Ο «ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ
Η συζήτηση γύρω από τα χαρακτηριστικά της Κρίσης που ξεκίνησε από το Κραχ του 2008 και μεταφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ γρήγορα, οδηγώντας τη χώρα μας σε μια πολύπλευρη καταστροφή, της οποίας οι επιπτώσεις συνεχώς πολλαπλασιάζονται, δεν γίνεται με όρους κατανόησης των αιτίων και του βάθους της. Υπάρχει μια ιδιότυπη άρνηση της πραγματικότητας από την αντιπολίτευση. Πάνω σ’ αυτήν οικοδομούνται (συγκρατημένες) προσδοκίες των λαϊκών τάξεων, οι οποίες, μετά από δύο χρόνια πολυμέτωπων αγώνων και μαζικότατων κοινωνικών/πολιτικών συγκρούσεων, παραμένουν σε κατάσταση αναμονής. Όμως η έξοδος από την κρίση έχει ως βασική προϋπόθεση την ουσιαστική εμπλοκή τους τόσο ως κοινωνικών υποκειμένων που συγκροτούνται συλλογικά για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους όσο και ως παραγωγικών δυνάμεων που θα αναλάβουν την παραγωγική ανασυγκρότηση/μετασχηματισμό της χώρας και την κοινωνική ανασύσταση σε νέες βάσεις.
Ο πολιτικός λόγος της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ που θα συνθέσει την εναλλακτική λύση επικεντρώνεται στην αποδόμηση της κυβερνητικής πολιτικής - την οποία οι λαϊκές τάξεις γνωρίζουν πολύ καλά μέσα από τραγικές εμπειρίες - και ελάχιστα σ’ ένα σχέδιο που δεν θα περιορίζεται σ’ ένα ασαφές δέον γενέσθαι αλλά θα δοκιμάζει τους στόχους απέναντι στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή και εθνική πραγματικότητα και θα αναζητά πραγματικές δυνατότητες εξόδου από την Κρίση, στη βάση μιας ευρείας, ενεργού κοινωνικής συμμαχίας για την επιτυχή έκβαση των αναπόφευκτων συγκρούσεων.
Η άτεγκτη συγκρότηση της Ευρωζώνης και η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της Κρίσης με την «εξυγίανση» των δημόσιων οικονομικών και την πληρωμή στο ακέραιο του «χρέους» - χωρίς να πληρώσουν ούτε καν να ελεγχθούν εις το εξής οι τράπεζες και οι παρατράπεζες - οδηγούν από τη μια σε στραγγαλισμό τις μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες των χωρών του νότου και, από την άλλη, σε περιστολή συνολικά στην ΕΕ εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ταυτόχρονα με τη διασφάλιση της κυριαρχίας των ισχυρών χωρών του βορρά και της Γερμανίας όπως και των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου. Αυτό το πολιτικό τείχος δεν θα σπάσει με σθεναρή διαπραγμάτευση και νωπή λαϊκή εντολή, όταν οι μεγαλειώδεις αγώνες εκατομμυρίων ανθρώπων τα δύο πρώτα χρόνια μνημονίων δεν απέτρεψαν τη διολίσθηση στη δεινή σημερινή πραγματικότητα. Ούτε είναι δυνατόν, τηρώντας όλους του όρους που επιβάλλουν η ΕΕ και η Ευρωζώνη, να αντιμετωπίσουμε τα αποτελέσματα των μνημονιακών πολιτικών και πρωτ’ απ’ όλα τη μαζική ανεργία, τη διάλυση του παραγωγικού ιστού - πρωτίστως της βιομηχανίας - και των εργασιακών σχέσεων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι οι μηχανισμοί του κράτους έχουν δομηθεί για τη διασφάλιση της κυριαρχίας των ισχυρών ταξικών συμφερόντων και χρειάζονται ριζικές ανατροπές για να προσανατολιστούν σε φιλολαϊκές κατευθύνσεις. Πολύ περισσότερο που το (πελατειακό) κράτος στα χαμηλότερα επίπεδα ή έχει διαλυθεί ή λειτουργεί με ισχυρές δυνάμεις αδρανείας. Κυρίως, όμως, έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα αυτό που ο Μπουρντιέ ονομάζει «αριστερό κράτος», αναφερόμενος στα δημόσια αγαθά και τις κοινωνικές υπηρεσίες - ίσως αυτό το τμήμα του δημόσιου τομέα μπορεί πιο εύκολα να ανασυσταθεί επειδή οι λειτουργοί του έχουν μεγαλύτερη συνείδηση του κοινωνικού τους ρόλου.
Η πραγματικότητα είναι δύσκολη και πικρή, όμως η αναγνώρισή της και η λαϊκή εμπλοκή στα πραγματικά προβλήματα και τη συλλογική προσπάθεια αντίστασης και εξόδου είναι η μοναδική οδός ανατροπής και σταδιακής ανάκτησης της κοινωνικής επιβίωσης και αξιοπρέπειας.
