
Αναδημοσίευση από το "ΧΡΟΝΟΣ"
Στο Γιώργο Διακόπουλο, απ' την Πρέσπα
Για έναν σχεδόν αιώνα, η Πρέσπα υπήρξε τοίχος. Ένας χώρος που ενσωματώνει, στην ιστορία του, με τον πιο ολοκληρωτικό, τον πιο πειστικό τρόπο, την έννοια του ορίου. Ενός ορίου που διαρκώς ανανοηματοδοτείται, και μάλιστα σε διαστήματα που συμπυκνώνουν εντυπωσιακά τον πολιτικό χρόνο. Ενός ορίου πολυσήμαντου: γεωγραφικού, εθνοτικού και πολιτικού. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ως προς το περιεχόμενο του γεωγραφικού ορίου για την Πρέσπα, μια φυσική υδάτινη ενότητα, που κατακερματίζεται σε τρεις εθνικές επικράτειες. Αν κάτι έχει σημασία να θυμίσει κανείς είναι το απολύτως «τυφλό» στεγανό της μιας διάβασης: Η Πρέσπα ως σήμερα είναι τυφλός προορισμός. Φτάνεις κι ενώ βρίσκεσαι στο τριεθνές και θα μπορούσες να ταξιδέψεις σε δύο κράτη, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, πρέπει να επιστρέψεις. Αυτό φυσικά δεν είναι πολιτικά τυχαίο: ούτε φυσικά επιβεβλημένο. Τουναντίον. Είναι γεωλογικά αφύσικο και πολιτικά επιβεβλημένο.
Η τελευταία μεγάλη πορεία από Ελλάδα προς Αλβανία από τα παραλίμνια σύνορα της Μικρής Πρέσπας ήταν αυτή που έγινε άτακτα τον Αύγουστο του 1949, όταν οι τελευταίες δυνάμεις του ΔΣΕ ύστερα από το αεροπορικό σφυροκόπημα του στρατού και των Αμερικάνων, τα χωριά των Πρεσπών άδειασαν ολοκληρωτικά: από 18.000 ψυχές μείναν λίγες εκατοντάδες. Ως προς την Αλβανία λοιπόν, η Πρέσπα ήταν το διττό αδιέξοδο, και με την έννοια της ήττας των μετόπισθεν του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και με την πραγματική έννοια του δρόμου που σταματάει. Η τελευταία πορεία είναι μια ελληνική πορεία στο «μονοπάτι των λυγμών» του 1949.