ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Πρωτογενές έλλειμμα συλλογικής λειτουργίας


Αναδημοσίευση από την "εποχή"
του Χ. Γεωργούλα και του Π. Κλαυδιανού

Από το “σύμπτωμα Καρυπίδη” στην εφηβική ασθένεια του ΣΥΡΙΖΑ

Το «πρόβλημα Καρυπίδη» και το πολύ διαφορετικό στην ουσία του «πρόβλημα Βουδούρη» τροφοδοτούν δημοσιογραφικά ρεπορτάζ λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντα και λίγο πολύ πικρόχολα δημοσιογραφικά σχόλια, αλλά δεν παρακινούν σε αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν σ’ αυτά.

Δεν είναι, ωστόσο, δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος ότι δεν πρόκειται για δύο αστοχίες που έφερε η «κακιά ώρα». Ακολουθώντας απλά την εξέλιξη των πραγμάτων ανακαλύπτουμε εύκολα ένα σημαντικό έλλειμμα αποτελεσματικής συλλογικής λειτουργίας των κεντρικών και ενδιάμεσων οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, και αρκετών οργανώσεων του.

Παρά το γεγονός ότι οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές είναι προσδιορισμένες χρονικά ήδη από το φθινόπωρο του 2010, το υπεραρκετό αυτό χρονικό διάστημα δεν αξιοποιήθηκε, ώστε να αναπτυχθούν με επάρκεια οι δραστηριότητες των περιφερειακών κινήσεων, αλλά και να προχωρήσει η επεξεργασία τοπικών προγραμμάτων.

Το κενό αυτό έκανε ακόμα πιο αισθητό η έλλειψη αντίστοιχης προς την περιφέρεια κομματικής δομής του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα είναι πως οι διαρκώς ενισχυόμενες δυνάμεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης φθάνουν πια στις παραμονές των περιφερειακών εκλογών χωρίς επαρκή πολιτική, προγραμματική και οργανωτική προετοιμασία. Κι αυτό δεν είναι άμοιρο του αποτελέσματος που είχε και η προσπάθεια ανάδειξης των υποψηφίων περιφερειαρχών.

Στις αδυναμίες αυτές ήρθε να προστεθεί η διάθεση υπερπολιτικοποίησης των περιφερειακών εκλογών και η άμεση και αδικαιολόγητη πολιτικά σύνδεσή τους με τις βουλευτικές εκλογές, με την έννοια ότι τους δόθηκε συχνά ο ρόλος «προκριματικών» βουλευτικών εκλογών ως μη όφειλε. Με αποτέλεσμα να ευνοούνται στις οργανώσεις οι ευκαιριακές επιλογές προσώπων με κριτήριο την αναγνωρισιμότητα και μόνο.

Τυπική ή ουσιαστική η ευθύνη των οργάνων;

Με δεδομένα όλα αυτά, το έργο της γραμματείας και της κεντρικής πολιτικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβαν να ορίσουν τους υποψήφιους περιφερειάρχες, γινόταν ακόμη πιο δύσκολο απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Η ανάθεση μάλιστα της προετοιμασίας των προτάσεων προς την ΚΠΕ, ουσιαστικά σε έναν στενό κύκλο στελεχών, αόρατους συμβούλους, παρακάμπτονται ακόμη και θεσμικά ορισμένες επιτροπές αλλά και τη Γραμματεία, χωρίς την ενεργό συμμετοχή των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ σε πολλές περιπτώσεις, ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε αστοχίες. Τόσο δύσκολο ήταν να έχουν καταθέσει στην ΚΠΕ οι ίδιες οι οργανώσεις των περιφερειών τις δικές τους προτάσεις; Τόσο αδιανόητο θεωρείται να ζητηθεί η γνώμη τους έστω εκ των υστέρων;

Την πίεση ενέτεινε και η ανεπεξέργαστη, ουσιαστικά, προσπάθεια να σηματοδοτηθεί με την επιλογή των υποψηφίων περιφερειαρχών το πολύπλευρο άνοιγμα προς δυνάμεις που αρχίζουν να διάκεινται ευνοϊκά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και λέμε ανεπεξέργαστη, γιατί, όπως εκδηλώθηκε, έδινε βάρος στην επικοινωνιακή πλευρά αυτού του πολιτικού εγχειρήματος αδυνατίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σημασία του. Τη στιγμή που θα έπρεπε πια να αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι το ζήτημα των εκλογικών συνεργασιών και πολύ περισσότερο των μονιμότερων συμμαχιών είναι υπόθεση συστηματικής και επίπονης προσπάθειας και όχι συμβολικών κινήσεων. Ας σημειωθεί εδώ ότι η σχετική επιτροπή της ΚΠΕ που έχει οριστεί, μέχρι σήμερα δεν έχει συζητήσει καν πώς θα μπορούσε να παράξει έργο σ’ αυτό τον κρίσιμο τομέα.

Η αντιδημοκρατική λογική του «πακέτου»

Με τόση έλλειψη προεργασίας, λοιπόν, έρχεται στην ΚΠΕ μια πρόταση που επιχειρείται με αντιδημοκρατικό τρόπο να περάσει πακέτο. Για ποιο λόγο; Μήπως επειδή ήταν τόσο καλά επεξεργασμένη πολιτικά και τόσο συζητημένη σε όλα τα επίπεδα, που απλώς χρειαζόταν μια επικύρωση; Όσα ακολούθησαν δεν ευνοούν μια τέτοια ερμηνεία. Αντίθετα, συνηγορούν στην εκδοχή ότι τείνει να γίνει συνήθεια από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να τίθενται με διλημματικό τρόπο ζητήματα που από τη φύση τους οφείλουν να εξετάζονται κατά περίπτωση, γιατί μόνο έτσι μπορούν να εξασφαλίσουν την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Και υποβάλλουν την ιδέα ότι το «πακέτο» διαμορφώθηκε στη βάση της ξεπερασμένης πια αντίληψης ενός ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών.
Η επιμονή στην τήρηση δημοκρατικών διαδικασιών και στην ύπαρξη συλλογικών ασφαλιστικών δικλίδων προς αποφυγήν αστοχιών δεν μπορεί να θεωρείται κωλυσιεργία ούτε να γεννά υποψίες ή και φόβους διάρρηξης του συνεκτικού ιστού που διατηρεί μια στέρεη πολιτική συλλογικότητα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, αποτελούν προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ για ένα κόμμα που δεν θέλει απλά να αναρριχηθεί στην κυβέρνηση, αλλά να κάνει υπόθεση των μελών του και των λαϊκών τάξεων την ανατροπή της μνημονιακής μιζέριας και την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση με σοσιαλιστική προοπτική.

Από την άποψη αυτή, δεν δικαιολογούνται δισταγμοί ή φόβοι για το τι θα πουν τα μίντια. Η πολιτική ζημιά σχεδόν πάντα είναι πολύ μεγαλύτερη, όταν οι διορθωτικές προσπάθειες γίνονται εκ των υστέρων. Η πρόληψη δεν είναι απλώς προτιμότερη, διαπαιδαγωγεί επίσης μέλη και ηγεσία σε μια συντροφική και δημοκρατική αντίληψη για την επίλυση των πολιτικών διαφορών και την τελική σύνθεση των αντιθέσεων.

Η αυθεντία της καθοδήγησης

Το χειρότερο απ’ όλα, ωστόσο, μπορεί να συμβεί τώρα. Στα ηγετικά επίπεδα φαίνεται να επικρατεί μια αντίληψη που μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά επιζήμια. Δηλαδή, ότι η ηγεσία δεν μπορεί να υποχωρεί από τις αρχικές επιλογές της και ότι ο καθοδηγητικός ρόλος της συνίσταται αποκλειστικά στο να επιβάλλει την άποψή της και όχι να καλλιεργεί μια αμφίδρομη σχέση ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και πολιτικής εμπειρίας με τις οργανώσεις των μελών.

Δεν είναι ντροπή, είναι έπαινος για ένα καθοδηγητικό όργανο, για μια πολιτική ηγεσία να ξέρει πώς να συνάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα από τον ανοιχτό και δημοκρατικό διάλογο με τις οργανώσεις που την έχουν αναδείξει. Η σχέση τους δεν είναι σχέση επιβολής, είναι σχέση διαλεκτική. Μετά από μια δημοκρατική αντιπαράθεση απόψεων, εκείνο που προσδοκούμε δεν είναι η καταγραφή των αμετάβλητων διαφορών με σκοπό την εγγραφή υποθήκης για ένα απροσδιόριστο μέλλον, το οποίο ήδη είναι υπονομευμένο από ένα διχαστικό παρόν. Οφείλουμε, δηλαδή, να προσδοκούμε τον αλληλοεπηρεασμό, την προωθητική σύνθεση, το συλλογικό βήμα προς τα εμπρός, αντί για την καθηλωτική εμπλοκή σ’ έναν πόλεμο εσωκομματικής φθοράς. Πρόκειται για ένα σφάλμα που υποπίπτει συχνά η Αριστερή Πλατφόρμα οδηγούμενη σε θέσεις που δεν συνεισφέρουν σε προαγωγή της γραμμής μας, σε σύνθεση. Η ιστορικά μυωπική επιφύλαξη στην υποψηφιότητα του Αλέξη για το Ευρωπαϊκό Κόμμα είναι ενδεικτική.

Καλύτερα να προλαβαίνουμε…

Οι δύο σύντροφοι της γραμματείας που έθεσαν το ζήτημα της επανεξέτασης των υποψηφιοτήτων για τις περιφέρειες Δ. Μακεδονίας και Πελοποννήσου, μπορεί να δεχθούν κάθε είδους κριτική, ωστόσο τελικά έθεσαν επιτακτικά το υπαρκτό πολιτικό ζήτημα και κίνησαν με τη δικαιολογημένη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη επιμονή τους τη διαδικασία επανεξέτασης. Θα μπορούσαν να είχαν ενεργήσει προληπτικά, πράγμα που θα μείωνε τις ζημιές που ήδη καταγράφηκαν και δημοσκοπικά (βλέπε μέτρηση της Public Issue). Το ζήτημα της δυνατότητας πρόληψης, αποτροπής αφορά και το ιδεολογικό ρεύμα της ΑΝΑΣΑΣ. Οι δυνατότητες να παίξει έναν εποικοδομητικό, κάποτε και σωτήριο ρόλο για τον ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε τις τελευταίες μέρες στο θέμα Καρυπίδη, αλλά και Βουδούρη όταν επέμεινε –παρά την αφόρητη πίεση– να μετρηθούν επί της ουσίας οι απόψεις των οργανώσεων. Στο μέλλον, ιδίως, όταν το κόμμα θα κληθεί να αναλάβει πολύ σοβαρότερα καθήκοντα, η ΑΝΑΣΑ μπορεί, με μεγαλύτερη φροντίδα απ’ ό,τι τώρα για τον διακριτό της ρόλο, να είναι δύναμη συμβολής στις θέσεις σύνθεσης και ενότητας.

Αν χρειάζεται να επιμείνουμε τόσο σε ένα εκ πρώτης όψεως όχι και τόσο σημαντικό ζήτημα, είναι γιατί μπορεί να μας χρησιμεύσει και σαν εμπειρία για το άμεσο μέλλον. Πολύ σύντομα ίσως χρειαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε εκατοντάδες επιλογές προσώπων. Το πώς θα τις πραγματοποιήσει με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δεν είναι ζήτημα ενός εσωκομματικού μπρα ντε φερ, είναι ζήτημα κρίσιμης σημασίας για την επιτυχία τού έργου μιας αυριανής κυβέρνησης της αριστεράς. Και έχουμε χρέος να ασκηθούμε σ’ αυτό το άθλημα από τώρα. Θα έπρεπε ήδη να είχαμε ολοκληρώσει την άσκηση αυτή. Αντίθετα, πήραμε έναν πολύ κακό βαθμό με τις αυτοδιοικητικές. Γιατί αυτό που παίζεται δεν είναι ποιος θα συγκεντρώσει τους πιο πολλούς εσωκομματικούς πόντους, αλλά η τύχη μιας ιστορικής δυνατότητας της ελληνικής αριστεράς. Κανείς μας δεν πρέπει να χάσει την ιστορική αίσθηση των καιρών.

Υ.Γ.: Από την απόφαση της Νομαριακής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ Ρεθύμνου αντιγράφουμε ένα απόσπασμα με μία σκέψη που δεν θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε καλύτερα:
Τη στιγμή που το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί οδηγό για την ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής αριστεράς και η υποψηφιότητα του συντρόφου Αλέξη Τσίπρα ξαναβάζει την Αριστερά στο προσκήνιο των λαϊκών αγώνων σε όλη την Ευρώπη, οι εσωτερικές μας διεργασίες απειλούν να οδηγήσουν στην αποσυσπείρωση των μελών μας, αλλά και πολλών αγωνιστών της κοινωνικής αριστεράς που μας πλαισιώνουν με ελπίδα και εμπιστοσύνη.

1 σχόλιο :

  1. Δεν καταλαβαίνω σε τι συμφωνείς με αυτό το άρθρο. Εδώ, παρακολουθούμε ένα μέρος μιας τάσης: α) να αυτοπαινεύεται, β) να ζητά ενεργότερο-και πρόσεξε: διακριτό- ρόλο.Ρόλο. Όχι π.χ. διακριτή παρουσία στην κοινωνία, που θα ήταν θεμιτό, στο βαθμό που θα έφερνε κόσμο στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ρόλο διακριτό εντός του κόμματος. Ρόλος διακριτός εντός κόμματος σημαίνει "βέτο".
    Όμως, αυτό δεν σημαίνει κάτι θετικό για το ΣΥΡΙΖΑ των μελών που υπερασπίζεσαι. Αντιθέτως, σημαίνει παράταση της κακής πλευράς του "Συριζα των συνιστωσών". Γιατί οι 400 που ανήκουν σε τάση να έχουν δικαίωμα βέτο έναντι των άλλων 400 που δεν ανήκουν;
    Τέλος πάντων, μακάρι να έχουν απομείνει μετά τις εκλογές 400 ενεργά μέλη που δεν θα είναι σε τάση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