|
(Φωτο: μια τρύπα στο ...νερό) |
Ένα κείμενο του Κωστή Καρπόζηλου (ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας -ΑΣΚΙ) για προβληματισμό σε σχέση με το ερώτημα: πόσο χρήσιμα είναι τα «διδάγματα/παραδείγματα» από το «παλιό» για να συγκροτηθεί το «νέο»;
βιβλιοκριτική:
'Η ιστορία δεν κάνει τίποτα':
σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου, Αποκάλυψη, Ουτοπία, Ιστορία (Πόλις, 2011).
Του Κωστή Καρπόζηλου
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1923, σέ ἕνα ἐργοστάσιο τῆς νεαρῆς Σοβιετικῆς Δημοκρατίας,3.500 ἐργάτες ἀνέμεναν ἐπί δίωρο τούς προσκεκλημένους ὁμιλητές γιά νά ξεκινήσει ἐπιτέλους ἡ προγραμματισμένη ἐκδήλωση· ἀντιμέτωπος μέ τήν σοβιετική ἀργοπορία, ἕνας ἀμερικανός δημοσιογράφος σχολίασε ὅτι οἱ 7.000 χαμένες ἐργατοῶρες τῆς ἀναμονῆς ἰσοδυναμοῦσαν μέ τήν κατασκευή δύο ἀεροσκαφῶν. Τό περιστατικό αὐτό ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά τήν ἵδρυση τῆς Λίγκας τοῦ Χρόνου, μιᾶς μαχητικῆς ὀργάνωσης πού ἀναζήτησε τήν ἰδεατή σύζευξη τοῦ ἐπαναστατικοῦ κατεπείγοντος μέ τίς σύγχρονες κατακτήσεις τοῦ τεϋλορισμοῦ[2]. Ἡ διάλυσή της, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1926, ἐπισφράγισε τήν ὑποχώρηση τῶν τολμηρῶν πειραματισμῶν, πού εἶχε ἐγκαινιάσει ὁ «μεγάλος οὐτοπικός πειραματισμός τοῦ 20οῦ αἰώνα», το παγκόσμιο 1917 [3].
|
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ, Ἀποκάλυψη, Οὐτοπία καί Ἱστορία: οἱ μεταμορφώσεις τῆς ἱστορικῆς συνείδησης, Ἀθήνα, Πόλις, 2011 (478 σ.) |
Τό βιβλίο τοῦ Ἀντώνη Λιάκου Ἀποκάλυψη, Οὐτοπία καί Ἱστορία:οἱ μεταμορφώσεις τῆς ἱστορικῆς συνείδησης περιλαμβάνει δεκάδες ἀνάλογης γοητείας στοχασμούς καί ἐγχειρήματα γύρω ἀπό τήν «ἀρχιτεκτονική τοῦ χρόνου». Κατά ἕναν τρόπο ὅμως, το περιφερειακό παράδειγμα τῆς Λίγκας τοῦ Χρόνου προσιδιάζει στήν κεντρική προβληματική τοῦ βιβλίου γιά τίς μεταμορφώσεις τῆς ἱστορικῆς συνείδησης: ἡ Λίγκα ἀποσκοποῦσε στόν βολονταριστικό μετασχηματισμό τῆς συνείδησης τοῦ χρόνου στήν ὑπηρεσία τῆς κοινωνικῆς μεταβολῆς. Ἡ ἵδρυση τῆς ὀργάνωσης, οἱ πυρετώδεις δραστηριότητες και ἡ διάλυσή της ἀντιστοιχοῦν στόν δεύτερο ἄξονα τοῦ βιβλίου: τίς ἀναμονές, τίς ἐκπληρώσεις καί τίς ἐπώδυνες διαψεύσεις τῶν Οὐτοπιῶν. Ἄλλωστε, σύμφωναμέ τίς ἐπεξεργασίες τοῦ Πλάτωνα Μιχαήλοβιτς Κερτσέντσεφ, τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Λίγκας, ἡ χειραφέτηση τοῦ ἀνθρώπου θά προέκυπτε μέσα ἀπό τούς καταναγκασμούς τῆς ἐπαναληπτικῆς χρονομέτρησης.
Ὁ προβληματισμός τοῦ Ἀντώνη Λιάκου γιά τήν «ἀρχιτεκτονική τοῦ χρόνου», ἐκτείνεται ἀπό τό προφητικό Βιβλίο τοῦ Δανιήλ ἕως τίς σύγχρονες ἀναμονές τῆς βιοκλιματικῆς Ἀποκάλυψης. Κατά συνέπεια, ἡ διαδρομή στην ὁποία προσκαλεῖ ὁ συγγραφέας τούς ἀναγνῶστες, ἐφόσον «θά πρέπει νά φανταστοῦν τόν ἑαυτό τους νά συμμετέχει σέ μιά παρέα πού πορεύεται», εἶναι μακρά. Συνάμα εἶναι συναρπαστική· ὁ συγγραφέας δέν λειτουργεῖ ὡς μεταπράτης ἑνός ἐξωγενοῦς θεωρητικοῦ σχήματος, ὁπότε ἀποφεύγει τήν κουραστική συνήθεια τῶν σχοινοτενῶν εἰσαγωγῶν πού ἀποβαίνουν εἰς βάρος τῆς ἀφήγησης. Ἀντίθετα, ἀπό πολύ νωρίς διατυπώνει ἕνα κεντρικό ἐπιχείρημα, τό ὁποῖο νομίζω ὅτι συνοψίζεται στό ὑποκεφάλαιο γιά τήν ἐνσωμάτωση τοῦ ἐσχατολογικοῦ λόγου στή θεολογίατῆς ἐξουσίας («Χριστιανικός λόγος - Ρωμαϊκή ράβδος»). Στή σελίδα 69 λοιπόν διαβάζουμε ὅτι «
τό ἰσχυρότερο διακύβευμα μιᾶς ἐξουσίας δέν εἶναι ἄν μπορεῖ νά κυριαρχήσει στή μνήμη, ἀλλά στή φαντασία. Τήν ἱστορία δέν τή χρειάζεται τόσο ὡς ἐργαλεῖο κυριαρχίας τοῦ παρελθόντος, ὅσο ὡς ὄργανο κυριαρχίας τοῦ μέλλοντος»[4].
Ἡ ἰδέα αὐτή διατυπώνεται στά κεφάλαια τῆς Ἀποκάλυψης, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀναγνώστης διαισθάνεται την προσπάθεια τοῦ συγγραφέα να πειθαρχήσει κείμενα μέ τά ὁποῖα δέν ἔχει προηγούμενη τριβή. Ἐντούτοις, ἀποσυνδέεται ἀπό τά συμφραζόμενα τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων – βοηθούσης καί τῆς προσεκτικῆς ἐπιλογῆς τῆς «μιᾶς ἐξουσίας» ἔναντι «τῆς ἐξουσίας» – καί λειτουργεῖ ὡς προτύπωση τῆς σύνθετης σχέσης μεταξύ ἱστορίας καί οὐτοπίας. Ὁ σκεπτικισμός τῆς ἱστορικῆς συνείδησης ἀναιρεῖ τή δυνατότητα ἐνατένισης τοῦ μέλλοντος μέ ὅρους διαφορετικούς ἀπό αὐτούς τοῦ παρόντος. Στό ἔδαφος αὐτό, ἡ κοινοτοπία «τήν ἱστορία τήν γράφουν οἱ νικητές» ἀποκτᾶ μιά νέα διάσταση: ἡ ἑκάστοτε ἐξουσία, πού ἐμφανίζεται ὡς ἡ δικαιωμένη τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης, «γράφει ἱστορία» προκειμένου νά ἐκτείνει τήν κυριαρχία της στό μέλλον, καθώς δέν εἶναι δυνατό «νά σκεφτεῖ κανείς»…«ὅτι θά μποροῦσε νά ὑπάρξει ἄλλο μέλλον»…«τό ὁποῖο θά ἀνῆκε στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τούτου»[5]. Ἀναδεικνύοντας τή σημασία πού ἔχει ἡ καθήλωση τῆς φαντασίας στά ὅρια τοῦ «κόσμου τούτου», ὁ Λιάκος μᾶς καλεῖ νά συζητήσουμε γιά τόν τρόπο πού οἱ μεταβολές τῆς ἱστορικῆς συνείδησης ἀναιροῦν, καί ταυτόχρονα διαμορφώνουν, τήν οὐτοπική σκέψη. Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαία μιά προκαταρκτική διευκρίνιση. Ἡ συντηρητική διάσταση τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας δέν ἀναφέρεται στήν τρέχουσα πολιτική χρήση τοῦ ὅρου συντηρητικός, πού ὑποδηλώνει – ἄρρητα ἤ μή – τήν ὕπαρξη τῆς κατοπτρικῆς «προοδευτικῆς» ἱστορίας.Τό ζητούμενο εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἱστορικῆς συνείδησης στήν διαιώνιση τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή στήν «προτίμηση τοῦ γνώριμου ἐπί τοῦ ἀγνώστου, τοῦ δοκιμασμένου ἔναντι τοῦ μή ἐφαρμοσμένου, τοῦ ἐφικτοῦ ἔναντι τοῦ πιθανοῦ»…«τοῦ παροντικοῦ γέλιου ἔναντι τῆς οὐτοπικῆς εὐτυχίας»[6].
Στό ἔδαφος αὐτό ἡ οὐτοπική σκέψη διαμορφώνεται ἀντιφατικά: ἀπό τή μιά στηρίζεται στήν ὑπέρβαση καί ἄρνηση τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας, ἀλλά ταυτόχρονα ἀναζητεῖ τή νομιμοποίησή της στήν ἀνάδειξη ἑνός προδιαγεγραμμένου σημείου τομῆς στόν ἱστορικό χρόνο – τό σημεῖο ἐκεῖνο πού ὁριοθετεῖ τό «πρίν» καί τό «μετά» στίς δίδυμες ἔννοιες τῆς Ἀποκάλυψης καί τῆς Ἐπανάστασης. Γιά τήν ἱστορία λοιπόν ὡς τό ἀντίρροπο τῆς οὐτοπίας. Τό ἐνδιαφέρον τοῦ συγγραφέα γιά τήν κυριαρχίατῆς ἐξουσίας στήν φαντασία σχετίζεται μέ τήν βαθιά πολιτική ἀγωνία πού διατρέχει τό σύνολο τῆς ἀφήγησης. Ἡ ἀφετηρία της νομίζω βρίσκεται στήν ἀποτίμηση τῶν ἐγχειρημάτων τοῦ 20οῦ αἰώνα πού διακήρυξαν τή σύζευξη ἱστορικῆς καί οὐτοπικῆς σκέψης στήν ἀναζήτηση τοῦ ριζοσπαστικοῦ κοινωνικοῦ μετασχηματισμοῦ.
Οἱ διαδοχικές διαψεύσεις τῆς πίστης ὅτι ἡ ἱστορία ἔχει νόημα, κοινό στοιχεῖο συγκρότησης τῶν πρωτοποριῶν, συντέλεσαν καθοριστικά στή διαμόρφωση τοῦ «μετα-ουτοπικοῦ» κόσμου, στόν ὁποῖο ἡ διαχείριση τῶν ὑπαρκτῶν ἐπιλογῶν συρρικνώνει τήν ἐνατένιση τοῦ μέλλοντος. Πρόκειται για μια πολιτική θέση, ἡ ὁποία ταυτόχρονα ἐπέχει θέση κριτικῆς, καί αὐτοκριτικῆς, γιά τίς μεταβολές τῶν ἱστοριογραφικῶν ἐγχειρημάτων πού προέκυψαν ἀπό τά κινήματα τοῦ κοινωνικοῦ ριζοσπαστισμοῦ. Εἶναι προφανές ὅτι τό βιβλίο αὐτό δέν γράφτηκε για τίς προϋποθέσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς κρίσης, καί αὐτό ἐνισχύει τήν ἀφηγηματική του γλαφυρότητα, ἀλλά ἀντίθετα ἐπιζητεῖ τήν κρίση, δηλαδή τό διάλογο, ὥστε νά συμβάλει στήν ἀναζήτηση τῆς ἐξόδου ἀπό τήν σύγχρονη κρίση – την μετα-ουτοπική πλανητική ἡγεμονία τοῦ there is no alternative, πού στή δεκαετία τοῦ 1990 διαμόρφωσε τόν, ἀμφισβητούμενης πατρότητας, ἀφορισμό ὅτι «εἶναι πιό εὔκολο νά φανταστοῦμε τό τέλος τοῦ κόσμου, παρά το τέλος τοῦ καπιταλισμοῦ».
Ἡ ἀκροτελεύτια πρόταση τοῦ βιβλίου συνοψίζει, διά τῆς ἀντιστροφῆς, το ζητούμενο:«ἄς σκεφτοῦμε πρός στιγμήν μιά κοινωνία ἀπό τήν ὁποία ἡ οὐτοπία θά ἔχει ἐξοβελιστεῖ· θά εἶναι μιά κοινωνία χωρίς ἐλπίδα». Σέ ἀναζήτηση ἐλπίδας λοιπόν, ἄρα καί οὐτοπίας. Προεκτείνοντας σκέψεις πού εἶχε διατυπώσει ὑπαινικτικά σέ ἕνα ἄρθρο τοῦ 2001, ὁ συγγραφέας ἐπανέρχεται συχνά στήν κινητοποιητική δύναμη τῆς οὐτοπικῆς σκέψης καί στήν ἀναζήτηση τοῦ προσωπικοῦ νοήματος μέσα ἀπό τήν πολιτική δράση, στό βαθμό πού ἡ τελευταία ἐμφανιζόταν νά ὑπηρετεῖ τό νόηματῆς ἱστορίας[7].
Ὅταν διάβασα τό βιβλίο τοῦΛιάκου τόν χειμώνατοῦ 2011 ἐπιχειροῦσα μιά πρώτη προσέγγιση πάνω στη παγκόσμια συντροφιά τῶν «πρώην» τῆς περιόδου τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου, ἐκείνων πού διέρρηξαν τή σχέση τους μέ τό κομμουνιστικό κίνημα υἱοθετώντας στη συνέχεια, φαινομενικά καί μόνο, ἀντιφατικές θέσεις. Τό ἐρώτημα γιά τό ἄν ἡ διαδρομή τους μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀπογοήτευσης για το νόημα τῆς ἱστορίας ἀνατροφοδοτήθηκε ἀπό τή διαζευκτική σχέση Ἱστορίας και Ἐπανάστασης. Ὁ Χόρχε Σεμπρούν, ἀναστοχαζόμενος τήν ἐμπειρία του στόν παράνομο μηχανισμό τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος Ἱσπανίας, ἀντιπαρέβαλε τόν «λογισμό ζωῆς» πού προσδίδει ἡ «καθολική ἐπαναστατική πρακτική» μέ τήν ἀπουσία νοήματος ὅταν κανείς ἀναγνωρίζει τήν «κίβδηλη αὐτή ἔννοια τῆς καθολικῆς τάξης» – «δέν ἔχω λοιπόν λόγο ζωῆς ἐγώ. Ζῶ χωρίς λόγο»[8].