Στον ΣΥΡΙΖΑ απεδείχθη ότι οι συνεδριακές αποφάσεις αποτελούν αχρείαστες γενικότητες. Η πολιτική χαράσσεται εκτός συλλογικών διαδικασιών ενώ περιθωριοποιούνται σημαντικές κομματικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ούτως ή άλλως, οι γενικότητες και οι πλειοψηφικές ή μειοψηφικές πλατφόρμες δεν σώζουν απολύτως τίποτε. Το θέμα είναι πως μπορεί να υλοποιηθούν οι βασικές επιλογές που θα γίνουν δημοκρατικά. Εδώ, όμως, που έχουμε φτάσει αυτό το πώς έχει χαθεί και χάνεται καθημερινά στο θολό ορίζοντα της επικοινωνιακής πολιτικής και στο καταστροφικό «βλέποντας και κάνοντας» όταν γίνουμε κυβέρνηση. Γιατί εκεί οδηγεί νομοτελειακά η συσσώρευση πολιτικών δυνάμεων και προσώπων που έχουν αποδείξει ότι κινητοποιούνται για να διασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση σε κάθε κατάσταση, σε αντίθεση με την αναγκαία συγκέντρωση ενεργών παραγωγικών/επιστημονικών/σχετικών με τη δημόσια διοίκηση δυνάμεων που μπορούν να συνδράμουν το τιτάνιο έργο της ανατροπής και της ανασυγκρότησης της χώρας και της κοινωνίας.
Από την άλλη, το λαϊκό κίνημα, παρότι διατηρεί ορισμένες εμβληματικές νησίδες, στην ουσία έχει υποκατασταθεί από το κοινοβουλευτικό έργο. Αν ισχύει ότι οι κοινωνικοί αγώνες αποτελούν την ιστορικά ανυπέρβλητη συνθήκη πραγματικών πολιτικών ανατροπών, τότε οι αγωνιζόμενες λαϊκές τάξεις δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ψηφοφόροι και μοχλός πίεσης, αλλά, πρωτίστως, ως δύναμη σύγκρουσης απέναντι στις ευρωπαϊκές και τις εγχώριες αντίπαλες ταξικά δυνάμεις. Ταυτόχρονα, αποτελούν και τις δυνάμεις δημιουργίας στη νέα εποχή.
Πιστεύω ότι τα θέματα που αναφέρθηκαν είναι αδιανόητο ν’ αποσιωπούνται. Κάθε κίνηση αυτογνωσίας και ανάδειξης δυνατοτήτων ευνοεί την επιτυχία της κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής. Απ’ αυτή την άποψη, η κατανόηση της πραγματικότητας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και των εξαρτήσεων της χώρας μας, τόσο απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και απέναντι στις ασκούμενες πολιτικές, είναι εξαιρετικά κρίσιμα θέματα.
Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος» αποτελεί μια εξαντλητική μελέτη και αποτύπωση της οργάνωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ηγεμονία των ΗΠΑ και συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με κέντρο τη Γερμανία) και ανάλογων Ασιατικών ζωνών (με κέντρο την Ιαπωνία). Παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τις μεταπολεμικές εξελίξεις ερμηνεύει το Κραχ του 2008 και την ιστορικών διαστάσεων Κρίση που ακολούθησε. Αναδεικνύει την πολιτική στόχευση των κυρίαρχων οικονομικών σχεδίων, τους παγκόσμιους ανταγωνισμούς και τις επιπτώσεις της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τόσο για τις λαϊκές τάξεις των δυτικών χωρών όσο και για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Δεν εξωραΐζει τη σημερινή κρίση στη χώρα μας, στην ΕΕ και παγκόσμια. Η αντιμετώπισή της προϋποθέτει, κατά τον συγγραφέα, σοβαρές ρήξεις με τις κυρίαρχες συστημικές επιλογές όπως οικοδομήθηκαν μεταπολεμικά.
Δεν είναι έργο των οικονομολόγων να οικοδομήσουν τις εναλλακτικές λύσεις διεξόδου από την κρίση. Είναι, όμως, υποχρέωση αυτών των οικονομολόγων που αντιτίθενται στις σημερινές πολιτικές να διαυγάσουν τα αίτια της κρίσης και να αναδείξουν προϋποθέσεις και δυνατότητες διεξόδου. Σ’ αυτό το έδαφος μπορούμε να συναντήσουμε το έργο του Γιάνη Βαρουφάκη, πιστεύοντας κι εμείς όπως ο συγγραφέας ότι «η κατάφωρη άρνηση της πραγματικότητας» εμποδίζει τη συγκρότηση της αναγκαίας για τις περιστάσεις πολιτικής.
Για τη διευκόλυνση του προβληματισμού και του διαλόγου καταθέτω τις βασικές θέσεις του «Παγκόσμιου Μινώταυρου» που αφορούν στην ιστορία των παγκόσμιων σχεδίων πρόληψης/ανάσχεσης των καπιταλιστικών κρίσεων αλλά και στο Κραχ του 2008 και τη σημερινή Κρίση, η οποία δεν αντιμετωπίζεται με φάρμακα - ασπιρίνες, όπως εξηγεί ο Γ. Βαρουφάκης. Για την ιδιότυπη αυτή «περίληψη» ο συγγραφέας δεν φέρει καμμία ευθύνη.
Όπως και το πρόσφατο βιβλίο του Κ. Λαπαβίτσα «Ένα Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα για την Ελλάδα» ο «Μεγάλος Μινώταυρος» - από άλλη οπτική ως προς τη διέξοδο από την Κρίση, για την οποία προβάλλει ένα (δύσκολα εφαρμόσιμο πολιτικά) σχέδιο αλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη - διαυγάζει τα αίτια άρα και τις προϋποθέσεις αντιμετώπισης της Κρίσης. Ίσως είναι αργά να συλλογιστούμε ελεύθερα για να συλλογιστούμε ορθά και να πράξουμε ανάλογα. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι ν’ αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας αν δεν θέλουμε ν’ αυτοχειριαστούμε πολιτικά.
Βασικά σημεία του «Παγκόσμιου Μινώταυρου»
Α. ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΧΕΔΙΟ
Α1. Οι ΗΠΑ κερδίζουν την ηγεμονία στον καπιταλιστικό κόσμο
Οι συμφωνίες του Bretton Woods
Δύο διαφορετικά σχέδια
Ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν, κοντά στην πόλη Bretton Woods του New Hampshire συγκεντρώθηκαν αντιπρόσωποι από πολλές χώρες και με νωπό το Κραχ του 1929 κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία, που χαρακτήρισε τη φύση και τους θεσμούς της μεταπολεμικής παγκόσμιας νομισματικής τάξης και έδωσε απαντήσεις τόσο στο σχεδιασμό ενός μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος όσο και στην ανοικοδόμηση των οικονομιών της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Στο Bretton Woods διατυπώθηκαν δύο διαφορετικά σχέδια : από τη μια οι ΗΠΑ με εκπρόσωπο τον Harry Dexter White και από την άλλη η Βρετανία με εκπρόσωπο τον John Maynard Keynes. Ο θεσμός που προέκυψε από το Bretton Woods ήταν το νέο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, στον πυρήνα του οποίου βρισκόταν το δολλάριο. Οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να συνδέσουν το δολλάριο με το χρυσό στη σταθερή ισοτιμία των 35 δολ. ανά ουγκιά και να εγγυηθούν την πλήρη μετατρεψιμότητα σε χρυσό των δολλαρίων οποιουδήποτε, Αμερικανού ή όχι.
Ο Κέϋνς έκανε την πιο τολμηρή πρόταση που είχε ποτέ τεθεί σε μείζονα διεθνή συνάντηση διαπραγματεύσεων : τη δημιουργία μιας Διεθνούς Νομισματικής Ένωσης και ενός Ενιαίου Νομίσματος για όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, καθώς και μιας Διεθνούς Κεντρικής Τράπεζας.
Η Διεθνής Νομισματική Ένωση θα προσέφερε σε κάθε χώρα-μέλος της ευκολίες υπερανάληψης, δηλαδή το δικαίωμα να δανείζεται με μηδενικό επιτόκιο από τη Διεθνή Κεντρική Τράπεζα για ποσά έως το 50% του μέσου ελλείμματός της. Για μεγαλύτερα ποσά θα χρεωνόταν ένα σταθερό επιτόκιο. Με αυτόν τον τρόπο οι ελλειμματικές χώρες θα αποκτούσαν την αναγκαία ευελιξία για να τονώσουν τη ζήτηση προκειμένου να σταματήσουν τον φαύλο κύκλο χρέους - αποπληθωρισμού, χωρίς να προσφεύγουν σε υποτίμηση των νομισμάτων τους.
Ο Κέϋνς πίστευε ότι το νέο διεθνές σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν θα μπορούσε να αντέξει χωρίς σοβαρούς Μηχανισμούς Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων, καθώς τα συστημικά πλεονάσματα αποτελούν την άλλη όψη των συστημικών ελλειμμάτων. Πρότεινε λοιπόν το εξής : αν τα πλεονάσματα μιας χώρας υπερέβαιναν ένα συγκεκριμένο ποσοστό του όγκου των εμπορευματικών της συναλλαγών η χώρα αυτή θα χρεωνόταν με τόκους και θα υποχρεωνόταν να ανατιμήσει το νόμισμά της. Τα πρόστιμα θα χρηματοδοτούσαν τα δάνεια προς τις ελλειμματικές χώρες. Έτσι οι «ποινικές» αυτές ρήτρες θα λειτουργούσαν ως ένας αυτόματος Παγκόσμιος Μηχανισμός Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων.
Οι ΗΠΑ δεν διαφωνούσαν με το Παγκόσμιο Νόμισμα και τον Διεθνή Μηχανισμό Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων, ήθελαν όμως ως παγκόσμιο νόμισμα το δολλάριο και η ανακύκλωση των πλεονασμάτων να γίνεται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ. Ήθελαν δηλαδή τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας και την ηγεμονία προς όφελος των δικών τους συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέσσερεις Αμερικανοί New Dealers που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του Παγκόσμιου Σχεδίου, ήταν παράλληλα οι αρχιτέκτονες του Ψυχρού Πολέμου. Για να επιβάλλουν σταδιακά το δικό τους Παγκόσμιο Σχέδιο, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην επανεκκίνηση του διεθνούς εμπορίου, στη δημιουργία αγορών για τις εξαγωγές των ΗΠΑ και στην επέκταση των μεγάλων Αμερικανικών εταιριών, επανιδρύοντας τον λεγόμενο «δυτικό τρόπο ζωής» από τη Βόνη μέχρι το Βερολίνο και από την Καλιφόρνια έως την Ελλάδα.
Για ν’ αποκτήσει ισχυρή ραχοκοκαλιά η συμφωνία του Bretton Woods, οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να στηρίξουν το δολλάριο δημιουργώντας εντός του συστήματος καθορισμένων ισοτιμιών του Bretton Woods δύο ακόμα ισχυρά νομίσματα, που θα λειτουργούσαν ως ισχυρά αμορτισέρ στην περίπτωση που η αμερικανική οικονομία έμπαινε σε περιοδική ύφεση. Έτσι οι ΗΠΑ στήριξαν τις ηττημένες και κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες - την Γερμανία στην Ευρώπη και την Ιαπωνία στην Ν.Α. Ασία, ώστε σταδιακά ν’ αναλάβουν, μέσα από την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας τους, αυτό τον ρόλο. Η άνοδός τους σήμαινε τη σταδιακή υποβάθμιση της ισχύος και του διεθνούς ρόλου της Μεγάλης Βρεταννίας.
Α2. Το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ
Η Γερμανία ανασυγκροτείται
Η απαρχή δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ιαπωνία και ο ρόλος της στην Άπω Ανατολή
Με το δόγμα του προέδρου Τρούμαν, ο οποίος διαδέχθηκε τον πρόεδρο Ρούσβελτ μετά τον θάνατό του το 1945, η ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης έγινε η υπ. αρ. 1 προτεραιότητα των ΗΠΑ. Το Παγκόσμιο Σχέδιό τους, όπως διατυπώθηκε στο Bretton Woods, έμελλε να εκπονηθεί σε ψυχροπολεμικό κλίμα και με προτεραιότητες συνδεδεμένες με εκείνες του Αμερικανικού Πεντάγωνου. Η πρώτη επιτόπια εφαρμογή έγινε με την ανάμειξη των ΗΠΑ στο δικό μας εμφύλιο πόλεμο, όταν αντικατέστησαν την Μεγάλη Βρεττανία στον έλεγχο των ελληνικών εξελίξεων. Ο πρόεδρος Τρούμαν δεσμεύτηκε να επενδύσει 400 εκ. δολ. στον εμφύλιο πόλεμο και λίγο αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζωρτζ Μάρσαλ εγκαινίασε το ομώνυμο σχέδιο : ένα μεγάλο πακέτο οικονομικής βοήθειας που θα άλλαζε για πάντα την Ευρώπη. Μέχρι την ολοκλήρωση του Σχεδίου Μάρσαλ στις 31/12/1951 είχαν δαπανηθεί από τις ΗΠΑ 12,5 δις δολ. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί κατακόρυφα η ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή (≈35%) και να δημιουργηθεί μία βιώσιμη ζήτηση τόσο για τα ευρωπαϊκά όσο και τα αμερικανικά προϊόντα εκτός Αμερικής.
Όπως λέει ο Γ. Βαρουφάκης, η στόχευση του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν κατ’ αρχήν οικονομική και θα είχε προωθηθεί ακόμα και χωρίς τον Ψυχρό Πόλεμο, γιατί μέλημα των ΗΠΑ ήταν ν’ αποφευχθεί ένα νέο 1929. Ένα από τα λιγότερο γνωστά επιτεύγματα του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν η ενσωμάτωση της ηττημένης και μισητής Γερμανίας στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προκειμένου να χορηγήσουν οικονομική βοήθεια ίση με το 2% του ΑΕΠ τους ετησίως, οι Αμερικανοί έθεσαν ως όρο την απάλειψη των ενδοευρωπαϊκών φραγμών στο εμπόριο και την έναρξη μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης, η οποία θα είχε ως επίκεντρό της την αναβίωση της γερμανικής βιομηχανίας. Με αυτή την έννοια το Σχέδιο Μάρσαλ μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν βασικός θεμέλιος λίθος του Παγκόσμιου Σχεδίου
με ηγεμονία των ΗΠΑ. Μετά το 1951 ξεκίνησε η δεύτερη φάση του σχεδιασμού τους για την Ευρώπη : η ολοκλήρωση των αγορών και της βαριάς βιομηχανίας της. Αυτή η δεύτερη φάση ταυτίστηκε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), τον πρόγονο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απ’ αυτή την άποψη, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε μια μεγαλεπήβολη αμερικανική ιδέα την οποία έφερε εις πέρας η αμερικανική διπλωματία. Ο Ντε Γκωλ, πολύ πριν ανέλθει στην προεδρία της Γαλλίας, έχοντας αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβαινε, κατήγγειλε την υπό ίδρυση ΕΚΑΧ ως προσπάθεια μετατροπής της Ενωμένης Ευρώπης σε ένα είδος περιοριστικού καρτέλ, ως δημιουργία των ΗΠΑ για την εξυπηρέτηση του Παγκόσμιου Σχεδίου υπό τη δική τους ηγεμονία και πρωτίστως για τα δικά τους συμφέροντα. Πέραν της Ευρώπης τώρα, το σχέδιο ήταν να υποστηρίζεται το δολλάριο στην Άπω Ανατολή από τη ζώνη του γιέν, κάτι που απαιτούσε - όπως έγινε με την Γερμανία - την αποκατάσταση της Ιαπωνίας ως βιομηχανικής δύναμης. Εδώ, όμως, προέκυψε μεγάλο πρόβλημα για τη δημιουργία του ασιατικού εμπορικού ζωτικού χώρου λόγω της Κινέζικης Επανάστασης και του Μάο Τσε Τουνγκ. Οι ΗΠΑ είχαν ελπίσει να απαντήσουν στην έλλειψη ζήτησης που θα αντιμετώπιζε η ιαπωνική βιομηχανία μέσα από την ενδοχώρα της Κίνας, η οποία θα αποτελούσε ζωτικό χώρο της ιαπωνικής παραγωγής. Τα σχέδια αυτά ανέτρεψε η αλλαγή του Κινεζικού καθεστώτος. Όταν, όμως, τον Ιούνιο του 1950 οι Κινέζοι και οι Κορεάτες κομμουνιστές εισέβαλαν στη Ν. Κορέα τα οικονομικά σχέδια συνάντησαν το δόγμα Τρούμαν, το κέντρο βάρους του οποίου μετατοπίστηκε από την Ευρώπη στην Ιαπωνία, όπου οι ΗΠΑ κατεύθυναν μέρος από τους ευρωπαϊκούς πόρους του Σχεδίου Μάρσαλ.
Η χρηματοδότηση της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ υπήρξε καταιγιστική (30% του συνολικού εμπορίου της Ιαπωνίας). Οι ΗΠΑ συγκρούστηκαν με τη Μεγάλη Βρεταννία για την ένταξη της Ιαπωνίας στη GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), πρόδρομο του σημερινού ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Έτσι, λοιπόν, στο βαθμό που η σταθεροποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν ουσιώδης για τη διατήρηση του συστήματος του Bretton Woods αλλά και για την αύξηση της ευημερίας και της ισχύος των ΗΠΑ, η ανακύκλωση των εμπορικών πλεονασμάτων στην Ευρώπη και την Ιαπωνία ήταν η πεμπτουσία του Παγκόσμιου Σχεδίου.
Α3. Η γεωπολιτική ιδεολογία και η εγχώρια πολιτική των ΗΠΑ μέσω του Παγκόσμιου Σχεδίου
Παρότι αρχικά οι ΗΠΑ έβλεπαν από φιλελεύθερη σκοπιά και με σεβασμό τον Τρίτο Κόσμο, αντιμετωπίζοντας με ψυχρότητα τους αποικιοκράτες, γρήγορα το Παγκόσμιο Σχέδιο έθεσε σε δοκιμασία αυτή τη στάση τους προς τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Η απώλεια της Κίνας, η κλιμάκωση της δράσης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στη νοτιοανατολική Ασία, ο αναβρασμός στην Αφρική που επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση να πατήσει πόδι στη Μαύρη Ήπειρο, όλες αυτές οι εξελίξεις παρακίνησαν τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν επιθετική στάση προς τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, τα οποία ταύτισαν πολύ γρήγορα με την απειλή της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών της δυτικής βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά πραξικοπήματα και πόλεμοι προκειμένου να εδραιωθεί το Παγκόσμιο Σχέδιο (στρατιωτικές επεμβάσεις, σκληρές δικτατορίες, οι πόλεμοι της Κορέας και του Βιετνάμ). Ο Ψυχρός Πόλεμος που διεξήγαγαν οι New Dealers παράλληλα με το Παγκόσμιο Σχέδιο και η εγγύτητά τους με το στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα τούς εμπόδιζαν να αντιληφθούν αυτό που υποστήριζε ο Κέϋνς : τη δημιουργία ενός καλά θεσμοθετημένου, αντικειμενικού Μηχανισμού Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων. Ενώ ο Κέϋνς ήταν πεπεισμένος ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός απαιτούσε ένα συνεργατικό, μη ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Μηχανισμό Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων, οι New Dealers επιδίωκαν, αλλά ήταν και υποχρεωμένοι, να προσαρμόσουν το Παγκόσμιο Σχέδιό τους στο πλαίσιο των επιταγών του Ψυχρού Πολέμου και της επίτευξης της αμερικανικής ηγεμονίας. Ακόμα, αντίθετα με τον Κέϋνς, είχαν από πολύ νωρίς απορρίψει κάθε ιδέα αντιπαράθεσης με τους μεγαλοεπιχειρηματίες.
Ο παρεμβατισμός των New Dealers συνεκτιμούσε τον οικονομικό σχεδιασμό και τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου και κινήθηκε σε δύο άξονες : α. τη δημιουργία των ζωνών του μάρκου και του γιεν μέσω κεφαλαιακών ενέσεων και πολιτικών παρεμβάσεων προς όφελος της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, β. την προσεκτική διαχείριση της συνολικής ζήτησης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα συμφέροντα της Ευρώπης και της Άπω Ανατολής. Όσον αφορά την εγχώρια πολιτική του Παγκόσμιου Σχεδίου για την οικονομία αυτή περιελάμβανε τρεις επιπλέον πηγές ζήτησης και εσωτερικής σταθερότητας : το πρόγραμμα των Διηπειρωτικών Βαλλιστικών Πυραύλων, τους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ, το πρόγραμμα των «Νέων Συνόρων» του προέδρου Τζων Κέννεντυ και κυρίως το πρόγραμμα της «Μεγάλης Κοινωνίας» του προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Ο Κέννεντυ κέρδισε τις εκλογές από τους Ρεπουμπλικάνους παρουσιάζοντας ένα προεκλογικό πρόγραμμα με άμεσες αναφορές στο New Deal. Το μανιφέστο των λεγόμενων «Νέων Συνόρων» υποσχόταν δαπάνες για την εκπαίδευση, την υγεία, τις υποδομές, τις μεταφορές, τις τέχνες, την προστασία του περιβάλλοντος, τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα, την έρευνα, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, κ.λπ. Μετά τη δολοφονία του Κέννεντυ και την εκλογική νίκη του το 1964, ο πρόεδρος Τζόνσον ενσωμάτωσε πολλές από τις μη υλοποιημένες πολιτικές των «Νέων Συνόρων» στο πρόγραμμά του, το οποίο ονόμασε «Μεγάλη Κοινωνία». Όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα 22% των Αμερικανών ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν τελείωσε είχε πέσει κάτω από 13%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους μαύρους Αμερικανούς ήταν 55% το 1960 και 27% το 1968.
Βεβαίως οι χιλιάδες Αμερικανοί που λάμβαναν μέρος στις μεγάλες κινητοποιήσεις της 10ετίας του 1960 (κινήματα κατά του ρατσισμού, τα ομοφοβίας, του πολέμου στο Βιετνάμ, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κινήματα νέων, εναντίον του αμερικανικού κατεστημένου γενικά) δεν έβλεπαν την εποχή εκείνη χρυσή. Όπως λέει, όμως, ο Γ. Βαρουφάκης συγκρίνοντας τούς τότε πολιτικούς με τη σημερινή γενιά των πολιτικών που πολιτεύονται βάσει των δημοσκοπήσεων και έχουν ως μοναδικό λόγο ύπαρξης να είναι αρεστοί στους τραπεζίτες, υπήρχε διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνη και τη σημερινή εποχή.
Α4. Η κατάρρευση του Παγκόσμιου Σχεδίου
Το Παγκόσμιο Σχέδιο κατέρρευσε λόγω μια αχίλλειας πτέρνας για την οποία ο Κέϋνς είχε προειδοποιήσει : ήταν η έλλειψη ενός αυτόματου Μηχανισμού Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων, που θα διατηρούσε υπό έλεγχο τις συστηματικές ανισορροπίες στα ισοζύγια εμπορικών συναλλαγών. Πράγματι το 1944 η Ουάσινγκτον έλαβε ως δεδομένο ότι η Αμερική θα είχε μονίμως εμπορικά πλεονάσματα με την Ευρώπη και την Ασία, κάτι που την καθιστούσε υπεύθυνη για την αποτελεσματική ανακύκλωση αυτών των πλεονασμάτων σε παγκόσμια κλίμακα,. Για δύο δεκαετίες οι ΗΠΑ ανακύκλωναν τα πλεονάσματα στην Ιαπωνία, τη Γερμανία και άλλες σύμμαχες χώρες, μέχρι που βρέθηκαν στην άγνωστη και δυσάρεστη θέση να μην έχουν πλεονάσματα.
Η κλιμάκωση του οικονομικού κόστους στον πόλεμο του Βιετνάμ έπαιξε κύριο ρόλο στην κατάρρευση του Παγκόσμιου Σχεδίου. Μαζί με το τρομακτικό ανθρώπινο κόστος, ο πόλεμος στοίχισε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ περίπου 113 δις δολλάρια και στην οικονομία των ΗΠΑ 220 δις δολλάρια επιπλέον. Το πρόγραμμα της «Μεγάλης Κοινωνίας» και οι δαπάνες του πολέμου απαιτούσαν όλο και περισσότερα χρήματα που οι ΗΠΑ απλώς τύπωναν, δημιουργώντας ένα βουνό δημόσιου χρέους, παράλληλα με τη ροή δολλαρίων προς την Ευρώπη και την Ασία, η οποία πριμοδοτούσε τις εκεί βιομηχανίες. Έτσι ανατράπηκε ο βασικός πυλώνας του Παγκόσμιου Σχεδίου που δεν ήταν άλλος από τα πλεονάσματα των ΗΠΑ.
Δημιουργήθηκαν μια σειρά αλυσιδωτές αντιδράσεις στις άλλες καπιταλιστικές χώρες, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με το δολλάριο και ρήγματα ανάμεσα στις χώρες της Δύσης. Το βασικό πρόβλημα όμως βρισκόταν στο ότι το Παγκόσμιο Σχέδιο που θεμελίωνε την ευημερία και τη σταθερότητα παγκοσμίως στηριζόταν στα πλεονάσματα των ΗΠΑ. Όταν η Αμερική μετατράπηκε σε ελλειμματική οικονομία, το τέλος του Παγκόσμιου Σχεδίου είχε προδιαγραφεί. Το Υπουργείο Οικονομικών της Αμερικής επί κυβέρνησης Νίξον (1970), με υφυπουργό Οικονομικών για τις Διεθνείς Νομισματικές Υποθέσεις τον Paul Volcker, πρότεινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, με επικεφαλής τον γνωστό Henry Kissinger, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης το οποίο εξέταζε το ενδεχόμενο της «αναστολής της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό». Το σχέδιο αυτό έγινε πράγματι πολιτική των ΗΠΑ, την οποία εξήγγειλε ο πρόεδρος Νίξον τον Ιούνιο του 1971 και αφορούσε στην κατάργηση της ουσιαστικότερης παραμέτρου της συμφωνίας Bretton Woods. Το Παγκόσμιο Σχέδιο είχε καταρρεύσει. Τη θέση του νεκρού και ενταφιασμένου Παγκόσμιου Σχεδίου θα έπαιρνε αυτό που ο Γ. Βαρουφάκης ονομάζει όχι ένα άλλο σχέδιο αλλά ένα ατίθασο κτήνος : ο Παγκόσμιος Μινώταυρος.
Β. Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Β1. Αντικατάσταση του Παγκόσμιου Σχεδίου
Β2. Οι ΗΠΑ διατηρούν την ηγεμονία
Όπως το διατύπωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ John Conally στους Ευρωπαίους, η κατάργηση της συμφωνίας του Bretton Woods δεν συνιστούσε πρόβλημα για την Αμερική αλλά για την Ευρώπη, καθώς το δολλάριο ήταν το μοναδικό πραγματικά παγκόσμιο μέσο συναλλαγών. Το Παγκόσμιο Σχέδιο δεν εξυπηρετούσε πλέον τις ΗΠΑ, που θ’ αναπροσάρμοζαν την πολιτική τους, όμως η Ευρώπη και η Ιαπωνία που είχαν κατ’ εξοχήν ωφεληθεί από το σχέδιο αυτό θα ήταν οι μεγάλοι χαμένοι. Με τον ενταφιασμό του συστήματος σταθερών ισοτιμιών οι τιμές εκτοξεύθηκαν στα ύψη (χρυσός, πετρέλαιο, πρώτες ύλες) ενώ το δολλάριο έχασε το 30% της αξίας του έναντι του μάρκου και το 20% έναντι του γιεν και του φράγκου. Το τέλος του Παγκόσμιου Σχεδίου σηματοδότησε μια εντυπωσιακή άνοδο του κόστους παραγωγής σε όλο τον κόσμο. Το πιο ανησυχητικό φαινόμενο ήταν ότι μαζί με τον καλπάζοντα πληθωρισμό αυξανόταν και η ανεργία : ένας σπάνιος συνδυασμός στασιμότητας και πληθωρισμού, που έγινε γνωστός ως στασιμοπληθωρισμός.
Ο νέος βασικός στόχος των ΗΠΑ μετά το τέλος του Παγκόσμιου Σχεδίου ήταν η εξεύρεση τρόπων χρηματοδότησης των ελλειμμάτων τους (δημόσιο έλλειμμα και ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών) από τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς να σφίξουν οι ίδιες το ζωνάρι και διατηρώντας τη διεθνή ηγεμονία. Αυτό σήμαινε ανακατανομή των παγκόσμιων πλεονασμάτων υπέρ των ΗΠΑ και εις βάρος των δύο οικονομικών ζωνών που είχαν δημιουργήσει γύρω από την Γερμανία και την Ιαπωνία. Μ’ άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επεδίωξαν και πέτυχαν μια στροφή των κεφαλαιακών ροών προς τη Wall Street ώστε να χρηματοδοτούνται τα ελλείμματά τους. Αυτή η στρατηγική προϋπέθετε α. να βελτιωθεί η κερδοφορία των αμερικανικών εταιριών έναντι των ανταγωνιστών, β. τα αμερικανικά επιτόκια να γίνουν θελκτικά. Το πρώτο επιτεύχθηκε με τη συμπίεση του εργασιακού κόστους και την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, που λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά (προσέλκυση νέων κεφαλαίων λόγω χαμηλού εργασιακού κόστους και συσσώρευση πετροδολλαρίων στη Wall Street λόγω υψηλών επιτοκίων). Η αύξηση των επιτοκίων ξεκίνησε από 6% και έφτασε μέχρι και 20-21,5% το 1981. Η ανεργία φούντωσε και οι ταξικές ανισότητες μεγάλωσαν στις ΗΠΑ, ενώ ο Τρίτος Κόσμος βούλιαζε στο κόστος των δανείων που είχε λάβει για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή του.
