Αναδημοσίευση από το "ΧΡΟΝΟΣ"
Στο Γιώργο Διακόπουλο, απ' την Πρέσπα
Για έναν σχεδόν αιώνα, η Πρέσπα υπήρξε τοίχος. Ένας χώρος που ενσωματώνει, στην ιστορία του, με τον πιο ολοκληρωτικό, τον πιο πειστικό τρόπο, την έννοια του ορίου. Ενός ορίου που διαρκώς ανανοηματοδοτείται, και μάλιστα σε διαστήματα που συμπυκνώνουν εντυπωσιακά τον πολιτικό χρόνο. Ενός ορίου πολυσήμαντου: γεωγραφικού, εθνοτικού και πολιτικού. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω ως προς το περιεχόμενο του γεωγραφικού ορίου για την Πρέσπα, μια φυσική υδάτινη ενότητα, που κατακερματίζεται σε τρεις εθνικές επικράτειες. Αν κάτι έχει σημασία να θυμίσει κανείς είναι το απολύτως «τυφλό» στεγανό της μιας διάβασης: Η Πρέσπα ως σήμερα είναι τυφλός προορισμός. Φτάνεις κι ενώ βρίσκεσαι στο τριεθνές και θα μπορούσες να ταξιδέψεις σε δύο κράτη, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, πρέπει να επιστρέψεις. Αυτό φυσικά δεν είναι πολιτικά τυχαίο: ούτε φυσικά επιβεβλημένο. Τουναντίον. Είναι γεωλογικά αφύσικο και πολιτικά επιβεβλημένο.
Η τελευταία μεγάλη πορεία από Ελλάδα προς Αλβανία από τα παραλίμνια σύνορα της Μικρής Πρέσπας ήταν αυτή που έγινε άτακτα τον Αύγουστο του 1949, όταν οι τελευταίες δυνάμεις του ΔΣΕ ύστερα από το αεροπορικό σφυροκόπημα του στρατού και των Αμερικάνων, τα χωριά των Πρεσπών άδειασαν ολοκληρωτικά: από 18.000 ψυχές μείναν λίγες εκατοντάδες. Ως προς την Αλβανία λοιπόν, η Πρέσπα ήταν το διττό αδιέξοδο, και με την έννοια της ήττας των μετόπισθεν του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και με την πραγματική έννοια του δρόμου που σταματάει. Η τελευταία πορεία είναι μια ελληνική πορεία στο «μονοπάτι των λυγμών» του 1949.
Δέκα μόλις χρόνια μετά, το 1959 ο Yπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Ευάγγελος Αβέρωφ, ενόσω η Αλβανία παραμένει ερμητικά κλεισμένη χωρίς ελπίδα ή προοπτική ανοίγματος, προβαίνει σε μια πράγματι επαναστατική πράξη για τα δεδομένα της εποχής ανοίγοντας μια συνοριακή διάβαση προς την Γιουγκοσλαβία από το φυλάκιο του Λαιμού. Μια βαλβίδα αποσυμπίεσης: οι διερχόμενοι μπορούσαν να κυκλοφορήσουν μόνο εντός μιας ακτίνας 10 χιλιομέτρων στη γειτονική χώρα χωρίς διανυκτέρευση και το αυτό ίσχυε και για τους πολίτες της ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Είναι αυτό το σύνορο που, αν ανοίξει σήμερα, αλλάζει πλέον την όλη εικόνα της περιοχής. Η Πρέσπα θα πάψει να είναι πλέον τυφλός προορισμός καθώς θα ανοίξει ένας σημαντικός οδικός άξονας προς το βορρά και ο ντόπιος πληθυσμός αδημονεί.
Η Πρέσπα λοιπόν συνοψίζει το όλον όριο: το όριο μιας επικράτειας, μιας πολιτικής-εθνικής ιδεολογίας και τέλος, μιας εθνοτικής ομάδας. Το πολλαπλό αυτό όριο, η σύμπτωση δηλαδή του ενός συνόρου πάνω στο άλλο δεν είναι σπάνια στην Ευρώπη, πολλώ δε μάλλον στη δική μας γωνία. Ο κανόνας στην τυπολογία των εθνικών μειονοτήτων είναι αυτός μιας ομάδας που κατοικεί στα σύνορα της χώρας της οποίας φέρει την ιθαγένεια με την χώρα που βιώνει ως μητέρα-πατρίδα. Υπό την έννοια αυτή η Πρέσπα είναι μια εσχατιά λόγω των συνόρων του 1912. Διότι, κατά τα λοιπά, η Πρέσπα, στο εθνοτικό συνεχές της μακεδονικής ενδοχώρας δεν αποτελεί σύνορο αλλά τμήμα μιας ενιαίας και συμπαγούς εθνοτικής διαδρομής πατριαρχικών κυρίως, βουλγαρόφωνων πληθυσμών που ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει και διερωτάται ως προς το εθνικό του ανήκειν. Τους φανταζόμαστε να λένε συγκροτώντας αυτό που είναι: «Δεν είμαι Βούλγαρος κι ας μιλάω βουλγάρικα διότι με την Εξαρχία δεν θέλω να πάω. Δεν είμαι όμως κι Έλληνας γιατί την γλώσσα δεν την έχω ελληνική».
Τι είναι λοιπόν αυτός που δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο; Το τοπωνύμιο μετασχηματίζεται αργά αλλά σταθερά σε εθνοτικό στοιχείο ταυτότητας: «Είμαι Μακεδόνας. Είμαι απ’ εδώ.» Η ανάγκη να μην αναφέρεται το εθνοτικό marker της εντοπιότητας οδηγεί στην ανάδειξη της εντοπιότητας ως λέξη αφ’εαυτής. Είμαι «ντόπιος», μιλάω τα «ντόπι(κ)α». Στον κόσμο των εθνών τα τοπωνύμια δεν είναι πολιτικά αφελή ή αχρείαστα.
Η Κομμουνιστική Διεθνής στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα στέκεται αλληλέγγυα στο αίτημα ανεξαρτησίας της Μακεδονίας και αυτό σπρώχνει ένα σημαντικό κομμάτι των μη γραικομάνων σλαβόφωνων στην αγκαλιά των –σε μερικά χρόνια αργότερα– ηττημένων του Εμφυλίου. Στα χρόνια του Εμφυλίου, στον Λαιμό και στον Άγιο Γερμανό τα παιδιά μαθαίνουν μακεδόνικα, αυτή τη νοτιοσλαβική γλώσσα που αναγνωρίστηκε τόσα χρόνια αργότερα από την Ελλάδα.
Παράλληλα με αρχηγείο του ΔΣΕ η Πρέσπα μετατρέπεται σε ένα ζωντανό πλέον γλωσσικό εργαστήρι, εθνοτικό όριο που ψάχνει να βρει διέξοδο για την εδραίωσή του μέσω της υποστήριξης της μόνης ελληνικής πολιτικής δύναμης που του συμπαρίσταται. Της μόνης δύναμης που του αναγνωρίζει την ταυτότητα. Η συνάντηση του μακεδονισμού με τον κομμουνισμό, από συνταγή νίκης, στα χρόνια του Εμφυλίου μετατρέπεται σε όλεθρο. Ο όλεθρος αυτός επιτείνεται από την απόφαση της Πέμπτης Ολομέλειας του ΚΚΕ που επαναφέρει το ζήτημα της απόσχισης της Μακεδονίας ως απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας στην διαφαινόμενη ήττα.
Ο ηττημένος της Πρέσπας είναι διπλά ηττημένος και δεν έχει θέση στη μετεμφυλιακή επικράτεια. Το όριο ερημώνει. Ο χώρος αδειάζει. Διότι εκφράζει την κακή συνάντηση του εθνικού με τον πολιτικό εχθρό και μάλιστα όχι όπου όπου, αλλά στα σύνορα και δίπλα στα κράτη που ενσαρκώνουν τον από Βορρά κίνδυνο. παλαιόθεν λόγω σλαβισμού και τώρα ενισυχμένο και λόγω κομμουνισμού.
Κάπως έτσι ορθώνονται οι τοίχοι μετά τον Εμφύλιο. Πρώτο φυλάκιο ακριβώς έξω από τη Φλώρινα στο δρόμο προς Βίτσι. Δεύτερο φυλάκιο στη Βίγλα εκεί που αμέριμνα σήμερα βολτάρουν οι βορειοελλαδίτες σκιέρ. Τρίτο φυλάκιο, Πρεβάλη στην διασταύρωση των Πρεσπών. Τέλος, τέταρτο φυλάκιο στην Κούλα ανάμεσα στις δύο λίμνες ώστε να ελέγχεται ακόμη πιο εμφατικά το απώτατο όριο της Πρεσπικής εσχατιάς: οι Ψαράδες η Πύλη και το Βροντερό.
Τέσσερα σύνορα πριν το σύνορο. Τέσσερα σύνορα μέσα στο σύνορο. Τέσσερις τοίχοι πριν τον τελικό τοίχο: Τέσσερις τοίχοι που –όσο και να τους συνηθίσεις– σε εξουθενώνουν, σε ματαιώνουν, σε μειώνουν, σε νικούν. Η Πρέσπα ηττήθηκε και τα απανωτά φυλάκια είναι εκεί για να επιτηρήσουν την ήττα, να την αναπαραγάγουν ώστε να μην αφήσουν καμία αμφιβολία ότι ένα «κράτος εθνικόν και ιδεολόγον» ανέχεται εχθρούς καμίας εκ των δύο ιδιοτήτων του, πολλώ δε μάλλον εχθρών που ενσαρκώνουν σε μια ίδια ενότητα την πεμπτουσία της απειλής. Να μην ξεχνάμε σήμερα, που πληθαίνουν οι συζητήσεις για τον Εμφύλιο, ότι ο πόλεμος αυτός είχε νικητές.
Απέναντι στην απειλή αυτή το ελληνικό κράτος-νικητής έχει έτοιμη τη λύση: στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τους αλλογενείς, δηλαδή τους μειονοτικούς Έλληνες.
«Διά τον αλλογενή Έλληνα εφ’ όσον δεν Έλλην την εθνικότητα τεκμαίρεται ότι ο δεσμός του προς την Ελλάδα είναι περισσότερον εύθραστος από ό,τι είναι ο των άλλων Ελλήνων, ώστε να δικαιολογείται εάν εγκαταλείψη το ελληνικόν έδαφος να κηρυχθή απωλέσας την ελληνικήν ιθαγένειαν».
Οι κάτοικοι των Πρεσπών χάνουν την ελληνική τους ιθαγένεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΛΖ΄ Ψηφίσματος της 6ης Δεκεμβρίου 1947 «Περί αποστερήσεως της Ελληνικής ιθαγενείας προσώπων αντεθνικώς δρώντων εις το εξωτερικόν» (ΦΕΚ 267/7.12.1947) βάσει των οποίων αποστερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια οι κομμουνιστές, μέλη του ΔΣΕ οι οποίοι λόγω της ήττας του Εμφυλίου πολέμου αναγκάστηκαν να προωθηθούν στις χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ. Φυσικά, θα πεις κανείς, δεν έπαθαν κάτι παραπάνω από κάποιον Πελοποννήσιο, Κρητικό κλπ που βρέθηκε στο ανατολικό μπλοκ τότε. Κοινή ήταν η μοίρα. Ωστόσο, ο επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων δεν αφορά τους "μη Έλληνες το γένος", δηλαδή τους Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες. Η Πρέσπα θα μείνει στο όριο. Το όριο.
Ο κοινωνικός ιστός της κοινότητας διερράγη και με τους απανωτούς εποικισμούς το παρελθόν πέρασε σε μια ενσύνειδη λήθη. Όπως μας λέει ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς του Μακεδονικού στην Ελλάδα, ο Σπύρος Καράβας:
«Το πολιτικό μέτρο του εποικισμού που εφαρμόστηκε, μεταπολεμικά, στην περιοχή των Πρεσπών ήταν στα σχέδια του στρατού ήδη από το 1925 τουλάχιστον. Άλλωστε σε σχετική έκθεση που υποβλήθηκε στον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά το 1937, προβλεπόνταν η απομάκρυνση όλων των σλαβόφωνων από τις παραμεθόριες περιοχές και ο παράλληλος εποικισμός τους με ελληνόφωνους πληθυσμούς. Το πρόσχημα για την οριστική λύση του «μιάσματος» δεν θα αργήσει να βρεθεί. Η δεκαετία του 1940 προσέφερε πολλαπλές «αφορμές», πρόσφορο έδαφος και την ανάλογη συμμαχική κάλυψη για μια ριζική εθνοκάθαρση του «γηγενούς σλαυόφωνου στοιχείου».
Και έτσι η Πρέσπα καθίσταται αυτό το πολλαπλό εσωτερικό και, εν τέλει, εξωτερικό σύνορο. Μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων περιοχών και όλη η Πρέσπα υπάγεται στην Επιτηρούμενη Ζώνη σε όλο το μήκος των ελληνικών συνόρων και πλάτους από 5 ως 100 χλμ. για την είσοδο οποιουδήποτε μη μόνιμου κατοίκου χρειάζονταν ειδική άδεια από τις τοπικές αστυνομικές αρχές οι οποίες διέθεταν απόλυτη διακριτική ευχέρεια να την αρνηθούν ακόμη και σε πρόσωπα που δεν διέμεναν πλην όμως είχαν γεννηθεί εκεί. Κάθε χωριό της Επιτηρούμενης Ζώνης είχε τον δικό του φάκελο στο Α2 της οικείας στρατιωτικής μονάδας. Η Πρέσπα κατεξοχήν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Όπως μας πληροφορεί ο Τ. Κωστόπουλος,
«τον Απρίλιο του 1972 ο χουντικός νομάρχης καταργεί την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια “διά την μετάβασιν παντός αλλοδαπού η ημεδαπού επισκέπτου εις την περιοχήν των Πρεσπών” για τουριστικούς κυρίως λόγους – διευκρινίζεται όμως ρητά πως αυτή η ελευθερία κίνησης ισχύει για αυστηρά καθορισμένο δρομολόγιον και μόνο, “μη επιτρεπόμενης” οποιασδήποτε “παρεκκλίσεως”».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της πρώιμης μεταπολίτευσης, το καθεστώς εξακολουθεί να ισχύει σε χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς, ενώ η τελειωτική συμβολική του κατάργηση επέρχεται πολλά χρόνια αργότερα, όπως είναι γνωστό, με την συμβολική άρση της «μπάρας της ντροπής» στον Εχίνο της Ξάνθης από τον Υπουργό Άμυνας Γ. Αρσένη τον Νοέμβριο 1995. Την πρώτη πρωτοχρονιά της μεταπολίτευσης, στην Πρέσπα δεν υπάρχει πλέον φυλάκιο αλλά δεν υπάρχει και οδοσήμανση. Το τοπίο είναι χωρίς τα ονόματά του. Μέσα στο τοπίο αυτό, οι κάτοικοί του κυκλοφορούν με τη λεγόμενη ‘λευκή ταυτότητα’ στην οποία γίνεται ειδική μνεία πως στον κάτοχό της «βάσει του παρόντος επιτρέπεται η ελευθέρα κυκλοφορία εις ακτίνα 30 χιλιομέτρων από του τόπου μονίμου εγκαταστάσεώς του».
Η Πρέσπα ως θεσμοποιημένο εσωτερικό σύνορο μαραζώνει στη μεταπολίτευση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μολονότι δεν φτάνει στο σημείο να αποδεχθεί την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων που δεν είναι «Έλληνες το γένος» χαλαρώνει περισσότερο εισάγοντας ένα κλίμα σχετικής ανοχής του μακεδονικού «μιάσματος». Δεκαπέντε χρόνια μετά τη μεταπολίτευση όμως, η ιστορία επιφυλάσσει εκπλήξεις με τις στροφές της: το επανωτό εσωτερικό σύνορο «Πρέσπα», που έχει αφανιστεί, ξανανιώνει.
Τα εγκαταλελειμμένα φυλάκια της Πρεβάλης και της Κούλας ξαναγεμίζουν: μόνο που αυτή τη στιγμή η στόχευση δεν είναι ποιος μπαίνει στην Πρέσπα από την Ελλάδα, αλλά ποιος μπαίνει στην Πρέσπα από την Αλβανία. Τα στρατιωτικά και αστυνομικά νώτα γυρίζουν. Πλέον, τα βλέμματα δεν είναι στραμμένα στον εσωτερικό τοίχο της ειδικού εγγράφου που επιτρέπει στους Έλληνες κάτοικους της Πρέσπας να κυκλοφορούν στο χώρο τους, αλλά στους χωρίς ταυτότητα πεινασμένους Αλβανούς που κάνουν την αντίστροφη πορεία από αυτήν του Αυγούστου του 1949. Έτσι, το παλιό σύνορο ανασταίνεται αλλά πλέον κοιτάει εκτός: η νέα απειλή είναι εξωτερική. Η υποδομή είναι έτοιμη, η εμπειρία δοσμένη. Όλη η δεκαετία του 1990 είναι η δεκαετία επεξεργασίας της πολιτικής ενός νέου μεταναστευτικού φράχτη, όπως εκείνου που πήρε και απολύτως απτή μορφή μερικά χρόνια αργότερα στον Έβρο: ενός «αποτρεπτικού εμποδίου που αποτρέπει», όπως θα πει ο Αντώνης Σαμαράς προετοιμάζοντας την πρωθυπουργία του.
Το νέο σύνορο παλεύει με σκληρές κατασταλτικές μεθόδους να είναι στεγανό αλλά δεν τα καταφέρνει. Διότι κανένα σύνορο δεν μπορεί να είναι εντελώς κλειστό. Δεν υπάρχουν ούτε απολύτως ανοιχτά ούτε απολύτως κλειστά σύνορα. Τα σύνορα είναι φίλτρα. Οι Αλβανοί περνάνε εγκαθίστανται, και με μια πρωτοφανή βουλιμία κοινωνικής ενσωμάτωσης τα καταφέρνουν μάλλον καλά στην πρώτη τους ελληνική εικοσαετία. Το σύνορο φεύγει πλέον από την Πρέσπα. Τα φυλάκια ξαναδειάζουν διότι πολύ απλά οι περισσότεροι από αυτούς που μπήκαν παράνομα πλέον έχουν ένα νόμιμο τίτλο παραμονής. Η φύλαξη της περιοχής πλέον χαλαρώνει, όπως ακριβώς χαλάρωσε για άλλους λόγους στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Το σύνορο μετατοπίζεται. Μεταφέρεται από την περιφέρεια πλέον στις μητροπόλεις. Το νέο σύνορο δεν είναι εθνικό, ούτε εθνοτικό. Είναι ωμά ταξικό. Η νέα επικράτεια ενσωμάτωσης και αποκλεισμού δεν θυμίζει σε τίποτε το παρελθόν. Αλλά φέρνει στο νου εικόνες από το ζοφερό μας μέλλον. Ένα τμήμα από το πιο ενταγμένο κομμάτι των μεταναστών που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα φεύγει. Για να φύγει, δεν χρειάζονται φυλάκια. Αρκεί η Κρυσταλλοπηγή, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα. Οι Έλληνες αμήχανοι παρακολουθούν Αλβανούς να φεύγουν, όπως αμήχανοι τους παρακολουθούσαν να έρχονται στις αρχές της δεκαετίας του 90. Έτσι είναι η ζωή. Αδιάγνωστη… Μετά από κάμποσα χρόνια, εκεί που νομίζεις ότι ο ξένος «έδεσε» σε ένα αρχικά εχθρικό περιβάλλον και αρχίζεις να τον συνηθίζεις, ξαναβρίσκεται σε ένα περιβάλλον τον ξεβράζει. Η γεωγραφική γειτνίαση και η δυνατότητα μιας μεταβατικής παραμονής στο ένα ή στο άλλο κράτος με εποχική απασχόληση έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός μεγάλου ρεύματος αλβανικής παλιννόστησης. Κι εκεί που παρά τις πολλές δυσκολίες, το περιβάλλον οικειοποιήθηκε τον Αλβανό, η κρίση τον χτυπάει αλύπητα και φεύγει. Και ο ντόπιος βλέπει, στο νέο φευγιό του ξένου, το δυσοίωνο μέλλον της δικής του αποδημίας.
Διότι, πολύ απλά, το δίπολο ενσωμάτωση – αποκλεισμός έχει ολοένα και λιγότερο να κάνει με τη διάκριση Έλληνας και ξένος, πολλώ δε μάλλον με την οικεία στην Πρέσπα των ντόπιων «αλλογένων» με τους «ομογενείς» Έλληνες.
Έτσι φτάνουμε σήμερα γόνος του ιδιοκτήτη μιας από τις πιο παλιές ταβέρνες στους Ψαράδες να λέει αβασάνιστα την Πρωτοχρονιά του 2015 ότι «δεν είναι Έλληνες αυτοί που μας κυβερνάνε», απωθώντας τα όσα έχει τραβήξει ο εβδομηντάρης πατέρας του που έφυγε από τους Ψαράδες το 1949· ο τελευταίος τον ακούει με συγκατάβαση ακριβώς επειδή ξέρει πως για ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, ο ίδιος δεν «υπήρξε» Έλληνας για το ελληνικό κοινωνικό καθεστώς: το ίδιο καθεστώς που ο γιος του στηλιτεύει φωναχτά ως «ανθελληνικό» με άνεση σε έναν χώρο που τα ελληνικά άρχισαν με το ζόρι να μιλιούνται πενήντα χρόνια πριν.
«Το παρελθόν δεν πεθαίνει, δεν είναι καν παρελθόν» γράφει σε ένα μυθιστόρημά του ο Ουίλιαμ Φώκνερ. Η Πρέσπα τον Ιούνιο του 2018 επιλέχθηκε ως ο τόπος της συμφιλίωσης. Όσοι είχαν επίγνωση του υποστρώματος ενός παρελθόντος «που δεν είναι καν παρελθόν» και ασφυκτιούσαν από τη θλιβερή –εδώ και διόμισι δεκαετίες– ελληνική πολιτική σχετικά με το «όνομα», την ημέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών νιώσαμε ανάταση. Κυρίως για όσους ξέρουν κι αγαπούν την Πρέσπα, συγκίνηση κι από τις δύο πλευρές των συνόρων. Διότι ο τόπος της ήττας, του αδιεξόδου και του πόνου μπορεί να γίνει τόπος ελπίδας. Ο τυφλός προορισμός φώτισε την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης. Κι έπονται κι άλλα ελπίζω. Θέλει όμως δουλειά. Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι η κατάληξη ενός μακρού κι επώδυνου ψυχροπολεμικού στιγμιότυπου, αλλά είναι συνάμα και η αρχή ενός δεύτερου ημιχρόνου που υπόσχεται κάτι αγαθό για τις διμερείς σχέσεις, για την ειρήνη στα Βαλκάνια αλλά και για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Διότι ας μη γελιόμαστε: το Μακεδονικό κόστισε στην ελληνική δημοκρατία: όχι μόνο σε διπλωματικό κεφάλαιο, αλλά και σε ελευθερία της έκφρασης και ανοχής των απόψεων που μειοψηφούσαν. Η δημοκρατία τραυματίστηκε από το μακεδονικό και συνεχίζει να φέρει πληγή: όχι από την πρόθεση των γειτόνων μας να ονομάζονται Μακεδόνες. Από την ελληνική αδιάλλακτη θέση να τους αρνείται το δικαίωμα να προσδιοριστούν όπως νιώθουν. Αυτό πληρώνουμε με τα συλλαλητήρια και ο λογαριασμός είναι ακόμη ανεξόφλητος. Αυτό θα το πληρώσουν πολύ περισσότερο αυτοί που ανεπίγνωστα στοιχίζονται γύρω από την εκλογικά υποσχόμενη κρούστα του ελληνικού εθνικισμού, εποφθαλμιώντας λαίμαργα, μα τόσο κοντόθωρα, πολιτικά οφέλη από τον εφιάλτη που δημιουργήθηκε. Σύντομα ο Φρανκεστάιν, όπως πάντα, θα στραφεί εναντίον του δημιουργού του. Αλλά δεν θα επεκταθώ εδώ σε αυτό.
Εδώ ήθελα να μιλήσω μόνο για την Πρέσπα: έναν από τους πιο συγκλονιστικούς προορισμούς της Ελλάδας, της Βαλκανικής κι όλης της Ευρώπης. Έναν προορισμό με μια αδιάγνωστη δύναμη που καθηλώνει. Η Πρέσπα υποβάλλεται. Δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί. Το αφήνει σε σένα. Και μετά κάνε ό,τι θες: δες τα ερημωμένα μακεδόνικα χωριά της, τα πουλιά της, τα φασόλια της. Το μεγαλείο της Πρέσπας είναι ότι συμπυκνώνει με τον πιο επιβλητικό τρόπο τα μεγάλα κεφάλαια της φύσης, της πολιτικής και της ιστορίας. Της ιστορίας της που είναι και δική μας. Η Πρέσπα είναι μια ακραία –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ελληνική ιστορία. Μια εμβληματικά οριακή ελληνική, βαλκανική, και άρα ευρωπαϊκή ιστορία.
Η Πρέσπα, συνώνυμο του ορίου και του τυφλού προορισμού, μετατρέπεται επώδυνα αλλά σταθερά σε ελπίδα. Η ελπίδα είναι η υπαρξιακή θέση του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Όχι η αφελής αισιοδοξία, ούτε ο πιθανώς καλοπροαίρετος, αλλά καταστροφικός βολονταρισμός. Η πολιτική ελπίδα αρματωμένη με την ιστορική επίγνωση. Η Πρέσπα-όριο μπορεί να γίνει ελπίδα: συναίσθηση, όραμα, σχεδιασμός και βούληση να ζήσουμε βιώσιμα λίγο καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου