Αριστερά και επανάσταση στον 21ο αιώνα *
της Ελένη Πορτάλιου
* Το κείμενο εκφωνήθηκε στη συζήτηση με τον ίδιο τίτλο, που πραγματοποιήθηκε στο τετραήμερο Φεστιβάλ «Μαρξισμός 2016», 19-22/5, Αθήνα
Το τεράστιο κενό εκπροσώπησης που άνοιξε με την υπογραφή της 3ης δανειακής σύμβασης και των εφαρμοστικών νόμων από τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την υπαρκτή και τώρα ανύπαρκτη αριστερά, εκφράζει τη στρατηγική ήττα της ευρύτατης λαϊκής συμμαχίας που έδωσε κοινωνικές και πολιτικές μάχες τη μακριά μνημονιακή περίοδο και πίστεψε στην αίσια έκβαση μιας πολιτικής σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σύγκρουση αυτή δεν προετοιμάστηκε και δεν επιχειρήθηκε ποτέ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πραγματικότητα που ζούμε μας υποχρεώνει να σκεφτούμε ριζικά, κριτικά και αυτοκριτικά. Υπήρξα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας, μέχρι και την ανάδειξή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι η λαϊκή διαθεσιμότητα θα μπορούσε να μετατρέψει ένα μετριοπαθές κόμμα, με όλες τις παθογένειες της αντιδημοκρατικής του συγκρότησης, σε μια μάχιμη αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη.
Αυτό δεν συνέβη. Ζήσαμε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου που οφείλεται σε τρία δομικά χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας και του τρόπου συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε μια προγραμματική διακήρυξη με αριστερές θέσεις, που όμως αποτελούσε ένα αδειανό πουκάμισο χωρίς τις υλικές, δηλαδή τις κοινωνικές και πολιτικές, προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν να μεταμορφωθεί η διακήρυξη σ’ ένα σχέδιο ρήξης με τους λεγόμενους ευρωπαϊκούς «θεσμούς». Ακριβώς αυτοί οι ανέλεγκτοι «θεσμοί» κατίσχυσης του κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχουν υπονομεύσει την κυριαρχία της χώρας, η οποία έχει σήμερα θέση προτεκτοράτου στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπασχε από το σύνδρομο του κυβερνητισμού που χαρακτηρίζει μετά το 1985 τις κυβερνητικές αλλαγές στην Ελλάδα. Επειδή ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός έχει αναδιαρθρώσει ριζικά και ελέγξει τόσο την οικονομία όσο την εργασία και την κοινωνία, τα κόμματα της λεγόμενης μετα-δημοκρατίας έχουν ελάχιστα περιθώρια για σοβαρές αλλαγές όταν έρθουν στην εξουσία. Η συνθήκη αυτή εξομοιώνει προγραμματικά τα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς παγκόσμια. Ακόμα και η πιο μετριοπαθής μεταρρυθμιστική αριστερά, εάν επιχειρήσει να εφαρμόσει ορισμένες φιλολαϊκές αλλαγές, θα έρθει σε σύγκρουση με τον σκληρό πύρινα του συστήματος και ή θα συγκρουστεί ή θα συμμορφωθεί. Αν αυτά ισχύουν γενικώς, η ελληνική περίπτωση ήταν κατά μείζονα λόγο υπονομευμένη εξαιτίας των μνημονίων και του χρέους που μας φόρτωσαν, το οποίο αποτελεί τη βασιλική οδό κατάλυσης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, διάλυσης της εργασίας, κατάργησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, φτωχοποίησης της κοινωνίας και υφαρπαγής της δημόσιας περιουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβέστερα το προεδρικό κέντρο, αδιαφορώντας για την ισχύ του συστήματος προσανατολίστηκε στην επικοινωνιακή γραμμή της αντιμνημονιακής ρητορείας με στόχο την ανάδειξή του στην κυβέρνηση πάση θυσία, χωρίς καμιά συνείδηση των συσχετισμών και καμία ανάλογη προετοιμασία. Σπατάλησε έτσι την κοινωνική διαθεσιμότητα και την προσανατόλισε από τους δρόμους στην εκλογική κάλπη.
2. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν και δεν είναι δημοκρατικό κόμμα. Αυτό είναι το δεύτερο αρνητικό δομικό στοιχείο της ταυτότητάς του. Η συγκρότηση των αριστερών και κομμουνιστικών μαζικών κομμάτων αποτέλεσε ένα μείζον ζήτημα από την εποχή του σταλινισμού και μέχρι τη διάλυσή τους. Άλυτο, όπως απεδείχθη τελικά. Αυτό το ζήτημα, η αυτοαποκαλούμενη επαναστατική αριστερά δεν έχει επίσης αντιμετωπίσει και έχει συμφιλιωθεί με μορφές κομμάτων και οργανώσεων που αναπαράγουν τις δομές, τους μηχανισμούς και τις πρακτικές του κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε, από τη μία, ένα ισχυρό και ανέλεγκτο προεδρικό κέντρο που προχωρούσε σε τετελεσμένα και, από την άλλη, ομαδοποιήσεις με εσωτερική συνοχή και πολλές φιλοδοξίες, που στόχευαν να επηρεάσουν τους ενδοκομματικούς συσχετισμούς. Καμία όμως τάση ή ομαδοποίηση δεν έθεσε ποτέ το μείζον ερώτημα. Που και πως βαδίζουμε ;
3. Το τρίτο δομικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ αφορά στη σχέση του με την κοινωνία. Όλες οι τάσεις προσέβλεπαν σε σχέσεις εκπροσώπησης, αγνοώντας πλήρως τόσο την παραγωγική και κοινωνική γεωγραφία των εργαζόμενων τάξεων όσο και την αναγκαιότητα άμεσης εμπλοκής τους, με διαδικασίες αυτοπρόσωπης συμμετοχής, στις αποφάσεις για την αναγκαία σύγκρουση και στις επιλογές για το μέλλον της χώρας.
Τούτων δεδομένων και μετά την πρόσφατη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανακύπτει εκ νέου το ιστορικό ερώτημα : Τι να κάνουμε ; Η αριστερά, δηλαδή οι διάσπαρτες μικρές δυνάμεις που αναφέρονται στην ιστορική εκείνη παράταξη η οποία αμφισβήτησε τον καπιταλισμό και επιχείρησε ν’ αλλάξει τον κόσμο, πρέπει να ξεκινήσουν από το σημείο μηδέν των γραφών. Η αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο έχει καταστεί ανυπόστατη και ανυπόληπτη. Κι εδώ χρειάζεται να σκεφτούμε τοπικά για τη χώρα μας, ανιχνεύοντας όμως τον παγκόσμιο χάρτη.
Το 2011 ήταν ο χρόνος των μαζικών λαϊκών εξεγέρσεων παγκόσμια. Από το Ουϊσκόνσιν στη Wall Street, από το Ιράν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία, όλες τις χώρες της Αραβικής Άνοιξης, από την Αγγλία μέχρι την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία των φτωχών των πόλεων, της μορφωμένης νεολαίας χωρίς μέλλον και της εργατικής τάξης που διαθέτει ακόμα ιδιαίτερες δεξιότητες και θέση στην παραγωγή, εμφανίστηκε στην ιστορική σκηνή. Επανέφερε τα μεγάλα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της δημοκρατίας, δίδοντας μάχες στήθος με στήθος με τα δικτατορικά καθεστώτα και τις δυτικές δυνάμεις καταστολής. Λειτούργησε κυρίως με νέους τρόπους άμεσης συμμετοχής και αντιιεραρχικής συγκρότησης που επιτρέπει το διαδίκτυο αλλά και με τους παραδοσιακούς τρόπους των εργατικών οργανώσεων που έχουν συνείδηση της τάξης τους και δεν αποτελούν άμαζες γραφειοκρατίες. Οι μαζικές αυτές λαϊκές εξεγέρσεις ηττήθηκαν. Γιατί ; Όχι μόνο γιατί οι αντίπαλες ταξικά δυνάμεις διαθέτουν υπεροπλία και είναι αδίστακτες. Αυτό που ενδιαφέρει τη δική μας συζήτηση για την αριστερά σήμερα είναι το θέμα της πολιτικής οργάνωσης των λαϊκών τάξεων που εξεγείρονται μέσα από διαδικασίες και με διεκδικήσεις εν πολλοίς κοινές παγκόσμια.
Διανοούμενοι και ακτιβιστές επαναφέρουν στη συζήτηση τις εμπειρίες του 19ου αιώνα. Λέει ο Αλαίν Μπαντιού : «Ο 19ος αιώνας υπήρξε ο κατ’ αρχήν αιώνας των μεγάλων εξεγέρσεων, ξεκινώντας από την πτώση της Βαστίλης το 1789 και φτάνοντας έως την Παρισινή Κομμούνα το 1871, με ενδιάμεση κορυφαία στιγμή τις επαναστάσεις του 1848 σε όλη σχεδόν την Ευρώπη… Ο Μαρξ επηρεασμένος από την επαναστατική εμπειρία των νεανικών του χρόνων διακρινόταν για την πίστη του στον αυθορμητισμό των μαζών». Η ήττα όμως της Κομμούνας και το λουτρό αίματος στο οποίο πνίγηκε το βαθιά δημοκρατικό εγχείρημα μαρασμού του κράτους και διαχείρισης αδιαμεσολάβητα από τον λαό των κοινών υποθέσεων, οδήγησε το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα και τον ίδιο τον Μαρξ σε επανεξέταση των προϋποθέσεων επιτυχίας των εξεγέρσεων/επαναστάσεων. Σ’ αυτό το έδαφος τίθεται το θέμα της πολιτικής συγκρότησης και ξεκινά ιστορικά η δημιουργία των νεώτερων κομουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων.
Γνωρίζουμε ότι όσα από τα ιστορικά αυτά κόμματα υφίστανται έχουν ενσωματωθεί σχεδόν όλα στο κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα και δεν αμφισβητούν, ούτε καν με όρους αναδιανομής, τις ακραίες ταξικές διαχωριστικές γραμμές που έχουν επιβληθεί παντού στον κόσμο. Η επανίδρυση των πολιτικών φορέων της αριστεράς δεν μπορεί να γίνει με ξεπερασμένες ή καταδικασμένες ιστορικά οργανωτικές μορφές και μεθόδους του παρελθόντος - με αυθαίρετους διαχωρισμούς, με αυτόκλητες ηγεσίες, με μηχανισμούς και κατάργηση της δημοκρατίας. Πρέπει να ξανασκεφτούμε ριζικά.
Θα υπάρξει λοιπόν αριστερά; Ποιά αριστερά ; Με ποιες ιδέες, με ποιες οργανωτικές μορφές και με ποιους στρατηγικούς στόχους ; Στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και παγκόσμια, τα ερωτήματα είναι πολλά. Μπορούμε να ξεκινήσουμε με οδηγό τους αντιμνημονιακούς αγώνες, το ΟΧΙ που έγινε «ναι», τις πρόσφατες μεγάλες κινητοποιήσεις (αγρότες, δικηγόροι, κ.λπ.) και το συγκλονιστικό κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, σ’ ένα έδαφος, πάντως υπονομευμένο, από τις συνεχιζόμενες παραγωγικές, κοινωνικές και δημοκρατικές απώλειες.
Το μέλλον διαρκεί πολύ κι εμείς ζούμε μόνο ελάχιστες στιγμές του. Ας εργαστούμε πάνω στις δυνατότητες που ανοίγει η εποχή μας, ανακαλώντας κριτικά το παρελθόν μας.
"Καμία όμως τάση ή ομαδοποίηση δεν έθεσε ποτέ το μείζον ερώτημα. Που και πως βαδίζουμε;" Επειδή το πρώτο θύμα μιας ήττας είναι η ίδια η ιστορία, ρωτώ το εξής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 2012, στη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, η ΚΟΕ πρότεινε συμμετοχή 50% των νέων μελών (του '12) στα όργανα. Το 2013 η ΚΟΕ ξεκίνησε ένα κίνημα μελών, με παταγώδη αποτυχία βεβαίως. Η κα.Πορτάλιου τι θέση κράτησε σε αυτές τις δύο κινήσεις;
Η ΚΟΕ δεν ηθελε τον Συριζα των μελων για να μην χαθει η προνομιακη θεση της ως συνιστωσα. Αντιστρατευοταν οποιαδηποτε πρωτοβουλία προς αυτην την κατευθυνση. Σε τα μας τωρα; που φαγαμε με το κουταλι την ολη σκατιλα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, σε τα σας. Απόδειξε αυτά που λες, αλλιώς είσαι ένας συκοφάντης. Ήδη από την περασμένη δεκαετία γνωστά τότε στελέχη της ΚΟΕ υπέγραφαν για 1μέλος-1 ψήφος.
ΔιαγραφήΒλέπε 1-2 πανελλαδική συνδιασκεψη Συρίζα. Ακόμα και στην τρίτη πανελλαδική βλέπε τοποθέτηση Γαλανη
ΑπάντησηΔιαγραφή