Του Κ. Ηροδότου
Η κρίση θέτει αλλιώς τα προβλήματα. Πώς αλλιώς ένας μελετητής του Ντερριντά ή του Μπαντιού θα παραδεχόταν ότι το πρόβλημα, σήμερα, είναι πως δεν υπάρχει μια ουτοπία για να πιστέψουμε σ' αυτή; Και πώς αλλιώς ένας άριστος γνώστης του Προντόν θα ενέσκηπτε στον Φον Μίζες και στον Χάγεκ, στους θεωρητικούς του φιλελευθερισμού, για να οργανώσει συνομιλώντας κατ'ευθείαν με τους κλασικούς την αντίθεση του σε ότι θεωρεί ότι παρατείνει την κρίση, βυθίζοντας στην απόγνωση τους ευρωπαϊκούς λαούς. Μια συνομιλία με τον καθηγητή Ζορζ Ναβέ είναι έναυσμα για παραπέρα προβληματισμό. Με τον καθηγητή Ναβέ συναντηθήκαμε στο Πανεπιστήμιο όπου εργάζεται και είχαμε τη συνομιλία που ακολουθεί:
- Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «κρίσης» στο επίπεδο της πολιτικής; Το ελληνικό παράδειγμα προσφέρει κλειδιά για μια τέτοια προσέγγιση;
Δεν θα διδάξω σε σας ότι η λέξη «κρίση» είναι πρώτα μια ελληνική λέξη, που περιέγραφε, στην ιατρική, τη στιγμή της ραγδαίας επιδείνωσης της αρρώστιας• είναι η στιγμή κατά την οποία είτε η επιδείνωση θα υποχωρούσε και ο άρρωστος θα ζούσε, δηλαδή θα ξαναζούσε, είτε η επιδείνωση θα θριάμβευε και ο άρρωστος θα πέθαινε. Η στιγμή χαρακτηριζόταν από τη βραχύτητά της. Υπάρχει κρίση στην Ελλάδα με αυτή την έννοια σήμερα; Η οικονομία και η κυριαρχία της, μας έκαναν να συνηθίσουμε, χωρίς να εκπλησσόμαστε από το παράδοξο, σε μακρές «κρίσεις», σε κρίσεις που δεν έχουν τέλος. Αυτό που παίζεται, επομένως, δεν είναι η ίδια η διαφορά, που θεωρούσαμε άλλοτε διακριτή, προφανή, μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Οι καρκινικές μεταστάσεις, παρ' ότι θανατηφόρες για τον οργανισμό στον οποίο παρασιτούν, είναι κι αυτές ζωντανές. Οι μεταστάσεις που προσβάλλουν την Ελλάδα προέρχονται προφανώς από τον λεγόμενο «οικονομικό» καπιταλισμό, που δεν αρθρώνεται παρά με όρους χρέους και εξόφλησης, με οφειλέτες και δανειοδότες και που απαιτεί από τον οφειλέτη την εξόφληση. Η απαίτηση δεν σταματά εκεί: πρέπει ο οφειλέτης να κατασκευαστεί ή να ξανακατασκευαστεί, να πειθαρχήσει, θα λέγαμε, στη γενική λογική του δανειολήπτη και του δανειοδότη. Με δυο λέξεις, η αρρώστια γίνεται γιατρός, προτείνοντας ως θεραπεία την ίδια της την εξάπλωση, με καταστροφικές συνέπειες, κυρίως για τα πιο αδύναμα τμήματα του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο, μια ολόκληρη χώρα κυριαρχείται από τους θηρευτές (που μπορούν εξ άλλου να είναι και Έλληνες), πανταχού παρόντες αλλά και αόρατους, οι οποίοι δεν έχουν συμφέρον να σκοτώσουν τη λεία που απομυζούν, αλλά να εδραιώσουν την κυριαρχία τους πάνω της. Το συμφέρον τους είναι να επιζήσει, και να προικιστεί χάριν μιας κυβέρνησης που θα διευκολύνει την επιρροή τους ή δεν θα είναι παρά διάμεσος. Η οικονομική κρίση προεκτείνεται σε πολιτική, σε κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης: πώς να πιστέψουμε σε μια πολιτική συνδεδεμένη με το γιατρό, το θηρευτή ή το παράσιτο; Όσον αφορά τους άλλους πολιτικούς μνηστήρες του ρόλου του γιατρού, ο ένας (ας πούμε εν τάχει, η άκρα Δεξιά) δεν είναι παρά μια απάτη, ακόμη πιο ολέθρια, η οποία εν μέσω εθνικιστικών τυμπανοκρουσιών θα έδινε έδαφος στον ίδιο γιατρό, ο άλλος (ας πούμε εν τάχει, η άκρα Αριστερά που επιθυμεί τη ρήξη με τον καπιταλισμό) δεν θα είχε καμία τύχη, παρά μόνο αν γινόταν το προοίμιο μιας πιο γενικευμένης επανάστασης, που θα ήταν πράγματι στην ίδια κλίμακα με τον θηρευτή.