Απόσπασμα από την ομιλία της Ιωάννας Καρυστιάνη στην ημερίδα της ΕΕΣΣΚΕΨΟ με θέμα «Συλλογική και Ατομική Ταυτότητα σε Περιόδους Αποσταθεροποίησης» που έγινε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2016. Ολόκληρο το κείμενο εδώ: Ιωάννα Καρυστιάνη: Ο Ένας και οι Άλλοι
Το ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «τώρα τι λέμε;», γυμνό, δεινό και ακόμη αναπάντητο.
Ως πολίτης, μπούχτισα υπολογισμούς της ποσόστωσης, πόσο φταίνε οι ξένοι, πόσο εμείς, απελπίστηκα με τις παροξυσμικές αντιμαχίες πολλών σεσημασμένων, παραιτήθηκα από την αναμονή του περίφημου σχεδίου ανασυγκρότησης που μένει σκέτη επικεφαλίδα σε άγραφο τόμο, αποκαρδιώθηκα και με το «υπερεγώ» ηγεσιών της αριστεράς που δεν ξέρω ποιοι παλιοί ή νέοι θρίαμβοι το δικαιολογούν.
Διάφορες ορεξάτες συλλογικότητες διεκδικούν μουδιασμένους, ταλαιπωρημένους και εξαπατημένους πολίτες μόνον ως ψηφοφόρους κι αναρωτιέμαι εάν και πότε επιτέλους θα νοηματοδοτούμε δίχως παχιά λόγια την πραγματικότητα.
Ελάχιστο και συνάμα μέγιστο ζητούμενο η ειλικρίνεια, θεμέλιος λίθος για νέο συλλογικό πλαίσιο, απαραίτητη εγγύηση για το συμβόλαιο επανεκκίνησης.
Μήπως το αίτημα ρομαντικό και παλιομοδίτικο σε εποχές κυνισμού; Μήπως τα αυτιά και τα χείλη μας συνήθισαν να πορεύονται με ψέματα, με μισόλογα, με κούφια λόγια; Μήπως πήραμε απόφαση την ήττα μας;
Ειλικρινά, δεν το πιστεύω.
Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων θα μπορούσαν πάντως να κάνουν καλή δουλειά. Η ειλικρίνεια, η ατομική ευθύνη, η συγκρότηση εαυτού-πολίτη είναι ζητήματα καλλιέργειας. Η σχολική αίθουσα είναι εύφορο έδαφος για καλούς ή κακούς καρπούς.
Κυρίες και κύριοι,
Όποτε λοξοδρομώ προς πιο πολιτικά μονοπάτια, σαν να αποσταθεροποιούμαι σύγκορμη, σαν να αποσυσχετίζομαι από τον πιο αληθινό εαυτό μου, σαν να συναινώ παρά τη θέλησή μου σ’ αυτό που νιώθω ως εκβιασμό και αιχμαλωσία των καλλιτεχνών, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να φωτογραφίζουν, να σκηνοθετούν, να ερμηνεύουν, να τραγουδούν την κρίση ή, ακόμη χειρότερα, να επινοούν τραβηγμένους από τα μαλλιά συμβολισμούς και αλληγορίες ώστε να μην κατηγορηθούν ως αδιάφοροι για τα δεινά του κόσμου, ως άσχετοι.
Ώρες-ώρες, αναρωτιέμαι μήπως η μονοθεματική επιταγή να διυλίζουμε επιπτώσεις τείνει να μεταποιήσει τελικά όλη τη ζωή σε μια αλληλουχία συνεπειών, σε μια γιγαντιαία συνέπεια.
Αντέχεται; Μήπως συμβάλλει στην αύξηση της παθητικότητας, της απομόνωσης, του φόβου;
«Ο φόβος είναι σκουλήκι στο μυαλό», έβαλα έναν ήρωα να λέει, φοβισμένη και η ίδια.
Στην τέχνη, ελληνική και παγκόσμια, παλιά και σύγχρονη, γυρεύω ανάσες, συντροφιά, διαχρονία, ορίζοντα, νόστο για ανθρωπιά.
Αmarcord του Φελλίνι
Βλέπω το Amarcord του Φελλίνι και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου.
Διαβάζω τις μαντινάδες που μάζεψε κάποτε η Μαρία Λιουδάκη με βοηθό τον 16χρονο τότε Ναπολέοντα Σουκατζίδη και σιγοτραγουδώ μαζί τους πάθη και παθήματα, λύπες και χαρές με μύριες αισθαντικές λέξεις.
Σκυμμένη στα δικά μου χαρτιά, διεκδικώ τα απλά που εκδιώκονται από τις στρατηγικές της αμνημοσύνης, της αποπροσωποίησης, της αγελαίας μεταχείρισης του πλήθους, όσα συνιστούν μια πλήρη ανθρώπινη ύπαρξη, τη σημασία του ενός.
Με ονοματεπώνυμο, έστω άσημο.
Με τόπο καταγωγής, έστω ασήμαντο.
Με καθημερινότητα, έστω άδοξη.
Με ατομική συνείδηση για όποιο βαρύ κι ασήκωτο σακί ή έστω σακουλάκι, ουδείς άμεμπτος.
Με προσωπική φωνή και ματιά.
Με τρεχούμενα συναισθήματα.
Με ατομικές επιθυμίες.
Οι άνθρωποι παντού και πάντοτε έχουν δικαίωμα να ευχαριστηθούν έναν έρωτα, να γλεντήσουν, να χαρούν μια χορταστική βόλτα ανεμελιάς, να έχουν το χρόνο να θρηνήσουν με την ψυχή τους το χαμό αγαπημένου, να μην αποστερούνται έναν προς έναν τους λόγους που σε κάνουν να έχεις έναν πόνο για τον τόπο σου, να θυμάσαι, να υπολογίζεις τον άλλον, να νιώθεις, να νιώθεις βαθειά, να λυπάσαι αληθινά, να αγαπάς πολύ.
«Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι νάχει καρδιά», λέει ο Τάσος Λειβαδίτης.
Αν δεν αγαπάς, δεν ονειρεύεσαι, δεν αγωνίζεσαι, δεν αποζητάς συμμετοχή σε μια συλλογικότητα που αντιστέκεται μετά λόγου γνώσεως και με σθένος στη μετατροπή των ανθρώπων σε χειραγωγήσιμα εξαρτήματα των επιδιώξεων του κάθε δυνάστη, του κάθε “χαρισματικού’’».
Θα υπάρξουν συλλογικότητες που θα σέβονται τα μέλη τους ένα προς ένα;
Ίσως μόνον έτσι οι άνθρωποι θα προσπαθούν να κομίζουν σε αυτές έναν όλο και καλύτερο εαυτό.
Στην τελευταία σελίδα ο πόλεμος ξανασκάει μπροστά μου, και εξ αιτίας του βιβλίου του Μίλεχ που με έκανε κομμάτια.
Καθόλου απρόσμενο, άλλωστε στο «Φαράγγι», στα χείλη μιας υπερήλικης σήμερα Κρητικιάς, ακούμπησα τη φράση, «ο πόλεμος δεν έφυγε ποτέ από το κεφάλι μου».
Στη Γερμανία επισκέφτηκα το Νταχάου, το Ζαξενχάουζεν και το Μπούχενβαλντ αλλά και τα στρατιωτικά νεκροταφεία σε πολλές πόλεις, συνήθως πολύ πρωί. Έμενα, μια, δυο, τρεις ώρες. Διάβαζα τα γερμανικά ονοματεπώνυμα στις πλάκες και τις ηλικίες, 18, 19, 20 χρόνων.
Πίσω στην Κρήτη, το είπα στους γονείς μου.
Η μάνα μου ρώτησε, άφησες δυο λουλουδάκια στα παιδιά;
Γνώστες, αλίμονο, του δόλιου δεσμού με τη θνητότητά μας και προτού στοιχηθούμε στην τελευταία και οριστική συλλογικότητα, όλοι ενωμένοι κάτω από το χώμα, ας έχομε ένα έλεος για τους αμούστακους που δεν τους δόθηκε καν η πιθανότητα της μεταμέλειας, ας μην τους εξισώνουμε στην κόλασή τους με τα μεγάλα κεφάλια του Γ΄ Ράιχ, της Γκεστάπο, της Κρουπ, της Μπάγιερ, της Ζήμενς.
Κι εκεί χώρια θα είναι, παραπεταμένοι.
Αγαπητέ Τίτους, η μάνα μου μας έστρωσε τραπέζι στην κουζινίτσα μας. Μαγείρεψε προς τιμήν σου τις σπεσιαλιτέ της, ένα μπουρέκι σμυρνέϊκο κι ένα χανιώτικο, αυτή δέθηκε και αγάπησε όχι μια, δυο πατρίδες.
Καθώς δεν ξέρει γερμανικά ή έστω εγγλέζικα αλλά αισθάνεται πως πρέπον είναι να καλωσορίσει τον ξένο της σε ξένη γλώσσα, θα θυμηθεί ολίγα τούρκικα από τη Σμύρνη που άφησε το 1922, στα 13 της.
Έτσι αρχοντικά, σεβαστικά και γενναιόδωρα υποδέχτηκε το 2003 τους εμβρόντητους Αμερικάνους και Κινέζους καλλιτέχνες που της είχα κουβαλήσει.
Το σπίτι μας έχει καλό κρασί. Και το παμπάλαιο, δεμένο με σπάγκο τρανζιστοράκι του πατέρα μου είναι κολλημένο στα ριζίτικα.
Γενάρης 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου