Αναδημοσίευση από την "εφημερίδα των συντακτών"
Τού "ιού"
Οι υπόγειες διαδρομές που ενώνουν τους ναζιστές με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τον φανατισμό, τον αγοραίο εθνικισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας στο όνομα της αρχής του αρχηγού και της πειθήνιας μάζας.
Μέσα στο ναζιστικό νέφος που έχει καθίσει πάνω από την ελληνική επικράτεια, όλοι τρέχουν να βρουν εκτός από τους αυτουργούς και τους ενόχους τις αιτίες της τερατογένεσης. Είναι κάτι σημερινό, είναι χθεσινό, είναι παλιότερο, οφείλεται στην κρίση, στη φτώχεια, στα μνημόνια, σε κάτι άλλο ή και σε όλα αυτά μαζί;
Στον «καναπέ» μιας φιλοσοφικής, ψυχιατρικής-ψυχαναλυτικής αλλά και άκρως πολιτικής φωνής με όπλο τη διαλεκτική, ο Νίκος Τζαβάρας συντελεί με τη σκέψη του στην κατανόηση όλου αυτού του σκοτεινού φαινόμενου. Ο ίδιος τόνισε πολλές φορές την αντίθεσή του στην «αλόγιστη» χρήση της ψυχιατρικής στην ανάλυση κοινωνικοπολιτικών φαινομένων. Η δική του αφήγηση ίσως φωτίσει καλύτερα τον τρόπο που βλέπουμε την εικόνα μας στον απέναντι καθρέφτη αλλά και την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας στον μεγάλο καθρέφτη όπου κοιτάζονται οι πολιτισμένες σύγχρονες κοινωνίες.
Υπόγειες διαδρομές
Ρωτάτε για υπόγειες διαδρομές κι αμέσως με κάνετε να σκέπτομαι την έννοια του ασυνειδήτου όπως έχει διαμορφωθεί πρωτίστως από τον Φρόιντ και κατόπιν από τους επιγόνους του. Ορισμένες αντιλήψεις, προκαταλήψεις, ορισμένες πεποιθήσεις που εμφανίζονται ακλόνητες και μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη δεν είναι πάντοτε δυνατόν, για ιδιαίτερους κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, να τύχουν μιας ορισμένης εκφραστικής προβολής.
Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Σε περιόδους δημοκρατίας είναι δυσκολότερο να μιλήσει κανένας για προκαταλήψεις που τον διακρίνουν κατά των ξένων. Και έτσι, η αποκαλούμενη ξενοφοβία δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτή, δεν εκδηλώνεται πάντοτε. Αντιθέτως, εκδηλώνεται κάτω από ορισμένες ιστορικές οικονομικές πολιτικές συνθήκες. Οταν διερχόμαστε δηλαδή μια κρίση, καταφεύγουμε σε προκαταλήψεις που διαθέτουμε και βρίσκονται στο ασυνείδητο ή στην περιοχή του προσυνειδήτου.
Οταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη πραγματικότητα, όλοι μας, και δεν θέλω να εξαιρέσω εδώ σχεδόν κανέναν, καταφεύγουμε σε φαντασιώσεις που με μεγάλη ευκολία μπορούν να ερμηνεύσουν τα κακώς έχοντα. Οπως ξέρετε, στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού αλλά και πριν από τη συγκεκριμένη εμφάνισή του, σε όλους τους αιώνες, μια προκατάληψη που χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν ευκαιριακά είναι η αντισημιτική.
Δηλαδή εκείνος που έφταιγε για την οικονομική κρίση και για τα κακώς έχοντα σε μία ορισμένη κοινωνία ήταν ο Εβραίος, για τον οποίο υπήρχαν πάντοτε αντιθετικές, αντινομικές φαντασιώσεις παντοδυναμίας και έσχατου ευτελισμού. Δηλαδή, σύμφωνα με τη χιτλερική αντίληψη -αλλά σύμφωνα και με σημερινές πεποιθήσεις- ο Εβραίος είναι ένα πρόστυχο, βρόμικο, κακόηθες, εξευτελισμένο αντικείμενο λόγω των φυλετικών του καταβολών και της ιστορικής του πορείας, ένας επικίνδυνος, παντοδύναμος ουτιδανός, τον οποίο πρέπει να εξολοθρεύσουμε για να παραμείνουν μόνον εκείνοι οι οποίοι αποτελούν την αρτιότητα της άριας φυλής.
Ο Χίτλερ πίστευε ότι ο Ρούσβελτ ήταν υποχείριο των Εβραίων, ο Τσόρτσιλ ήταν υποχείριο των Εβραίων και πολύ περισσότερο βέβαια ο Στάλιν, και μιλούσε γι’ αυτό το κράμα του ελεγχόμενου από τους σιωνιστές καπιταλισμού και μπολεσεβικισμού. Αυτό δείχνει την αντινομική υφή μιας προκατάληψης, στον καμβά της οποίας μετά, πολλαπλασιάζονται, δημιουργούνται κι άλλες προκαταλήψεις. Το να μισώ τον Τούρκο, να τον θεωρώ κατώτερό μου, είναι μια προκατάληψη που εμφανίζει μια παροδικότητα, ο αντισημιτισμός όμως είναι μόνιμη και διαχρονική, διά των αιώνων, προκατάληψη.
Οι υπόγειες λοιπόν διαδρομές οφείλονται σε πανάρχαιες, ακλόνητες (προσυνείδητες ή ασυνείδητες) αντιλήψεις οι οποίες συσχετίζονται όμως με την ιστορία. Δηλαδή είναι άλλο πράγμα να διερχόμαστε μια ιστορική φάση δημοκρατίας στην περίοδο της οποίας έχουν εξασφαλιστεί δημοκρατικοί θεσμοί, θα επανέλθω όμως στην ευθραυστότητά τους, και άλλο πράγμα να βρισκόμαστε στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας η οποία συμβάλλει με την προπαγάνδα της στην απρόσκοπτη ανάδειξη όλων αυτών των προκαταλήψεων.
Οταν το ιδεολογικό περιβάλλον επιτρέπει την απροκάλυπτη, προπαγανδιστική επανάληψη αυτών των αντιλήψεων, είναι φυσικό να εκδηλώνεται ευκολότερα η προσυνείδητη πεποίθηση για τη ρατσιστική υπεροχή. Για τον λόγο αυτό, δεν επαρκούν, και το έχω πει κατ’ επανάληψη, οι ψυχολογικές ερμηνείες για την κατανόηση και αντιμετώπιση του εθνικοσοσιαλισμού.
Η αυτοκριτική της ψυχιατρικής
Είμαι κατά του εκψυχιατρισμού της ερμηνείας των πολιτικών φαινομένων. Εκτός των ψυχιατρικών απόψεων, υπάρχει η ίδια η ιστορική πραγματικότητα, η οποία πρέπει να μας απασχολεί διαρκώς και την οποία καλούμαστε να αναλύσουμε όχι μόνο με ψυχιατρικούς αλλά με πολιτικούς, κοινωνιολογικούς όρους.
Νομίζω ότι η εφαρμογή απλά και μόνο ψυχιατρικών εννοιών είναι πολύ επικίνδυνη, γιατί με την επανάληψή της αφαιμάσσει το κριτικό δυναμικό που δεν μπορεί να είναι παρά προϊόν μιας διαλεκτικής εκτίμησης. Το υπογραμμίζω γιατί πολλές φορές γίνεται μια κατάχρηση ψυχιατρικών όρων, η οποία οδηγεί σε μία εν τέλει απολιτική, ανεπαρκή συρρίκνωση της κατανόησης των φαινομένων.
Η ιστορία της ψυχιατρικής -όχι της ψυχανάλυσης- διακρίνεται άλλωστε η ίδια από περιόδους εκβαρβαρισμού της, διότι ένα μέρος των φυλετικών απόψεων ενισχύθηκε από θεωρητικούς της ψυχιατρικής στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, ενώ υπήρξαν βεβαίως και φωτισμένοι ψυχίατροι που στράφηκαν εναντίον τους. Αναφέρομαι στο θέμα της κληρονομικότητας, για παράδειγμα.
Αυτές οι θεωρίες περί κληρονομικότητας, οι οποίες βέβαια δεν δημιουργήθηκαν κατ’ αρχάς εντός της ψυχιατρικής, αλλά προέκυψαν από ιδεολογίες που εξυπηρέτησαν μεταξύ άλλων πολιτικά ρεύματα (κι εδώ βλέπουμε πάλι τα υπόγεια ρεύματα που αναφέρατε), αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από τον φασισμό και εθνικοσοσιαλισμό και έλαβαν υπόσταση χάρη στην προθυμία των γιατρών να τις εμπεδώσουν.
Σήμερα, διακρίνουμε συχνά ανάλογες ιδεοληψίες να επανέρχονται τόσο στον χώρο των κοινωνικών επιστημών όσο και της ψυχιατρικής. Γι’ αυτό πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός στο πώς και πότε εφαρμόζεται η έννοια της κληρονομικότητας.
Πρέπει να κρίνουμε διαρκώς την επιστήμη, τις απόψεις της με γνώμονα την κριτική των ιδεολογιών, δηλαδή μέσω του ερωτήματος του τι μπορεί να υποκρύπτεται ή τι μπορεί να αποτελέσει συν-φορέα επιστημονικών απόψεων. Για ποιο λόγο εμφανίζεται η θεωρία της κληρονομικότητας; Ενα τμήμα της μπορεί να είναι σημαντικό, αλλά πρέπει πάντα να διατηρούμε την «υποψία» όπως την καλλιέργησε ο Μαρξ αλλά και ο Φρόιντ θα έλεγα για το τι μπορεί να σημαίνουν τελικά οι επιστημονικές τοποθετήσεις που εμφανίζονται -δίχως πάντα να είναι- αξιολογικά ουδέτερες.
Φόβος και ρατσισμός, δύο αδέλφια;
Δίχως άλλο υπάρχει μια επιφύλαξη απέναντι στον ξένο και κυρίως σε αυτόν που έχει διαφορετικό χρώμα. Αυτό το βλέπουμε και στα παραμύθια. Ενας ερευνητής ψυχαναλυτής, ο Ρενέ Σπιτς, διέκρινε πως τα παιδιά στον 7ο μήνα της ηλικίας τους αρχίζουν να φοβούνται τον ξένο. Μια προστατευτική ξενοφοβία που διακρίνει παιδιά και ενήλικες.
Αν κάνετε ένα ταξίδι στο εξωτερικό και συγκεκριμένα σε χώρα με πολίτες διαφορετικού χρώματος, γεννιέται μέσα σας μια επιφυλακτικότητα, διότι δεν είσαστε σε θέση να προσδιορίσετε καλά τις χαρακτηριολογικές τους ιδιότητες, τι θέλουν να εκφράσουν με το πρόσωπό ή με τις χειρονομίες τους. Σ’ αυτό το επίπεδο η ξενοφοβία είναι σχεδόν δικαιολογημένη και φυσιολογική.
Παράλληλα, επικρατεί σε πολλούς μια διάθεση αποπομπής του ξένου, γιατί δεν είναι τόσο καθαρός, τόσο περιποιημένος όσο είμαστε εμείς. Αυτό σχετίζεται με την ψυχαναγκαστικότητα του ανθρώπου, δηλαδή από την παιδική του ηλικία, όταν το παιδί αρχίζει να ελέγχει τους σφιγκτήρες του υπακούοντας στις διαδικασίες κοινωνικοποίησης του, δημιουργεί μια αντιδραστικότητα κατά της βρομιάς, κατά του ατημέλητου, κατά της ένδειας, που μπορεί να ενισχυθεί πολιτισμικά.
Ακούτε τις μαμάδες να λένε στον γιο τους να μην πλησιάζει τον τάδε φίλο του γιατί είναι βρόμικος. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ ισχυρές διαστάσεις πολιτισμικού χαρακτήρα και να δημιουργεί την αποστροφή, τη σιχασιά.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι. Τον ξένο δεν μπορώ να τον ελέγξω, επειδή έχει μια διαφορετική γλώσσα, επειδή προέρχεται από έναν διαφορετικό πολιτισμό και η έλλειψη επικοινωνίας μαζί του με κάνει να φοβάμαι ότι μπορεί να αντιδράσει ανεξέλεγκτα απέναντί μου. Ο φόβος αυτός είναι βέβαια παρανοϊκός. Μια άλλη παράμετρος είναι ότι ο φόβος κατά του ξένου ενισχύεται στις σημερινές δυτικές κοινωνίες με το ότι ο ξένος θα θελήσει να εκμεταλλευτεί τη δική τους οικονομική υπεροχή.
Ερχόμενος στην Ελλάδα, λ.χ., θα μου πάρει τη δουλειά, πράγμα που δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας, επιτρέποντας ξανά την ανάδειξη προκαταλήψεων κατά του ξένου. Ο ξένος ξαφνικά αποκτά βαθμηδόν μια αχλή παντοδυναμίας. Βλέπετε ότι η Χρυσή Αυγή δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να λέει ότι οι ξένοι θα μας καταστρέψουν.
Πρόκειται, βεβαίως, περί μιας αστείας τοποθετήσεως, γιατί αυτοί οι ξένοι είναι πολύ πιο αδύναμοι συγκρινόμενοι με μας, αλλά εύκολα χαρακτηρίζονται ως υπαίτιοι της δικής μας οικονομικής ιστορικής συμφοράς, για την οποία φταίνε πάλι άλλοι ξένοι. Αυτός είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός που πάλι έχει σχέση και με τον πολύ διαδεδομένο αντισημιτισμό.
Η απειλή των «ξένων» και ο εθνικιστικός παροξυσμός
Στο ίδιο πλαίσιο, κάτω από τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες, εκχωρούμε την ερμηνεία του κόσμου σε πολιτικούς ηγέτες οι οποίοι δικαιώνουν τις προκαταλήψεις μας καθώς επαναλαμβάνουν: Αυτοί φταίνε! Οι Εβραίοι, οι Πακιστανοί, οι οποιοιδήποτε άλλοι, και με αυτόν τον τρόπο εκδαιμονίζεται ο ξένος, αποκτά δηλαδή διαστάσεις τις οποίες ουσιαστικά δεν τις έχει. Ταυτόχρονα, βέβαια, επειδή αποκτά αυτές τις διαστάσεις, μας επιτρέπει να προβάλλουμε τη δική μας δυσφορία και τη δική μας επιθετικότητα σε εκείνους.
Αντί, δηλαδή, να ασχοληθούμε με τα αίτια και την πολυπλοκότητά τους, επισημαίνουμε ως αίτιο τον ξένο και εναντίον του στρέφουμε τη δική μας βιαιότητα, επιθετικότητα την οποία θα έπρεπε να την στρέψουμε ως μια αυτοκριτικά σκεπτόμενη συνείδηση, να την στρέψουμε εναντίον της δικής μας κοινότητας, εναντίον της δικής μας κοινωνίας, εναντίον του δικού μας πολιτικού βίου και αυτό βέβαια αποτελεί νομίζω τη μεγάλη δυσκολία.
Ο εθνικισμός, έτσι όπως διατυπώνεται σε όλα τα κράτη της υφηλίου σχεδόν, περιλαμβάνει ορισμένα κοινά σημεία. Το ένα είναι η φυλετική μας υπεροχή πράγμα που σημαίνει ότι εκ των προτέρων (αυτό το μαθαίνουμε ήδη στο σχολείο) έχουμε κάθε δικαίωμα να αμυνθούμε εναντίον ξένων επιβουλών και απειλών.
Ο διεθνισμός είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί μια διεθνιστική τοποθέτηση σημαίνει ότι αποδέχομαι την πλήρη εξίσωση των διαφορών, σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι συγκρινόμενοι μεταξύ τους, παρά τις οποιεσδήποτε πολιτισμικές -και δεν λέω οπωσδήποτε πολιτικές- ιδιομορφίες. Εμείς έχουμε μια ορισμένη λογοτεχνία, οι Κινέζοι μια άλλη. Εντούτοις, ο διεθνισμός υπόσχεται τελικά τη σύγκλιση όλων των πολιτισμών.
Ο Φρόιντ αναφέρεται σε μία μεγάλη πολιτική, πολιτισμική ουτοπία όταν εύχεται πως κάποτε αν εξαλειφθούν οι πόλεμοι όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας μπορεί να μεταβληθεί σ’ ένα μουσειακό υλικό, που θα το βλέπουμε και θα το αξιοποιούμε δηλαδή υπό τη μορφή μιας μνημονιακής πραγματικότητας – μιας πραγματικότητας συγκρούσεων που θα έχουμε οριστικά υπερβεί.
Οπου δεν θα υπάρχουν βέβαια διαφορές ανάμεσα σε Κινέζους, Ελληνες, Ιάπωνες, Αμερικανούς. Αυτή είναι βεβαίως μια προοπτική που δύσκολα μπορούμε να αποδεχτούμε – ιδίως σε περιόδους κρίσεων. Υποχωρούμε σε εθνικιστικές δοξασίες. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι η έννοια του εθνικισμού είναι πρόσφατη έννοια στην ιστορία των πολιτισμών. Είναι ασύμφορο, δυσχερές να μιλήσει κανένας κατά του εθνικισμού που στιγμές κρίσης τον μετατρέπουν σ’ έναν άκριτο σοβινισμό.
Ναρκισσισμός μια πληγή, εθνικισμός το φάρμακο!
Ο ναρκισσισμός (πρωτογενής και δευτερογενής), όπως τον έχει περιγράψει ο Φρόιντ, είναι ένα γνώρισμα όλων των ανθρώπων. Ο άνθρωπος, σε μια πρώτη, αρχαϊκή περίοδο της ζωής του, αποτελεί το επίκεντρο του κόσμου, είναι ένας μικρός θεός, κι έτσι οφείλει να αρχίζει τη ζωή του. Το μικρό παιδί είναι παντοδύναμο όπως το αντικρίζουμε σε όλες τις μυθολογίες και στις θρησκείες του κόσμου. Ομως αργότερα, κατά την εξέλιξη, οφείλει ο ναρκισσισμός του -χωρίς να εξαλειφθεί- να υποχωρήσει έναντι μιας περισσότερο ρεαλιστικής εκτίμησης της πραγματικότητας. Δηλαδή δεν είμαι μόνος, υπάρχουν και οι άλλοι.
H παρουσία των άλλων αρχικώς τραυματίζει τον υποκειμενικό μας ναρκισσισμό, θα θέλαμε πάντα να είμαστε μοναδικοί μικροί θεοί! Αυτό όμως δεν γίνεται και γι’ αυτό πρέπει να ανακαλύψουμε, να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τους άλλους. Βεβαίως όσο πιο ώριμος γίνεται κανένας τόσο περισσότερο διαπιστώνει ότι η συνύπαρξη με τους άλλους είναι περισσότερο γόνιμη, περισσότερο αυθεντική και περισσότερο ηδονική.
Οι διυποκειμενικές, διανθρώπινες σχέσεις μπορούν να προσφέρουν χαρά και ικανοποίηση πέραν του κενού ναρκισσισμού που αποκρούει τις σχέσεις. Εντούτοις, ο ναρκισσισμός παραμένει πληγωμένος και, ανάλογα με την επιτυχή ή ανεπαρκή κοινωνικοποίηση του κάθε ατόμου, είναι περισσότερο ή λιγότερο έκδηλος.
Η ναρκισσιστική πληγή είναι δυνατόν να επουλωθεί μέσω του εθνικισμού. Γιατί; Τι προσφέρουν οι εθνικιστικές ιδεολογίες; Πρώτα απ’ όλα επιτρέπουν την μη σύγκρουση με τα μέλη της ίδιας της κοινότητας. Ενώ δηλαδή στην καθημερινότητά μας συγκρούονται ας πούμε οι εγω-παθητικές μας απαιτήσεις, ο εθνικισμός αποσκοπεί στην επούλωση του ατομικού τραύματος, την αντικατάσταση της μόνιμης δυσφορίας εντός του πολιτισμού, όπως την αποκάλεσε ο Φρόιντ, μέσω μιας συλλογικής ιδεολογικής ταύτισης.
Τότε όλοι μας είμαστε μοναδικοί, εκπληκτικοί κ.λπ., που όταν θα επιτύχουμε την οριστική μας επικράτηση ή τους στόχους της φυλής, θα επικυριαρχήσει μέσα μας μια ατέρμονη ισορροπία ενός παραδείσιου βίου. Αυτό υπόσχεται εν δυνάμει κάθε εθνικισμός, ιδίως μάλιστα όταν αποδεσμεύεται από τον οποιοδήποτε αυτοπεριορισμό, όπως συμβαίνει με τη Χρυσή Αυγή, της οποίας η εθνικοσοσιαλιστική ουτοπία συμπυκνώνεται στη βάρβαρη βιαιότητα κατά των αλλοεθνών.
Αντισημιτισμός: το παντεσπάνι που πάνω του παρασκευάζεται η τούρτα του ρατσισμού μέχρι την απόλαυση της βίας
Στην εποχή του Χίτλερ, ο οπαδός έλεγε: Είμαι υπέρτερος, μου υπόσχονται έναν βίο μελλοντικά μοναδικό, μπορώ να εξαφανίσω όλους τους Εβραίους, όλους τους αρρώστους, όλους τους διαφορετικούς, επιμένοντας στη δική μου μοναδικότητα και στη μοναδική απόλαυση που ο Φίρερ μού υπόσχεται, όταν θα επικρατήσουμε. Εκεί στηρίζεται βέβαια και η φαντασίωση της βίαιης εκδουλεύσεως των απαιτήσεων του εγώ μου.
Μου έλεγε κάποτε με την πικρία του χιούμορ του ένας Γερμανοεβραίος ψυχαναλυτής ότι δεν έχει νόημα κανένας να μάχεται κατά του εθνικοσοσιαλισμού, γιατί η υπόσχεση που δίνει για την ικανοποίηση των ενορμήσεων δεν μπορεί να επαναληφθεί από καμία άλλη ιδεολογία. Ηταν μια τοποθέτηση πρόκλησης βέβαια, δεν την πίστευε, αλλά έχει έναν κόκκο αλήθειας. Οταν αρχίζει η εξάπλωση της βίας, της βιαιότητας που συνυφαίνεται και με την απόλαυση της σαδιστικής έξαρσης, η ενορμητική αποχαλίνωση πολλαπλασιάζεται, γιατί ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως η απληστία της εγκληματοφιλίας – όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί των θυμάτων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Υπάρχουν περιγραφές για αποτρόπαιες πράξεις που έγιναν από τους φορείς του εθνικοσοσιαλιστικού φανατισμού – που τον συναντούμε πάλι μπροστά μας. Η έννοια του φανατισμού νομίζω ότι είναι πολύ σημαντική. Επιμένω σε αυτό, γιατί την έννοια αυτή δεν την προσέχουν πολλοί.
Η «λύση» της συνωμοσίας και ο φανατισμός
Οπωσδήποτε οι θεωρίες συνωμοσίας είναι απλουστευτικές θεωρίες που διευκολύνουν την πολιτική σκέψη -όχι την ώριμη!- να ερμηνεύσει τον κόσμο. Ο κόσμος γίνεται ολοένα και περισσότερο πολύπλοκος και καταλαβαίνει κανένας την ανάγκη που αισθανόμαστε να καταφύγουμε πολλές φορές σε απλοποιημένες ερμηνείες. Η απλουστευτική ερμηνεία διακρίνεται πολλές φορές (ακούτε λόγου χάρη ότι μερικοί πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν) από μια φοβερά ισχυρή, ακλόνητη πεποίθηση, η οποία δεν επιδέχεται, κατά τον Καρλ Γιάσπερς, τον συνομιλητή της Χάννα Αρεντ, καμία διορθωτική παρέμβαση. Το παρανοϊκό άτομο εμμένει στις παρανοϊκές του απόψεις πολύ περισσότερο από έναν ο οποίος σκέπτεται με κάποια αυτοκριτική συνείδηση, με μια έστω διάθεση αμφισβήτησης των όσων σκέπτεται.
Οσα προφανή αντεπιχειρήματα να διατυπώσει κανείς κατά μιας παρανοϊκής αντίληψης, αποτυγχάνει, γιατί η εμπιστοσύνη στην απλουστευτική ερμηνεία αποδεικνύεται ισχυρότερη από την αποδεικτική τού ορθολογισμού.
Ο φανατισμός έχει σχέση με αυτό το φαινόμενο. Ο φανατισμός έχει πολλές διαστάσεις, αλλά θα επιμείνω σε μια δύο μονάχα. Φανατισμός σημαίνει να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να αναδυθούν αμφιβολίες για τις εγκυστωμένες ιδεολογικές μου πεποιθήσεις – αμφιβολίες τις οποίες καμιά φορά κανένας τις ανιχνεύει μέσα του, αλλά για να τις αποκρούσει γίνεται μαχητικότερος υπέρ μιας ορισμένης αντίληψης. Με τον τρόπο αυτό, κάποιος μπορεί και εξασφαλίζει την ενσωμάτωσή του σε μια ορισμένη μάζα. Εντός μιας μάζας κομματικής, πολιτικής κ.ά., ο φανατισμός επιβάλλει την ευθυγράμμιση. Ο Φρόιντ πολύ σωστά το 1920 είπε ότι τα άτομα τα οποία ανήκουν σε μια μάζα στερούνται της ατομικής τους ικανότητας να σκέπτονται κατά του ηγέτη, του αρχηγού (φίρερ), μετατρέπονται σε πανομοιότυτα πολλοστημόρια, φορείς μιας ιδεολογίας η οποία προωθείται προς τα ίδια με την υποβολή των συνθημάτων.
Το σύνθημα και η συγκίνηση
Σύνθημα θα πει ότι δεν αναπτύσσω μια ιδέα, αλλά θέλω, μέσω της ρητορικής μου ικανότητας, να την επιβάλω. Μέσω της συναισθηματικής συγκινήσεως. Ενας πολύ μεγάλος μαρξιστής φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, ο Ερνστ Μπλοχ, συνήθιζε να υπογραμμίζει τον κίνδυνο που προέρχεται από τη συγκινησιακή ισχύ του φασισμού. Μάλιστα πολύ νωρίς είχε διατυπώσει την άποψη ότι δεν θα έπρεπε όλο αυτό το συγκινησιακό δυναμικό που κατακλύζει τους ανθρώπους να εκχωρηθεί μόνο στους φασίστες. Η συγκίνηση λοιπόν διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στις μάζες και κοιτάξτε στη Χρυσή Αυγή πόσο ο ρυθμικός βηματισμός, τα σύμβολα που διαθέτουν δημιουργούν έντονες συγκινήσεις και φανατισμό.
Φανατισμός, επαναλαμβάνω, σημαίνει ότι οι αναδυόμενες μέσα μου αμφιβολίες για το «πιστεύω μου» -κι αυτό δεν αφορά μόνο τους φασίστες, αλλά θα έλεγα όλα τα κόμματα, όλες τις ιδεολογίες- δεν επιτρέπεται να αναδυθούν, διότι χάνω την επαφή με τη μάζα που θα με εξοβελίσει. Από εκεί προέρχεται κι ένας τεράστιος φόβος. Φόβος να μείνω μόνος, πέραν δηλαδή των ορίων της μάζας εντός της οποίας έχω ενσωματωθεί. Ταυτόχρονα, βέβαια, ο φανατισμός εξυπηρετείται από τον εκφοβισμό που δημιουργούν τα ίδια τα ολοκληρωτικά κόμματα. Δηλαδή, όποιος δεν υπακούει θα υποστεί συνέπειες, οι οποίες ειδικά στον εθνικοσοσιαλισμό ήταν φοβερές, τρομακτικές γιατί ο διαφωνών μπορούσε να δολοφονηθεί.
Ο ηγέτης, ο φίρερ, ήταν το μοναδικό πρόσωπο-φορέας της παντοδυναμίας της σκέψεως και όλοι οι υπόλοιποι, η ορδή, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ, όφειλε να υπακούει αναντίρρητα στις απόψεις του ηγέτη. Αυτή η απαίτηση από την ηγεσία αντιστοιχούσε στην βούληση του κάθε πολλοστημορίου που αποτελούσε τη μάζα.
Η εκχώρηση δηλαδή προς τον πατέρα ηγέτη, τον ισόθεο Χίτλερ που λέει και η Χρυσή Αυγή, όλων των δικαιωμάτων της σκέψης μου, όλων των δημοκρατικών μου δικαιωμάτων, αποτελεί μία αρχέγονη επιθυμία του κάθε ατόμου που προέρχεται από την παιδική του ηλικία: Δεν φέρω καμία ευθύνη σε αυτόν τον κόσμο, είναι ο πατέρας και η μητέρα υπεύθυνοι.
Αυτό ο Φρόιντ το έχει αναλύσει στα δοκίμιά του σχετικά με την αρχαϊκή ορδή από την οποία προερχόμαστε όλοι. Γιατί όλοι μας μπορεί να ισχυριζόμαστε ότι είμαστε καλοί δημοκράτες, αλλά μέσα μας υπάρχουν και οι αντίρροπες τάσεις.
Η φανατική απλούστευση
Aς επανέλθουμε, όμως, στην προβληματική τής φανατικής απλούστευσης ή της απλούστευσης των ερμηνειών του κόσμου. Εκείνο το οποίο η ψυχανάλυση και εν μέρει η ψυχιατρική προσπαθεί να κατανοήσει είναι η εγγενής αντινομική υπόσταση του ατόμου, η αμφιθυμία του στο επίπεδο των ταυτίσεών του. Γνωρίζετε ότι ένας τρόπος της ψυχαναλυτικής τεχνικής να αποκαλύψει τα ουσιαστικά κίνητρα της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς είναι η απελευθέρωση των ελεύθερων συνειρμών στη διάρκεια μιας θεραπευτικής διαδικασίας.
Οι ελεύθεροι συνειρμοί οδηγούν στις εσωτερικές αντινομίες, εσωτερικές συγκρούσεις, αντιφάσεις του ατόμου. Δηλαδή, ξαφνικά, ένας που σας διαβεβαιώνει ότι είναι φασίστας ανακαλύπτει ότι έχει επηρεαστεί κι από τη γιαγιά του που ήταν δημοκρατικής εμπνεύσεως – ή και το αντίθετο, όταν κάποιος «δημοκράτης» μπορεί να σας πει αντίστοιχα πόσο τον έχουν συγκινήσει ορισμένες απόψεις του Χίτλερ κατά των Εβραίων. Αυτές τις αντινομίες, όταν το υποκείμενο τις αντιλαμβάνεται, τρομάζει.
Το να δει κανένας διαφορές, κι εδώ συμπληρώνω ότι ένας μηχανισμός παθολογικός είναι και ο μηχανισμός της σχάσης που χωρίζει τα αντικείμενα σε καλά και σε κακά. Το να βρει κανένας εκείνες τις συνθετικές διαδρομές που θα επιτρέπουν να αποφύγουμε το μονόδρομο, να τον υπερβούμε και να δούμε τα πολλαπλά αίτια και καμιά φορά ακόμα και τις καλές όψεις του αντιπάλου αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο.
Ο εκφοβισμός πολλές φορές στα πολιτικά κόμματα διατυπώνεται με την έννοια του προδότη. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το αντέξεις άμα είσαι σε μια ομάδα στην οποία ανήκεις για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στον εθνικοσοσιαλισμό, αυτό ίσχυε απόλυτα, αλλά το είδαμε προπολεμικά και μεταπολεμικά και σε ορισμένα κόμματα της Αριστεράς. Πολλά θα είχε αποφύγει ο κομμουνισμός αν επέτρεπε την εκδήλωση της διαφοράς που άλλωστε ήταν σύμφυτη με την κοσμοθεωρία του.
Διαβάστε
● Albert Einstein, et al.
«Φωνές από τη Βαϊμάρη» (μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Υψιλον, Αθήνα 2011)
Συλλογή κειμένων από τη γερμανική προναζιστική περίοδο. Περιλαμβάνεται η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αϊνστάιν και Φρόιντ γύρο από τον πόλεμο και τη βία τις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
● Σίγκμουντ Φρόιντ
«Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο» (μετάφραση Λ. Αναγνώστου, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1998)
● Σίγκμουντ Φρόιντ
«Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» (μετάφραση Αβραάμ Κοέν, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ.)
Συνδεθείτε
http://www.psych.gr
Ο ιστότοπος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Περιλαμβάνει τους τόμους του περιοδικού «Ψυχιατρική». Από τα πρόσφατα άρθρα ξεχωρίζουμε το κείμενο του ομότιμου καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μιχάλη Γ. Μαδιανού «Οικονομική κρίση, ψυχική υγεία και ψυχιατρική περίθαλψη: Tι απέγινε η «Μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα;» (Τόμος 24, Τεύχος 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013) και των Βασίλη Π. Κονταξάκη (καθηγητής Κλινικής & Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Μπεάτας Ι. Χαβάκη-Κονταξάκη (επίκ. καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών) «Οι συνέπειες των μεγάλων οικονομικών κρίσεων στη σωματική και ψυχική υγεία των πολιτών» (Τόμος 23, Τεύχος 2, Απρίλιος-Ιούνιος 2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου