Απόσπασμα από το άρθρο του "Slavoj Zizek : Κλέφτες καταστημάτων όλου του κόσμου, ενωθείτε", το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε στο London Review of Books και
μεταφράστηκε στα ελληνικά από το blog "για την κοινωνική αριστερά".
Οι ταραχές είναι μια επίδειξη της υλικής δύναμης της ιδεολογίας – πολύ περισσότερο, ίσως, για την « μετα-ιδεολογική κοινωνία». Από μια επαναστατική σκοπιά, το πρόβλημα με τις εξεγέρσεις δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η βία δεν είναι πραγματικά αυτο-κατηγορηματική. Είναι ανίσχυρη οργή και απελπισία μεταμφιεσμένη ως επίδειξη δύναμης. Είναι ο φθόνος μασκαρεμένος ως θριαμβευτής καρνάβαλος.
Οι ταραχές θα πρέπει να τοποθετηθούν σε σχέση με ένα άλλο είδος βίας που η φιλελεύθερη πλειοψηφία σήμερα αντιλαμβάνεται ως απειλή για τον τρόπο ζωής μας: τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η βία και η καταπολέμηση της βίας είναι παγιδευμένες σε έναν φαύλο κύκλο, κάθε μία τους δημιουργεί τις δυνάμεις που η ίδια προσπαθεί να καταπολεμήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με τυφλά passages à l’acte (στμτφρ ψυχολ: παρορμητικά ξεσπάσματα), όπου η βία αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή της ανικανότητας. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τις ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στο Παρίσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις πραγματοποιούνται στην υπηρεσία του απόλυτου Νοήματος που παρέχεται από τη θρησκεία.
Αλλά δεν ήταν οι αραβικές εξεγέρσεις μια συλλογική πράξη αντίστασης που απέφυγε την ψευδή εναλλακτική λύση της αυτοκαταστροφικής βίας και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού? Δυστυχώς, το Αιγυπτιακό καλοκαίρι του 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η σηματοδοσία του τέλους της επανάστασης, μια εποχή που η απελευθερωτική της δυνατότητα έπαθε ασφυξία. Νεκροθάφτες του είναι ο στρατός και οι ισλαμιστές. Το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ του στρατού (που είναι στρατός του Μουμπάρακ) και των Ισλαμιστών (που ήταν στο περιθώριο κατά τους πρώτους μήνες της αναταραχής, αλλά κερδίζουν πλέον έδαφος) είναι όλο και πιο σαφές: οι ισλαμιστές θα ανεχτούν τα υλικά προνόμια του στρατού και σε αντάλλαγμα θα εξασφαλίσουν την ιδεολογική τους ηγεμονία.
Οι χαμένοι θα είναι οι φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι, πολύ αδύναμοι - παρά τη χρηματοδότηση που παίρνουν από την CIA – για να «προωθήσουν την δημοκρατία», καθώς και οι πραγματικοί φορείς των γεγονότων της άνοιξης, η αναδυόμενη κοσμική (σ.τμτφρ. =secular, σε αντίθεση με το θρησκευτική) αριστερά που προσπαθεί να στήσει ένα δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, από συνδικαλιστικές οργανώσεις έως φεμινίστριες.
Η ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αργά ή γρήγορα θα φέρουν τους φτωχούς, οι οποίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό απόντες από τις διαμαρτυρίες της άνοιξης, στους δρόμους.
Είναι πιθανό να υπάρξει μια νέα έκρηξη, και το δύσκολο ερώτημα για τα πολιτικά υποκείμενα της Αιγύπτου είναι ποιος θα καταφέρει να κατευθύνει την οργή των φτωχών; Ποιος θα την μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα: η νέα κοσμική αριστερά ή οι ισλαμιστές?
Η κυρίαρχη αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης για το σύμφωνο μεταξύ Ισλαμιστών και στρατού, αναμφίβολα θα είναι μια θριαμβευτική επίδειξη κυνικής σοφίας: θα μας πουν ότι, όπως έγινε σαφές και στην περίπτωση του (μη αραβικού) Ιράν, οι λαϊκές εξεγέρσεις - αναταραχές στις αραβικές χώρες πάντα καταλήγουν σε μαχητικό ισλαμισμό. Ο Μουμπάρακ θα εμφανιστεί ότι αποτελούσε ένα πολύ μικρότερο κακό - καλύτερα να μείνεις με το διάβολο που γνωρίζεις παρά να κάνεις παιχνίδια με τη χειραφέτηση. Ενάντια σε τέτοιο κυνισμό, θα πρέπει κανείς να παραμείνει πιστός χωρίς όρους στον ριζοσπαστικό-απελευθερωτικό πυρήνα της Αιγυπτιακής εξέγερσης.
Αλλά θα πρέπει να αποφύγει κανείς και τον πειρασμό του ναρκισσισμού της χαμένης υπόθεσης: είναι πάρα πολύ εύκολο να θαυμάζουμε την μεγαλειώδη ομορφιά εξεγέρσεων καταδικασμένων να αποτύχουν. Η σημερινή αριστερά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «προκαθορισμένης άρνησης»: ποια νέα τάξη θα πρέπει να αντικαταστήσει το παλιό μετά την εξέγερση, όταν ο μεγαλειώδης ενθουσιασμός της πρώτης στιγμής έχει τελειώσει? Στο πλαίσιο αυτό, το μανιφέστο των ισπανών indignados (αγανακτισμένων), που εκδόθηκε μετά από τις διαδηλώσεις τους το Μάιο, είναι αποκαλυπτικό. Το πρώτο πράγμα που πιάνει το μάτι είναι ο επίμονα απολιτικός τόνος: «Μερικοί από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας προοδευτικούς, άλλοι συντηρητικούς. Μερικοί από εμάς είναι θρησκευόμενοι, άλλοι όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένες ιδεολογίες, άλλοι είναι απολιτικοί, αλλά είμαστε όλοι ανησυχούντες και θυμωμένοι για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές που βλέπουμε γύρω μας: η διαφθορά ανάμεσα στους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, μας αφήνει αβοήθητους, χωρίς φωνή».
Κάνουν τη διαμαρτυρία τους για λογαριασμό του: «αναφαίρετες αλήθειες που πρέπει να τηρούμε στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή».
Απορρίπτοντας τη βία, καλούν σε μια: «ηθική επανάσταση, αντί να τοποθετούμε τα χρήματα πάνω από τα ανθρώπινα όντα, θα τα θέσουμε εκ νέου στην υπηρεσία μας. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι το προϊόν του τι αγοράζω, γιατί αγοράζω και από ποιόν αγοράζω».
Ποιοί θα είναι οι φορείς αυτής της επανάστασης; Οι indignados απορρίπτουν το σύνολο της πολιτικής τάξης, δεξιά και αριστερά, ως διεφθαρμένης και ελεγχόμενης από τον πόθο για εξουσία, αλλά το μανιφέστο αποτελείται παρ 'όλα αυτά από μια σειρά αιτημάτων που απευθύνεται σε - ποιον;
Ούτε στους ίδιους: οι indignados δεν υποστηρίζουν (ακόμη) ότι κανένας άλλος δεν θα το κάνει για αυτούς, ότι αυτοί οι ίδιοι θα πρέπει να είναι η αλλαγή που θέλουν να δουν. Και αυτή είναι η θανάσιμη αδυναμία των πρόσφατων διαδηλώσεων: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που όμως δεν είναι σε θέση να μεταμορφωθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Εκφράζουν ένα πνεύμα εξέγερσης, χωρίς επανάσταση.
Η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται πιο ελπιδοφόρα, ίσως εξ’ αιτίας της πρόσφατης παράδοσης για προοδευτική αυτο-οργάνωση (η οποία εξαφανίστηκε στην Ισπανία μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο).
Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας εμφανίζει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισόνομης ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή για να το ρυθμίσει, έναν δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρείται το ίδιο χρονικό διάστημα για να μιλήσει και ούτω καθεξής.
Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητάνε τι θα κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η συναίνεση της πλειοψηφίας έλεγε ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση προσπάθεια να καταληφθεί η κρατική εξουσία, αλλά ένα κίνημα που σκοπός του θα είναι να ασκεί πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν αρκεί για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα (body) ικανό να παίρνει γρήγορα αποφάσεις και να τις υλοποιεί με όλη την απαραίτητη δριμύτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου