Αναδημοσίευση από την "εφημερίδα των συντακτών"
Του Σπύρου Λαπατσιώρα
Το χρέος είναι «βιώσιμο» όταν μπορεί να πληρώνεται και αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι μπορεί να πληρώνεται. Η συσχέτιση του χρέους με το ΑΕΠ δεν αποτελεί σαφές κριτήριο «βιωσιμότητας». Η Ισπανία βρέθηκε, προ της χρεοκοπίας το 2011, με δημόσιο χρέος κάτω του 40% επί του ΑΕΠ το 2008, ενώ το αξιόχρεο της Ιαπωνίας (με πάνω από 200% χρέος επί του ΑΕΠ) δεν αμφισβητήθηκε. Μπορεί να κριθεί πιο βάσιμα η «βιωσιμότητα» ενός χρέους, αν εξεταστεί τι πρέπει να πληρώνεται σε σχέση με τα διαθέσιμα χρήματα (τα οποία προέρχονται από έσοδα και δάνεια) κατ’ έτος.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι «μη βιώσιμο». Τα χρεολύσια των επόμενων ετών δεν μπορούν, οικονομικά και πολιτικά, να καλυφθούν από τα δημόσια έσοδα. Πηγή πληρωμών θα είναι ο δανεισμός, είτε από διακρατικό θεσμό είτε από την αγορά χρήματος είτε από την ΕΚΤ. Η πρώτη επιλογή δεν είναι πολιτικά εφικτή (στην κλίμακα που απαιτείται) και η τρίτη θεσμικά. Προϋποθέσεις για τον δανεισμό από τις αγορές είναι ένας ορίζοντας «βιώσιμης» ανάκαμψης της οικονομίας και η σημαντική μείωση του «πολιτικού κινδύνου», οι οποίες δεν παρέχονται από την τρέχουσα οικονομική πολιτική. Αποτέλεσμα: η κοινή πεποίθηση ότι το χρέος «δεν θα μπορεί να πληρώνεται», χωρίς εξωτερικές εγγυήσεις πληρωμής. Το ύψος του χρέους επίσης συμβάλλει στον χαρακτηρισμό του ως μη «βιώσιμου», εφόσον με αρκετά αισιόδοξες υποθέσεις θα διατηρείται σε υψηλότατα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.