Του Γιώργου Καλαντζόπουλου
1. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου από την πρώτη μέρα που εκδηλώθηκε, τρόμαξε την χούντα της 21ης Απριλίου αλλά και ξάφνιασε τα επιτελεία της παραδοσιακής Αριστεράς. Δεν χωρούσε στα σχέδιά τους, ήταν κάτι πέρα από τη συντεταγμένη λαϊκή πάλη με τα μεταβατικά προγράμματα για τον σοσιαλισμό (είτε αυτά περιλάμβαναν ως ιστορικό στάδιο την «φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη», είτε όχι). Συνήθως σε ανάλογα συμβάντα οι πολιτικοί μηχανισμοί της Αριστεράς λαμβάνουν την θέση παρατηρητή, αναμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες. Συνέβαλε σε αυτό και το ξαφνικό φούντωμα της εξέγερσης καθώς και οι συνθήκες παρανομίας, που δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Αντίθετα, οι Άνθρωποι της Αριστεράς που βρέθηκαν παρόντες στην εξέγερση, έλαβαν ενεργό μέρος. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή τους στην “συντονιστική επιτροπή”. Η συντονιστική έλεγχε τον ραδιοφωνικό σταθμό, τις ηχητικές εγκαταστάσεις, το ιατρείο και γενικότερα τον χώρο του Πολυτεχνείου. Όμως ο κόσμος της εξέγερσης ήταν ευρύτερος, συμπεριλάμβανε όλους όσους συμμετείχαν ή συμπαραστέκονταν στην εξέγερση με πολλούς τρόπους, με δράσεις μέσα και έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου και φώναζε τα δικά του συνθήματα. Με όχημα τις προϋπάρχουσες δομές του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος και την φωνή του ραδιοφωνικού σταθμού, η φωτιά της εξέγερσης μεταδόθηκε σ’ όλη την χώρα. Έκανε αισθητή την παρουσία της με καταλήψεις πανεπιστημίων και σε άλλες πόλεις της χώρας.
2. Το σύνθημα «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» είναι μια μυθοπλασία που κατασκευάστηκε από την Αριστερά στην μεταπολίτευση για να εγγράψει αυτό το “συμβάν” στους αγώνες και την στρατηγική της (ενδεικτικά συνθήματα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου). Με αυτή την έννοια, επιχειρεί να αναδιαμορφώσει την στρατηγική αντίληψη της υπαρκτής Αριστεράς για την κοινωνική Αλλαγή. Αρκεί όμως ένα «σύνθημα» για να γίνει αυτό;
Το Πολυτεχνείο ήταν ένα «συμβάν» με την μορφή της ασυνέχειας και της υπέρβασης του Αντιδικτατορικού κινήματος, σε αντίθεση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το οποίο ήταν ένα οργανωμένο παλλαϊκό κίνημα, ένα υπόδειγμα παγκόσμιας εμβέλειας του “υπαρκτού” κομμουνισμού της εποχής του, εμβληματικό ως προς την οργάνωση του αγώνα για τη λαϊκή κυριαρχία και τη μάχη ενάντια στον φασισμό.
Συμβάντα σαν το Πολυτεχνείο (εξεγέρσεις) δεν εντάσσονται στις επιλογές της παραδοσιακής Αριστεράς ως στρατηγικοί στόχοι, όπως οι «επαναστάσεις» αλλά σαν μια ιδιαίτερη μορφή λαϊκών αγώνων που αποτελούν τα αυθόρμητα ξεσπάσματα. Μερικές φορές, όταν οι πολιτικές στοχεύσεις των εξεγέρσεων δεν συνάδουν με τα δικά της προτάγματα, αναζητεί τους «υποκινητές» τους...
Επίσης, η εκκρεμότητα που έχει η ελληνική Αριστερά με την ΕΑΜική της ιστορία, δεν μπορεί να διευθετηθεί με το να προσπαθεί να επαναλαμβάνει το ίδιο πείραμα (ένα μέτωπο με τον πολιτικό και τον οργανωτικό έλεγχο κομματικών μηχανισμών της Αριστεράς), το οποίο οδήγησε σε μια ήττα, χωρίς να δώσει πειστικές απαντήσεις στα ζητήματα που παραμένουν ακόμα ανοικτά: Η μη ολοκλήρωση του αγώνα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ για λαϊκή κυριαρχία, είναι μια ιστορική εκκρεμότητα που παραμένει πάντα επίκαιρη. Αυτή η εκκρεμότητα δεν μπορεί να απαντηθεί αναζητώντας έναν άλλον ελιγμό στον ...Γράμμο, ως αντίδοτο για την πολιτική παράδοση στην ...Βάρκιζα.
Το χάσμα ανάμεσα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και το ΕΑΜ δεν γεφυρώνεται πολιτικά με ένα σύνθημα: Ως γνωστόν, το ΕΑΜ θα ήταν άδειο πουκάμισο χωρίς τον ΕΛΑΣ στον αντιφασιστικό αγώνα και στη διεκδίκηση της λαϊκής εξουσίας. Το ΕΑΜ ηττήθηκε πολιτικά όταν ο ΕΛΑΣ (υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ) παρέδωσε τα όπλα… Στο Πολυτεχνείο δεν έπεσε ούτε μια ντουφεκιά από τους εξεγερμένους.
Η ήττα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ έφερε το μετεμφυλιακό κράτος. Αντίθετα, το “ηττημένο” Πολυτεχνείο, που έφερε την ανασύνταξη του πολιτικού μηχανισμού του κράτους, ως μια πιο σκληρή χούντα, την χούντα του Ιωαννίδη και ακύρωσε κάθε μορφής “φιλελευθεροποίησης” του καθεστώτος, ταυτόχρονα όμως δημιούργησε ρωγμή στο κράτος (ως κοινωνική σχέση), μέσα από την οποία αναδείχθηκε ως εφικτό το αδύνατο, αυτό που ήταν πέρα από τους πολιτικούς σχεδιασμούς όλων των πολιτικών μηχανισμών εκείνης της εποχής:
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν το “φάντασμα” του κομμουνισμού στην ελληνική εκδοχή του, που νίκησε τελικά τα τανκς της χούντας. Σφράγισε την επικυρωτική πράξη της μεταπολίτευσης αποτυπώνοντας τον κοινωνικό συσχετισμό (μια μορφή διεύρυνσης της λαϊκής κυριαρχίας), ως αναγκαία συνθήκη για την ανασύνταξη και την συνοχή συνολικά της κρατικής σχέσης, μπροστά στην παράλυση του πολιτικού μηχανισμού του κράτους, η οποία εκδηλώθηκε ανοικτά κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Αργότερα το 81, το Πολυτεχνείο στιγμάτισε ξανά την κρατική σχέση, όχι φέρνοντας την 18η Οκτώβρη το σοσιαλισμό όπως προανήγγειλε τότε το ΠΑΣΟΚ, αλλά την κατάργηση του κράτους της Δεξιάς.
3. Η ιστορία της εξέγερσης γράφτηκε μετά, στην μεταπολίτευση, πολλές φορές, για τις ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας. Όταν οι ηττημένοι παραιτούνται από την προβολή της δικής τους εκδοχής, τότε γίνεται εύκολη ακόμα και η αντιστροφή της ιστορίας από τους κυρίαρχους.
Ας δούμε ένα παράδειγμα, το οποίο είχε άλλη πολιτική σηματοδότηση τότε και άλλη σήμερα, όπου όλοι αναρωτιόμαστε για το που πηγαίνει η Ευρώπη. Την εποχή του Πολυτεχνείου στην Ευρώπη κυριαρχούσε η σοσιαλδημοκρατία, που αναδύθηκε ως υπόδειγμα μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Η χώρα μας δεν έζησε την σοσιαλδημοκρατία όπως η υπόλοιπη Ευρώπη, με το μετεμφυλιακό κράτος και την χούντα της 21ης Απριλίου. Ορισμένα χαρακτηριστικά της σοσιαλδημοκρατίας εμπεδώθηκαν με καθυστέρηση, από το ΠΑΣΟΚ μετά το 81, σε μια εποχή που είχε ήδη αρχίσει στην Ευρώπη να κάνει δυναμικά την εμφάνισή του νεοφιλελευθερισμός ως Θατσερισμός, από το τέλος της δεκαετίας του 70.
Ο ιδεολογικός αντιπρόσωπος του νεοφιλελευθερισμού στην χώρα μας ήταν ιστορικά το κόμμα της ΝΔ, όμως το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε ως ο πολιτικός εισαγωγέας της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Συνεχίστηκε αυτή η δουλειά μέχρι σήμερα, απ’ όλες τις επόμενες κυβερνήσεις.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι την εποχή του Πολυτεχνείου το “ανήκομεν εις την Δύσιν” δεν το είπε ο Καραμανλής, αλλά το “Πολυτεχνείο”:
Το αντιδικτατορικό κίνημα αναπτύχθηκε κάτω από τους απόηχους του Μάη του 68 και των κινημάτων ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ, κινήματα που φούντωσαν στην Δύση. Οι σχέσεις του με την Δύση, πολιτικές, ιδεολογικές και όχι μόνο, ήταν μεγάλες σε αντίθεση με την χούντα της 21ης Απριλίου, η οποία είχε την γραμμή του περήφανου εθνικού απομονωτισμού. Το σύνθημα “Ελλάς Ελλήνων χριστιανών” εξέφραζε ακριβώς αυτή την στάση ενάντια στην πολυπολιτισμική Δύση και τον υπαρκτό κομμουνισμό.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις ανδρώθηκαν στην Δύση. Πολλές πολιτικές παρεμβάσεις είχαν ως αποδέκτες τις Κυβερνήσεις της Δύσης και ζητούσαν να ληφθούν μέτρα κατά της χούντας για την προστασία των “ανθρώπινων δικαιωμάτων”, δηλαδή, κάτι ανάλογο με αυτό που έκαναν προηγούμενα χρόνια αντιστασιακές οργανώσεις σε αραβικές χώρες και αλλού.
Αυτό ακριβώς το πάνδημο κλίμα εξέφρασε ο Καραμανλής όταν διατύπωσε την γνωστή φράση “ανήκομεν εις την Δύσιν”, διαμορφώνοντας τους όρους συναίνεσης στο πρόσωπό του. Για τον ίδιο λόγο νομιμοποιήθηκαν οι κομμουνιστικές οργανώσεις και κόμματα, σε αρμονία με το πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού καθεστώτος της Δυτικής γειτονιά μας, της Ευρώπης.
Η απάντηση του Α. Παπανδρέου στις αρχές της μεταπολίτευσης: “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, ήταν η επισήμανση ότι η Δύση είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλάζει, αλλά και ότι το αίτημα της “απεξάρτησης” της χώρας παρέμεινε ανεκπλήρωτο...
4. Η μεταπολίτευση στην πολιτική σκηνή, δεν έφερε μόνον τον Καραμανλή αλλά ανέδειξε και τους “καταξιωμένους” αγωνιστές, που στελέχωσαν το πολιτικό προσωπικό του κράτους. Αυτή η αγωνιστική εκπροσώπηση της συλλογικής μνήμης της εξέγερσης στο πολιτικό σύστημα, χειραγωγήθηκε για τις πολιτικές ανάγκες των κομματικών μηχανισμών της Αριστεράς μέσα από μια ιδιοτελή πρακτική κατασκευής επωνυμίας, που απέβλεπε να συνδέσει τα αγωνιστικά παράσημα με τις κομματικές επωμίδες. Δεν πρόκειται για τις προσωπικές στρατηγικές πολιτικής και κοινωνικής ανέλιξης με τις οποίες κάποιοι αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα επεδίωξαν να εξαργυρώσουν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές. Οι περισσότεροι "καταξιωμένοι" δεν είχαν τέτοιες προθέσεις (τουλάχιστον στην αρχή), όταν αποδέχονταν αυτό το ρόλο στη πολιτική σκηνή. Πρόκειται για μια μαζική πολιτική πρακτική που επιλέχθηκε από όλους τους κομματικούς μηχανισμούς ως βασικό εργαλείο παραγωγής/επιλογής πολιτικού προσωπικού στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Λύση ανάγκης σε μια εποχή, που το παλαιό προσωπικό του πολιτικού συστήματος ήταν απαξιωμένο στην συνείδηση των λαϊκών μαζών. Ήταν μια ευκαιρία αποκατάστασης της τιμής όλων σχεδόν των πολιτικών μηχανισμών, τιμή, που και αυτή είχε υποστεί ρωγμές από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η πρακτική αυτή είχε ένα τίμημα για την Αριστερά: κατάργησε τους ιδεολογικούς και πολιτικούς φραγμούς ανάμεσα στον “αγωνιστή” και τον “παράγοντα”. Σε συνθήκες που το κίνημα είναι στην άκρη, οι παράγοντες αφθονούν.
Δυστυχώς είναι βαριά αυτή η κληρονομιά, μεταβιβάστηκε και στις επόμενες γενιές. Σήμερα η υπαρκτή Αριστερά των μηχανισμών από παράγοντες πάει καλά, από Πολιτική πάσχει!…
5. Σήμερα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε…
Αυτό που έχει περισσότερο εκσυγχρονισθεί, είναι το ίδιο το κράτος στο πεδίο της καταστολής και της χειραγώγησης των λαϊκών αντιστάσεων: Μπροστά στη σύγχρονη “Αστυνομία” της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας, με τα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, την οργάνωση, τον εξοπλισμό και τις τεχνικές των δυνάμεων καταστολής, οι καπελάκηδες αστυνομικοί και οι χαφιέδες της χούντας είναι φιγούρες πολιτικής γελοιογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου