Όλοι το θυμήθηκαν αργά
Ότι ήταν κάποτε και αυτοί παιδιά
Και τους άρεσε να πολεμάνε
Τώρα γέροι αν τους ακούσεις όλο γι’ αυτά μιλάνε
The Boy
Ήταν ένα αυτοκόλλητο πάνω στο ψυγείο. Έγραφε: «
Το ότι έχουμε τον Δεκέμβρη μέσα μας, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον βγάζουμε πού και πού προς τα έξω».
***
Οι αφηγήσεις του Δεκέμβρη συνήθως σταματάνε στην ηρωικότητα των ημερών. Λίγοι μιλούν για την απογοήτευση που ακολούθησε· για αυτούς και αυτές που δεν την «πάλεψαν», για αυτούς και αυτές που «υπέγραψαν», για αυτούς και για αυτές που την έκαναν από δω. Ο Δεκέμβρης άλλωστε πολύ γρήγορα έγινε θέαμα, θέμα διδακτορικών διατριβών, καλαίσθητα ημερολόγια, φθηνές ρεκλάμες και άψυχα στιχάκια.
Όταν γράφαμε στους τοίχους «Ο Δεκέμβρης ήταν μόνο η αρχή» και πιστεύαμε σε κάθε λέξη αυτής της φράσης, κανείς δεν έβλεπε ότι ο Δεκέμβρης ήταν συγχρόνως και ένα τέλος –ένα τέλος βαθιά χωμένο στο άνοιγμα ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό. Από τότε η μηχανή στο τρένο αυτής της ελπίδας έχει χαλάσει και καθόμαστε ώρες σε κάποιον επαρχιακό σταθμό περιμένοντας την αλλαγή της. Εν τω μεταξύ φασίστες έκαναν την εμφάνισή τους, οι λέξεις «ένσημα», «μισθός» και «νοίκι» μπήκαν στην καθημερινή κουβέντα, κάποιοι φίλοι και φίλες έκαναν παιδιά, άλλοι/-ες άρχισαν να παίρνουν χάπια και άλλοι/-ες κυνήγησαν ακαδημαϊκές καριέρες· η αυλή της Βίλας χάθηκε, πολλοί και πολλές πιέστηκαν να αφεθούν στο τέρας της καθημερινότητας που τους κατέτρωγε και άλλοι/-ες φόρεσαν παντόφλες και άνοιξαν την τηλεόρασή τους. Οι ελληνικές σημαίες έπνιξαν τον χώρο και ο χρόνος δεν κερδήθηκε ποτέ.