Τό σημεῖο αὐτό διαλέγεται μέ ἕνα ἀπό τά ἐκτενέστερα παραθέματα στό βιβλίο τοῦ Ἀντώνη Λιάκου, τίς καταληκτικές παραγράφους τοῦ Τάσου Δαρβέρη: «θά μετρήσει [στήν περιγραφόμενη ὡς ἡμέρα τῆς κρίσης] μόνο τό γεγονός [ἄν οἱ ἄνθρωποι] εἶχαν βάλει στόν ἑαυτό τους κάποιο ἰδανικό, θεϊκό ἤ διαολικό, κάτι πού γέμιζε καί ἔδινε ἕνα νόημα στη ζωή τους»… «Ἀλλά τώρα»… «ἀνάμεσα στό τέλος τῆς Ἀντίστασης καί στήν προσμονή τῆς Ἔσχατης Κρίσης ἀφήνουμε τίς μέρες νά κυλοῦν ἡ μιά πίσω ἀπό τήν ἄλλη· μᾶς κουράζει ἡ ζωή, μᾶς κουράζει ὁ χρόνος πού περνᾶ, γιατί εἶναι ἄδειος»… «Ἔστω, ζοῦμε μέ τό παρελθόν»[9]. Ὁ Σεμπρούν καί ὁ Δαρβέρης συναντιοῦνται στην κοινή ἐμπειρία τῆς μετάβασης ἀπό τήν οὐτοπία, πού συναρθρώνει τήν πολιτική πρακτική καί την ἀναζήτηση τοῦ νοήματος στήν ἱστορία, στήν διάψευση καί τή ζωή δίχως «λόγο ζωῆς», τήν μετα-ουτοπική κατάσταση πού περιγράφει ὁ Λιάκος. Ὁ προβληματισμός αὐτός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν αὐτοκριτική ἀποτίμηση τῆς συλλογικῆς ἐμπειρίας τῆς γενιᾶς τοῦ 1968, πού διακήρυξε, ἴσως για τελευταία φορά στόν 20ό αἰώνα, τή δυνατότητα σύζευξης τῆς Ἱστορίας καί τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ σχέση αὐτή, στά πρῶτα της βήματα, ὅπως ὅλες οἱ ἐρωτικές σχέσεις, φάνταζε ἰδεώδης, ἀπελευθερώνοντας δυναμικές πού ἀνέτρεψαν παγιωμένες συνήθειες δεκαετιῶν.
Παράλληλες συλλογικές ἀπόπειρες, ἐντός καί ἐκτός ἀκαδημίας, σέ μιά ἐντυπωσιακή γεωγραφική διασπορά, ἔθεσαν ὡς στόχο τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἱστορίας ἀπό τή σκουριά τοῦ συντηρητισμοῦ – εἶναι δηλωτική ἐδῶ ἡ κυριαρχία τοῦ « ριζοσπαστικοῦ», τοῦ radical, ὡς συνοδευτικοῦ ἐπιθέτου τῆς ἱστορίας στό λόγο τῶν κοινωνικῶν κινημάτων. Προοπτικά, ἡ πολιτική πρακτική μετακόμισε στίς αἴθουσες τῶν ἀκαδημαϊκῶν παραδόσεων, ἀντιστρέφοντας ἔτσι τή φορά τοῦ βέλους τοῦ 1968, καί ἡ «ριζοσπαστική» ἱστορία ἀναβαθμίστηκε σέ ἰσότιμο ἔνοικο τῆς ἀκαδημαϊκῆς ζωῆς, ἀποσυνδεδεμένη ὁριστικά ὅμως ἀπό τή συγκρότηση κοινωνικῶν καί πολιτικῶν πρωτοποριῶν. Ἡ ἀποτίμηση αὐτῆς τῆς μεταβολῆς ὡς μίας «προδοσίας τῶν διανοουμένων» ἐμπεριέχει μιά ἠθική διάσταση πού δέν συμβάλλει στήν ἑρμηνεία τῆς «παλινόρθωσης»[10].
Ἀντίθετα ἡ παραδοχή τοῦ Σεμπρούν γιά τήν ἐγγενή ἀντίθεση μεταξύ τῆς «μεγαλειώδ[ους] αὐταπάτη[ς] τῆς Ἐπανάστασης» καί τῶν μηχανισμῶν τῆς κριτικῆς σκέψης, πού ἀμφισβητοῦν τήν «κίβδηλη αὐτή ἔννοια τῆς καθολικῆς τάξης» κινεῖται σέ πιό παραγωγική κατεύθυνση, καθώς ἀπογυμνώνει τά πράγματα ἀπό τήν ἠθική τους διάσταση: «χωρίς τήν τύφλωση αὐτή, ἐμεῖς δέ θά εἴχαμε γίνει μαρξιστές. Δέ θά εἴχαμε γίνει μαρξιστές ἁπλῶς καί μόνο γιά νά ξεμοντάρουμε τούς μηχανισμούς παραγωγῆς τῆς ὑπεραξίας, γιά νά ξεσκεπάσουμε τούς φετιχισμούς τῆς ἐμπορευματικῆς κοινωνίας, τομέα στόν ὁποῖο ὁ μαρξισμός εἶναι ἀναντικατάστατος. Θα εἴχαμε γίνει καθηγητάδες»[11].
Ἤ «ἐπαναστάτες» λοιπόν ἤ «καθηγητάδες»· ἡ διαδρομή τῶν ριζοσπαστικῶν ἱστορικῶν συσσωματώσεων συνιστᾶ ἀσφαλή δείκτη τῆς ἐπικράτησης τῶν «καθηγητάδων» ἔναντι τῶν «ἐπαναστατῶν», ἐξέλιξη πού διαπλέκεται μέ τή χρήση τῆς ἱστορίας ὡς νομιμοποιητικοῦ μέσου τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος – ἐφόσον ὁ ριζοσπαστισμός δεν ἀποτελεῖ φόβητρο κοινωνικῆς ἀποσταθεροποίησης μποροῦσε γιά δεκαετίες νά ἀποτελεῖ ἐξωτικό συμπλήρωμα τῶν ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν[12].
Τό ἐρώτημα προκύπτει ἀβίαστα: ποιά μορφή μπορεῖ να ἔχει ἡ οὐτοπική σκέψη τοῦ 21ου αἰώνα; Ἡ «κριτική οὐτοπική σκέψη» ἐμφανίζεται ἅπαξ στό βιβλίο τοῦ Λιάκου, λίγο πρίν το τέλος, ἀλλά παρόλα αὐτά ὁ διάλογος ἱστορίας καί οὐτοπίας διαποτίζει τά κεφάλαια τοῦ τρίτου μέρους, τῆς Ἱστορίας μέ τόν δηλωτικό ὑπότιτλο «ἀναζητώντας ἕναν τόπο γιά τήν ἐλπίδα», δηλαδή ἕναν τόπο γιά την οὐτοπία. Ὁ συγγραφέας δεν προτείνει τήν ἐπιστροφή στα μοντέλα πολιτικῆς δράσης τοῦ 20οῦ αἰώνα· κάτι τέτοιο θά ἀναιροῦσε τό κεντρικό του ἐπιχείρημα γιά τήν ἀναγκαιότητα ἡ φαντασία νά ἀποδεσμευτεῖ ἀπό τίς τρέχουσες ἐπιλογές. Ἀντίθετα ὑποδεικνύει ὅτι ἡ οὐτοπική σκέψη τοῦ 21ουαἰώνα θα πρέπει να ἀναμετρηθεῖ μέ τή διάψευσης τῆς πίστης ὅτι ἡ ἱστορία ἀποτελεῖ μια διαδρομή πρός ἕνα προκαθορισμένο σημεῖο τομῆς.
Οἱ σκέψεις αὐτές ἀγγίζουν εὐαίσθητες χορδές, καθώς βρίσκονται στόν ἀντίποδα τῆς βεβαιότητας τῶν πρωτοποριῶν ὅτι λειτουργοῦν ὡς σημεῖα συνάντησης τῶν μηχανικῶν τοῦ μέλλοντος, πού μέ τήν ἐμπρόθετη δράση τους ἐπιταχύνουν τά γρανάζια τοῦ χρόνου ὥστε νά «ἔλθει ἡ ὥρα», νά «ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες» να φτάσουμε στο «ντάλα μεσημέρι» πού ἐγγυᾶται ὅτι «ἡ ἐπανάσταση δέν θά εἶναι οὐτοπία[13]. Ἡ παραδοχή ὅτι ἡ σύγχρονη μετα-ουτοπική ἱστορική συνείδηση διαμορφώνεται μέσα ἀπό τίς διαδοχικές διαψεύσεις τῆς οὐτοπικῆς σκέψης γιά τήν «μεγάλη ἀτμομηχανή τῆς ἱστορίας» πού θά ὅδευε, μέ ταχύτητα ἀνάλογη τῆς ἀποφασιστικότητας τῶν πρωτοποριῶν, στόν τερματικό της σταθμό, ὁδηγεῖ στην ἀνάγκη ἡ οὐτοπική σκέψη να ἀναμετρηθεῖ μέ τή διάψευση αὐτή, ὥστε νά μπορέσει νά εἶναι καί πάλι παραγωγική[14].
Ἄλλωστε ,ἡ διαμόρφωση τῆς οὐτοπικῆς σκέψης δέν γίνεται ἐν κενῶ· ἀντιστοιχεῖ, ἐνσωματώνει, ἀρνεῖται και διαλέγεται μέ τίς ἑκάστοτε κυρίαρχες ἀντιλήψεις περί ἱστορικοῦ χρόνου – τό παράδειγμα τῆς παράλληλης ἐμπιστοσύνης ριζοσπαστῶν καί συντηρητικῶν στή γραμμική πορεία τῆς προόδου τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι χαρακτηριστικό γιά τήν κατοπτρική θέση ἱστορίας καί οὐτοπίας. Στόν μετα-ουτοπικό κόσμο, εἶναι σάν νά λέει ὁ Λιάκος, οἱ οὐτοπίες δέν θά ἀφοροῦν τή «δυνητική ἔγκλιση», ἀλλά τήν «ἐννοιολόγηση τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς» μέσα ἀπό τόν διάλογο σκεπτικισμοῦ καί οὐτοπισμοῦ – σέ ἕνα πρόσφατο ἄρθρο του στά «Ἐνθέματα» τῆς Αὐγῆς διατυπώνει τή σκέψη αὐτή σέ συνάρτηση μέ τίς τρέχουσες πολιτικές ἐξελίξεις[15]. Πρόκειται γιά μιά ἐκτίμηση πού ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ νοοτροπίες και ἀντιλήψεις πού διαμόρφωσαν τήν πολιτική καί ἱστορική μας ματιά, καθώς ὑπογραμμίζει την ἀνασταλτική ἐπίδραση τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας στόν ἐπαναστατικό βολονταρισμό καί ταυτόχρονα προβληματοποιεῖ τή δυνατότητα ἁρμονικῆς σύζευξης ἱστορίας και οὐτοπίας.
Στό ἴδιο φύλλο τῶν «Ἐνθεμάτων», ὁ Μάνος Αὐγερίδης, ἱστορικός τῆς δικῆς μας φουρνιᾶς, με ἀφορμή τό συνέδριοπρός τιμήν τοῦ Χάγκεν Φλάισερ, ἀναρωτήθηκε «γιατί θέλαμε να γίνουμε ἱστορικοί», ὥστε να καταλήξει ἀπαντώντας: «για να ἀλλάξουμε τελικά, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τόν κόσμο, μέ τούς δικούς μας ὅρους. Καί ἡ ἱστορική ἐμπειρία συμβάλλει σέ μεγάλο βαθμό στήν κατανόηση ὅτι ὁ κόσμος μπορεῖ νά ἀλλάξει»[16]. «Στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ» σπεύδει νά προσδιορίσει ὁ ἀρθρογράφος προκειμένου να ἀποφύγει, ὑποθέτω, τόν αὐτοματοποιημένο ἀντίλογο περί μαξιμαλισμοῦ. Καί ὅμως ἡ διευκρίνιση αὐτή περιγράφει τον πυρήνα τῆς μετα-ουτοπικῆς κατάστασης: στίς ἀπεριόριστες δυνατότητες τοῦ μέλλοντος ἀντιπαραβάλλεται ἡ δυνατότητα ἀλλαγῶν «στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ». Ἐπιστρέφοντας στο κεντρικό ἐπιχείρημα, θα ἀναγνωρίσει κανείς τή δημοφιλή ἰδέα ὅτι ἡ ἱστορική ἐμπειρία μπορεῖ νά συμβάλει «στήν κατανόηση ὅτι ὁ κόσμος μπορεῖ νά ἀλλάξει». Ἕνας πρόχειρος ἀντίλογος θα ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ χειραφετητικοῦ ὁράματος τοῦ 20οῦ αἰώνα ὑποδεικνύει τό ἀντίθετο – οἱ στιγμές τῆς ριζοσπαστικῆς κοινωνικῆς μεταβολῆς παραμένουν στιγμές σέ ἕνα συνεχές διαψεύσεων, συντριβῶν και ὑποχωρήσεων τῆς οὐτοπικῆς σκέψης.
Παρόλα αὐτά, στους χώρους τῆς κοινωνικῆς κριτικῆς ἡ πεποίθηση τοῦ προοδευτικοῦ ρόλου τῆς ἱστορίας παραμένει ἀκλόνητη: αὐτό ἄλλωστε τεκμαίρεται στήν παραγωγή τοῦ λόγου ἀπό τούς ὀργανωμένους φορεῖς της πού ἀναπαράγουν, δίχως προβληματισμό, τήν ὑποστασιοποίηση τῆς ἱστορίας πού κατά περίσταση «ἐμπνέει», «διδάσκει» και «καθοδηγεῖ». Ἡ διεισδυτικότητα τῆς ὑποστασιοποίησης τῆς ἱστορίας συνδέεται σέ μεγάλο βαθμό μέ τήν ἀνασφάλεια τῆς παροντικῆς κρίσης – ἡ ἱστορία ἀναδεικνύεται σέ ὁδηγό σέ ἕνα μεταβαλλόμενο παρόν, πού δέν ἐπιτρέπει ἰδιαίτερη αἰσιοδοξία για το μέλλον. Αὐτό ὅμως πού ἀρχικά φαντάζει ὡς διέξοδος ἀπό τήν ἀνασφάλεια, λειτουργεῖ στό ἀκριβῶς ἀντίθετό της, ἐπιτείνοντας τή διαιώνιση τοῦ κόσμου τούτου, καθώς ἡ ἱστορία, ἐξίσου σέ « ριζοσπαστικές» καί «συντηρητικές» ἐκδοχές, ἐμφανίζεται νά δεσμεύει τήν φαντασία, να ἐγκλωβίζει τη συζήτηση προς ὄφελος τοῦ «γνώριμου» καί τοῦ «παροντικοῦ» προειδοποιώντας για τό μέλλον.
Στήν ἐξέλιξη αὐτή ὁ ρόλος τῶν ἐπαγγελματιῶν ἱστορικῶν δέν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ κριτική στήν διαδεδομένη ἀναζήτηση τῶν ἀναλογιῶν παραμένει περιφερειακή σέ σχέση μέ τήν πλημμυρίδα ἀναγνώσεων πού στρέφονται στό παρελθόν προκειμένου νά ἐξαγάγουν συμπεράσματα γιά τό μέλλον, ἐπισείοντας τόν κίνδυνο τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ἀποσταθεροποίησης. Τό ἐξαντλητικό,στην ἐπαναληπτικότητά του, παράδειγμα τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης στήν ἑλληνική δημόσια συζήτηση ἀποτυπώνει τήν ἐμβέλεια τῆς ἀναγωγικῆς σκέψης καί τό μετασχηματισμό τῆς μεταπολιτευτικῆς διανόησης, πού ἔμπλεη φοβίας καί ἀμηχανίας καταφεύγει στήν ἱστορική ἀναλογία ὡς ὑπεκφυγή ἀπό τά ἐρωτήματα τοῦ μέλλοντος[17].
Στο σημεῖο αὐτό ἑδράζεται ἡ τελευταία προσφορά τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀντώνη Λιάκου. Ὁ συγγραφέας θά μποροῦσε κάλλιστα νά χρησιμοποιήσει την ἱστορίατῆς ἴδιας τουτῆς ἀφήγησης, νά ἀποτιμήσει τίς οὐτοπίες, τίς ἐκπληρώσεις καί τίς διαψεύσεις τους, προκειμένου νά ὑπογραμμίσει τήν ἀνάγκη νά στοχαστοῦμε τό μέλλον βασισμένοι στίς ἐμπειρίες τοῦ παρελθόντος.
Ἀντί αὐτοῦ, στό κλείσιμο τοῦ βιβλίου, ἐπιχειρεῖ ἕνα ἅλμα στό μέλλον, στό ὁποῖο κυριαρχεῖ ὁ προβληματισμός για τά ὅρια τῆς ἀνθρωπινότητας καί τή διαμόρφωση τοῦ μετα-ουτοπικοῦ κόσμου. Στίς τελευταῖες αὐτές σελίδες, κάτω ἀπό τόν τίτλο «Ἔξοδος», ὁ Ἀντώνης Λιάκος παραπέμπει στην κινηματογραφική μεταφορά τοῦ δυστοπικοῦ Never Let Me Go, προκειμένου νά καταδείξει ὅτι ὁ μετα-ουτοπικός κόσμος βρίσκεται ἐντός μας. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου τοποθετεῖται στίς ἐξαιρετικά γνώριμες καί φιλήσυχες πρόσφατες βρετανικές δεκαετίες, καί ὄχι σέ ἕνα ἀκαθόριστο μέλλον μέ τερατολογικές μηχανές. Ἡ οἰκειότητα ἐντείνει τήν δυστοπική ἔνταση: οἱ πρωταγωνιστές εἶναι προορισμένοι ἀπό τή γέννησή τους νά ὑποστοῦν διαδοχικές μεταμοσχεύσεις προκειμένου νά διασφαλίζεται ἡ μακροζωία τοῦ ὑπόλοιπου πληθυσμοῦ. Τά νήματα πού συνδέουν τό μυθιστόρημα τοῦ Καζοῦο Ἰσιγκοῦρο καί τῆς ταινίας μέ τό βιβλίο τοῦ Λιάκου εἶναι πολλαπλά, ἀνάμεσα στά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσει τό μετασχηματισμό τῆς οὐτοπίας τῆς μεταμόσχευσης σέ μηχανισμό ἀναπαραγωγῆς τῆς κυριαρχίας.
Ὑπάρχει ὅμως καί μιά ἄλλη, περιφερειακή σκηνή στήν κινηματογραφική μεταφορά, πού ἀξίζει σχολιασμοῦ. Σέ κάποιο σημεῖο οἱ νεαροί πρωταγωνιστές φτάνουν σέ μιά ἔρημη παραλία καί βρίσκουν ἕνα ἐγκαταλειμμένο πλοιάριο. Το περιεργάζονται, βγάζουν φωτογραφίες δίπλα του καί ἐπιστρέφουν σχετικά χαρούμενοι στο χῶρο ἐγκλεισμοῦ τους, γνωρίζοντας ὅτι σύντομα θά ὑποβληθοῦν σέ ἐγχειρήσεις ἀφαίρεσης τῶν ὀργάνων τους, ἐπιταχύνοντας ἔτσι τό βιολογικό τους τέλος. Οὔτε γιά μία στιγμή δέν προβληματίζονται γιά τή δυνατότητα νά ἀνοιχτοῦν στήν θάλασσα πού ἁπλώνεται μπροστά τους, νά ἐπιχειρήσουν την Ἔξοδο, νά ἀνταλλάξουν τό προδιαγεγραμμένο τους παρόν μέ ἕνα ἀκαθόριστο μέλλον. Ἡ σκηνή αὐτή συμπυκνώνει τον πυρήνα τῆς ἀντι-ουτοπικῆς σκέψης, την πειθάρχηση τῆς φαντασίας σέ τέτοιο βαθμό πού δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει, πόσο μᾶλλον να φανταστεῖ, τήν ἴδια της τήν ὕπαρξη. Ἐκεῖ βρισκόμαστε λοιπόν· σέ ἀναζήτηση τῆς περιπέτειας ξανά.
Μιά πρώτη μορφή τοῦ κειμένου αὐτοῦ παρουσιάστηκε στή συζήτηση μέ ἀφορμή τό βιβλίο τοῦ Ἀντώνη Λιάκου τήν ὁποία ὀργάνωσαν τά Ἀρχεῖα Σύγχρονης Κοινωνικῆς Ἱστορίας καί τά «Ἐνθέματα» τῆς ἐφημερίδας Ἡ Αὐγή, στίς 21 Νοεμβρίου 2012.
[1]. Karl Marx καί Friedrich Engels, The Holy Family or Critique of Critical Critique, Foreign Languages Publishing House, 1956, σ. 125.
[2]. Richard Stites, Revolutionary Dreams:UtopianVision and Experimental Life in the Russian Revolution, Oxford UniversityPress, 1989, σ. 155- 159.
[3]. Α. Λιάκος, ὅ.π., σ. 281.
[4]. στό ἴδιο, σ. 69.
[5]. στό ἴδιο.
[6].MichaelOakshot, «OnbeingConservative», στό Corey Robin (ἐπιμ.), The Reactionary Mind, Conservatism from EdmundBurke to SarahPalin, Oxford University Press, 2011, σ. 21.
[7].AntonisLiakos, «HistoryWriting asthe Return of the Repressed», π. Historein, τ. 3, 2001, σ. 47-58.
[8]. Jorge Semprun, Τί ὡραία Κυριακή!, Μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, Ἀθήνα1989,σ. 196- 197.
[9]. Α. Λιάκος, ὅ.π., σ. 69.
[10]. Βλ. για παράδειγμα Sergio Bologna, Ἡφυλή τῶν τυφλοπόντικων, Ἀθήνα 2012, σ. 13-15.
[11]. J. Semprun, ὅ.π., σ. 196-197.
[12]. Τό ζήτημα τοῦ ρόλου τῶν ἱστορικῶν ὡς ἐγγυητῶν τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, καί συνακόλουθατόν συντηρητισμό τῶν κοινωνικῶν χώρων ἀναπαραγωγῆς τους, εἶχε θέσει τό 2002 ὁ ΧρῆστοςΧατζηιωσήφ «Ἡ ἱστορίακαίοἱἄλλεςκοινωνικές ἐπιστῆμες», Ἱστοριογραφία τῆς νεότερης καί σύγχρονης Ἑλλάδας 1833-2002, τ. Α΄, Ἐπιμέλεια: Πασχάλης Κιτρομηλίδης-Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Ἀθήνα, Κέντρο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν/Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, 2004, σ. 303.
[13]. Οἱ ἐντός εἰσαγωγικῶν φράσεις ἀποτελοῦν ρητορικούς τόπους τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος πού περιγράφουν τήνἀναμονή τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ἱστορικῆς τομῆς, ἀπό τόν ἐξελικτικό σοσιαλισμό τοῦ 19ου αἰώνα ἕως τόν ἐκβιασμό τοῦ μέλλοντοςστόσύγχρονοἀνταγωνιστικόκοινωνικό κίνημα.
[14]. ΚρίστοφερΧίτσενς,Hitch-22,ἀμφισβητίας ἐκπεποιθήσεως,Μετάφραση:Μ.Μακρόπουλος, Ἀθήνα 2011, σ. 125.
[15]. Ἀντώνης Λιάκος, «Ξαναπιάνοντας τά κομμένα νήματα: Ἀριστερά καί Μεταρρυθμίσεις», ἐφ. Ἡ Αὐγή, 18 Νοεμ. 2012.
[16]. ΜάνοςΑὐγερίδης, «Γιατίθέλαμε νάγίνουμε ἱστορικοί; Μέ ἀφορμή τό συνέδριο πρός τιμήν τοῦΧάγκενΦλάισερ», ἐφ.ἩΑὐγή,18 Νοεμ.2012.
[17]. Ἡ λειτουργία τῆς ἱστορικῆς ἀναλογίας ὡς ὑπεκφυγῆς καί τό παράδειγμα τῆς δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης στη σχετική συζήτηση ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀπό τούς Δημήτρη Κουσουρῆ, «Ἡ ἱστορική ἀναλογία ὡς ὑπεκφυγή;», π. Λεύγα, τχ. 6, Μάρτιος 2012, σ. 38-41 καί Κώστα Σπαθαράκη, «Δεκανίκια γιά τή δημοκρατία»,στό ἴδιο,σ. 42-46.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου