Της Δέσποινας Σπανούδη*
Με τα μεγέθη της κρίσης να αγριεύουν κάθε μέρα που περνάει, τη χώρα να βουλιάζει και να εκποιείται και την ανθρωπιστική κρίση να φουντώνει, μοιάζει σχεδόν πολυτέλεια η ασχολία με τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Ιδιαίτερα δε, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εμπειρία λέει ότι την επομένη των εκλογών το ενδιαφέρον περιορίζεται σε λίγες αψιμαχίες μέσα στα συμβούλια και στις όποιες πελατειακές σχέσεις μπορούν κάθε φορά να εξυπηρετηθούν μέσω των αιρετών. Και όμως. Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι τόσο η τοπική όσο και η περιφερειακή αυτοδιοίκηση είναι εξαιρετικά αδύναμες, χωρίς τη δυνατότητα να ασκήσουν τη «διοίκηση των τοπικών υποθέσεων» όπως το Σύνταγμα ορίζει, και παρά την αντιδημοκρατική συγκρότηση και την αδιαφανή συγκεντρωτική λειτουργία που επιδεινώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Καποδίστρια και του Καλλικράτη, η αυτοδιοίκηση δεν παύει να είναι προνομιακός χώρος για την κοινωνία των πολιτών. Δεν παύει να είναι ένας καθολικός θεσμός που αφορά ένα μεγάλο φάσμα της ζωής, ακόμη και εκεί όπου δεν έχει ή δεν μπορεί να ασκήσει αρμοδιότητα. Στους δύσκολους καιρούς όταν η κοινωνία μοιάζει να αποσυντίθεται, ο ρόλος αυτοδιοικούμενων γειτονιών, χωριών, πόλεων, περιφερειών θα μπορούσε -και σε μερικές περιπτώσεις επιχειρείται- να είναι κρίσιμος για την αντίσταση, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, την στήριξη της παραγωγής και της απασχόλησης. Και αντίστροφα. Στους δύσκολους καιρούς που οι δημόσιες λειτουργίες διαλύονται ή ιδιωτικοποιούνται, Δήμαρχοι, Περιφερειάρχες και λοιποί αιρετοί μπορούν να συνεχίζουν -εκόντες, άκοντες- να παίζουν το ρόλο του μεσάζοντα με ακόμη βαρύτερες συνέπειες.