(μερικές παρατηρήσεις για τον νεοφιλελευθερισμό ως σύστημα διακυβέρνησης την εποχή της παγκοσμιοποίησης και τις διαδικασίες παραγωγής του πολιτικού προσωπικού του)
15/12/2014 (εκδήλωση του "πράττω")
Χρήστος Μπότζιος, Νίκος Ξυδάκης, Αϋφαντής Γιώργος, Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Το μέρος Ι: [εδώ]
|
Μετά τις εκλογές και αφού έγινε υπουργός εξωτερικών, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε (16.03.2014) στην “αυγή” προβάλει την δική του άποψη για τον νεοφιλελευθερισμό και πως αντιλαμβάνεται την σχέση του με τα επίδικα της συγκυρίας. Εκεί ορίζει τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα κατά βάση οικονομικό φαινόμενο που εκφράζει την “ηγεμονία των χρηματοπιστωτικών αγορών πάνω στο βιομηχανικό κεφάλαιο και όλες τις άλλες μερίδες επιχειρηματιών. Εμπεδώθηκε μέσα από την καθυπόταξη της κοινωνίας και της μισθωτής εργασίας στις ανάγκες και απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου”.
Ο Ν. Κοτζιάς, επιχειρώντας να περιγράψει τα ιδεολογικοπολιτικά πλαίσια αυτού του φαινομένου γράφει: “Η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και των χρηματοπιστωτικών μερίδων κεφαλαίου συμπυκνώνονται στην αναγωγή των νομισματικών μεγεθών στο άπαν της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής” και συνεχίζει παρακάτω “Το παν υποστηρίζει ο νεοφιλελευθερισμός και τα κοινωνικά συμφέροντα που εκπροσωπεί είναι το πεδίο των χρηματοπιστωτικών αγορών και του νομίσματος, τα συμφέροντα που είναι εμποτισμένα σε αυτές. Συμφέροντα που υποκαθιστούν το πεδίο της πραγματικής ανάπτυξης, καθώς και των υλικών σχέσεων, των μισθών και της κοινωνικά δίκαιης ανακατανομής”.
Η χρήση της έννοιας “πραγματική ανάπτυξη” όπως αυτή καταγράφεται στο συγκεκριμένο κείμενο, υποδηλώνει ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα ενιαίο οικονομικό σύστημα, αλλά υπάρχει ένα υγιές κομμάτι του που αφορά στην παραγωγή και στην κυκλοφορία των προϊόντων σε σχέση με ένα διεφθαρμένο και κερδοσκοπικό που αφορά στην κυκλοφορία του χρήματος, στις μετοχοποιήσεις, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και άλλα συναφή.
Η αφήγηση του Ν. Κοτζιά για τον “νεοφιλελευθερισμό” ταυτίζεται με την επίσημη αφήγηση του κόμματος που τον εγκαθίδρυσε στην χώρα μας, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ. Στο ίδιο χώρο αντιλήψεων για τον νεοφιλελευθερισμό κινείται για παράδειγμα και το κείμενο “Το βάρος στην πραγματική οικονομία” της κ. Λούκα Κατσέλη (20/10/2008 ), η οποία το έγραψε ως υπεύθυνη του Τομέα Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ , από το οποίο παραθέτουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα:“Η σημερινή δύσκολη περίοδος που διέρχονται οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές επιβάλλει όσο ποτέ την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας ώστε να μη βγουν χαμένα τα νοικοκυριά, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το λιανεμπόριο. Η ελληνική οικονομία είναι ήδη επιβαρυμένη από την αδιέξοδη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης τα πέντε τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η ανάγκη αυτή να γίνεται ακόμη πιο επιτακτική”.
Η έκφραση “ Έκαναν μπάχαλο την πραγματική οικονομία και τώρα δεν μπορούν να βρουν λύση!” - δανεισμένη από το τίτλο άρθρου ενός από τους πιο επιτυχημένους (από πλευράς αποδόσεων) διαχειριστών επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα μας - είναι αποδεκτή ως εικόνα της πραγματικότητας από όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους. Πρόκειται όμως για άλλο ένα αστικό μύθο για την οικονομία που λειτουργεί συναινετικά για τον χαρακτήρα της κρίσης, ο οποίος ταυτόχρονα υποδεικνύει ποιοι θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι για να την διαχειριστούν: οι τεχνικοί της εξουσίας. Ανεξάρτητα αν φοράνε δεξιά ή αριστερή προβιά. Ο “λαϊκός παράγοντας” απουσιάζει από τα δρώμενα, είναι ένας απλός θεατής σε μια ταινία καταστροφής. Πρόκειται δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση για μια “ανωμαλία” που υπονομεύει την ομαλή πορεία του καπιταλισμού, η οποία προέκυψε από τον ανταγωνισμό μερίδων του κεφάλαιου, στην χειρότερη για μια “άφρωνα” πολιτική του κεφάλαιου που υπονομεύει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτές οι αντιλήψεις για την “πραγματική οικονομία” έχουν μεγάλη διεισδυτικότητα σε χώρους της Αριστεράς, ιδιαίτερα σε εκείνους που είχαν διαπαιδαγωγηθεί από τον “οικονομισμό” και τον “παραγωγισμό” του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δώστε τους εργοστάσια και βαριά βιομηχανία και είναι έτοιμοι να πάθουν σοσιαλιστικές ονειρώξεις για “εθνική παραγωγική ανάπτυξη” και άλλα παρόμοια...
Η αφήγηση αυτή προβάλλει ως καθοριστική την διάκριση στο εσωτερικό της κεφαλαιακής σχέσης ανάμεσα στο “κακό” χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στο “καλό” βιομηχανικό κεφάλαιο (δηλαδή την βάση της “πραγματικής ανάπτυξης” ). Είναι πολιτικά λαθεμένη γιατί δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματικά “ανταγωνιστική” σχέση. Πρόκειται για ένα άλλο εξελικτικό στάδιο της ίδιας της κεφαλαιακής σχέσης, το οποίο χαρακτηρίζει την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση δεν σηματοδοτείται - σε σχέση με προηγούμενα στάδια - κυρίως από αλλαγές στην ηγεμονία μερίδων του κεφάλαιου απέναντι σε κάποιες άλλες, αλλά και από ανακατατάξεις τόσο στον γενικότερο κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό της εργασίας όσο και στις ίδιες τις παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες είναι και αυτές “παγκοσμιοποιημένες” με αντίστοιχο τρόπο με αυτόν των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως από πολιτική άποψη είναι ότι αυτή η διάκριση ανάμεσα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στο βιομηχανικό κεφάλαιο δεν έχει καμία απολύτως σημασία για την οικοδόμηση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών του κόσμου της εργασίας. Αν ανιχνεύσουμε πως εμπεδώθηκε ο νεοφιλελευθερισμός στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τότε θα διαπιστώσουμε ότι ο φορέας που διαμόρφωσε και επέβαλε τις στρατηγικές πολιτικές του είναι αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, σε αντίθεση με την Αγγλία που είναι η κατεξοχήν χώρα του “χρηματοπιστωτικού κεφάλαιου”. (μερικές πλευρές αυτού του θέματος εδώ: ΟΝΕ: Οι “Ηνωμένες πολιτείες της Γερμανίας”)
Το κύριο χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης είναι η “επέκταση” της κυριαρχίας της κεφαλαιακής σχέσης στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών. Για να αντιληφθούμε την σημασία αυτής της μεταβολής αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέχρι της αρχές της δεκαετίας του 70, πάνω από το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού επιβίωνε από την καλλιέργεια αγρών και την εκτροφή ζώων που είχε στην άμεση κατοχή του και η επιβίωσή του έμμεσα μόνον επηρεαζόταν από την πορεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της βιομηχανικής παραγωγής. Σήμερα αυτό το ποσοστό έχει αντιστραφεί. Τις τρομακτικές διαστάσεις αυτού του φαινομένου (που μια πλευρά του εκδηλώνεται με την μετανάστευση προς τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες) μπορούμε να τις αντιληφθούμε αν αναλογιστούμε ότι ο αριθμός των ανθρώπων που έζησαν στην διάρκεια του 20ου αιώνα στον πλανήτη μας είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ανθρώπων που έζησαν από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους...
Ο νεοφιλελευθερισμός -ως σύστημα διακυβέρνησης - εμπεδώνει την “επέκταση” της κυριαρχίας της κεφαλαιακής σχέσης στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών με πολλούς τρόπους που επηρεάζουν την ίδια την συγκρότηση των κοινωνικών ομάδων, εισάγοντας στο εσωτερικό τους τον “ανταγωνισμό” (όπως για παράδειγμα στο χώρο της εργασίας με την επιβολή των ελαστικών σχέσεων εργασίας, με την σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας και τις διάφορες μορφές “αξιολογήσεων”, με την κατάργηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων και την υποκατάστασή τους από προσωπικούς φακέλλους προσόντων κλπ).
Η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης εμπεδώνεται επίσης με την διαμόρφωση νέων δεσμών ανάμεσα στα μικρομεσαία και λαϊκά στρώματα με το κεφάλαιο, δεσμοί που δεν προσδιορίζονται μέσα από την ανταγωνιστική σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Διαμορφώνονται δηλαδή νέες μορφές εξάρτησης μέσω των οποίων γίνονται μέτοχοι της “κεφαλαιακής σχέσης” και συνδέουν τις τύχες τους με τον μέλλον του κεφάλαιου. Μερικά παραδείγματα από την χώρα μας: η αποταμίευση – ως μια ατομική πρακτική από κατάθεση σε ένα τραπεζικό λογαριασμό - εξελίσσεται σε συμμετοχή σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα (η οποία οδήγησε στην αναδιανομή του πλούτου μέσω της “φούσκας του χρηματιστηρίου). Όμως και σε συλλογικό επίπεδο το αντίστοιχο συμβαίνει με την επένδυση των αποθεματικών των ταμείων σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα(η οποία οδήγησε επίσης σε μια νέα ανακατανομή την εποχή των μνημονίων, με το κούρεμά τους).
Η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης επίσης αναδιαμορφώνει τους όρους κυριαρχίας στην κατοχή και διαχείριση της γης, με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφάλαιου. Η χώρα μας είναι ένα από τα καλύτερα “οικοπεδάκια” της Ευρώπης. Οι μνημονιακές πολιτικές έχουν σαφώς την κατεύθυνση της “αξιοποίησης” τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Παράλληλα μεταλλάσσονται οι σχέσεις των κοινωνικών υποκειμένων με το κράτος. Γενικεύεται η “ατομική διαπραγμάτευση” με το κράτος και αποσαθρώνονται οι παραδοσιακοί μηχανισμοί διαμεσολάβησης των κοινωνικών και ταξικών συμφερόντων , που είχαν αναπτυχθεί στη βάση συγκεκριμένων “κοινωνικών συμβολαίων” (συνδικαλισμός, κοινωνικό κράτος, κλπ). Περιορίζεται ο ρόλος του πολιτικού συστήματος σε αυτή την διαμεσολάβηση, ενώ μεταβιβάζονται λειτουργίες του πολιτικού συστήματος σε άλλους κρατικούς μηχανισμούς. Πρόκειται για έναν “εκσυγχρονισμό” της κρατικής σχέσης που επαναπροσδιορίζει την διάκριση των εξουσιών αλλά και το ίδιο το “αστικό δίκαιο”, που συγκροτεί την πολιτική ιδεολογία του αστισμού: Η “τεχνοεπιστήμη” υποκαθιστά την “δικαιοσύνη” και αναμορφώνει το σύνολο των κρατικών θεσμών.
Στο video που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος, όπου ο Ν. Κοτζιάς αναφέρεται στις σχέσεις του με το ΠΑΣΟΚ, μιλάει αποδεχόμενος όλες αυτές τις κρίσιμες πλευρές του νεοφιλελευθερισμού – ως σύστημα διακυβέρνησης την εποχή της παγκοσμιοποίησης - στις οποίες αναφερθήκαμε επιγραμματικά παραπάνω:
Αυτοπαρουσιάζεται ως ένας ουδέτερος “τεχνοκράτης”, που το αστικό κράτος εκτίμησε με “αντικειμενική αξιολόγηση” τα ιδιαίτερα προσόντα του και του ανέθεσε υψηλά καθήκοντα κρατικού λειτουργού. Γνωρίζουμε αρκετούς αξιόλογους τεχνοκράτες στο δημόσιο, μερικοί από τους οποίους ποτέ δεν επελέγησαν για την θέση του “τμηματάρχη”, επειδή απλά είχαν τον χαρακτηρισμό του “ανυπόταχτου” στις άνωθεν εντολές. Δεν τους προτάθηκε να αναλάβουν οποιαδήποτε πολιτική θέση, έστω και κατώτερης βαθμίδας, σε αντίθεση με τον Ν. Κοτζιά που είχε την “τύχη” να προταθεί για υπουργός τρεις φορές, όπως ο ίδιος δηλώνει. Οι τεχνοκράτες, όπως για παράδειγμα ο Παπαδήμος που προτάθηκε και έγινε πρωθυπουργός, επιλέγονται ως “άξιοι” από το πολιτικό σύστημα να αναλάβουν πολιτικές θέσεις μέσα από άλλου τύπου “αξιολογήσεις”, τελείως διαφορετικές απ' αυτές του ΑΣΕΠ...
Στην τέταρτη φορά που το κράτος εγκαλεί τον Ν. Κοτζιά να γίνει υπουργός αυτός υποκύπτει! Το ζήτημα εδώ εκφεύγει από το τι κάνει και τι δεν κάνει ο Ν. Κοτζιάς, αλλά μετατοπίζεται στο τι κάνει και τι δεν κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διαποτισμένος από τις κυρίαρχες (δηλαδή τις νεοφιλελεύθερες) αντιλήψεις για την διαχείριση της κρατικής εξουσίας, αναθέτει σε έναν “τεχνοκράτη” μια από τις πιο κρίσιμες θέσεις του κυβερνητικού μηχανισμού. Η σχέση του Ν. Κοτζιά με την πολιτική είναι η σχέση που έχει ένας “παράγοντας” με το αστικό πολιτικό σύστημα. Η αποδοχή τέτοιων πολιτικών σχέσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ (και η περίπτωση του Ν. Κοτζιά δεν είναι η μοναδική) καταγράφει την πολιτική του ανεπάρκεια ως κόμμα να διαμορφώσει μια άλλη αντίληψη κυβερνητικότητας και διαχείρισης της κρατικής εξουσίας που στοιχειωδώς να οριοθετείται από την κυρίαρχη. Προφανώς οι “τεχνοκράτες” είναι απαραίτητοι για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, όταν όμως τους αναθέτουν πολιτικά καθήκοντα, υπάρχει σημαντικό πρόβλημα. Φαίνεται πως στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν χρειάζονται πλέον τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά στελέχη τους. Ας φτιάξουμε λοιπόν ειδικές πανεπιστημιακές σχολές που θα βγάζουν υπουργούς οικονομικών, υπουργούς εξωτερικών, υπουργούς εσωτερικών και άλλα παρόμοια για να καλύπτονται οι ανάγκες του πολιτικού συστήματος...
Μέχρι τότε, όμως αυτές οι ανάγκες καλύπτονται από παράγοντες που πληρούν τις απαιτήσεις της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας, δηλαδή είναι πρώτα απ' όλα τεχνοκράτες με “πολιτική ανεξαρτησία” αλλά και με ισχυρές διασυνδέσεις τόσο με το προσωπικό του κρατικού μηχανισμού (από το βαθύ κράτος ως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) όσο και με το προσωπικό του πολιτικού συστήματος (αρχηγούς κομμάτων και όχι μόνο)...
20/10/2014 (εκδήλωση του "πράττω")
Διονύσης Φιλίππου, Ηλίας Νικολόπουλος, Χρήστος Κουτσονάσιος,Γιώργος Σωτηρέλλης |
η συνέχεια εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου