Αναδημοσίευση από την «εφημερίδα των συντακτών»
Του Νίκου Στραβελάκη*
Πολιτικές επιπτώσεις και διδάγματα για το σήμερα
Τα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης βρίσκουν τον κόσμο στη μέση μιας μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης που μετρά ήδη δέκα χρόνια ζωής. Το πολιτικό ρεύμα που οδήγησε στην Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν επίσης απότοκο των μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ενώ η νεαρή επανάσταση κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις στην πρώτη δεκαετία της ζωής της.
Από τη σκοπιά αυτή, η πολιτική οικονομία της επανάστασης, δηλαδή ο τρόπος που οι επαναστάτες καταλάβαιναν τόσο τον καπιταλιστικό κόσμο όσο και τη νέα κοινωνία που ήθελαν να χτίσουν γίνεται επίκαιρος.
Οπως θα δούμε, η επανάσταση παρήγαγε καινοτόμες ιδέες για την οργάνωση και τη διαχείριση της οικονομίας, όμως παγιδεύτηκε και σε ιδεολογήματα και αντιλήψεις που έπαιξαν ρόλο στην όλη εξέλιξη του εγχειρήματος.
Τα χρόνια πριν από την Επανάσταση
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν ένα διάστημα μεγάλης ανέχειας για τις εργατικές μάζες. Το μεγαλύτερο μέρος του σημαδεύτηκε από μεγάλες κρίσεις, με σημαντικότερη τη «μακρά κρίση» (1871-1893).
Ηταν ένα διάστημα 20 και πλέον χρόνων, ανάμεσα στη Παρισινή Κομμούνα και την εμφάνιση των μεγάλων εργατικών κομμάτων, όπου το σύστημα βρισκόταν σε αργόσυρτη ύφεση που μοιάζει αρκετά με την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας μετά το 2009.
Στους σοσιαλιστές της εποχής, που μετά το 1880 συγκεντρώνονταν στη 2η Διεθνή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι το σύστημα δεν θα ανέκαμπτε ποτέ και ότι ο σοσιαλισμός ήταν ζήτημα χρόνου.
Ετσι, το τέλος της κρίσης ήταν ένα σοκ για τους ηγέτες της Διεθνούς. Ενα τμήμα τους υπό τον Μπερνστάιν επιχειρηματολόγησε υπέρ της κάλυψης της ανέχειας των μαζών από την καπιταλιστική ανάπτυξη· ένα δεύτερο υπό τον Κάουτσκι ενθάρρυνε τις διεκδικήσεις, αλλά θεωρούσε και ότι το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο θα επιβάλει τον σοσιαλισμό κάποτε στο μέλλον.
Ομως, υπήρχε και η επαναστατική πτέρυγα της Διεθνούς υπό το Λένιν και τη Λούξεμπουργκ που θεωρούσε ότι οι ανάγκες των μαζών δεν μπορούν να καλυφθούν από την καπιταλιστική μεγέθυνση και η σοσιαλιστική επανάσταση είναι επίκαιρη.
Το κέντρο (Κάουτσκι) και η αριστερά (Λένιν) της 2ης Διεθνούς βρήκαν οικονομική θεμελίωση της πολιτικής τους θέσης στο βιβλίο του Αυστριακού σοσιαλδημοκράτη Rudolf Hilferding «Finance Capital», που βγήκε στη Βιέννη στα 1910. Το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου ήταν ότι η συγκέντρωση του κεφαλαίου είχε οδηγήσει το σύστημα σε ένα νέο στάδιο, εκείνο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού.
Οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις είχαν περιορίσει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και το σύστημα βάδιζε προς ένα «οργανωμένο στάδιο». Σε αυτό το περιβάλλον, οι οικονομικές κρίσεις περιορίζονται στη δυσανάλογη μεγέθυνση της πιο κερδοφόρας μονοπωλιακής βιομηχανίας έναντι της μη μονοπωλιακής βιοτεχνίας και αγροτικής παραγωγής.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι καίριες αντιφάσεις του καπιταλισμού έχουν μεταφερθεί πλέον στη διεθνή σκηνή. Βρίσκονται στη συσσώρευση κερδών στις αναπτυγμένες, τις ιμπεριαλιστικές χώρες, που αναζητούν επειγόντως επενδυτικές ευκαιρίες στην εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών και των αποικιών, καταδικάζοντας τις τελευταίες σε έναν φαύλο κύκλο καθυστέρησης.
Για τον Κάουτσκι, οι ιμπεριαλιστές θα συνεννοούνταν και στη διεθνή σκηνή. Οπως είχαν, υποτίθεται, καταργήσει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών χωρών έτσι θα τον καταργούσαν και διεθνώς, μοιράζοντας μεταξύ τους την αποικιακή λεία. Χαράς ευαγγέλια για το «συνειδητοποιημένο προλεταριάτο» που θα έβρισκε στον «οργανωμένο καπιταλισμό» την υλική βάση για τον σοσιαλισμό.
Για το Λένιν, από την άλλη, ο υπερμεγέθης μονοπωλιακός βιομηχανικός τομέας θα ήταν η βάση για τη διαιώνιση της ανέχειας των μαζών λόγω περιορισμένης αγροτικής παραγωγής και υψηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι οι διεθνείς ανταγωνισμοί θα πυροδοτήσουν πολέμους που σε συνδυασμό με την ανέχεια των μαζών θα είναι η μήτρα της επανάστασης.
Παράλληλα άνοιγε ένα ολόκληρο νέο πεδίο επαναστατικής δράσης στην απελευθέρωση αποικιών και ημι-αποικιών από την οικονομική καθυστέρηση που επέβαλε ο ιμπεριαλιστικός ζυγός.
Το πρόβλημα είναι ότι το όλο σχήμα δεν έχει καμία σχέση με τον Μαρξισμό, αλλά βασίζεται στη νεοκλασική οικονομική θεωρία του μονοπωλίου που έχουν διδαχθεί όλοι οι φοιτητές και οι απόφοιτοι οικονομικών σπουδών στα μαθήματα της μικροοικονομικής.
Στην πραγματικότητα, ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό δεν καταργείται με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, αντίθετα εντείνεται τόσο στο εσωτερικό του έθνους-κράτους όσο και διεθνώς.
Αυτό οδηγεί στον περιορισμό του ποσοστού κέρδους και στην εμφάνιση μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων περίπου κάθε σαράντα χρόνια, που είναι και κομμάτι των αντικειμενικών όρων της επαναστατικής κατάστασης.
Παρ' όλο λοιπόν που το σχήμα του μονοπωλιακού καπιταλισμού ενίσχυσε την αριστερά του Λένιν στην πορεία προς την επανάσταση, εγκλώβισε τους επαναστάτες σε μια μεταφυσική συζήτηση τόσο γύρω από το ζήτημα της εκβιομηχάνισης της αγροτικής Σοβιετικής Ενωσης όσο και για την εξέλιξη της παγκόσμιας επανάστασης.
H Comintern και η «γενική κρίση του καπιταλισμού»
Για την παγκόσμια επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι θεώρησαν ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδότησε τη «γενική κρίση του καπιταλισμού». Η «γενική κρίση» ήταν μια περίοδος οικονομικής και πολιτικής κρίσης που θα έφερνε την αποσύνθεση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κεντρικό στοιχείο της ήταν η «αρνητική κλίση της καμπύλης ανάπτυξης» (Τρότσκι - Βάργκα), αποτέλεσμα του πολέμου που «αφύπνισε τις μάζες στις αναπτυγμένες χώρες και στις αποικίες» (Μπουχάριν).
Οι μπολσεβίκοι δεν θεωρούσαν ότι η «γενική κρίση» θα έχει συνεχώς την ίδια ένταση, ένας συνδυασμός πολιτικών και οικονομικών γεγονότων διαχώριζε το διάστημα σε «περιόδους». Ετσι τα χρόνια 1917-1921 είναι η «1η περίοδος», μια εποχή επαναστατικής εφόδου κάτω από την επιρροή της επανάστασης.
Αντίθετα, τα χρόνια 1921-1928 λόγω της ήττας της επανάστασης στη Γερμανία και την Ουγγαρία ήταν μια περίοδος σταθεροποίησης του συστήματος, ή αλλιώς «2η περίοδος».
Μετά το 1928 η Comintern θεώρησε ότι η ανάκτηση των προπολεμικών επιπέδων εθνικού εισοδήματος θα οδηγούσε σε όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών λόγω της αντίφασης στην «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συρρίκνωση των αγορών» και «αναπόφευκτα σε μια νέα περίοδο ιμπεριαλιστικών πολέμων» (Μπουχάριν 1928), ήταν η τραγική «3η περίοδος».
Μήνες πριν από την κατάρρευση της Wall Street και το ξέσπασμα της «μεγάλης ύφεσης», η Comintern έβλεπε «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», αφού η εκδοχή της θεωρίας του μονοπωλίου την οποία είχε υιοθετήσει δεν επέτρεπε κρίσεις από τον περιορισμό του ποσοστού κέρδους.
Εκβιομηχάνιση - Η «κρίση του ψαλιδιού» και η εσωκομματική πάλη 1923-1928
Οι καταστροφικές πολιτικές που συνόδευσαν στην 3η περίοδο και θα μνημονεύσουμε στη συνέχεια δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ιδεολογημάτων γύρω από το μοντέλο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Επηρεάστηκαν καίρια από τις συνθήκες στη Σοβιετική Ενωση (Σ.Ε.) το διάστημα 1923-1928 και την έκβαση της εσωκομματικής πάλης που κορυφώθηκε το ίδιο διάστημα.
Οι καταστροφές του εμφυλίου πολέμου και οι αδυναμίες του «πολεμικού κομμουνισμού» που τις συνόδευαν οδήγησαν στον λιμό του 1921. Παρά την εισαγωγή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, η κρίση κορυφώθηκε στα 1923. Επειδή χαρακτηρίστηκε από την απόκλιση των τιμών των βιομηχανικών από τα αγροτικά προϊόντα, που ο Τρότσκι τη βάφτισε «κρίση του ψαλιδιού», γιατί η αποκλίνουσα εξέλιξη των τιμών έμοιαζε με ανοιχτό ψαλίδι.
Γύρω από την αντιμετώπιση της κρίσης παγιώθηκαν και οι δύο βασικές αντιμαχόμενες γραμμές της εσωκομματικής πάλης: η αριστερά υπό τον Τρότσκι και η δεξιά υπό τον Μπουχάριν.
Ανάμεσά τους υπήρχε το σταλινικό κέντρο, μια τάση χωρίς δική της άποψη για την εξέλιξη του καπιταλισμού ή τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ενάντια σε κάθε λογική πρόβλεψη, η ομάδα αυτή κυριάρχησε στο κόμμα.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Στις αρχές του 1923 η κατάσταση ήταν απελπιστική. Η παραγωγή ήταν περίπου στο 30% των προπολεμικών επιπέδων εξαιτίας της κακής σοδειάς και της ασυνέχειας στη βιομηχανική παραγωγή από έλλειψη πετρελαίου και άνθρακα. Ο πληθωρισμός έτρεχε με 70% τον μήνα, παρ' όλο που τα προϊόντα, κυρίως τα βιομηχανικά, παρέμεναν απούλητα.
Στο σκεπτικό τόσο της δεξιάς όσο και αριστερής πτέρυγας των μπολσεβίκων κυριαρχούσε το σχήμα της ανισόρροπης μεγέθυνσης του βιομηχανικού έναντι του αγροτικού τομέα ως αιτία της κρίσης. Με άλλα λόγια, οι μονοπωλιακές τιμές του βιομηχανικού τομέα έναντι των ανταγωνιστικών τιμών του αγροτικού οδηγούσαν τους αγρότες να κρύβουν τη σοδειά και να απέχουν από την κατανάλωση βιομηχανικών προϊόντων.
Η αριστερά, βασισμένη στη σκέψη του Πρεομπραζένσκι, επιχειρηματολόγησε ότι μόνον η εφαρμογή οικονομικού σχεδίου και ελέγχου των τιμών στα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα θα μπορούσε να ισορροπήσει τους δύο τομείς. Ομως επειδή οι αγροτικές τιμές ήταν ανταγωνιστικές, οι αγρότες δεν μπορούν να δημιουργήσουν επαρκή εγχώρια ζήτηση για τα βιομηχανικά προϊόντα.
Το όποιο πλεόνασμα για την εκβιομηχάνιση της χώρας μπορούσε να προέλθει μόνον από την απόκτηση αγροτικών προϊόντων σε τιμές χαμηλότερες της αξίας και διάθεσης ή εξαγωγής σε ανταγωνιστικές τιμές. Ηταν η περιβόητη ιδέα της «πρωταρχικής συσσώρευσης για τον σοσιαλισμό».
Η δεξιά αντέτεινε ότι έπρεπε να συμπιεστούν οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων και έτσι η αγροτική ζήτηση θα δημιουργούσε το πλεόνασμα για την εκβιομηχάνιση της χώρας, όμως στον «ρυθμό της αγροτιάς».
Αν και η δεξιά δεν παρουσίασε ποτέ κάποιο ολοκληρωμένο μοντέλο εκβιομηχάνισης, η λογική της παρέπεμπε σε μια αγροτική Σ.Ε. που θα εκβιομηχανιζόταν με βάση την εξέλιξη των αναγκών του αγροτικού τομέα.
Είναι προφανές ότι και οι δύο απόψεις δεν είχαν καμία σχέση με το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Η χώρα βρισκόταν στη μέση ενός επεισοδίου στασιμοπληθωρισμού.
Το σταλινικό κέντρο ακούγοντας τις εισηγήσεις των οικονομολόγων και εκτιμώντας ότι δεν είναι η στιγμή για σύγκρουση με τους πλούσιους αγρότες (κουλάκους) προώθησε ένα σχέδιο αποκατάστασης της παραγωγικής λειτουργίας. Το σχέδιο βασίστηκε σε δύο πρωτότυπες ιδέες οικονομικής πολιτικής. Τον φόρο σε είδος στους αγρότες που αντικατέστησε την αναγκαστική κατάσχεση των αγροτικών προϊόντων της περιόδου του πολεμικού κομμουνισμού και την κυκλοφορία δεύτερου νομίσματος για τη χρηματοδότηση των εισαγωγών.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν, παρ' όλο που έτρεχαν ελλείμματα του προϋπολογισμού της τάξης του 10%, και η βιομηχανία ξαναλειτούργησε.
Ετσι, γύρω στο 1926 η παραγωγή έφτασε στα προπολεμικά επίπεδα. Στο πολιτικό επίπεδο, ο Στάλιν, χωρίς να υιοθετεί τις απόψεις της δεξιάς συμμάχησε με τον Μπουχάριν με σκοπό να απομονώσει την αριστερά. Κατηγόρησε τον Τρότσκι ότι υποτιμά τον ρόλο της αγροτιάς, θέτοντας σε κίνδυνο την εργατο-αγροτική συμμαχία και την ίδια την επανάσταση με την «τυχοδιωκτική» του πολιτική. Ετσι, πήρε τα εύσημα της σταθεροποίησης, αποδυναμώνοντας παράλληλα την αριστερή πτέρυγα.
Παγκόσμια επανάσταση και σοσιαλισμός σε μία χώρα
Ομως η αντιπαράθεση γύρω από την εκβιομηχάνιση αναδείκνυε και μια δεύτερη, σοβαρή πτυχή της επαναστατικής πολιτικής. Στη λογική του Μπουχάριν, η Σοβιετική Ενωση θα μπορούσε να βιομηχανοποιηθεί σταδιακά ολοκληρώνοντας παράλληλα την αγροτιά στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτό σήμαινε ότι η κάλυψη των αναγκών της αγροτιάς θα δημιουργήσει επαρκή πλεονάσματα για την εκβιομηχάνιση.
Ο Στάλιν επέκτεινε αυτή τη λογική και ισχυρίστηκε ότι αφού είναι εφικτή η απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης, είναι εφικτή και η σοσιαλιστική ολοκλήρωση σε μία χώρα, τη Σ.Ε.
Η αριστερά, πιστή στην παράδοση των μπολσεβίκων, ισχυριζόταν το αντίθετο. Για τον Πρεομπραζένσκι ακόμη και η ισόρροπη μεγέθυνση ανάμεσα στον αγροτικό και τον βιομηχανικό τομέα ήταν εφικτή μόνο με την εφαρμογή οικονομικού σχεδίου και με έλεγχο του εμπορικού ισοζυγίου.
Με άλλα λόγια, οι μεταβιβάσεις αξίας λόγω της μονοπωλιακής οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας έκαναν τη σοσιαλιστική ολοκλήρωση σε μία χώρα ανέφικτη.
Το ιδεολόγημα του «κέντρου» δεν είχε καμία σημασία ή επίπτωση σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής. Σκοπός του ήταν από τη μία να δώσει στην ηγεσία της Σ.Ε. την ευχέρεια να παζαρέψει με όρους κρατικής διπλωματίας την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και από την άλλη να στριμώξει την αριστερή πτέρυγα.
Ο Τρότσκι έπρεπε να εξηγήσει στα κομματικά μέλη, σε μια περίοδο ύφεσης της επαναστατικής ορμής του 1917, πώς από τη μια ζητά την άμεση εκβιομηχάνιση και από την άλλη ισχυρίζεται ότι το όλο εγχείρημα εξαρτάται από την επικράτηση της παγκόσμιας επανάστασης. Στο μυαλό των κομματικών μελών αυτό έμοιαζε με αντίφαση, όπως επισημαίνει και ο πολιτικός βιογράφος του Μπουχάριν, Stephen Cohen.
Κατάρρευση της ΝΕΠ και στροφή στο οικονομικό πλάνο
Ομως η οικονομική πολιτική που στήριζε τη συμμαχία Στάλιν - Μπουχάριν είχε όρια που έγιναν εμφανή με το που έφτασε η παραγωγή στα προπολεμικά επίπεδα. Οι τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών ποτέ δεν έπεσαν στα επίπεδα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και η βιομηχανία ποτέ δεν συγκέντρωσε σημαντικά πλεονάσματα. Οπως επιχειρηματολογεί μια διδακτορική διατριβή, την οποία υπερασπίστηκε το 1969 στο ΜΙΤ ο Μ. Dohaη, η ΝΕΠ πήγαινε μαζί με μια αγροτική οικονομία με διαρθρωτικά εμπορικά ελλείμματα και βαριά εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο προκειμένου να εκβιομηχανιστεί.
Μπροστά στο κίνδυνο απώλειας της εξουσίας, το σταλινικό «κέντρο» εγκατέλειψε τη συμμαχία με τη δεξιά πτέρυγα των Μπουχάριν - Ρίκοφ. Μάλιστα είχαν και τη δικαιολογία έτοιμη: όπως ο Τρότσκι ήταν ο «εχθρός» του αγρότη, ο Μπουχάριν ήταν ο «φίλος» του κουλάκου.
Ετσι, στα 1928, το «κέντρο» στράφηκε στη μόνη διαθέσιμη εναλλακτική στρατηγική, αυτή της αριστεράς, που στο μεταξύ είχε αποδυναμώσει πολιτικά.
Μάλιστα το έκανε αποκαθιστώντας τον βασικό οικονομικό της εκπρόσωπο, τον Γεβγκένι Πρεομπραζένσκι. Το μοντέλο που δημοσίευσε την ίδια χρονιά ο υπάλληλος της Gosbank Grigori Feldman έλυνε τα βασικά θέματα του οικονομικού σχεδιασμού.
Το μοντέλο του Feldman συνιστούσε την οικονομική μεγέθυνση με άξονα τις επενδύσεις στην παραγωγή μέσων παραγωγής (Τομέας Ι) ως μέσο για τη μεγιστοποίηση της κατανάλωσης στο μέλλον.
Είναι μια καινοτόμα θεώρηση, αφού βρίσκεται στον αντίποδα της νεοκλασικής θεωρίας της ανάπτυξης. Βασίζεται στη λογική ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν στις αναπτυγμένες την εικόνα του μέλλοντός τους.
Παρά την παράδοση του Feldman στην ιστορική λήθη, το μοντέλο του αποτέλεσε τη βάση των υποδειγμάτων Domar και Kaldor, ενώ είχε πολλές εφαρμογές στα οικονομικά αλλά και στην εκβιομηχάνιση του λεγόμενου τρίτου κόσμου (Mahalanobis).
Η επικράτηση του σταλινικού κέντρου και η τραγωδία της δεκαετίας του 1930
Μέσα από αυτή την αλληλουχία γεγονότων, το 1928 βρήκε το σταλινικό κέντρο απόλυτα κυρίαρχο. Οι συνέπειες ήταν τραγικές.
Πέρα από τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, η θέση του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», που διατηρήθηκε άθικτη παρά τη στροφή στο ζήτημα της εκβιομηχάνισης, είχε τραγικές συνέπειες τη δεκαετία του '30.
Παρά τη κρίση τού '29, η σταλινική ηγεσία το μόνο που ήθελε ήταν να παζαρέψει, σε εκείνες τις συνθήκες, την ειρηνική συνύπαρξη με τον καπιταλιστικό κόσμο.
Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά για την επανάσταση και την ανθρωπότητα, με ήττα στον ισπανικό εμφύλιο, την άνοδο του φασισμού και τον πόλεμο.
*Οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου