Αναδημοσίευση από την "εφημερίδα των συντακτών"
της Έλενας Πατρικίου,
της Έλενας Πατρικίου,
ιστορικού της αρχαιότητας, σκηνοθέτριας και μέλους της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
Υπό την πίεση της απόρριψης, προσπάθησαν αρχικά να πείσουν ότι το πρόγραμμα συντάχθηκε από έναν άνθρωπο και αναρτήθηκε ως σημείο εκκίνησης για συζήτηση. Εν συνεχεία, υποστηρίχθηκε ότι αποτελεί συνοπτική παρουσίαση της εργώδους προσπάθειας «ομάδων και υπο-ομάδων», όπως αφελώς αποκάλυψε ο Μίλτος Λογιάδης στην Εφημερίδα των Συντακτών και εν συνεχεία με καμάρι υπογράμμισε ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος. Στο μυαλό του μηχανισμού, ο ένας συντάκτης σημαίνει υποβάθμιση του κύρους του κειμένου, ενώ οι πολυάριθμοι συντάκτες των πολυάριθμων ομάδων και ανθυπο-ομάδων φέρουν το κύρος της συλλογικής αυθεντίας και της δημοκρατίας. Αλλά το ασαφές ευάριθμον και το ανώνυμο πολυπρόσωπον είναι χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας, σύντροφοι του μηχανισμού, όχι της δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει, είτε από έναν είτε από πολλούς πατέρες (και μητέρες), το κείμενο δεν έχει σπονδυλική στήλη, δεν έχει κεντρική άποψη, έχει πλήρη άγνοια των θεμάτων, έχει στενά συνδικαλιστικοκρατούμενη κατεύθυνση, δεν έχει καμία θεωρητική γνώση και καμία πρακτική έμπνευση. Εν ολίγοις, είναι ντροπή.
Δεν έχω τον χρόνο να εκθέσω εδώ την απόλυτη κενότητα κάθε του πρότασης ανεξαιρέτως (μπορώ ευκολότατα να το κάνω όποτε και σε όποιον μου το ζητήσει). Ως τυχαία παραδείγματα της άγνοιας που το διαπερνά, τρία μόνον:
α. Η εξαγγελία ίδρυσης «πανεπιστημιακής έδρας χορού» – δεν γνωρίζουν οι συντάκτες ότι δεν υπάρχουν εδώ και δεκαετίες πανεπιστημιακές έδρες, άρα δεν μπορούν να τις ιδρύσουν, εκτός αν μας επιφυλάσσουν και τέτοιες μείζονες αλλαγές στην Παιδεία· αλλά δεν γνωρίζουν καν ότι ο χορός και η χορογραφία διδάσκονται τριτοβαθμίως (δυστυχώς) και ότι το ελληνικό Πανεπιστήμιο [η Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου] προσφέρει πτυχιούχους χορογράφους στην χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία εδώ και επτά περίπου χρόνια.
β. Η ιδέα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Βιβλιοθήκη της Βουλής θα «λειτουργούν καθοδηγητικά» για τις υπόλοιπες βιβλιοθήκες της χώρας δηλώνει αναφανδόν ότι οι συντάκτες δεν έχουν ιδέα ούτε για το ποιες είναι οι «υπόλοιπες» και ποιόν ειδικό προορισμό έχουν (θα καθοδηγήσει η Βιβλιοθήκη της Βουλής την Γεννάδειο, την βιβλιοθήκη του Ευγενιδείου, την βιβλιοθήκη του Εθνικού Κέντρου Ερευνών;), ούτε ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν αυτές, ούτε καν ποιος πραγματικά είναι και οφείλει να είναι ο προορισμός μίας Εθνικής Βιβλιοθήκης ως copyright library, ως χώρος συντήρησης και αποκατάστασης και ως χώρος έρευνας και ασφαλώς ούτε ποιος είναι ο ρόλος των δημοτικών και άλλων μικρών δημόσιων βιβλιοθηκών. Επίσης οι ανώνυμοι συντάκτες αγνοούν ότι, δυστυχώς γι΄ αυτούς, η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού. (Δικαιούμαστε, αντιθέτως, να υποθέσουμε, ότι κάποιοι τουλάχιστον από τους ανώνυμους συντάκτες είναι ενήμεροι περί των ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης για «δράσεις» που συμπεριλαμβάνουν την ακροδεξιά εφεύρεση της δια βίου μάθησης και ως εκ τούτου πασπάλισαν με ολίγην τοιαύτην τις προτάσεις τους, ανεξαρτήτως του ποια είναι η αριστερή πανευρωπαϊκή άποψη επί του θέματος…).
γ. Ο ευαγγελισμός της ίδρυσης Θεατρικού Μουσείου – αγνοούν δηλαδή οι συλλογικά τελούντες συντάκτες ότι υπάρχει ένα άκρως σημαντικό Θεατρικό Μουσείο, ότι έχει αναστείλει την λειτουργία υπό το βάρος των χρεών του και των δυσμενέστατων συνθηκών στέγασής του, ότι έχει ιδρυθεί από εξέχοντες μελετητές της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου (τον Γιάννη Σιδέρη και την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων), και ότι διευθύνεται από εξέχοντα μελετητή (τον Κώστα Γεωργουσόπουλο), ώστε να μην χρήζει ουδεμίας ιδρύσεως και να μην χρειάζεται παρά μόνον την στοιχειώδη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Πολιτείας απέναντί του.
Αφήνω τα περί «ίδρυσης Μουσείων Εθνικής Αντίστασης και «διαδραστικών δράσεων με σκοπό την διάδοση-γνωστοποίηση της ιστορικής έρευνας», γιατί εκεί η ντροπή δεν έχει πάτο και η επικίνδυνη αφέλεια με την οποία διατρανώνεται η φιλοδοξία ποδηγέτησης και της ιστορικής επιστήμης ξεπερνά τα όρια της ανοχής και μετατρέπεται αυτομάτως σε αιτία πολέμου.
Αλλά το κύριο ζήτημα δεν είναι τα επιμέρους, είναι το πνεύμα από το οποίο εμφορείται το όλον πόνημα. Γιατί το κείμενο που παρουσιάζεται ως πρόγραμμα είναι έως μυελού οστέων αντιδραστικό και μέχρι το μεδούλι του ζντανοβικό (και, φευ, το ζεύγμα δεν είναι αντιφατικό).
Παρά τους πομφόλυγες της εισαγωγής περί καπιταλιστικής συσσώρευσης, πολιτιστικών «εκφάνσεων» και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, το κείμενο είναι βαθύτατα αντιδραστικό. Είναι αντιδραστικό γιατί αναμασάει μία άλλ’ αντ’ άλλων διαταραγμένη μεταφορά της παλαιάς οικονομικής θεωρίας του Σαμίρ Αμίν περί καπιταλιστικού κέντρου και υποτεταγμένης περιφέρειας, που στον πολιτισμό και τις τέχνες δεν στέκει με τίποτα. Είναι αντιδραστικό γιατί, μη έχοντας ιδέα τι σημαίνει «οργανικός διανοούμενος» και ποιούς εντάσσει ο Γκράμσι σ’ αυτήν την κατηγορία, επαίρεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα «κατασκευάσει οργανικούς διανοούμενους» και δεν θα «δημιουργήσει ηγεμονίες». Ο Θεός (της Αριστεράς) να μας φυλάει…
Η απόλυτη νοητική, ιδεολογική και πολιτική σύγχυση εννοιών και πραγμάτων είναι αντιδραστική και ως τέτοια άκρως ύποπτη. Διότι, ευαγγελιζόμενο την μη κατασκευή οργανικών διανοουμένων, τί άλλο κάνει αυτό το κείμενο παρά να συμπορεύεται επί της ουσίας με την δεξιά αντεπίθεση, που από το 2004 συστηματικά οργανώνει μία πρωτόφαντη πολεμική απέναντι στους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους. Στα πλαίσια αυτής της οργανωμένης επίθεσης, η κατηγορία του «κρατικοδίαιτου» αποτέλεσε το χυδαιότερο όπλο διασυρμού της υπόστασης και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων του πνεύματος, άρα και απαξίωσης του πνευματικού έργου, εμπεδώνοντας έτσι στην συνείδηση της κοινωνίας την αποδοχή της νεοφιλελεύθερης κατάργησης κάθε «προνομιακού καθεστώτος» για τον πολιτισμό. Η Αριστερά όφειλε στο πρόγραμμά της, στην αναγγελία των μελλοντικών πολιτικών της και στην καθημερινή πρακτική της να ανασκευάζει αυτήν την άποψη, εξηγώντας ότι το «προνομιακό καθεστώς» δεν αφορά τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους ως άτομα, αλλά τους θεσμούς και τις θεσμοθετημένες πρόνοιες που θεραπεύουν τις τέχνες και τον πολιτισμό, κάνοντας ανεκτές τις ιδιορρυθμίες της παραγωγής και της συντήρησής τους, προς όφελος όχι των ενδιαφερομένων, αλλά προς όφελος του κοινού και της κοινωνίας. Το κείμενο που δυστυχώς ετέθη υπόψιν μας, μόνον αυτό δεν κάνει.
Είναι αντιδραστικό και δεξιό, γιατί παρά την επίκληση του «Ανθρωποκεντρισμού», δεν είναι, ως θα επιθυμούσε, «Ουμανιστικό» (sic!), εφόσον θεωρεί ρητώς πως ο πολιτισμός είναι εργαλείο και όχι αυτόνομη αξία και αυτόνομη διαδικασία παραγωγής, της οποίας η πολυπλοκότητα της δημιουργίας, της πρόσληψης και της αναπαραγωγής διαφεύγει των ταξικών συγκρούσεων και τις ξεπερνά.
Είναι αντιδραστικό και δεξιό, γιατί είναι βαθειά συγκεντρωτικό και ελεγκτικό – ευαγγελίζεται την αποκέντρωση, αλλά την ταυτίζει με τις διοικητικές περιφέρειες, αποκαλύπτοντας ότι ως αποκέντρωση εννοεί το έκτρωμα που γνωρίσαμε σ’ αυτόν τον τόπο, το αποκεντρωτικό προκάλυμμα του κρατικίστικου συγκεντρωτισμού.
Είναι δεξιό και ταυτοχρόνως ζντανοβικό, γιατί υποσκελίζει τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους υποδουλώνοντάς τους σε μία ακαδημαϊκή αστική (ου μην αλλά και σοβιετίζουσα) λογική διαχείρισης και κανόνων.
Είναι δεξιό και ζντανοβικό γιατί αγνοεί την κοινωνία επιδεικτικά, όσο κι αν παριστάνει ότι την επικαλείται· γιατί υποβιβάζει την κοινωνία σε «φορείς» που τάχα θα ασκήσουν πολιτική ελέγχου, όταν ξέρουμε πολύ καλά, και στο πετσί μας, πού οδηγούν αυτές οι τρομαχτικές πολιτικές (και δυστυχώς δεν οδηγούν μόνον στον λαϊκισμό, οδηγούν, κυρίως, στην ποδηγέτηση και την εξόντωση).
Ο γραφειοκρατικός ζντανοβισμός του, διάχυτος σε κάθε φράση, γίνεται ολοκάθαρος στην εμμονή με τις συγκεντρωτικές και ελεγκτικές δομές που φιλοδοξεί να ιδρύσει : δεν ονομάζονται ευθέως Ακαδημαϊκές, αλλά είναι: Στέγη Χορού, Στέγη Μουσικής και Όπερας, Εθνικός Οργανισμός Μουσικής, Κέντρο Ελληνικό Κινηματογράφου ριζικά αναδιαρθρωμένο, ίδρυση Μεγάλων Περιφεριακών Θεάτρων, Εθνικό Δίκτυο Βιβλιοθηκών, επανίδρυση δημόσιου φορέα υλοποίησης Εθνικής Πολιτικής Βιβλίου, Ίδρυση Διεθνούς Φεστιβάλ παραδοσιακών χορών… και πάει λέγοντας. Και γίνεται έτι φανερώτερος, όταν στο όνομα της κοινωνίας (γιατί όχι και του Λαού ;) προσπαθεί να δικαιώσει το χυδαίο συνδικαλιστικό αίτημα της χειρότερης συντεχνιακής παράδοσης, που θέλει τους ηθοποιούς όχι καλλιτέχνες αλλά μισθωτά έρμαια και ευαγγελίζεται ως δημοκρατική κατάκτηση την κατάργηση της « παντοκρατορίας των καλλιτεχνικών διευθυντών» των κρατικών θεάτρων, των μουσείων και των άλλων καλλιτεχνικών ιδρυμάτων.
Το υποτιθέμενο πρόγραμμα μιλά για το «οικονομικό όφελος» που μπορεί να προκύψει από τον πολιτισμό, αλλά καθώς οι συντάκτες του δεν έχουν ιδέα για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, ταυτίζουν ρητώς το προσδοκώμενο όφελος με τον τουρισμό! Η ιδέα είναι εξόχως αντιδραστική για όποιον έχει ελάχιστη μνήμη: ποιός προσέδεσε την μοίρα και την σημασία του νεοελληνικού πολιτισμού με τον πιο πρόστυχο τουρισμό, αν όχι η καραμανλική ΕΡΕ; Ποιός συνέχισε να διαπομπεύει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και την νεοελληνική τέχνη, αν όχι το κράτος της τουριστικής αντιπαροχής, της οικιστικής ασυδοσίας και της εργολαβικής παντοκρατορίας; Είναι η ελάχιστη απαίτηση από ένα αριστερό πρόγραμμα να επανεπεξεργαστεί την ίδια την ιδέα του τουρισμού ως οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, άρα και την ένταξη κάποιων πλευρών αναπαραγωγής και διάδοσης του πολιτισμού προς όφελος των οικονομικών δυνατοτήτων που δυστυχώς προσφέρει ο τουρισμός. Ο πολιτισμός μπορεί και σε κάποιες χώρες έχει καταφέρει να είναι στοιχείο οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης. Αλλά οι συντάκτες του υποτιθέμενου προγράμματος αγνοούν κατάφωρα τί ακριβώς σημαίνει αυτό, πώς γίνεται και πώς μπορεί να αποδόσει. Στην χώρα όπου τα μνημεία (αρχαία και σύγχρονα) φθείρονται χωρίς καμία μέριμνα και μαζί τους οι τόποι, τα τοπία, και το ήθος των ανθρώπων από τον ασύδοτο τουρισμό, ένα αριστερό πρόγραμμα όφειλε να είναι λιγότερο προκλητικό και στοιχειωδώς στοχαστικότερο.
Τα περί πολιτισμού ως δημόσιου αγαθού, από τα οποία πιάστηκαν ο Γιώργος Κιμούλης (στην Εφημερίδα των Συντακτών) και η Μαρία Κανελλοπούλου (στην Εποχή), ο μεν άπελπις, η δε ματαίως καυχωμένη, για να υπερασπιστούν το κείμενο, είναι ρητορικώς κενόλογα και επικινδύνως θλιβερά. Γιατί το «πρόγραμμα» δεν αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως «δημόσιο αγαθό» – τον αντιμετωπίζει ως διαχειρίσιμο αγαθό, που θα το διαχειριστούμε χειραγωγόντας το με την πιο άθλια και άσχετη γραφειοκρατία. Γιατί στο γλωσσοδιαρροϊκό αυτό κείμενο, που παπαγαλίζει τα περί δημοσίου αγαθού, δεν υπάρχει ούτε μισή πρόνοια για το ίδιο το κοινό, άρα για την ίδια την κοινωνία. Το «πρόγραμμα» ευαγγελίζεται διαρκώς την επιστροφή λογής επιχορηγήσεων (ασφαλώς με αξιοκρατικά κριτήρια), αλλά πουθενά δεν διαπιστώνει ο αναγνώστης την παραμικρή συνείδηση του γεγονότος ότι η αριστερή πολιτιστική πολιτική δεν γίνεται για χάριν και προς εξυπηρέτησιν των καλλιτεχνών, αλλά για χάρη του ΚΟΙΝΟΥ. Η αριστερή πολιτιστική πολιτική (αυτή δηλαδή την οποία εμπνεύστηκε και εισηγήθηκε στην Ευρώπη ολόκληρη ο Μαλρώ) έχει το κοινό ως αποδέκτη, όχι τον καλλιτέχνη ή τον διανοούμενο. Αλλά το κοινό είναι τραγικά απόν και από την σκέψη και από την λογική του κειμένου και των συντακτών του.
Δυστυχώς, όλη αυτή η αστοιχείωτη αντιδραστική και κουκουεδίστικη κουρελού, που παριστάνει το πρόγραμμα προς γελοιοποίησιν κάθε έννοιας αριστερής πολιτικής, θεμελιώνεται σε μία αυτάρεσκη και αξιωματική παραδοχή: στην μετά πλείστης όσης παρρησίας δεδηλωμένη πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο «κύριος» εκφραστής της Αριστεράς, άρα είναι ο νόμιμος κληρονόμος του ιστορικού της παρελθόντος, άρα είναι ο νόμιμος και μοναδικός κληρονόμος «του ρόλου που αυτή έχει, διαχρονικά, διαδραματίσει στον πνευματικό και πολιτιστικό τομέα». Σοβαρολογούμε; Και εάν σοβαρολογούμε, τί ακριβώς εννοούμε; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κληρονόμος της ΠΑΠΟΚ; Ή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κληρονόμος του Ρίτσου και της περιπέτειας της Επιθεώρησης Τέχνης, όπως κάποια ανώτερα και ανώτατα στελέχη του αρέσκονται να επαναλαμβάνουν, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα του τί εκστομίζουν; Ποιόν Ρίτσο κληρονόμησε και εκφράζει δικαιωματικά ο ΣΥΡΙΖΑ; Τον Ρίτσο τον οποίο εξευτέλιζε το Κόμμα επί δεκαετίες, αποδεχόμενο ως θέσφατα τις εξευτελιστικές για την ποίησή του κριτικές των επίσημων κομματικών κριτικών; Τον Ρίτσου τον οποίο γελοιοποίησε το ΚΚΕ της μεταπολίτευσης; Ή τον Ρίτσο του «Φιλοκτήτη»; Και ποιά Επιθεώρηση Τέχνης; Αυτήν την οποία δίκασε και καταδίκασε η ΕΔΑ; Αυτήν για την οποία ουδέποτε έδωσε το κόμμα μιά πεντάρα, αλλά αξίωνε να την ελέγχει; Αυτήν της οποίας τους ιδρυτές διέγραψε χωρίς καν να τους το ανακοινώσει; Την Επιθεώρηση Τέχνης της οποίας η ιστορία αποτελεί μνημείο κομματικής κτηνωδίας; Ή την Επιθεώρηση Τέχνης της οποίας η μνήμη αποτελεί το φωτεινότερο ευρωπαϊκό παράδειγμα διανοητικού ηρωισμού, μαρξιστικής διαύγειας και κομμουνιστικής πνευματικής και αισθητικής αυτοθυσίας;
Επειδή εκούσα άκουσα (αλλά κυρίως εκούσα) επί μισόν αιώνα αγωνίζομαι να πορευτώ ως τέκνο αυτής της δεύτερης (της μοναδικής πραγματικής) Επιθεώρησης Τέχνης, πάνω στον πολιτισμό της οποίας ασελγεί το «προγραμματικό κείμενο», οφείλω να δηλώσω, εν γνώσει και εν πλήρη αδιαφορία περί των συνεπειών, ότι θα το πολεμήσω και μέσα στο κόμμα και έξω από αυτό, με όλες μου τις δυνάμεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου