Με αφορμή την εργατική πρωτομαγιά...
του Χρήστου Μιάμη
Η επίκληση της εργατικής τάξης, που πολλές φορές μοιάζει με επίκληση μιας αόρατης δύναμης που βρίσκεται κάπου κρυπτόμενη, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστεί,
είναι στιγμές που λαμβάνει τον χαρακτήρα θεολογίας. Ως σαν να υπάρχει μια αμόλυντη, μια ατόφια εκδοχή της που ως από μηχανής Θεός ή ως Αθηνά από το κεφάλι του Δία, θα ξεπηδήσει δίνοντας την οριστική λύση στο κοινωνικό ζήτημα. Έτσι καταλήγουμε συνήθως είτε να λιβανίζεται είτε να καθυβρίζεται η εργατική τάξη, αφενός ως το επαναστατικό υποκείμενο που ακόμη δεν έχει εμπεδώσει τον ιστορικό του ρόλο αλλά σύντομα θα το πράξει, αφετέρου, ως η έκφραση περιφερόμενων ανερμάτιστων ατομικοτήτων που δεν στέκονται στο ύψος των αναγκών και των ιστορικών περιστάσεων.
Πρόκειται εδώ για την εκφορά μιας διττής θεολογίας, που στην θετική της μορφή, καταλήγει σε ένα
πρωτόγονο και παιδαριώδη εργατισμό, με την φιγούρα του μαρξιστή διανοουμένου να αναζητά σε κάθε καμπή του δρόμου, τον αμόλυντο εργάτη που φέρει στους ώμους του το βάρος ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Ενώ όταν τον πλησιάσει κατανοεί, ή δείχνει να κατανοεί, πως ο εργάτης , ο σύγχρονος μισθωτός εργάτης, δεν μπορεί να σηκώσει ούτε το δικό του βάρος, πόσο μάλλον το βάρος της επαναστατικής οντολογίας που τον συντροφεύει, ως αποστολή ή ως κατάρα. Συνήθως η πραγματικότητα δεν χωράει στην θεωρία ή και το ανάστροφο, η θεωρία εξέχει από την πραγματικότητα, όπως οι ανυποψίαστοι ταξιδιώτες στο κρεβάτι του Προκρούστη.