του Sergio Bologna
Αναδημοσίευση από την "Προλεταριακή Πρωτοβουλία"
Το άρθρο που δημοσιεύουμε αποτελεί μια προσωπική παρέμβαση του Σέρτζιο Μπολόνια, γραμμένη ως συμβολή για την προώθηση της εσωτερικής ζύμωσης της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Primo Maggio, εν όψει της κυκλοφορίας του 4ου τεύχους του. Αναρτήθηκε εκ παραδρομής και γι’ αυτό το λόγο το καθιστούμε προσβάσιμο για ανάγνωση.
Όποιος θυμάται την τελική περίοδο της προεδρίας Τραμπ και ιδιαίτερα την προεκλογική καμπάνια που οδήγησε στην ήττα του, θα παρατήρησε με πόση επιμονή ο ίδιος και το περιβάλλον των υποστηρικτών του δήλωναν ότι αποτελούν τους θεματοφύλακες της ατομικής ελευθερίας.
Freedom, η ελευθερία είναι ένα mantra για την αμερικάνικη ιστορία και κατά τη διάρκεια της μακράς σύγκρουσής της με τον κομμουνισμό, η λέξη ελευθερία χρησιμοποιήθηκε για να ταυτοποιήσει όλα αυτά που δεν ήταν κομμουνισμός. Πρώτα και κύρια, ελευθερία της αγοράς, το αντίθετο του κομμουνιστικού διευθυντισμού. Η έννοια της ελευθερίας ως υπέρτατη αξία και βασική αρχή της πολιτισμένης ύπαρξης και της ίδιας της γαλλικής επανάστασης, μεταμορφώθηκε -ήδη- κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε μια έννοια περί ελευθερίας ως συστατικού στοιχείου μιας συγκεκριμένης οικονομικής τάξης πραγμάτων και ενός συγκεκριμένου θεσμικού καθεστώτος. Έτσι μετατράπηκε από μια αξία που έδινε μια ταυτότητα σε μια τάξη, την αστική τάξη, σε μια αξία που έδωσε μια ταυτότητα στο κεφάλαιο, ενώ την ίδια ώρα οι κατώτερες τάξεις ύψωναν το λάβαρο που έγραφε “αλληλεγγύη”.
Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό γιατί η ιδέα της ελευθερίας που προωθείται από την ακροδεξιά -και νομίζουμε ότι μπορούμε να εντάξουμε τον Τραμπ στο χώρο της ακροδεξιάς- πρέπει να μπορέσει να μετατατραπεί σ’ ένα αναγνωρίσιμο σύμβολο από εκείνο το “πλήθος” χωρίς ταξικά συμφραζόμενα, το οποίο και αποτελεί το προϊόν της αποσάθρωσης της μεσαίας τάξης [middle class] και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης [working class].
Επομένως, αυτή δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει άμεσα ένα συνώνυμο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής κατάστασης πραγμάτων, αλλά τη βιολογική ουσία μιας ανθρωπότητας που αναζητεί την καθαρόαιμη ευημερία. Έτσι, η ελευθερία μετατρέπεται απλά σε δικαίωμα του μεμονωμένου ατόμου να κάνει ότι θέλει, όχι μόνο έξω από κάθε θεσμικό κανόνα, αρχή και τάξη πραγμάτων, αλλά και έξω από κάθε έγνοια για την ύπαρξη του άλλου. Ελευθερία σημαίνει ότι το άτομο έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, χωρίς ν’ ανησυχεί αν η πράξη του θα ωφελήσει ή θα βλάψει τους άλλους. Άλλωστε, ο άλλος υπάρχει μονάχα ως φορέας αυτού του ίδιου δικαιώματος. Η ιδέα της ελευθερίας που υπονοείται στην αντιεμβολιαστική [no vax] στάση και προπαγάνδα είναι αυτού του είδους. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα ως τέτοιο είναι -και δεν θα μπορούσε να μην είναι- μια έκφραση της ακροδεξιάς.
(Να μην συγχέουμε το αντιεμβολιαστικό κίνημα με τις διαμαρτυρίες ενάντια στην πράσινη κάρτα εισόδου [green pass]. Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα που θα εξετάσουμε ξεχωριστά. Η ανάμιξη τους παρέδωσε την ηγεσία [leadership] των διαδηλώσεων στις πλατείες στην ακροδεξιά. Αυτό φανερώνει την έκταση της σύγχυσης που επικρατεί στα μυαλά πάρα πολλών συντρόφων, παρά πολλών εργατών και καλών ανθρώπων…)
Θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα έχει συγχυσμένες ιδέες γύρω από τα εμβόλια και τη διαχείριση τους (ούτε εμείς αλλά ούτε και ο ίδιος Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τις έχει ξακάθαρες). Στο εσωτερικό του υπάρχουν άτομα διαφορετικών και αντιτιθέμενων πολιτικών απόψεων, αλλά όλοι τους αποδέχονται, πάνω κάτω συνειδητά, ότι η ορθή ιδέα περί της ελευθερίας είναι αυτή: ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ότι θέλει και κανένας, ακόμα και αυτός ο μηχανισμός που ονομάζεται Κράτος, δεν έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει.
Επομένως, το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι ουσιαστικά αντικρατικό κίνημα. Η έφοδος στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον τον Γενάρη του 2021 αποτελεί την πληρέστερη και πλέον εύγλωττη αναπαράσταση του. Έτσι, γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο πολλές αναρχικές τάσεις ωθήθηκαν σε μια όσμωση με το αντιεμβολιαστικό κίνημα.
Η άρνηση του Κράτους σημαίνει την άρνηση της δημόσιας υπηρεσίας, επομένως της εγγενούς παραδοχής πως η διαχείριση της υγείας, του νερού, του σχολείου, των μετακινήσεων, της ασφάλισης κλπ, πρέπει και μπορούν να είναι δημόσια. Τα πάντα πρέπει να παραχωρηθούν στους ιδιώτες. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μια από τις πάμπολλες συνιστώσες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Καλά θα κάνουμε να απελευθερωθούμε από τα στερεότυπα που πάντοτε χρησιμοποιήσαμε για τον ορισμό της ακροδεξίας, ιδιαίτερα από τα στερεότυπα του ναζισμού ή του φασισμού. Σήμερα πρέπει να μιλάμε πλέον για ένα “νεοναζισμό χωρίς Χίτλερ”, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός της δεκαετίας του 1930, όπως τον γνωρίσαμε πριν και μετά τις θηριωδίες του, δεν ήταν διόλου μια ατομικιστική ιδεολογία. Αντίθετα, βασιζόταν στην ιδέα της Volksgemeinschaft, της κοινότητας του λαού, και συγκεκριμένα του “γερμανικού”.
Σήμερα, ο Τραμπικός ατομικισμός έχει μια παγκόσμια διάσταση, θέλει να στέκεται στο ύψος του Ίντερνετ και από τη στιγμή που το ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου είναι ένα σύμπαν χωρίς θεσμικούς περιορισμούς, χωρίς μια θεσμική αρχή και χωρίς μια κανονιστική εξουσία, προσφέρεται θαυμάσια ως ο χώρος μέσα στον οποίο το φαντασιακό του ατόμου του σύγχρονου “πλήθους” αντικατοπτρίζει τις υλικές συμπεριφορές του. Μέσα στο ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου το άτομο πιστεύει ότι μπορεί να κάνει ότι θέλει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να του επιβάλει κανόνες, καμία εξουσία δεν μπορεί να το πειθαρχήσει. Εκείνο είναι (αισθάνεται πως είναι) εντελώς ελεύθερο.
Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι ο καπιταλισμός των πολυεθνικών, το στάδιο που θεωρούσαμε ως το απώτατο μέσα στην εξέλιξη του, έχει πλέον παλιώσει. Η τάξη που επιβάλουν οι νέοι Λεβιάθαν, οι Google, Facebook, Amazon και λίγοι ακόμα αντίστοιχοι τους, αποτελεί ένα καπιταλιστικό στάδιο με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ακριβώς ο “εκδημοκρατισμός” της πρόσβασης στην επικοινωνία, η δυνατότητα που παραχωρείται στο άτομο ώστε να επικοινωνεί με τον κόσμο και θεωρητικά να επιχειρεί στην αγορά. Το καπιταλιστικό μοντέλο των πολυεθνικών παραχωρούσε στην εταιρεία την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στην αγορά. Την αποκλειστικότητα για τη δυνατότητα υλικής, οικονομικής επιβίωσης του ατόμου, αφού η εταιρεία ήταν η μόνη που παρήγαγε εξαρτημένη εργασία σε αντάλλαγμα του μισθού. Σήμερα, η τάση προς τον ατομικισμό, -με τη μορφή της ψυχολογίας του free lance που αποτελεί τη φιγούρα σύμβολο της εποχής μας και πρέπει να μελετηθεί προσεχτικά- ισχυροποιείται από την πεποίθηση ότι η πρόσβαση στο διαδίκτυο μπορεί να μετατραπεί σε πρόσβαση στην αγορά και επομένως στην επιβίωση, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θεσμού, χωρίς τη μεσολάβηση της εξαρτημένης εργασίας και του μισθού.
Η καθοδήγηση της συμπεριφοράς από την πεποίθηση ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που θέλει είναι ο πιο ριζικός τρόπος για ν’ απαρνηθείς όλες τις αξίες επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το εργατικό κίνημα, ο σοσιαλισμός, με λίγα λόγια “η αριστερά”. Σημαίνει ν’ απαρνηθείς την αξία της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της κοινότητας, αξίες πάνω στις οποίες υφάνθηκαν ο κοινωνικός ιστός και η σύγκρουση.
* * *
Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να καταπιαστούμε με τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, ζητήματα που το αντιεμβολιαστικό κίνημα επιλύει μέσα από την απλούστευση τους: ο καθένας ας κάνει ότι νομίζει, η δημόσια υγεία δεν είναι δικό μου πρόβλημα, εγώ πρέπει να φροντίσω μόνο για τη δική μου υγεία, δεν υπάρχει μια επιστήμη της υγείας, άλλωστε δεν υπάρχει καν η επιστήμη, επομένως δεν μπορεί να υφισταται μια κανονιστική εξουσία βασισμένη σε κάποια υποτιθέμενη μεγαλύτερη γνώση από εκείνη που διαθέτει το ίδιο το άτομο και που ενυπάρχει συνολικά στην επιβεβαίωση της δικής του ατομικής ελευθερίας. Η ιδέα περί της καθαυτής ατομικής ελευθερίας ως γνώσης, και μάλιστα ανώτερης συγκριτικά μ’ εκείνη των θεωρούμενων “τεχνικών” -οι οποίοι εντοπίζονται πάντοτε είτε ως λειτουργοί μιας κρατικής εξουσίας είτε ως λειτουργοί των φαρμακευτικών πολυεθνικών- ισοδυναμεί με την άρνηση των αξιών της τεχνογνωσίας, της επιμόρφωσης, της έρευνας.
Ο εξτρεμισμός της σύγχρονης δεξιάς χαρακτηρίζεται από μια ηλιθιότητα και μια άγνοια που δεν συναντιούνται ούτε στις ωμότερες εκδηλώσεις του χιτλερικού ναζισμού, αφού τότε ο εθνικοσοσιαλισμός ως απόλυτη εξουσία εγγυόταν την επιβίωση της άριας φυλής, επομένως στόχευε στην πλήρη απασχόληση του γερμανικού λαού (αφού πρώτα θα είχε βγάλει από τη μέση τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους ανάπηρους, τους ανίατους ασθενείς και τους ψυχικά άρρωστους, τις τρεις κατηγορίες του lebensunwertige Leben). Σήμερα, ο φανατικός υπερασπιστής των ατομικών ελευθεριών του, μην αναγνωρίζοντας το Κράτος ως ρυθμιστή, δεν αναγνωρίζει ούτε το κοινωνικό κράτος [welfare state] και επαφίεται εξ’ ολοκλήρου και ασυνείδητα στην αγορά, η οποία δεν παραλείπει να τον στύψει καταδικάζοντας τόν σε μια επισφαλή ύπαρξη φτωχού εργαζόμενου [working poor].
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν έχει ιδέα γύρω από την υγεία ή τη δημόσια υγιεινή. Αυτό συμβαίνει γιατί η διάσταση του συλλογικού τού είναι εντελώς ανοίκεια, όπως ανοίκεια τού είναι και η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας. Επομένως, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο εκείνοι που ανακαλούν εντελώς διαφορετικές αξίες, αξίες γενικά “αριστερές’, πρέπει να συμπαραταχθούν και να ακολουθήσουν αυτό τη συμμορία ανεύθυνων και επικίνδυνων ατόμων.
Αυτή η υπαγμένη συμπεριφορά είναι ακόμα περισσότερο απαράδεκτη και -εν μέρει- ακατανόητη, αφού στη δική μας παράδοση εμπειριών, αγώνων, σκεπτικών και ερευνών, τόσο το πρόβλημα της δημόσιας υγείας όσο και το πρόβλημα των επιδημιών, τέθηκαν επί μακρόν και ξεψαχνίστηκαν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα είχε αναπτυχθεί εκείνο το “κίνημα αγώνα για την υγεία”, το οποίο βρήκε τα πρώτα ερεθίσματα του μέσα από το περιοδικό Sapere [Γνώση] που διευθυνόταν από τον Giulio Maccacaro. Εκείνο το κίνημα έδωσε πολιτικές και νομικές μάχες που οδήγησαν στη θέσπιση αποζημίωσης για τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε συγκεκριμένες τοξικές ουσίες (αμίαντο, τετρααιθύλιο μολύβδου, χλώριο βινυλίου, βεταναφθυλαμίνη κλπ), το δικαίωμα στην αποζημίωση και τη δίωξη των υπεύθυνων για τις βλάβες και το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν ένα κίνημα που στόχευε στη συγκρότηση υγειονομικών λειτουργών στα εδάφη, για να πολεμηθεί η θρασύτητα των φαρμακευτικών εταιριών και βιομηχανιών που αρνούνται τις ξεκάθαρες ζημιές που προκαλούν οι δραστηριότητες τους και χρηματοδοτούν αφειδώς κατευθυνόμενες έρευνες για να αποδείξουν την ανυπαρξία κινδύνου. Ένα κίνημα που είχε γεννηθεί για να παλέψει ενάντια σε ένα μοντέλο δημόσιας υγείας, βασισμένο αποκλειστικά σε μεγάλα υπερεξιδεικευμένα νοσοκομειακά συγκροτήματα και ιδιωτικές κλινικές, στην υπηρεσία εκείνων που μπορούν να πληρώσουν τις πολυδάπανες θεραπείες.
Αυτός είναι ο πλούτος των εμπειριών και των γνώσεων που μας άφησε για κληρονομιά το κίνημα των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του 1970. Ένας πλούτος που ανανεώνεται από γενιά σε γενιά. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να καταφύγουμε σε συγχυσμένες θεωρίες συνωμοσίας για να καταγγείλουμε τα πάμπολλα εγκλήματα που διαπράττουν οι φαρμακευτικές εταιρίες. Μας αρκεί η καταφυγή στη μαρξική έννοια του κέρδους.
ΥΓ: Μετά τη φασιστική έφοδο στην έδρα της Γενικής Ιταλικής Συνομοσπονδίας Εργασίας [CGIL] στη Ρώμη, από διάφορες πλευρές τέθηκε το αίτημα για να βγει εκτός νόμου η Forza Nuova. Είμαστε αντίθετοι. Γιατί; Εδώ και αρκετά χρόνια, το πρόβλημα της αναγέννησης της φασιστικής πίστης στην Ιταλία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Η αριστερά, οι εφημερίδες, μεγάλο μέρος των διανοούμενων, το δικαστικό σώμα, όχι μόνο αγνόησαν αυτό το πρόβλημα αλλά υπoστήριξαν τη χειρότερη επάνοδο της ακροδεξιάς, όπως στην περίπτωση των βαράθρων [foibe] [1]. Βγάζοντας εκτός νόμου τη Forza Nuova νομίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα ενώ θα συνεχίσουν να το αγνοούν, να παριστάνουν ότι δεν υπάρχει. Όχι. Η Forza Nuova και οι χειρότερες νεοναζιστικές γκρούπες πρέπει να μπορούν να δρουν ελεύθερα, αρκεί η αστυνομία να τις αντιμετωπίζει όπως αντιμετωπίζει και τους απεργούς εργάτες. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά, δική μας ευθύνη να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες όπου θα απομονωθούν και θα ηττηθούν.
[*] Βιογραφικό σημείωμα του Σέρτζιο Μπολόνια (από την ελληνική έκδοση της μελέτης του “Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου” [εκδόσεις antifa scripta. Β’ έκδοση. Αθήνα, 2012].
Ζει στην Ιταλία και είναι γνωστός για την ενεργό συμμετοχή του από τη δεκαετία του 1960 στο ρεύμα των εργατιστών και μετέπειτα, κατά τη δεκαετία του 1970, στην εργατική αυτονομία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης “Εργατική Εξουσία” [Potere Operaio] και μαζί με τον Αντόνιο Νέγκρι και τον Φράνκο Πιπέρνο συγκρότησαν την πρώτη γενική γραμματεία της οργάνωσης το 1969. Από την οργάνωση αποχώρησε το 1970. Την περίοδο 1960 και 1970 συμμετείχε σε αρκετά περιοδικά (Quaderni Rossi, Cronache Operaia, Quaderni Piacentini, Linea di Massa) όπου συνεισέφερε με γόνιμες αναλύσεις σχετικά με την καπιταλιστική ανάπτυξη, τις νέες εργατικές φιγούρες, τη μορφή του κράτους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους κύκλους αγώνων στην Ιταλία και το νόημα της εργατικής αυτονομίας. Μια τέτοια ανάλυση, και ίσως η πιο γνωστή στα μέρη μας, είναι η “Φυλή των Τυφλοπόντικων”, που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1977 στην ιστορική επιθεώρηση Primo Maggio, την οποία ίδρυσε ο ίδιος το 1973. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο και ως καθηγητής Ιστορίας του Εργατικού Κινήματος στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Πρόσφατα ασχολείται με τις αλλαγές που σημειώνονται με την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, τις νέες φιγούρες των διανοητικών εργατών, τους επισφαλείς εργάτες και τα προβλήματα της συλλογικής τους οργάνωσης. Αρθρογραφεί επίσης στην εφημερίδα “Manifesto” .
[1] Ως “σφαγές των βαράθρων [foibe]” έχουν καταγραφεί ιστορικά οι πολύνεκρες επιχειρήσεις αντιποίνων που εξάπελυσαν στην τελική φάση και αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι κατά των ιταλικών στρατευμάτων (αλλά και αμάχων) στις περιοχές της Βενετίας – Τζούλια, του Κουαρνάρο και της Δαλματίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου