Ένα κείμενο του 2010, αναδημοσίευση από το «σφυροδρέπανο»
Το μυαλό μου νυστάζει. Κινείται νωθρά, σοβιετικά. Τρέχει κουρασμένο πίσω από συναρπαστικά αδιάφορες καταστάσεις που το κουράζουν περισσότερο και καταλήγει κουρασμένο, χωρίς να έχει κάνει τίποτα. Που είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινότητας στον καπιταλισμό.
Μια ζωή ναρκοπέδιο, γεμάτη νάρκες και ναρκωτικά που υπνωτίζουν συνειδήσεις. Και να ‘ταν μόνο οι ουσίες.
Ναρκωτικά υπάρχουν πολλά, νουνού όμως ένα.
Παλιά που ο κόσμος δεν είχε να φάει, έπρεπε πρώτα να καλύψει τις ζωώδεις ανάγκες του για να ξεχωρίσει απ’ τα ζώα και να πιάσει το κατεξοχήν ανθρώπινο, τον κομμουνισμό.
Στη δεκαετία με τις βάτες, το νηστικό αρκούδι έφαγε, βολεύτηκε κι έγινε πολύ βαρύ και νυσταλέο για να χορέψει. Έκτοτε κοιμάται τόσο βαριά που όταν ξυπνάει το άλλο πρωί δε μπορεί να θυμηθεί τα όνειρά του, που είναι ο εφιάλτης των αστών.
Ενώ εμένα μου κόβει και κάνω ανήσυχο ύπνο. Ενίοτε ροχαλίζω κιόλας μήπως αφυπνίσω τις συνειδήσεις των γύρω μου.
Νυστάζω στις πορείες που δεν έχουν παλμό, σε αυτές που προσποιούνται ότι έχουν, στις άτονες εκδηλώσεις, καμιά φορά κι όταν διαβάζω -και ξέρω πως όταν πιάσω δουλειά θα με παίρνει ο ύπνος στη δεύτερη σελίδα.