"Η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση. Η γνώση είναι περιορισμένη. Η φαντασία περικυκλώνει τον κόσμο."
Albert Einstein
Σε μια σειρά κειμένων θα εξετάσουμε κατά πόσον οι διακηρύξεις και οι πρακτικών των πολιτικών μορφωμάτων της Αριστεράς ανταποκρίνονται στις ανάγκες της συγκυρίας. Ως εισαγωγή στο θέμα παραπέμπουμε σε τρία κείμενα.
Το πρώτο γράφτηκε το 78 ως κριτική του Λ. Αλτουσέρ στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα. Το θέμα που επικεντρώνεται διατηρεί και σήμερα το ενδιαφέρον του: είναι οι πρακτικές προσέγγισης της συγκυρίας μέσω της θεωρίας και των προγραμματικών διακηρύξεων, οι οποίες κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στα κομμουνιστικά κόμματα. Είναι δημοσιευμένο εδώ: Για μια άλλη πολιτική
Τα άλλα δύο κείμενα είναι πρόσφατα. Το πρώτο είναι το άρθρο του Α. Μπαλτά “Ο κρίκος της συγκυρίας” που δημοσιεύτηκε την 21-12-2014 στην “αυγή” και το δεύτερο μια κριτική σε αυτό ("αυγή" 31-12-14), την οποία και παραθέτουμε:
Η σημασία της φαντασίας στην Πολιτική
Του Γιώργου Καλαντζόπουλου
Ο Αριστείδης Μπαλτάς μέσα από μια ελλειπτική παρουσίαση του Νίκου Πουλαντζά ως του θεωρητικού της συγκυρίας, καταλήγει στο πρόταγμα: “Δρώντας. Με λογισμό και μ' όνειρο”.
Η ποιητική φράση “με λογισμό και μ' όνειρο” - από το ποίημα “οι ελεύθεροι πολιορκημένοι” του εθνικού μας ποιητή – όταν χρησιμοποιείται ως έγκληση για το πολιτικό πράττειν εμπεριέχει μια αντίφαση ανάμεσα στην “αντικειμενικότητα” του λογισμού και στην “υποκειμενικότητα” του (συλλογικού) ονείρου. Η δράση ως παρέμβαση στην συγκυρία αποτυπώνει την διαχείριση αυτής της αντίφασης. Ο Αριστείδης Μπαλτάς δεν κάνει καμία αναφορά για την σημασία αυτής της αντίφασης στην συγκρότηση των πολιτικών υποκειμένων, η οποία γίνεται συνήθως ορατή με την μορφή της ασυμφωνίας ανάμεσα στον λόγο ( στις πολιτικές διακηρύξεις και στα πολιτικά προγράμματα) και τις πρακτικές.
Ο Νίκος Πουλαντζάς εισήγαγε μια διάκριση, χρήσιμη για την διαχείριση αυτής της αντίφασης, γιατί προσδιορίζει την ταυτότητα των “κοινωνικών κυττάρων” με όρους συγκυρίας και όχι με τον μηχανιστικό τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει ο Αριστείδης Μπαλτάς. Είναι η διάκριση ανάμεσα στην αντικειμενικότητα της “τάξης” και στην υποκειμενικότητα της “κοινωνικής δύναμης”. Η “κοινωνική δύναμη” ως παράγοντας της συγκυρίας έχει την δική της αυτονομία στο πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι κάτι παραπάνω από μια απλή συνάρθρωση ταξικών συσχετισμών, η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να καταγράφεται και με την υπέρβασή τους. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική γιατί οι αλλαγές στον ευρύτερο κοινωνικό σχηματισμό προϋποθέτουν και μετασχηματισμούς στο εσωτερικό των ίδιων των κοινωνικών κυττάρων. Το λενινιστικό μοντέλο ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια που οικοδομήθηκε στην βάση αυτής της προϋπόθεσης και έβαλε την σφραγίδα του στην ιστορία της ταξικής πάλης τον προηγούμενο αιώνα.
Είναι σωστή η διαπίστωση που κάνει ο Α. Μπαλτάς ότι η ανάλυση της συγκυρίας “είναι υποχρεωτικά ατελής. Το αστάθμητο, το πλήρως αναπάντεχο, μπορεί να καραδοκεί πάντα”, όχι όμως όπως ισχυρίζεται επειδή: “η κοινωνική κίνηση ενέχει απροσδιόριστα πολλούς παράγοντες κατά απροσδιόριστα πολύπλοκες σχέσεις”. Ενώ αυτή η απροσδιοριστία αποτελεί ένα ανυπέρβλητο όριο για μια επιστημονική προσέγγιση των παραγόντων και των πολύπλοκων σχέσεών τους, (κάτι το οποίο στα πλαίσια της επιστήμης στο μέλλον ενδέχεται και να μετατοπιστεί ή και να ξεπεραστεί με μια επιστημονική επανάσταση), δεν είναι μια “αδυναμία” της επαναστατικής θεωρίας αλλά αντίθετα αποτελεί δομικό στοιχείο της: προκύπτει από την “ουσία” της ταξικής πάλης, της οποίας η έκβαση δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων. Γιαυτό τα πολιτικά επίδικα έχουν τον χαρακτήρα των “στοιχημάτων”. Ανατροπές και ρήξεις δεν γίνονται με επιστημονικές “βεβαιότητες”. Στην πολιτική πρέπει να ρίχνεις και τα ζάρια...
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διάκριση της Πολιτικής από την Επιστήμη: Η “ανάλυση” της συγκυρίας δεν προκύπτει ως επιστημονική “ερμηνεία” αλλά ως πολιτική “ανάγνωση”: Η συγκυρία είναι σαν ένα αφηρημένο έργο τέχνης απέναντι στο οποίο τα πολιτικά υποκείμενα εγκαλούνται να κάνουν τις δικές τους αναγνώσεις.
Υπάρχουν “θεωρητικά εργαλεία” για αυτή την ανάγνωση; Ο Μάο Τσε Τουνγκ περιέγραψε με ένα γενικό και συστηματικό τρόπο μια πρακτική της μαρξιστικής παράδοσης: Την μεθοδολογία για την ανάγνωση της συγκυρίας μέσα από την προσέγγιση των αντιθέσεων που την συγκροτούν και τις μεταξύ τους διακρίσεις/σχέσεις (βασική, κύρια, δευτερεύουσες, ανταγωνιστικές και μη κλπ). Η συμβολή του Ν. Πουλαντζά σε αυτό το ζήτημα συνίσταται στην παραγωγή θεωρητικών εργαλείων για την “περιοδολόγηση” στην ιστορία της ταξικής πάλης με βάση τους διακριτούς τρόπους που συγκροτούνται αυτές οι αντιθέσεις και αποκρυσταλλώνονται τόσο στους μηχανισμούς εξουσίας (πρώτα απ' όλα στο κράτος), όσο και στο εσωτερικό των κοινωνικών κυττάρων.
Η πολιτική πρόκληση που προκύπτει από το θεωρητικό έργο του Ν. Πουλαντζά είναι η αναζήτηση μιας διαφορετικής προσέγγισης της συγκυρίας μέσω της ιστορίας. Τον τελευταίο καιρό γίνονται εντός και εκτός της Αριστεράς έντονες συζητήσεις για τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με αφορμή το ενδεχόμενο της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική των “λαϊκών μετώπων”, το ΕΑΜ και άλλα ανάλογα υποδείγματα επανέρχονται στην επικαιρότητα μέσω προσεγγίσεων που αναζητούν αντιστοιχίσεις με προηγούμενα ιστορικά παραδείγματα. Η ιστορία όμως “δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνον την πρώτη φορά σαν τραγωδία και την δεύτερη σαν φάρσα”...
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την ιστορία ως δημιουργικό εργαλείο ανάλυσης της συγκυρίας, τότε θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στα “συμβάντα” που ποτέ δεν συνέβησαν. Να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, γιατί απέναντι στον ναζισμό τα κατ' εξοχήν θύματά του, οι Εβραίοι και οι Ρομά δεν συγκροτήθηκαν ενάντιά του ως “κοινωνική δύναμη”, αν και είχαν συγκροτημένη κοινωνική ταυτότητα με εθνοτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και οδηγήθηκαν στην σφαγή ως πρόβατα χωρίς να έχουν αντιληφθεί αυτό που συνέβαινε. Να αναρωτηθούμε γιατί οι “από κάτω”, οι αποκλεισμένοι από τον κόσμο της εργασίας (και του εργατικού κινήματος) δεν μπορούν να συγκροτηθούν ως κοινωνική δύναμη παρά μόνον συγκυριακά βάζοντας την σφραγίδα τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό μέσα από συμβάντα εξεγέρσεων και ταραχών;
Χρειαζόμαστε όμως την πρωτοκαθεδρία της “φαντασίας” απέναντι στον “λογισμό”, η οποία δύναται να ανακατασκευάσει το πραγματικό ενσωματώνοντας το “όνειρο”, χωρίς όμως να το χειραγωγεί. Τότε το πρόταγμα του Α. Μπαλτά, θα επαναδιατυπωνόταν ως εξής:
“Δρώντας. Με φαντασία”
Το επόμενο κείμενο εδώ:
Για την συγκυρία (Οι κοινωνικές συμμαχίες και το κράτος)
Αν επιχειρήσουμε μια αντίστιξη ανάμεσα στους “ελεύθερους πολιορκημένους” και τους στίχους του Δ. Σολωμού από τον “ύμνο στην Ελευθερία” που αναφέρονται στην Άλωση της Τριπολιτσάς, τότε διαπιστώνουμε πως εκεί το “όνειρο” δεν υπάρχει, μόνον ο “τρόμος” του λογισμού:
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ! Τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Και ο Δ. Σολωμός επιστρατεύει την “φαντασία” του για να αναδομήσει την πραγματικότητα: Οι υπαίτιοι δεν είναι οι Έλληνες, αλλά οι “βρυκόλακες”:
Μαύρη η εντάφια συντροφιά
Αν δεχτούμε τον ορισμό του Τζόζεφ Κάμπελ ότι “μύθοι είναι τα συλλογικά όνειρα”, τότε ο Δ. Σολωμός κατασκευάζει το “όνειρο” (τον εθνικό μύθο του 21) ανασκευάζοντας με την φαντασία του το πραγματικό.
Διαγραφήκαι αφού η κουβέντα πήγε στην "εντάφια συντροφιά" μια ματιά και εδώ:
ΔιαγραφήΣτοιχειωμένες κοινότητες: το ελληνικό βαμπίρ ή το ανοίκειο στον πυρήνα της κατασκευής του έθνους
Εγώ πάλι θα έλεγα πως η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν σκαμπάζει μία από Αλτουσέρηδες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να τον κάνεις τον Αλτουσέρ όταν έχεις Μιχελογιαννάκη; οεο
ΑπάντησηΔιαγραφή