Σε χώρους της Αριστεράς (και όχι μόνο) επικρατούν λαθεμένες αντιλήψεις για την σχέση των πολιτικών κομμάτων με κοινωνικές κατηγορίες και κοινωνικές τάξεις. Θεωρείται ως συστατικό στοιχείο της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων η έκφραση/εκπροσώπηση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων και υποτιμάται η λειτουργία τους ως τμημάτων του κοινοβουλευτικού συστήματος, η οποία προσδένει τις λαϊκές τάξεις στην «πολιτική τάξη» της καπιταλιστικής εξουσίας. (αναλυτικά γι' αυτό το θέμα στο τέλος του κειμένου, στο παράρτημα Ι). Αυτές οι αντιλήψεις δεν αφορούν μόνον στα αστικά κόμματα, αλλά και στα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία μάλιστα αυτοπροσδιορίζονται στη βάση της “ταξικής εκπροσώπησης” της εργατικής τάξης. Αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές πρακτικές των κομμάτων δεν έχουν συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο. Αυτό όμως δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο, προσδιορίζεται από την θέση που παίρνουν στις συγκυρίες της ταξικής πάλης.
Αυτές οι αντιλήψεις αναπαράγουν σε ένα δεύτερο επίπεδο ένα λαθεμένο πλαίσιο για την προσέγγιση της σχέσης των πολιτικών συμμαχιών με τις κοινωνικές: Εκλαμβάνεται γενικά ότι οι πολιτικές συμμαχίες/συνεργασίες αντιστοιχίζονται με κοινωνικές συμμαχίες. Αν για παράδειγμα ένα κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο θεωρείται ότι εκφράζει την εργατική τάξη κάνει μια “προγραμματική συμφωνία” με ένα αγροτικό κόμμα, το οποίο θεωρείται ότι εκφράζει το κόσμο της αγροτιάς, τότε αυτή η πολιτική συνεργασία βαφτίζεται συμμαχία των εργατών – αγροτών. Η επιτυχία αυτής της μορφής συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών είναι αντίστοιχη με την τύχη της Σεχραζάντ στο παραμύθι της Χαλιμάς “χίλιες και μία νύχτες”: η επιβίωση της είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, δυστυχώς δεν τον καταργεί όπως στο happy end του παραμυθιού...
Πρώτα απ' όλα για να συγκροτηθεί μια κοινωνική συμμαχία από τα πάνω, δηλαδή με όρους πολιτικής συμμαχίας, θα πρέπει να υπάρχουν συγκροτημένοι κοινωνικοί σύμμαχοι ως διακριτές “κοινωνικές δυνάμεις” εντός της συγκυρίας και όχι στα χαρτιά, δηλαδή μέσα στις θεωρητικές προσεγγίσεις των όρων συγκρότησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και του προσδιορισμού των “αντικειμενικών” ταξικών συμφερόντων.
Τα πολιτικά μορφώματα της Αριστεράς που θεωρούν ότι εκπροσωπούν πολιτικά τον κόσμο της εργασίας, αν θέλουν να επιβεβαιώσουν αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό θα πρέπει πρώτα απ' όλα να αποδείξουν ότι οι πολιτικές τους έχουν αντίκρυσμα στην συγκρότηση του κόσμου της εργασίας ως διακριτής κοινωνικής δύναμης. Σήμερα ο κόσμος της εργασίας είναι διασπασμένος κάτω από την κυριαρχία των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού. Με μερικές πλευρές αυτού του ζητήματος, θα ασχοληθούμε σε επόμενο κείμενό μας, όπου θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε κάποιους μετασχηματισμούς που επέφερε η νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση της κρατικής σχέσης στο εσωτερικό των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων.
Ανεξάρτητα από την βούληση και τις επιθυμίες των πολιτικών υποκειμένων, στην κοινωνία που ζούμε οι κοινωνικές συμμαχίες είναι υπαρκτές: Αποκτούν υλική υπόσταση από το κράτος ως όλον και όχι μόνον από τον πολιτικό του μηχανισμό. Μέσω της κρατικής σχέσης εξασφαλίζεται η “ταξική συνεργασία”, απαραίτητος όρος αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Εκτός κράτους κοινωνικές συμμαχίες μπορούν να συγκροτηθούν ως “αντιπολίτευση” προς αυτό - με όρους κινήματος και όχι ως μορφές κρατικής διαχείρισης - από πολιτικές οι οποίες στο πολιτικό λεξικό της Αριστεράς κατονομάζονται ως “γραμμή των μαζών”.
Η “γραμμή των μαζών” οριοθετεί τις διαχωριστικές γραμμές στο χώρο της πολιτικής με βάση την “κύρια αντίθεση” που προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας. Όμως δεν περιορίζεται σε αυτό, ενσωματώνει την πολιτική διαχείριση των “δευτερευουσών αντιθέσεων” προς την κατεύθυνση της αλλαγής του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού. Η σημασία αυτής της διαχείρισης είναι σημαντική, γιατί συνήθως πάνω σε “δευτερεύουσες αντιθέσεις” συγκροτούνται νέες “κοινωνικές δυνάμεις” που βάζουν με τον δικό τους τρόπο την σφραγίδα τους στις εξελίξεις.
Αν δούμε την πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη χώρα μας, τότε διαπιστώνουμε πως η κοινωνική πόλωση που καταγράφεται σε μια σειρά δευτερευουσών αντιθέσεων δεν μπορεί πολιτικά να διαμεσολαβηθεί από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς και τα “πολιτικά προγράμματα” που επεξεργάζονται τα επιτελεία της Αριστεράς. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι πιο σημαντικές μάχες που σημάδεψαν το μαζικό κίνημα αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα μας, όπως ο Δεκέμβρης, οι πλατείες, η Κερατέα, οι σκουριές της Χαλκιδικής, η ΕΡΤ και πρόσφατα η απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού ήταν εκτός των πολιτικών σχεδιασμών της όποιας Αριστεράς, και σε καμία περίπτωση δεν καταγραφούν συγκροτήσεις κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις πολιτικές πρακτικές της.
Η ιστορία της ταξικής πάλης έχει δείξει ότι οι μορφές συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών έξω από το κράτος, δεν καταγράφονται συνήθως στο χώρο της πολιτικής σκηνής με το χαρακτήρα των πολιτικών συμμαχιών, αλλά αντίθετα με πρακτικές που εκφράζονται εκεί με όρους σύγκρουσης και όχι συνεννόησης, διαμορφώνοντας ένα κλίμα έντονης πολιτικής πόλωσης. Αν αυτή η σύγκρουση τροποποιήσει τον ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό ώστε να αναδιαταχθεί το μπλοκ εξουσίας, τότε βρισκόμαστε μπροστά στην έναρξη μιας νέας συγκυρίας για την ταξική πάλη. Όμως ο συσχετισμός μπορεί να τροποποιηθεί από την πρωτοβουλία του αντιπάλου...
Η ιστορία της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας είναι αρκετά διδακτική στο ζήτημα της ανασυγκρότηση των κοινωνικών συμμαχιών στα πλαίσια της επιθετικής πολιτική της επέκτασης της κεφαλαιακής σχέσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, η οποία πήρε την πιο βίαιη κοινωνικά μορφή την εποχή των μνημονίων.
Αν θέλουμε λοιπόν να κάνουμε μια περιοδολόγηση της ταξικής πάλης στην χώρα μας, τότε θα πρέπει να προσδιορίσουμε ότι το τέλος της περιόδου της “μεταπολίτευσης” σηματοδοτείται με την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και την έναρξη της επιβολής των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού. Η σημερινή εποχή των μνημονίων είναι προϊόν μιας γραμμικής πορείας των κυρίαρχων πολιτικών που τότε άρχισαν να εφαρμόζονται στην χώρα μας, χωρίς να σημαδεύεται από κάποια σημαντική τομή ως προς τα βασικά τους χαρακτηριστικά. (Γι' αυτή την “τομή” και τους πολιτικούς όρους κάτω από τους οποίους εμπεδώθηκε, κάποια περισσότερα στοιχεία εδώ: Η “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση” ως “ετεροχρονισμός” των λαϊκών απαιτήσεων).
Τότε, την εποχή του Σημίτη, τα λαϊκά στρώματα συναίνεσαν στις πολιτικές της λιτότητας μπροστά στο όραμα της “ανάπτυξης” που θα έφερνε η ένταξη της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Σήμερα που πέρασε η εποχή των “παχιών αγελάδων” με πιο άγριες μορφές λιτότητας, επιχειρείται μια νέα αναδόμηση των κοινωνικών συμμαχιών. Όμως για το πως τίθενται σήμερα αυτά τα ζητήματα, θα αναφερθούμε στο επόμενο κείμενο μας.
Το 1ο μέρος εδώ:
Για την συγκυρία ( εισαγωγή)
Παράρτημα Ι
Ακόμα και αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι, όπως έδειξε ο Αλτουσέρ (1987), τα πολιτικά κόμματα δεν αποτελούν ιδιαίτερους ιδεολογικούς μηχανισμούς, αλλά συστατικά μέρη του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του αστικού κράτους (του κοινοβουλευτικού συστήματος), ο ρόλος των κρατικών μηχανισμών και των κομμάτων δεν καθορίζεται από το ποια «μερίδα της αστικής τάξης» κυριαρχεί στο εσωτερικό τους, αλλά από το πώς ασκείται η καπιταλιστική εξουσία πάνω στις λαϊκές τάξεις. Καθορίζεται δηλαδή από την παρουσία των λαϊκών τάξεων, μ' άλλα λόγια από την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό των κρατικών (ιδεολογικών) μηχανισμών και των κομμάτων.
Αν η θέση αυτή είναι προφανής για κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς όπως π.χ. η εκπαίδευση, ή τα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι ίσως κατανοητή σε αναφορά με τον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό (το κοινοβουλευτικό σύστημα «αντιπροσώπευσης») και ειδικότερα τα αστικά κόμματα. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα, λοιπόν, θα επιμείνουμε.
Στο πλαίσιο του «αντιπροσωπευτικού» κοινοβουλευτικού συστήματος τα πολιτικά κόμματα αποτελούν μόνο με τη μεταφορική έννοια του όρου τους εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων. Ο πραγματικός εκπρόσωπος των κυρίαρχων τάξεων είναι το αστικό κράτος ως όλον. Τα αστικά κόμματα, ή καλύτερα το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί απλώς ένα τμήμα αυτού του κράτους, επιτελεί μια επιμέρους λειτουργία στα πλαίσιά του: Την οργάνωση της λαϊκής «αντιπροσώπευσης», την αναπαραγωγή της συναίνεσης στην αστική πολιτική (και κοινωνική) κυριαρχία, μέσα από την κοινοβουλευτικοποίηση των διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών και αιτημάτων και την ενσωμάτωσή τους στα πλαίσια της αστικής-κρατικής στρατηγικής.
Το κοινοβουλευτικό «φιλτράρισμα» των διαφορετικών ταξικών πρακτικών (δηλαδή των πρακτικών όχι μόνο της αστικής τάξης και των συμμάχων της, αλλά και της εργατικής τάξης και των συμμάχων της) κάνει έτσι δυνατή την «αντιπροσώπευσή» τους μέσα στο κράτος, επιτρέπει δηλαδή τελικά την υποταγή τους στο γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον.
Τα αστικά πολιτικά κόμματα και προγράμμματα δεν διαφοροποιούνται επομένως μεταξύ τους επειδή «εκπροσωπούν» διαφορετικά τμήματα ή μερίδες των κυρίαρχων τάξεων, αλλά γιατί προωθούν και αποτυπώνουν ένα διαφορετικό τύπο «αντιπροσώπευσης» των αντιφατικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων στο εσωτερικό του γενικού αστικού συμφέροντος. 'Ετσι άλλωστε μπορούν να οριστούν και τα συμφέροντα των επιμέρους κεφαλαιοκρατικών μερίδων: ως σχετικά διαφοροποιημένες εκδοχές οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις Η κύρια πλευρά των πραγμάτων δεν είναι όμως αυτά τα επιμέρους καπιταλιστικά συμφέροντα, αλλά η κοινοβουλευτική οργάνωση της λαϊκής «αντιπροσώπευσης» ως διαδικασία της πάλης των τάξεων.
Η πολιτική παρέμβαση λοιπόν των λαϊκών τάξεων αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο που κρίνει όχι μόνο το ποια αστική στρατηγική θα επικρατήσει, αλλά πολύ περισσότερο, πώς θα διαμορφωθεί τελικά και πώς θα διατυπωθεί η κάθε αστική στρατηγική. Αυτό μάλιστα δεν ισχύει μόνο σήμερα, με τη διαμόρφωση του τυπικού αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού κράτους. Ίσχυε εξίσου και κατά την περίοδο της «περιορισμένης αντιπροσώπευσης», αφού πάντοτε, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, η πολιτική πρακτική των κυριαρχούμενων τάξεων εγγράφεται, με περισσότερο ή λιγότερο άμεσο (άρα και «φανερό» και «προβλέψιμο») τρόπο, στο εσωτερικό του αστικού κράτους και των μηχανισμών του.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε συμπερασματικά, ότι η οποιαδήποτε αστική στρατηγική, ανεξάρτητα από το αν έχει ως φορέα ένα συγκεκριμένο κόμμα ή εδράζεται κυρίως στο εσωτερικό κάποιου κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού, μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο σε συνάρτηση με τον ιδιαίτερο τρόπο οργάνωσης της κυριαρχίας πάνω τις λαϊκές τάξεις, την οποία αυτή η στρατηγική προωθεί και συνεπάγεται. Έτσι, το αν σε ορισμένες περιπτώσεις μια συγκεκριμένη αστική στρατηγική συνδέεται προνομιακά με τα ιδιαίτερα συμφέροντα μιας επιμέρους αστικής μερίδας (πράγμα που δεν συμβαίνει αναγκαστικά σε κάθε περίπτωση), αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως ένα ειδικό αποτέλεσμα της συγκυρίας της πάλης των τάξεων: της συγκεκριμένης, δηλαδή, παρουσίας των λαϊκών τάξεων στην κοινωνία και στους κρατικούς μηχανισμούς.
Η εμμονή του Πουλαντζά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίξαμε παραπάνω, στην αντίληψη ότι ο κάθε κρατικός μηχανισμός και το κάθε κόμμα αποτελεί την «έδρα» μιας ιδιαίτερης μερίδας του κεφαλαίου θα τον οδηγήσει, στο τελευταίο του βιβλίο, στο να θεωρήσει ότι η Δεξιά, που κατείχε την εποχή εκείνη για αρκετές δεκαετίες, στη Γαλλία, την Ελλάδα κ.λπ, την κυβερνητική εξουσία, επιτελούσε το ρόλο ενός «κρατικού κόμματος», δηλαδή, διασφάλιζε τη συνοχή του καπιταλιστικού κράτους και την ηγεμονία του «μονοπωλιακού κεφαλαίου»:
«Επομένως, ένα κυρίαρχο κρατικό κόμμα γίνεται αναγκαίο, το οποίο δίπλα στο ρόλο του ως ιμάντας μεταβίβασης γραφειοκρατικών αποφάσεων στη βάση, αναλαμβάνει ένα επιπλέον ρόλο, και συγκεκριμένα να ενοποιεί και να ομογενοποιεί την κρατική διοίκηση, να ελέγχει και να προωθεί τη συνοχή ανάμεσα στους πολλαπλούς κλάδους και υπο-μηχανισμοός της να εξασφαλίζει την αφοσίωσή της στις κορυφές της εκτελεστικής εξουσίας» (Πουλαντζάς 1982, σελ. 335-336).
Η απομάκρυνση αυτού του «κρατικού κόμματος» από την κυβερνητική «εξουσία» θα σήμαινε, λοιπόν, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, την απαρχή της διαδικασίας «αμφισβήτησης της ηγεμονίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου», κ.λπ, κ.λπ.
Όμως, ας το ξαναπούμε: Όχι ένα επιμέρους κόμμα, αλλά το συνολικό κοινοβουλευτικό σύστημα προσδένει τις λαϊκές τάξεις στην «πολιτική τάξη» της καπιταλιστικής εξουσίας. Όχι ένα επιμέρους κόμμα, αλλά το καπιταλιστικό κράτος ως όλον αποτελεί το πραγματικό «κόμμα», τον πραγματικό «εκπρόσωπο» του κεφαλαίου, συμπυκνώνει πολιτικά την καπιταλιστική εξουσία. Γι αυτό και οι «οραματισμοί», αλλά και οι απόπειρες όλων των μεταρρυθμιστικών πολιτικών φορέων, από την εποχή ακόμα του Μαρξ, να «κατακτήσουν» την κυβερνητική «εξουσία» για να μετασχηματίσουν και να κοινωνικοποιήσουν το κράτος, δεν απέφεραν παρά την κρατικοποίηση των οραματιστών και την «προσγείωση στο ρεαλισμό» των οραμάτων. Εκτός και αν ως κοινωνικοποίηση και μετασχηματισμό του κράτους θεωρήσουμε τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
απόσπασμα από κεφάλαιο: “Η θεωρητική τομή και οι αντιφάσεις στο έργο του Ν. Πουλαντζά” από το βιβλίο “Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΑΣΕΩΝ” του Γιάννη Μηλιού, 1996
Ολόκληρο το βιβλίο, σε μορφή pdf εδώ:
http://users.ntua.gr/jmilios/Marxismos_Sygkrousi_Taseon.pdf
Βέβαια από τότε που έγραφε ο Πουλαντζάς έχει περάσει μισός αιώνας. Βλέπει κανείς εργατικό και αγροτικό κόμμα σήμερα; Έλα Παναγία μου και Άγιε μου Αλέξη!! Μην μας δίνετε και το μυαλό στα χέρια ρε παιδιά!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλλον διάβασες πρόχειρα και το κείμενο...
Διαγραφή- Τα 50 χρόνια δεν είναι τίποτα, αν σκεφτείς πως κάθε Κυριακή στις εκκλησίες διαβάζουν αυτά που είπε (τα έγραψαν αλλοι) ο Ιησούς!
- Το κόμμα της εργατικής σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι το ΚΚΕ. Όσο για το αγροτικό, τουλάχιστον στο παρελθόν υπήρξε στη χώρα μας και όχι μόνον ένα, αλλά τρία όπως φαίνεται εδώ:
Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1932
Διάβασε το ογκώδες βιβλίο
ΔιαγραφήΤα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936 του Gunnar Hering και θα δεις ότι αυτό που εννοούμε εμείς ως "κόμμα" από τα πολιτικά κατηχητικά μας δεν αντικατοπτρίζεται καθόλου στην ιστορική έρευνα. Η εποχή που διαβάζαμε Κορδάτο, Τσουκαλά και πηγαίναμε στον παπά μας για εξομολόγηση έχει ευτυχώς παρέλθει.
ΟΙ αστοί (όπως και οι ΑΕΚτζίδες) έχουν τους δικούς τους ανθρώπους σε όλα τα κόμματα...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι να μην τους έχεις ή να νομίζεις ότι δεν τους έχεις, αν οι πολιτικές σου εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, κάνει το ίδιο. Σε αυτή την περίπτωση βρίσκεται στη θέση της “πόντιας πουτάνας” κατά το γνωστό ανέκδοτο
Διαγραφή