Αναδημοσίευση από το RProject
του Ηλία Ιωακείμογλου
Αν αληθεύουν οι δημοσιογραφικές πληροφορίες, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να νομοθετήσει τη δυνατότητα διαγραφής κάθε είδους φορολογικής οφειλής των επιχειρήσεων προς το κράτος, εξαιρώντας μόνο το Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών και το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
Αυτό θα γίνεται, από ό,τι φαίνεται, μέσω ενός «εξωδικαστικού μηχανισμού», που θα διευθετήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των επιχειρήσεων σε Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και προμηθευτές. Αυτό δεν θα αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων, αλλά όσες υπερβαίνουν ένα ελάχιστο μέγεθος (πιθανόν 50 χιλιάδες ευρώ τζίρος) και είναι βιώσιμες, που σημαίνει ότι είναι ικανές να παράγουν ικανοποιητική μάζα κερδών, τόκων και προσόδων (να έχουν δηλαδή κερδοφορία την οποία μπορούν να κρίνουν ως ικανοποιητική οι κάτοχοι κεφαλαίου στην τρέχουσα συγκυρία). Επιπλέον, η διαγραφή οφειλών δεν αφορά ελεύθερους επαγγελματίες που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα.
Η ρύθμιση αυτή εκ των πραγμάτων θα πραγματοποιηθεί εις βάρος του Δημοσίου, άρα των δημοσίων εσόδων. Το Δημόσιο, όμως, δεν παράγει αυτό το ίδιο αξία για να αφαιρεθεί από αυτήν η ζημιά, και τα έσοδά του προέρχονται σε τελευταία ανάλυση από δύο μόνο άλλες πηγές: από τα εισοδήματα της εργασίας και τα εισοδήματα της ιδιοκτησίας. Η επιλεκτική «σεισάχθεια» υπέρ των εισοδημάτων της ιδιοκτησίας, όποια μορφή και αν πάρει, αποτελεί αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των κυριαρχούμενων τάξεων, διότι «στο τέλος της ημέρας» τα έσοδα του Δημοσίου οφείλουν να έχουν το ίδιο ύψος όπως πριν, αυτό που έχει προκαθοριστεί από την οικονομική πολιτική και τα μνημόνια. Έτσι, όταν διαγράφεται η φορολογική οφειλή της μιας πλευράς, αντίστοιχα επιβαρύνεται η άλλη, όχι αναγκαστικά αμέσως, αλλά σίγουρα σε βάθος χρόνου. Αυτό βεβαίως ισχύει και για τα ασφαλιστικά ταμεία, διότι η μείωση των οφειλών θα αντισταθμιστεί, κάποια στιγμή, από μείωση του ύψους των συντάξεων ή αύξηση των εισφορών. Με δυο λόγια, κάθε επιλεκτική διαγραφή οφειλής του κεφαλαίου αυξάνει το δικαίωμα της κυρίαρχης τάξης, της αστικής τάξης, επί της μελλοντικής εργασίας των κυριαρχούμενων τάξεων.
Η σχεδιαζόμενη επιλεκτική «σεισάχθεια» υπέρ των επιχειρήσεων, εάν τελικά πραγματοποιηθεί, θα αποτελεί αναδιανομή που δεν θα προκύψει μέσα από τους μηχανισμούς της κανονικής λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μέσα από τη λειτουργία της αγοράς εργασίας ή της αγοράς χρήματος και κεφαλαίου, αλλά για αναδιανομή με διοικητική απόφαση η οποία θα επιβάλει διά της βίας τη μεταφορά εισοδήματος από τους πιο αδύναμους στους πιο ισχυρούς. Αποτελεί, λοιπόν, μια μορφή πλιάτσικου ‒ενός πλιάτσικου νομιμοποιημένου όμως, επειδή αποφασίζει γι’ αυτό το κράτος, το οποίο, ως γνωστόν, βρίσκεται πάνω από τους νόμους αφού αυτό τους φτιάχνει.
Εν τω μεταξύ, ο Τσίπρας προχωράει σε αυτό που δεν τόλμησε ο Σαμαράς (φοβούμενος μια ενδεχόμενη διάρρηξη της συμμαχίας της αστικής τάξης με τις μικροαστικές μάζες) και έχει εκκινήσει τη διαδικασία των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, η οποία αποτελεί νέο στάδιο στην πορεία της μεγάλης αναδιανομής από τις εργαζόμενες τάξεις στην τάξη των κατόχων κεφαλαίου και του υπηρετικού τους προσωπικού. Μέχρι το τέλος του 2016 θα πραγματοποιηθούν δύο έως πέντε χιλιάδες πλειστηριασμοί, ενώ για το 2017 αναμένονται ακόμη 50.000 κατασχέσεις και 15.000 πλειστηριασμοί. Με λίγες εξαιρέσεις, τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης αφορούν νοικοκυριά των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων. Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας, ξεκινάει η εκστρατεία για την ιδιοποίηση, εκ μέρους του κεφαλαίου, της παρελθούσας εργασίας των εργαζόμενων τάξεων που τους παραχωρήθηκε προκειμένου να συντηρηθούν, να αναπαραχθούν, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι σεβαστοί από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της εργασίας είναι αποκρυσταλλωμένη στις ιδιόκτητες κατοικίες που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενες τάξεις για τη βιολογική και κοινωνική τους αναπαραγωγή. Οι πλειστηριασμοί κατοικιών, εάν δεν ανακοπούν τελικά, θα αποτελέσουν ένα δεύτερο τεράστιο κύμα αναδιανομής του εισοδήματος σε όφελος του κεφαλαίου ‒του οποίου η απαίτηση επί της μελλοντικής εργασίας των εργαζόμενων τάξεων θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη, διότι τα κατασχεθέντα ακίνητα από αξίες χρήσης θα μετατραπούν σε κεφάλαιο, θα αποκτήσουν και αυτά το χαρακτήρα κεφαλαίου που διψάει για ανθρώπινη εργασία.
Αυτά έρχονται να προστεθούν στην ατέλειωτη σειρά των άλλων κρατικών παρεμβάσεων της μνημονιακής περιόδου που αποσκοπούν στη μεταφορά εισοδήματος και πλούτου από τους κυριαρχούμενους στους κυρίαρχους, από την εργασία στο κεφάλαιο: από τις μειώσεις των μισθών στον δημόσιο τομέα με το πρώτο μνημόνιο έως την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και τη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα με το δεύτερο μνημόνιο, και από τη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο ώστε να δεσμευτεί η μελλοντική εργασία των εργαζόμενων τάξεων στην αποπληρωμή του έως τους πλειστηριασμούς και την επιλεκτική «σεισάχθεια» υπέρ των επιχειρήσεων, όλα συγκροτούν μια μακρά σειρά παρεμβάσεων οι οποίες υφαίνουν το καθεστώς του πειθαρχικού νεοφιλελευθερισμού, όπου οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις καταναγκάζονται, στην αρχή διοικητικά και στη συνέχεια θεσμικά, να προσφέρουν δωρεάν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους τώρα και να δεσμεύονται ότι το ίδιο θα κάνουν και στο διηνεκές.
Ο εχθρός, λοιπόν, βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας και η μόνη ρεαλιστική πολιτική λύση, μεσοπρόθεσμα, είναι να του επιβάλουν οι δυνάμεις της εργασίας το δικό τους μνημόνιο, το Μνημόνιο στο Κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου