Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2021
Η ενδυνάμωση του φασισμού είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα αδυναμίας των δημοκρατικών αστικών κομμάτων, όχι των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών ή άλλων αριστερών πολιτικών δυνάμεων
Αναδημοσίευση από το "Μετά την κρίση"
Η παροδική και προσωρινή επανενεργοποίηση του ιστοχώρου Μετά την Κρίση, είναι μια μικρή αντίδραση σε φαινόμενα «επιστροφής του αδιανόητου», το οποίο στην πραγματικότητα ήταν πάντα εδώ. Η επαναδραστηριοποίηση ακροδεξιού όχλου, το επεισόδιο και η διαγραφή από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ του βουλευτή κ. Μπογδάνου, αλλά και η ενεργός επανεμφάνιση πιο σοβαρού πολιτικού που δίνει συχνά αφορμές επαφής με την περίμετρο της Ακροδεξιάς, είναι η μία δυσάρεστη πλευρά. Η άλλη, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τέτοιες «επιστροφές του αδιανόητου» κάποιοι που δεν ανήκουν στην αντιδημοκρατική Δεξιά, π.χ. με το παλαιολιθικής πολιτικής ευφυίας ιδεολόγημα «των δύο άκρων». Στον γκρίζο πίνακα συμμετέχουν και δηλωμένοι αντίπαλοι της Ακροδεξιάς, που βρίσκουν μια ακόμη αφορμή για να ιδεολογήσουν (αντί να ερευνήσουν και να κατανοήσουν), προκειμένου να τονίσουν τις αιώνιες και τοξικές αντιπαλότητες με δυνητικούς φίλους και όχι με βέβαιους αντιπάλους. Τίποτε από όλα αυτά δεν εκπλήττει, ούτε είναι επιστροφές αδιανόητων. Είναι όμως αιώνια επιστροφή και επιστροφή του αιώνια χθεσινού και τίποτε καλό δεν προοιωνίζει για το πολιτικό αύριο στην Ελλάδα.
Στις ευρωπαϊκές χώρες, ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός του Μεσοπολέμου δεν ενδυναμώθηκαν επειδή η τότε Αριστερά ήταν χρεωκοπημένη, ούτε επειδή η τότε Κομμουνιστική Αριστερά μιμήθηκε την τότε Σοσιαλδημοκρατία (στην πραγματικότητα έπραξε το αντίθετο), αλλά ούτε επειδή απειλούσε να πορευθεί προς την εξουσία. Με εξαίρεση τη Ρωσία, είχε ήδη υποστεί αποφασιστική ήττα στην έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914). Στον ταραχώδη ελληνικό Μεσοπόλεμο, ο φασιστικός όχλος που έκαψε την εβραϊκή συνοικία Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931, δεν συγκροτήθηκε ως φασιστικός όχλος επειδή απογοητεύτηκε ή ερεθίστηκε από την τότε Αριστερά. Ούτε, βέβαια, η «Χρυσή Αυγή» κατέκτησε το 10 % σχεδόν των ψήφων την περίοδο 2010-2015, επειδή η ελληνική κοινωνία ήταν τότε απογοητευμένη από την Αριστερά ή τη φοβόταν. Από άλλους - άλλων πολιτικών πλευρών - ήταν απογοητευμένη, και άλλους φοβόταν.
Τα παραδείγματα είναι άπειρα και το δίδαγμα της ιστορίας σαφές: Πάντα η Ακροδεξιά ενισχύεται όταν είναι σε κρίση ένα πολιτικό σύστημα, ιδίως όταν «τρεκλίζει» και «σκοντάφτει» ο αστισμός και τα αστικά κόμματα, όχι τα κόμματα της Αριστεράς, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή άλλα.
Και υπάρχει λόγος που έτσι συμβαίνει και όχι αλλιώς. Η Ακροδεξιά, ο ναζισμός, ο φασισμός, έχουν πραγματικά κοινωνικά στηρίγματα, που αναπτύσσονται παράλληλα με ενεργές υλικές προσδοκίες και φόβους, μέσα σε οικογένειες ορισμένων συγκεκριμένων μικρο-μεσοαστικών στρωμάτων και δεν είναι μόνον φαντασιακές-ιδεολογικές «ταυτίσεις με την εξουσία» (Φουκωϊκού τύπου), ούτε είναι συγκροτημένα απλά και μόνον ως «αρνητικές ταυτότητες» (κατά τον Ε. Τραβέρσο). Πάντα εξακολουθεί να υπάρχει, όπως υπήρχε στις πρωτο-νεωτερικές κοινωνίες του 20ού Αιώνα, ένα (μειοψηφικό) ρεύμα που ρέπει προς τον κοινωνικό φασισμό.
Στα στρώματα αυτά, σε μερικές περιπτώσεις πρώην εργατικά ή αγροτικά, συχνά βιώνεται η ματαίωση των προσδοκιών κοινωνικής ανόδου, ταυτόχρονα με το φόβο της πτώσης στο επίπεδο της βαθιάς φτώχειας ή της σκληρής επισφάλειας.
H κοινωνιολογική, η ιστορική και η πολιτική επιστήμη προσφέρουν πολλά κλασικά τεκμήρια και επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή την θέση. Υπάρχουν, π.χ., οι εμπειρικές έρευνες του Ινστιτούτου Κοινωνικής Θεωρίας (της Κριτικής Σχολής της Φρανκφούρτης) στις ΗΠΑ ή στη Γερμανία με αντικείμενο την «αυταρχική προσωπικότητα», υπάρχουν οι πολυποίκιλες έρευνες του ιστορικού Χανς Μόμμσεν (Hans Mommsen) για τον Ναζισμό στη Γερμανία, καθώς και πιο γενικευτικές επιστημονικές θεωρήσεις, όπως οι μεταπολεμικές της Χάννα Άρεντ ή πιο σύγχρονες, από του ιστορικού Έρικ Χόμπσμπάουμ μέχρι του Τίμοθυ Σνάιντερ (Timothy Snyder) για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ας μην αγνοήσουμε τον Νίκο Πουλαντζά, εν μέρει ξεπερασμένο βέβαια, αλλά όχι χωρίς αξία στο πεδίο της καθαρής πολιτικής επιστήμης.
Υπάρχουν όμως και οι πιο εύγλωττες από τα καλύτερα κοινωνιολογικά δοκίμια κινηματογραφικές ταινίες του Βαυαρο-Αυστριακού σκηνοθέτη Μίχαελ Χάνεκε (Michael Haneke), ιδίως η φοβερή ασπρόμαυρη «Λευκή Κορδέλλα» του («Das weiße Band»)· αυτή η «ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας», μας λέει ο ίδιος, πραγματεύεται τη «γέννηση κάθε τύπου τρομοκρατίας, είτε αυτή είναι πολιτικής είτε θρησκευτικής μορφής».
Ο Χάνεκε μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ανάγλυφη αυτή την κατά Γκράμσι τερατογένεση, μέσα στις περιπέτειες της οικογένειας και της κοινωνίας σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Γερμανίας.
Το πιο μεγάλο τμήμα αυτού του κοινωνικού ρεύματος είναι μη προσπελάσιμο από όλες τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις, ερμητικά «μονωμένο» προς τα αριστερά. Καμιά Αριστερά δεν μπορεί να το επηρεάσει και να το κερδίσει, Σε καιρούς «κανονικότητας», το ρεύμα αυτό παραμένει σχετικά «ήρεμο», φέρεται «ρεαλιστικά» και ψηφίζει στρατηγικά. Ψηφίζει ό,τι θεωρεί ως λιγότερο κακό, δηλαδή δεξιές δυνάμεις εντός του συνταγματικού τόξου.
Όταν όμως αυτό το ρεύμα μιας κοινωνίας βλέπει στη χώρα του το πολιτικό σύστημα να «παραπατάει», ή ακόμη πιο έντονα, όταν αισθανθεί να τρίζουν τα θεμέλια της ηγεμονίας των αστικών κομμάτων, τότε «ενεργοποιείται», αυτονομείται και γίνεται πιο «άγριο», ανατρεπτικό και αντισυνταγματικό. Είναι η ώρα που οι κοινωνικές τάξεις αποσαθρώνονται, γίνονται μάζα, σαν αδιαφοροποίητος και αδρανής χυλός· και μετά, γρήγορα, μέρος αυτής της μάζας γίνεται ενεργητικός όχλος (σύμφωνα με το μοντέλο της Χάννα Άρεντ). Όταν κάτι «παλιό πεθαίνει και κάτι καινούριο παλεύει να γεννηθεί αλλά δεν μπορεί ακόμη, τότε είναι η εποχή των τεράτων», σύμφωνα με το πασίγνωστο απόφθεγμα του Αντόνιο Γκράμσι. Φυσικά, ποτέ και πουθενά δεν λείπουν υπάρχει έλλειψη από συνειδητούς, στρατηγικούς σπόνσορες, που υποστηρίζουν το περαιτέρω «αγρίεμα» αυτής της ούτως ή άλλως άγριας κοινωνικής μειοψηφίας.
Ευτυχώς, μερικές φορές τα πράγματα συμβαίνουν αλλιώς. Μπορεί να εμφανισθούν στη σκηνή ισχυροί και δραστήριοι πολιτικοί παράγοντες με τόλμη, αυτοπεποίθηση και ρεαλισμό, που εγγυώνται αξιόπιστα και στιβαρά ελπίδες για μια σχετικά ομαλή, επώδυνη μεν αλλά όχι καταστροφική μετάβαση από «το γκρίζο που έχει παλιώσει» και θα πεθάνει σε κάτι άλλο, ώριμο γέννημα της ανάγκης. Μόνον τότε η Ακροδεξιά περιθωριοποιείται, σπάνε οι δεσμοί της ευρύτερης επιρροής της, περιορίζεται στην πιο σκληρή και τοξική γωνία του κοινωνικο-ιδεολογικού βάλτου της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η διαφαινόμενη αδυναμία της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) να διευρύνει το ακροατήριο της, παρόλη την καταβαράθρωση των παραδοσιακών, δημοκρατικών αστικών κομμάτων της «Ένωσης» (CDU-CSU). H AfD περιθωριοποιείται και περιορίζεται στο γκρίζο κοινωνικο-βιότοπο που διαμορφώθηκαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία και στη λοιπή Αναττολικο-Κεντρική Ευρώπη στα 45 χρόνια οικοδόμησης του «νέου κομμουνιστικού ανθρώπου» (1945-1989).
Θεσσαλονίκη 1931, ο οικισμός Κάμπελ μετά το πογκρόμ -
αρχείο USHMM/Parallaxi Magazine
*
Οι πολιτικές της υπαρκτής Αριστεράς όλων των ειδών συχνότατα γινόταν και γίνονται κοντόφθαλμες, ιδίως σε εποχές κρίσης. Συνέβη και τώρα, συνέβη σε ολόκληρη την περίοδο από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980 μέχρι και σήμερα. Όμως η ενίσχυση της Ακροδεξιάς δεν συνδέεται με την παρακμή της Αριστεράς με σχέση αιτίου και αιτιατού. Ισχύει το ένα, ισχύει και το άλλο. Αλλά έτερον εκάτερον.Το φρικτό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία το 1933, ήταν το επιστέγασμα, μιας φρίκης δίχως τέλος, της μακροχρόνιας, όλο και βαθύτερης παρακμής των συνταγματικών αστικών κομμάτων. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας ήταν το μόνο που κράτησε αξιοπρεπή και πιστά συνταγματική στάση τη στιγμή της παράδοσης της εξουσίας από τα αστικά συνταγματικά κόμματα στους Ναζιστές. Στις σύγχρονες ΗΠΑ, ο Τραμπισμός με τα αρκούντως φασιστοειδή του χαρακτηριστικά, είναι το αποκορύφωμα της μακροχρόνιας παρακμής του αμερικανικού δικομματικού συστήματος, από τη δολοφονία του τελευταίου Ρουσβελτιανού Ρόμπερτ Κέννεντυ το 1968 και το κόλλημα του Λύντον Τζόνσον στο βάλτο του Βιετνάμ, μέχρι τους Προέδρους-γελοιογραφίες Τζώρτζ Μπους τον Νεώτερο και Μπιλ Κλίντον, την οποία ανέλυσε εύγλωττα, ήδη στην αρχή της, ο Κρίστοφερ Λας. Ο πλήρης εκφυλισμός του Ρεπουμπικανικού Κόμματος είναι η μια μόνον πλευρά της βύθισης όλο και πιο βαθιά. Και ήδη φαίνεται ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν θα είναι αποτελεσματικό φάρμακο για την εκφυλιστική ασθένεια όλου του αμερικανικού κομματικού συστήματος, όπως δεν ήταν ούτε ο Μπάρακ Ομπάμα.
Η ενδυνάμωση του φασισμού είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα αδυναμίας των δημοκρατικών αστικών κομμάτων, όχι των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών ή άλλων αριστερών πολιτικών δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου