Η δήλωση του Α. Τσίπρα «μειώνουμε το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας» που απευθυνόταν προς τους βιομηχάνους (Με ποιούς συστρατεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ;) έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Δημοσιεύουμε ένα κείμενο που διαφωτίζει αρκετές πλευρές αυτού του ζητήματος.
Αναδημοσίευση από την "αυγή"
Των Κίλια Βασίλη, Ψαρρέα Πέτρου και Χαρίτση Αλέξη
Πακέτο μέτρων ύψους 150 εκατ. € ανακοίνωσε η κυβέρνηση, δια του αρμόδιου υφυπουργού, για την ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους της βαριάς (και όχι μόνο) βιομηχανίας. Εδώ και μήνες το θέμα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας βρισκόταν στην επικαιρότητα με αρθρογραφία στην οποία αναπτύσσονταν επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η βιομηχανία της χώρας «στενάζει» λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό. Η επιχειρηματολογία συχνά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μεγάλοι όμιλοι, πυλώνες του βιομηχανικού κλάδου, θα οδηγηθούν σε συρρίκνωση δραστηριοτήτων, ενδεχομένως και σε κλείσιμο.
Οι πιέσεις αυτές εντάθηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες με κινήσεις σκληρού εκβιασμού. Αιχμή του δόρατος η Χαλυβουργική των Αγγελόπουλων που έθεσε σε διαθεσιμότητα το 95% των εργαζομένων και η Χαλυβουργία Ελλάδας του Μάνεση που απειλεί με μαζικές απολύσεις. Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στον «αγώνα» των βιομηχάνων για διάσωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, των θέσεων εργασίας των εργαζομένων και για τη στήριξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αποτελεί προϋπόθεση για τη στροφή σε καλύτερες μέρες. Η δέσμη μέτρων για τη μείωση του βιομηχανικού τιμολογίου και του συνόλου των χρεώσεων της βιομηχανίας τόσο για την ηλεκτρική ενέργεια, όσο και για την προμήθεια φυσικού αερίου, γίνεται σε περιβάλλον οξύτατης ενεργειακής φτώχειας που μαστίζει μεγάλα τμήματα της κοινωνικής πλειοψηφίας και ταυτόχρονα ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και πλήρους ιδιωτικοποίησης του συνόλου του κλάδου, με τη ΔΕΗ να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, μετά την ψήφιση ιδιωτικοποίησης του ΑΔΜΗΕ
Τμήματα της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικότερα, με σχετικές δηλώσεις και αρθρογραφία, τοποθετήθηκαν υπέρ της ανάγκης μείωσης του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας, προκειμένου να διασωθούν οι θέσεις εργασίας, να διατηρηθεί η βαριά βιομηχανία και να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη, «ανάγκη» στην οποία, όπως προαναφέραμε, ανταποκρίθηκε ήδη η κυβέρνηση Σαμαρά.
Αυτή και μόνο η «σύμπτωση» θα πρέπει να προβληματίσει ισχυρά τόσο όσο αφορά στα θέματα ενεργειακής πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, όσο και σχετικά με την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας, των εργασιακών συνθηκών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά και την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος της ανεργίας.
Απέναντι λοιπόν στην προπαγάνδα του μπλοκ των βιομήχανων, προϋπόθεση αποτελεί η αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης, των πολιτικών που εφαρμόζονται και των συμφερόντων που αυτές εξυπηρετούν, προκειμένου στη συνέχεια να προσδιοριστούν οι άξονες και οι πολιτικές κατευθύνσεις μιας αριστερής πολιτικής με επίκεντρο ταξικά και οικολογικά κριτήρια, που απαντά τόσο στον φλέγον ζήτημα της καταπολέμησης της ανεργίας, όσο και στην ανάγκη οικονομικής ανασυγκρότησης.
Εγχώρια ιδιαιτερότητα ή μήπως όχι;
Σημειώνουμε ότι μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι έχουν εισέλθει και στον τομέα της παραγωγής ενέργειας (στην Ελλάδα, στην ηλεκτρική ενέργεια: φυσικό αέριο και Α.Π.Ε), αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη από τις διαδικασίες «απελευθέρωσης» της αγοράς, στοχεύοντας ταυτόχρονα και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Το θέμα του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία δεν αποτελεί μια εγχώρια ιδιαιτερότητα, αλλά εντάσσεται σε ένα συνολικό πλαίσιο άσκησης ισχυρών πιέσεων και εκβιασμών από την πλευρά της ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας για άμεση μείωση των τιμολογίων ή για έμμεση μείωση του κόστους ενέργειας μέσα από διμερείς συμβάσεις, συμβάσεις διακοψιμότητας, απαλλαγές από τις υπόλοιπες χρεώσεις που ενσωματώνονται στα τιμολόγια και αφορούν τέλη Α.Π.Ε, χρεώσεις δικτύων, ΦΠΑ κ.λ.π. Εν πολλοίς, ζητούν να επιδοτηθεί το ενεργειακό τους κόστος σε βάρος της κοινωνίας (των υπολοίπων κατηγοριών τιμολογίων και κυρίως των οικιακών) που καλείται να το επωμιστεί, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές και ιδιαίτερα απέναντι στις ΗΠΑ και την Ασία. Εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής κρίσης είναι δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός για επανεκκίνηση της συσσώρευσης και της ανάπτυξης και την επανάκαμψη των κερδών είναι αδυσώπητος.
Στις 22 του περασμένου Μάη το ευρωπαϊκό συμβούλιο είχε ως κύριο θέμα του την ενεργειακή πολιτική συνολικά, αλλά και ειδικότερα το θέμα της μείωσης του ενεργειακού κόστους της ευρωπαϊκής βιομηχανίας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. Του συμβουλίου προηγήθηκαν δύο εκθέσεις της ευρωπαϊκής επιτροπής: «Ενεργειακές προκλήσεις και Πολιτική» και έκθεση για την ενεργειακή κατάσταση και τις κατευθύνσεις για κάθε κράτος-µέλος. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι το θέμα είναι ευρωπαϊκό και όχι εγχώριο, καθώς επίσης και ότι η ισχυρή πλευρά του ζητήματος είναι ότι συνολικά οι βιομήχανοι τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε εγχώριο, σε κάθε κράτος χωριστά, διεκδικούν αύξηση των προνομίων τους έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αξιοποιούν με άλλα λόγια την κρίση ως ευκαιρία, εγείροντας διεκδικήσεις σε όλα τα πεδία: στα εργασιακά, στη φορολογία, στην άρση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κ.λ.π. και φυσικά και στη μείωση του ενεργειακού τους κόστους. Στην Ελλάδα οι μνημονιακές πολιτικές έχουν ήδη κατεδαφίσει το εργασιακό κόστος με αποτέλεσμα η μείωση του ενεργειακού κόστους να εισάγεται ως ο κατεξοχήν παράγοντας για την περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής τους.
Συχνά, στη συζήτηση που διεξάγεται, αναφέρεται το επιχείρημα ότι το ενεργειακό κόστος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας είναι υψηλότερο των ανταγωνιστών της και συγκεκριμένα των ΗΠΑ και των BRICS, αλλά και συνολικά των ασιατικών οικονομιών. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και με νεοφιλελεύθερους όρους - ανταγωνιστικότητας - αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το κόστος ενέργειας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος ή ανά μονάδα προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνει το στοιχείο της ενεργειακής έντασης, καθορίζοντας την ανταγωνιστικότητα. Λαμβάνοντας επομένως αυτή την παράμετρο υπόψη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης (Ιανουάριος 2014) της ευρωπαϊκής επιτροπής, τα επίπεδα ενεργειακού κόστους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος και ανά μονάδα προστιθέμενης αξίας είναι ως τάση αλλά και σε απόλυτα επίπεδα παραπλήσια στην Ε.Ε. (27) έναντι τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ιαπωνίας και χαμηλότερα από Ρωσία και Κίνα (διαγράμματα 1και 2). Αυτό οφείλεται στην αυξημένη ενεργειακή απόδοση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας λόγω συσσωρευμένων επενδύσεων σε σύγχρονες τεχνολογίες παραγωγής, όπου και στηρίζεται η ανταγωνιστικότητά της.
Διάγραμμα 1: Βιομηχανικός Τομέας - Πραγματικό ενεργειακό κόστος ως % προστιθέμενης αξίας, (Real Unit Energy Costs as % of value added)
Διάγραμμα 1: ΒιομηχανικόςΤομέας – Επίπεδα Ενεργειακής Έντασης (Energy Intensity Levels)
Επιπλέον, οι καπιταλιστικά αναπτυγμένες οικονομίες είναι προσανατολισμένες σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε αντίθεση με τις χώρες π.χ. των BRICS οι οποίες έχουν παραγωγικές δομές και βιομηχανικές δραστηριότητες υψηλότερης ενεργειακής έντασης και χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως δείχνουν όλα τα επίσημα στοιχεία (έκθεση 2014), οι μέσες τιμές της βιομηχανικής τιμολόγησης, παρόλη την αυξητική τάση των τελευταίων χρόνων, παραμένουν στο μέσο ευρωπαϊκό όρο (οριακά χαμηλότερα). Σημειώνουμε ότι τα επίσημα στοιχεία της eurostat και της ΔΕΗ, διαψεύδουν τα στοιχεία που επικαλείται η πλευρά των βιομηχάνων που δεν στηρίζονται σε επίσημες πηγές.
Εντούτοις, αν για την ευρωπαϊκή βιομηχανία η ενεργειακή απόδοση αποτελεί ήδη «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» (παρόλο που συνεχίζει να πιέζει ανοιχτά για πολύ περισσότερα), για την ελληνική η κατάσταση είναι διαφορετική καθώς υπολείπεται και στην εν γένει ενσωμάτωση τεχνολογίας αλλά και στις τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης. Αυτό είναι ένα δεύτερο εγχώριο χαρακτηριστικό που οφείλεται στην έλλειψη επενδύσεων τις προηγούμενες δεκαετίες στην καινοτομία, στην ενεργειακή εξοικονόμηση και στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, καθώς η παραγωγή στηριζόταν στις χαμηλές τιμές ενέργειας, αποσπώντας ταυτόχρονα και υψηλές κερδοφορίες για τους μετόχους.
Νεοφιλελεύθερες πολιτικές: μνημόνια, ακραία λιτότητα και ιδιωτικοποίηση της ενέργειας
Οι μνημονιακές πολιτικές ακραίας λιτότητας έχουν οδηγήσει την κοινωνία σε εξαθλίωση, προκαλώντας ραγδαία μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, τεράστια ποσοστά ανεργίας και κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης. Οι πολιτικές αυτές εφαρμόστηκαν με πλήρη στήριξη και προς όφελος του συμπαραταγμένου εγχώριου κεφαλαίου, ενάντια στους εργαζόμενους και στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Σήμερα, οι βιομήχανοι διαμαρτύρονται για την συρρίκνωση του τζίρου τους και του κύκλου εργασιών τους. Χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση της ίδιας της Χαλυβουργικής επισημαίνεται ότι: «από την αρχή της κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα η ζήτηση προϊόντων χάλυβα στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά. Συγκεκριμένα, από 2.500.000 τόνους ετησίως προ κρίσης, η ζήτηση έχει καταβαραθρωθεί στο επίπεδο των 300.000 τόνων, ήτοι οκτώ φορές λιγότερο», γεγονός αναμενόμενο λόγω της συρρίκνωσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας και του ναυπηγοεπισκευαστικού κλάδου (Σκαραμαγκάς), καθώς και του τέλους της «εποποιίας» των Ολυμπιακών και του «πάρτυ» των μεγάλων έργων.
Τα ίδια μεγάλα συμφέροντα ήταν διαπρύσιοι κήρυκες των αυτορυθμιζόμενων αγορών και των πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, ιδιωτικοποίησης του κλάδου καθώς και χρηματιστικοποίησης της οικονομίας (π.χ. εμπορία ρύπων, χρηματιστήρια πρώτων υλών). Σήμερα, η εκρηκτική άνοδος των τιμών στην ενέργεια, που έχει προκληθεί πρωτίστως λόγω των παραπάνω (οδηγώντας στην έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας στα λαϊκά στρώματα), αλλά και η πίεση που ασκείται στο πλαίσιο της κρίσης και της διαδικασίας εκκαθάρισης κεφαλαίων, που ενδεχομένως περιλαμβάνει τμήματα της εγχώριας βιομηχανίας, ωθεί τους βιομήχανους να κηρύξουν πραγματικό «πόλεμο» απέναντι στο ενεργειακό κόστος.
Οι βιομήχανοι επί της ουσίας εκβιάζουν για μέτρα χαριστικών και προνομιακών ρυθμίσεων σε σχέση με το κόστος στο οποίο προμηθεύονται την ενέργεια. Φυσικά, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει υπόδειγμα win-win. Την κερδοφορία και την βιωσιμότητα των βιομηχανιών καλείται να πληρώσει η κοινωνία (τα νοικοκυριά, αλλά και άλλοι κλάδοι της οικονομίας) που εξαθλιώνεται, με αντίστροφη αναδιανομή εισοδήματος στην πάγια γραμμή: τα κέρδη δικά μας οι ζημιές δικές σας.
Μια ταξική και οικολογική προσέγγιση
Είναι χρήσιμο να υπενθυμίζουμε ότι μόλις πέρυσι (2013) τόσο η Χαλυβουργική όσο και η Χαλυβουργία (αναφέρουμε τις δύο αυτές εταιρίες καθώς βρίσκονται στο προσκήνιο) προχώρησαν σε απολύσεις εκατοντάδων εργαζομένων είτε με τη μέθοδο της άμεσης απόλυσης, είτε της εθελούσιας εξόδου, περικόπτοντας ταυτόχρονα διαρκώς μισθούς και αποδοχές. Για τα κέρδη βέβαια των «χρυσών εποχών» της ανάπτυξης, ούτε λόγος…
Οι τακτικές των βιομήχανων που στρέφονται συνολικά εναντίον της κοινωνίας και των εργαζομένων, λειτουργούν εκβιαστικά απέναντι και στους εργαζόμενους των ίδιων των επιχειρήσεών τους, καλλιεργώντας σε ορισμένες περιπτώσεις και κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού. Η υιοθέτηση από την πλευρά των εργαζομένων, μεταξύ άλλων, και αιτημάτων της εργοδοσίας προς την κυβέρνηση για μείωση του ενεργειακού κόστους εκτιμούμε ότι είναι στη λάθος κατεύθυνση, καθώς υποτιμά τις συνέπειες για την κοινωνία και τους εργαζόμενους συνολικά, αλλά και τις αιτίες δημιουργίας αυτών των φαινομένων, στοχοποιώντας μάλιστα τις ΔΕΗ και ΔΕΠΑ που βρίσκονται στο στόχαστρο των ιδιωτικοποιήσεων: «να βροντοφωνάξουμε στην κυβέρνηση να κάνει την επιλογή της, είτε να βοηθήσει την βιομηχανία της χαλυβουργίας και να περισωθούν οι θέσεις εργασίας, με το κεφάλι ψηλά των χαλυβουργών, είτε να περισώσει τα μονοπώλια της ΔΕΗ και της ΔΕΠΑ». Το ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων τόσο της βαριάς βιομηχανίας, όσο και των προς ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, αλλά και συνολικά όλων των εργαζομένων, της νεολαίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις ακραίες πολιτικές κοινωνικής εξαθλίωσης αλλά και στην εργοδοτική αυθαιρεσία είναι ο μόνος δρόμος για τη διεκδίκηση των συμφερόντων τους και την προστασία των θέσεων εργασίας.
Μια ενεργειακή πολιτική στη μεταβατική κατεύθυνση ριζοσπαστικού κοινωνικού – οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας τόσο για την κάλυψη των κοινωνικών ενεργειακών αναγκών, όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που πλήττουν ιδιαίτερα τα πιο φτωχά στρώματα. Η κατεύθυνση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα των προωθούμενων πολιτικών «απελευθέρωσης» της αγοράς ενέργειας και ιδιωτικοποίησης του κλάδου. Κεντρικό της πυλώνα αποτελεί η θέση ότι η ενέργεια είναι δημόσιο-κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα, ενώ βασικά της στοιχεία αποτελούν: α) η δραστική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας με καθολική πρόσβαση (δικαίωμα) του συνόλου του πληθυσμού ενέργεια, β) η σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, γ) η προώθηση πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης σε όλους του κλάδους της παραγωγής και της κατανάλωσης και δ) η διείσδυση των Α.Π.Ε. με οικολογικά και κοινωνικά κριτήρια, δημοκρατικού ελέγχου των εργαζομένων και της κοινωνίας, σε πλήρη αντίθεση με τη διείσδυση που προωθήθηκε ως ένα «Eldorado» ιδιωτικής κερδοφορίας, ιδιαίτερα των μεγάλων ομίλων.
Συνδυάζοντας την παραπάνω κατεύθυνση με την ανάγκη οικονομικής ανασυγκρότησης, πρώτιστο κριτήριο μας στον προσανατολισμό των δημόσιων και κοινωνικών πόρων είναι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε δημόσια-κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες με δημόσια και κοινωνικοποιημένη παραγωγή (δημόσιος-κοινωνικός τομέας). Σε δεύτερο επίπεδο, προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι κλάδοι με πολλαπλασιαστικά κοινωνικά/οικονομικά αποτελέσματα, με σεβασμό στο περιβάλλον και στις συνθήκες διαβίωσης, με στόχο τη δημιουργία του μέγιστου αριθμού θέσεων εργασίας με μισθούς και εργασιακές συνθήκες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζομένων. Ταυτόχρονα οι κλάδοι αυτοί πρέπει να στηρίζουν και να στηρίζονται πρωτίστως στην εγχώρια ζήτηση και ανάγκες, στον αντίποδα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου μιας παραγωγής προσανατολισμένης αποκλειστικά στις εξαγωγές.
Ειδικότερα για το ενεργειακό κόστος της βαριάς βιομηχανίας, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, απαιτείται συγκεκριμένη ανάλυση κατά κλάδο και κατά περίπτωση, σύμφωνα με το δικό μας παραγωγικό μοντέλο, αλλά και τις προοπτικές και περιορισμούς που θέτει ο διεθνής καταμερισμός.
Σε κάθε περίπτωση, βραχυπρόθεσμα, η προτεραιότητα, για εμάς, της προστασίας των θέσεων εργασίας και της εγχώριας παραγωγής στηρίζεται σε μια ριζικά διαφορετική πολιτική.
Η ενεργοβόρα βιομηχανία δεν μπορεί να επιδοτείται διαρκώς στο κόστος λειτουργίας, εν προκειμένω στο κόστος ενέργειας, από την κοινωνία και το δημόσιο που επωμίζονται το βάρος μέσω των τιμών ενέργειας, με την πραγματοποίηση αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος, την πρόσδεση σε μια ενεργοβόρα παραγωγή και τη διατήρηση του παρόντος ενεργειακού μοντέλου.
Δεν μπορεί να συνεχίζεται η στήριξη ενός βιομηχανικού μοντέλου που βασίζεται στη σπατάλη ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και ταυτόχρονα στην απορρόφηση πολύτιμων οικονομικών πόρων από το σύνολο της παραγωγής, το κοινωνικό κράτος και την κοινωνία ευρύτερα, ώστε να καλύπτεται το έλλειμμα στις επενδύσεις εισαγωγής σύγχρονης τεχνολογίας, μέτρων εξοικονόμησης και αύξησης της ενεργειακής απόδοσης των ιδιωτικών βιομηχανιών (προκειμένου να αυξάνει ή να διασφαλίζεται βραχυπρόθεσμα η ιδιωτική κερδοφορία - κρατικά επιδοτούμενη), καθώς επίσης και η πτώση ζήτησης ή τιμών των εμπορευμάτων.
Η διαιώνιση τέτοιων καταστάσεων, πέρα από την αναδιανομή πόρων και εισοδημάτων υπέρ λίγων και αντικίνητρο για επενδύσεις σε τεχνολογίες αύξησης της ενεργειακής απόδοσης και αντι-ρύπανσης, υπονομεύει σε βάθος χρόνου το σύνολο της εγχώριας παραγωγής, δημιουργώντας ένα ντόμινο διάχυσης της οικονομικής αναποτελεσματικότητας που ταυτόχρονα αυξάνει τη συνολική ανεργία.
Απαιτείται λοιπόν άμεσα εκσυγχρονισμός, επενδύσεις για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, σύγχρονων επενδύσεων, συστημάτων αυτοπαραγωγής που μειώνουν το ενεργειακό κόστος και την εκπεμπόμενη ρύπανση. Η ανάληψη του κόστους, πρέπει να προέλθει πρωτευόντως από τις ίδιες τις επιχειρήσεις που συσσώρευαν κέρδη και δευτερευόντως με συνδυασμό πολιτικής κινήτρων αλλά και κανονιστικών μέτρων (π.χ. ρήτρα ενεργειακής απόδοσης), όπου είναι απαραίτητο, που θα προωθούν την πραγματοποίηση τέτοιων επενδύσεων, έχοντας θετικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα τόσο για το σύνολο της παραγωγής, των συνολικών θέσεων εργασίας, όσο και για το περιβάλλον και την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου.
Η κυβέρνηση της αριστεράς, ταυτόχρονα με την παραπάνω κατεύθυνση, θα πρέπει να δημιουργήσει τα κατάλληλα μέσα θεσμικής προστασίας των εργαζομένων – επαναφοράς και ισχυροποίησης του εργατικού δίκαιου – αλλά και δραστικής στήριξης της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης τους σε κάθε εργασιακό χώρο. Συνεπώς, μια κυβέρνηση της αριστεράς στηριζόμενη στην ίδια την ισχύ των εργαζομένων, θα είναι σε θέση αποτελεσματικά να αποτρέψει ή και να αντιστρέψει (αυτοδιαχείριση και αυτοδιεύθυνση) εκβιασμούς περί κλεισίματος, αλλά και περί μετακύλισης του κόστους στους εργαζόμενους και την κοινωνία, προστατεύοντας ταυτόχρονα τις θέσεις εργασίας και την εγχώρια παραγωγή.
Είναι τουλάχιστον περίεργο όταν έχουμε φοιτητικές διαδηλώσεις με 18 νεκρούς να βάζεις βιντεάκι γιά τους συνεταιρισμούς ...κηδειών στη Βενεζουέλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑστυνομία και παρακρατικοί σκοτώνουν διαδηλωτές και το θέμα μας είναι οι συνεταιρισμοί;