότες που δεν περιορίζονται στην κρατιστική στρατηγική, ίσως είναι δρόμοι αβέβαιοι, αλλά έχουν το προσόν να ανοίγουν τη βεντάλια των πιθανοτήτων.

2. Βραζιλία: Συντριπτική άνοδος της νέας δεξιάς
Raúl Zibechi , 09/10/2018

Έχοντας λάβει σχεδόν τις μισές ψήφους (46%) του εκλογικού σώματος ο, πρώην στρατηγός, Χαϊρ Μπολσονάρο προηγήθηκε κατά σχεδόν είκοσι εκατομμύρια του Φερνάντο Χαντάντ.
Και βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση για να εκλεγεί πρόεδρος στον δεύτερο γύρο, στις 28 Οκτωβρίου. Με αυτό το αποτέλεσμα μπορούμε να μιλάμε για «κύμα» υπέρ του υποψηφίου του Φιλελεύθερου Κοινωνικού Κόμματος (PSL).

Μπροστά στο μέγεθος του αποτελέσματος, ελάχιστα εξυπηρετούν επίθετα όπως «φασίστας» για να σταθούμε στην συντριπτικά υπέρ του ψήφο, καθώς, αν και δεν είναι εντελώς ανακριβή, δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε την ψυχική κατάσταση που έφερε τους βραζιλιάνους, μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, να πραγματοποιήσουν μια στροφή από τη στήριξη της αριστεράς προς την ακροδεξιά.
Μια πρώτη παρατήρηση επί των αποτελεσμάτων συνίσταται στο να αναγνωρίσουμε ότι ο Μπολσονάρο είχε ισχυρή στήριξη σε όλα τα κοινωνικά τμήματα, αλλά με ιδιαίτερη ένταση σε λευκούς άντρες και νέους της μεσαίας τάξης με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο. Αυτό αποτελεί μια παρέκκλιση όσον αφορά τη στήριξη που λαμβάνουν άλλοι δεξιοί υποψήφιοι, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. Στην προαναφερόμενη έρευνα, που αντικατοπτρίζει την πρόθεση ψήφου της πιο πιστής στον Μπολσονάρο κοινωνικής βάσης, καταδεικνύεται ότι λαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων σε νέους κάτω των 34 ετών, σε ευαγγελιστές και πεντεκοστάλες και, κυρίως, σε νέους της ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Για τα παραπάνω κοινωνικά τμήματα το σημαντικότερο πρόβλημα της Βραζιλίας είναι η διαφθορά και τη δεύτερη θέση κατέχει η βία, με ποσοστά κατά πολύ υψηλότερα από εκείνα του ζητήματος της υγείας, ανεργίας και εκπαίδευσης. Εκείνο όμως που περισσότερο διαφοροποιεί τους ψηφοφόρους του από αυτούς των υπολοίπων υποψηφίων είναι η στήριξή τους στην ποινή θανάτου και την κατοχή όπλων, ζητήματα τα οποία ο Μπολσονάρο υπερασπίζεται ως κεντρικά σημεία του πολιτικού του προγράμματος.

Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τη γεωγραφική κατανομή. Οι Πολιτείες του νότου, οι πλέον πυκνοκατοικημένες, με περισσότερο λευκό πληθυσμό και πιο υψηλό επίπεδο ζωής, ψήφισαν μαζικά υπέρ του Μπολσονάρο. Στο Σάο Πάολο, την πιο πυκνοκατοικημένη και πλούσια Πολιτεία, έφτασε το 53% έναντι 16% του Χαντάντ. Στην Σάντα Καταρίνα 65%, στον Παρανά 56% και στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ 52%. Το αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι σε αυτές τις περιοχές πριν από τέσσερις δεκαετίες, γεννήθηκε το Κόμμα των Εργαζομένων (PT), η Γενική Ένωση Εργαζομένων (CUT) και το Κίνημα των Ακτημόνων Αγροτών (MST).

Στο βορρά, με μαύρο και φτωχό πληθυσμό, το πανόραμα είναι το αντίθετο. Στην Μπαϊα ο υποψήφιος του PT έλαβε το 60%, στο Πιαουί το 63% και στο Μαρανάο το 60%. Το PT δεν είχε στρέψει την προσοχή του στις περιοχές αυτές μέχρι που ο Λούλα ανέλαβε την κυβέρνηση το 2003 και έθεσε σε εφαρμογή κοινωνικές πολιτικές όπως το «οικογενειακό καλάθι» που αποτελούσαν οικονομικές ενισχύσεις προς οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα.

Η τρίτη παρατήρηση σχετίζεται με τη βαθειά αλλαγή προσανατολισμού των οικονομικών και κοινωνικών ελίτ. Από την έναρξη της νεοφιλελεύθερης περιόδου, τη δεκαετία του 1990, η εκλογική επιλογή της δεξιάς ήταν το κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας (PSDB) του πρώην προέδρου Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο που κυβέρνησε για δύο περιόδους και παρέδωσε την κυβέρνηση στον Λούλα το 2003. Η διαμάχη ανάμεσα στο PSDB και το PT, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Βραζιλίας, σημάδεψε για τρεις δεκαετίες τον πολιτικό χάρτη της χώρας.

Όμως, στις τελευταίες εκλογές, ο υποψήφιος του PSDB, Γεράρδο Αλκμίν, έλαβε ένα σχεδόν περιθωριακό ποσοστό (4,7%), γεγονός το οποίο αποτελεί μια εκπληκτική αλλαγή καθώς η κοινωνική βάση του κόμματος μετανάστευσε μαζικά προς τον Μπολσονάρο. Είναι πιθανόν, ένα από τα σημαντικότερα επακόλουθα της νίκης του πρώην στρατηγού, να είναι η καταβύθιση αυτού του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ελίτ που τον στήριξαν από την πρώτη στιγμή έπαψαν να πιστεύουν στην συμφιλίωση των κοινωνικών τάξεων και, επίσης, στη δημοκρατία.

Η τέταρτη παρατήρηση αφορά την επισήμανση ότι οι κύριες κοινοβουλευτικές ομάδες της νεοεκλεγμένης βουλής εξακολουθούν να πρόσκεινται στην αγροτική βιομηχανία, την εξορυκτική βιομηχανία, την «κοινοβουλευτική ομάδα της σφαίρας» η οποία υπερασπίζεται την ατομική κατοχή όπλων ως προστασία απέναντι στους εγκληματίες και η «βιομηχανία της πίστης», δηλαδή οι εκκλησίες των ευαγγελιστών και πεντηκοστιανών. Τα παραπάνω τμήματα ισχυροποιήθηκαν στο κοινοβούλιο κατά τις εκλογές του 2014 τις οποίες κέρδισε η Βίλμα Ρουσέφ (PT) και ήταν αυτά ακριβώς που προώθησαν την παράνομη αποπομπή της.

Η πέμπτη παρατήρηση αφορά το αντισυστημικό προσωπείο που υιοθέτησε ο Μπολσονάρο σε ένα σκηνικό όπου η αριστερά αντιπροσωπεύει την παραδοσιακή πολιτική. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της καμπάνιας του άσκησε κριτική στα μεγάλα ΜΜΕ, όπως την O Globo, και οδηγήθηκε να αναζητήσει αύξηση της επιρροής του μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα καθώς διέθετε πολύ μικρό χρόνο στην τηλεόραση. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με το προφίλ και τις δηλώσεις του, έπλασαν μια αντισυστημική εικόνα η οποία του επέτρεψε να συνδεθεί με βαθειά συναισθήματα που διαπερνούν την κοινωνία της Βραζιλίας.

Ο Χαντάντ και ό ίδιος ο Λούλα, αντιθέτως, αποτελούν μέρος της παραδοσιακής και απαξιωμένης πολιτικής τάξης την οποία ο πληθυσμός ταυτίζει με τη διαφθορά και την ανεπάρκεια. Και αυτό είναι πολύ σοβαρό διότι το PTέφτασε στην κυβέρνηση με την προσδοκία να προκαλέσει αλλαγές. Πολύ σύντομα όμως αφομοιώθηκε από το σύστημα, άρχισε να υιοθετεί τις χειρότερες πρακτικές του και ποτέ δεν έκανε μια σοβαρή αυτοκριτική. Οι διανοούμενοι του PT περιορίστηκαν στο να αρνούνται τα περί διαφθοράς και να αποδίδουν όλα τα προβλήματα στη δεξιά, τα ΜΜΕ και στα καπρίτσια των δεξιών δικαστικών και τη βάναυση στάση τους απέναντι στον Λούλα.

Τα υπόλοιπα ζητήματα που έπαιξαν ρόλο σε αυτές τις εκλογές είναι πιο εμφανή όπως η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2013, από την οποία η χώρα ακόμα δεν έχει βγει, που οδήγησε σε με υψηλά επίπεδα καταχρεωμένων νοικοκυριών και εργασιακής ανασφάλειας. Ένα κλίμα αυξανόμενης βίας, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και δημιουργείται από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, το οποίο οδήγησε τις κυβερνήσεις να εντάξουν τις Ένοπλες Δυνάμεις στην αντιμετώπιση ζητημάτων δημόσιας τάξης. Ένα μέρος του πληθυσμού προσλαμβάνει τους στρατιωτικούς ως σωτήρες και υπερασπίζεται την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των μεγάλων πόλεων.

Σ΄ αυτό το κλίμα απογοήτευσης και αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού ο οπορτουνιστικός λόγος του Μπολσονάρο είχε πολύ βαθιά διείσδυση. Η εντύπωση είναι πως αυτή η ακροδεξιά ήρθε για να μείνει. Οι βραζιλιάνοι, αναμφίβολα, δεν ψήφισαν παραπλανημένοι και επέλεξαν έναν «φαλλοκράτη Νο 1» ο οποίος είπε σε μια βουλευτή «εσένα ποτέ δεν θα σε βίαζα γιατί είσαι άσχημη» και πιστεύει πως οι μαύροι είναι κατώτερη ράτσα.

Ίσως θα έπρεπε να ολοκληρώσουμε με τα λόγια της ιστορικού Lilia Schwarcz, μια από τις εξέχουσες διανοούμενες της Βραζιλίας, η οποία υποστηρίζει ότι «υπάρχει μια επιθυμία να ειδωθεί η δικτατορία ως μια ουτοπία που θα βελτίωνε την ασφάλεια, την οικονομία και τη σταθερότητα». Όντως, η στρατιωτική δικτατορία (1964-1985) εξακολουθεί να αποτελεί για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού μια περίοδο ευημερίας, ανάπτυξης και αναγκαίας καταστολής.

Όλα δείχνουν ότι, παρά το ότι έχει το κοινοβούλιο υπέρ του, στην περίπτωση που καταλάβει την εξουσία, ο Μπολσονάρο δεν θα καταφέρει να εκπληρώσει την πλειονότητα των υποσχέσεών του και η κυβέρνησή του θα είναι ασταθής και θα έχει ισχυρή αντίσταση στους δρόμους και σε κάποιους θεσμούς.





6.  MST-Για τις εκλογές στη Βραζιλία:

Σύντροφοι και Συντρόφισσες, Φίλοι και Φίλες του MST σε όλο τον κόσμο,
Θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας κάποιες από τις απόψεις μας αυτή την κρίσιμη στιγμή της πολιτικής ζωής στη Βραζιλία, τελευταία εβδομάδα της εκλογικής καμπάνιας:

1. Αυτές οι εκλογές είναι πολύ ιδιαίτερες καθώς μπορεί να σημάνουν τη νίκη ή την ήττα του πραξικοπήματος ενάντια στη δημοκρατία που ξεκίνησε το 2014, συνέχισε με την αποπομπή της προέδρου Βίλμα Ρουσέφ και επεκτάθηκε στην χωρίς καμία νομιμοποίηση κυβέρνηση του Μισέλ Τεμέρ. Κατά τη γνώμη μας, το πραξικόπημα δεν είναι μόνο η αποπομπή. Το πραξικόπημα είναι το σχέδιο που οι ελίτ και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν μέσα από τις εκλογές και χρειάστηκαν τη δύναμη και τις παρανομίες άλλων μηχανισμών όπως των ΜΜΕ και της δικαστικής εξουσίας για να το πραγματοποιήσουν. Συνεπώς, το πραξικόπημα είναι επίσης η κατάργηση δικαιωμάτων, η αύξηση της ανεργίας και, κυρίως, η καθαρά πολιτικού χαρακτήρα φυλάκιση του προέδρου Λούλα χωρίς αποδείξεις και με εσπευσμένες διαδικασίες, για να εμποδίσει τον ευνοούμενο του λαού υποψήφιο να συμμετάσχει στις εκλογές.

2. Θεωρούμε επίσης ότι το πραξικόπημα αποτελεί σύμπτωμα της βαθειάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που επηρεάζει όχι μόνο τη Βραζιλία αλλά ολόκληρο τον κόσμο, απόρροια της ηγεμονίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της διαρκώς επιταχυνόμενης καταστροφής των αγαθών της φύσης, των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κράτους σε όλο τον κόσμο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα παραπάνω διότι οι εκλογές δεν θα επιλύσουν αυτή την κρίση και πιθανόν, ακόμα και με νίκη των λαϊκών δυνάμεων, θα έχουμε συνέχεια της κρίσης και των συγκρούσεων που καθόρισαν αυτή την περίοδο.


3. Ο λαός της Βραζιλίας κατάλαβε ότι έγινε πραξικόπημα και ότι ήταν αναγκαίο να ηττηθεί. Αλλά η επιλογή του δεν ήταν οι δρόμοι και οι κινητοποιήσεις με εξαίρεση τη νικηφόρα γενική απεργία που κατέρριψε τη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις. Έτσι λοιπόν, βρήκε, στην υποψηφιότητα του Λούλα, τον τρόπο να εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του και την επιθυμία για αλλαγές. Το ΜST υπερασπίστηκε την υποψηφιότητα του Λούλα όσο στάθηκε δυνατόν. Πραγματοποιήσαμε μια μεγάλη πορεία για να υποστηρίξουμε την υποψηφιότητα και μαζί με άλλα κινήματα κάναμε μια απεργία πείνας που κράτησε 26 μέρες και κατήγγειλε τους χειρισμούς της Δικαστικής Εξουσίας. Και στήσαμε την «Κατασκήνωση - Λευτεριά στον Λούλα» μπροστά από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Κουριτίμπα ως ζωντανή απόδειξη της πεποίθησής μας για την αθωότητα του προέδρου. Παρά τις διαμαρτυρίες του ΟΗΕ και ενός μεγάλου κινήματος πολιτών για την απελευθέρωση του Λούλα, η Δικαστική Εξουσία έκλεισε το δρόμο στον πρόεδρο Λούλα για να μην συμμετάσχει στις εκλογές. Ως εκ τούτου, το Κόμμα των Εργαζομένων επέλεξε την υποψηφιότητα του πρώην υπουργού παιδείας και πρώην δημάρχου του Σάο Πάολο Φερνάντο Χαντάντ. Κι εμείς, όπως και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, αποφασίσαμε να στηρίξουμε την υποψηφιότητα καθώς αντιπροσωπεύει την ήττα του πραξικοπήματος, την απελευθέρωση του Λούλα και την πιθανότητα να ξεπεράσουμε τη βαθειά οικονομική και πολιτική κρίση και να πάρουμε εκ νέου ένα δρόμο ανάπτυξης της χώρας.


4. Από την άλλη πλευρά, αυτά τα 4 χρόνια του πραξικοπήματος, η δεξιά στη Βραζιλία επωφελήθηκε από αναρίθμητα εργαλεία: κατασκευασμένα κοινωνικά κινήματα, δραστήρια στράτευση της δικαστικής εξουσίας και των ΜΜΕ ενάντια στη δημοκρατία… Ένα από τα μέτωπα αυτών των επιθέσεων υπήρξε η προώθηση ηγετών με φασιστική ρητορική, όπως ο Μπολσονάρο, ένας ομοσπονδιακός βουλευτής για τρεις δεκαετίες (που όπως εμφανίζεται ως αντι-συστημικός). Πρώην στρατηγός, υπερασπιστής της στρατιωτικής δικτατορίας και των βασανιστηρίων, υποστηρικτής της κατάργησης πολυάριθμων κοινωνικών δικαιωμάτων, ο Μπολσονάρο έχει ως συμβούλους στρατιωτικούς και οικονομολόγους του διεθνούς κεφαλαίου. Η ακραία ρητορική βίας και ομοφοβίας του Μπολσονάρο εντάθηκε ακόμα περισσότερο με τη στήριξη των ΜΜΕ, με την ελπίδα ότι η πόλωση ανάμεσα σε αυτόν και την αριστερά θα έδινε τη δυνατότητα στην παραδοσιακή δεξιά να παρουσιαστεί ως «μετριοπαθής» ή «κέντρο». Ωστόσο, οι πολίτες αποφάσισαν να τιμωρήσουν στις κάλπες τα κόμματα που έστησαν το πραξικόπημα, όπως το PSDB του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο και του Αέσιο Νέβες (του οποίου ο υποψήφιος Γεράρδο Αλκμίν μάλλον θα μείνει στην τέταρτη ή πέμπτη θέση) και το MDB του Μισέλ Τεμέρ (του οποίου ο υποψήφιος Ενρίκε Μεϊρέγιες μάλλον δεν θα βρίσκεται ανάμεσα στις έξι πρώτες θέσεις). Αλλά το δημιούργημα ξέφυγε από τον έλεγχο των δημιουργών του κερδίζοντας τις ψήφους της παραδοσιακής δεξιάς.


5. Πιστεύουμε λοιπόν πως σ’ αυτές τις εκλογές υπάρχει μια ξεκάθαρη διαμάχη πολιτικών σχεδίων: αφ’ ενός η συνέχιση του πραξικοπήματος και των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζει που αντιπροσωπεύεται από την πιο ακραία και αυταρχική εκδοχή της, τον Μπολσονάρο, και αφ’ ετέρου η ανοικοδόμηση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων η οποία αντιπροσωπεύεται από τον Φερνάντο Χαντάντ. Ως εκ τούτου πρόκειται για μια εκλογική διαδικασία μαρκαρισμένη από την ταξική πάλη. Ένα σχέδιο που συνδυάζει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας μας και του διεθνούς κεφαλαίου ενάντια στο πολιτικό σχέδιο των εργαζομένων.


6. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική η διαμάχη αυτή αντιπροσωπεύεται από τη μία πλευρά από το σχέδιο Μπολσονάρο, μια πολιτική ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ, μη αναγνώρισης της Παλαιστίνης , επιθετική απέναντι στη Βενεζουέλα και τις προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής. Από την άλλη πλευρά, από το σχέδιο του Χαντάντ, που στοχεύει στην εκ νέου λατινοαμερικάνικη ολοκλήρωση και την ενίσχυση των σχέσεων με τις χώρες του παγκόσμιου Νότου.


7. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι αυτές θα είναι δύσκολες εκλογές με τη διαμάχη να εξελίσσεται στις κάλπες αλλά και στους δρόμους όπως άλλωστε έδειξε και το τεράστιο κίνημα των γυναικών #ΟΧΙ ΑΥΤΟΝ, την τελευταία εβδομάδα. Πιστεύουμε επίσης ότι τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών θα επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία της Λατινικής Αμερικής και μπορούν να σημάνουν μια νέα προοδευτική επίθεση σε όλο τον κόσμο. Για όλα αυτά, εμείς θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τη λαϊκή αγροτική μεταρρύθμιση, για ένα λαϊκό σχέδιο για τ Βραζιλία και ζητάμε από τους φίλους μας σε όλες τις ηπείρους να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στις εξελίξεις στη Βραζιλία και να καταγγέλλουν όσο μπορούν τη συντηρητική επίθεση και την πολιτική κράτηση του προέδρου Λούλα.

Εθνική Διοίκηση του MST


Σάο Πάολο, 5/10/2018

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