Όπως το διατύπωσε ο Paul Volcker, πρόεδρος της Fed (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ), «μια ελεγχόμενη διάλυση της παγκόσμιας οικονομίας αποτελεί θεμιτό στόχο για τις ΗΠΑ τη 10ετία του 1980». Η Αμερική είχε εναλλακτική λύση μετά την κατάρρευση του Παγκόσμιου Σχεδίου - την αρχική ιδέα του Κέϋνς να περάσει η ευθύνη για την ανακύκλωση των παγκόσμιων πλεονασμάτων από τις ΗΠΑ σ’ ένα παγκόσμιο οργανισμό, όπως ήθελαν και οι ηγέτες της Γαλλίας. Επέλεξε, όμως, να σχεδιάσει ένα κόσμο όλο και πιο ασύμμετρων ροών (κεφαλαίου και εμπορευμάτων), διατηρώντας το προνόμιο της ανακύκλωσης των παγκόσμιων πλεονασμάτων χωρίς η ίδια να περιορίζει τα δικά της ελλείμματα, αντίθετα χρηματοδοτώντας τα μέσω των πλεονασμάτων των άλλων χωρών που εισέρρεαν στη Wall Street.
Ποια, όμως, πλεονεκτήματα στήριζαν τη νέα στρατηγική των ΗΠΑ; Ο Γ. Βαρουφάκης τα ονομάζει 4 χάρες του Μινώταυρου : α. Ο ρόλος του δολλαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, β. το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, γ. η φθηνή, παραγωγική εργασία που οδήγησε τις ΗΠΑ σε μια μεγάλη ανατροπή υπέρ των πλουσίων και στη συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου σε λίγους, δ. Η γεωπολιτική ισχύς των ΗΠΑ σε εποχή Ψυχρού Πολέμου, που λειτούργησε σε βάρος των χωρών του ανατολικού μπλοκ, χωρών αποσυνδεόμενων από τη Σοβιετική επιρροή και των αδέσμευτων καθεστώτων του Τρίτου Κόσμου.
Γ. ΟΙ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ
Πριν από το Κραχ του 2008 όλοι εξυμνούσαν την αμερικανική οικονομία. Η Βρεταννία και η Ιρλανδία εθεωρούντο η ευρωπαϊκή πρωτοπορία στο δρόμο που χάραξαν οι ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ ο Παγκόσμιος Μινώταυρος υπέσκαπτε και ταυτόχρονα ενίσχυε την αμερικανική οικονομία. Στο έργο του συνέβαλαν 4 στηρίγματα (θεραπαινίδες)
α. Στήριγμα Πρώτο : Η Wall Street. Σ’ ένα τυπικό έτος ο Παγκόσμιος Μινώταυρος καταβρόχθιζε περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων κεφαλαιακών εκροών. Η Ιαπωνία και η Γερμανία ήταν οι πρωταρχικές πηγές χρηματοδότησης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Από το 2003 η Κίνα έγινε σταδιακά ο μεγαλύτερος χορηγός. Βουνά ζεστού χρήματος έρρεαν απ’ όλο τον κόσμο προς την Wall Street, εκεί ενώνονταν με ποτάμια εταιρικών κερδών των αμερικανικών εταιρειών και στη συνέχεια κατέληγαν με τη μορφή ομολόγων, μετοχών και δανείων : 1. Στο αμερικανικό δημόσιο, 2. Σε αμερικανικές επιχειρήσεις, 3. Με τη μορφή επισφαλών δανείων στα φτωχότερα νοικοκυριά της Αμερικής.
Οι μαζικές κεφαλαιακές εισροές σε συνδυασμό με την αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών, προκάλεσαν ένα γιγάντιο κύμα συγχωνεύσεων επιχειρήσεων, τις λεγόμενες «παγιοποιήσεις». Η αξία των εξαγορών και των συγχωνεύσεων στις ΗΠΑ μόνο το 1998 υπερβαίνει τα 1,6 τρις δολλάρια. Πολλαπλασιάστηκαν οι κεφαλαιακές ροές που διαχειρίζονταν οι τράπεζες και οι παρατράπεζες (πχ hedge funds) και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή το τραπεζικό σύστημα γιγαντώθηκε δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική οικονομία. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές δημιούργησαν αμύθητες μεταφυσικές αξίες - ο Γ. Βαρουφάκης αναφέρει σχετικά παραδείγματα που οι αξίες των εταιριών κολοσσών είναι φούσκες στα χαρτιά. Η Μεγάλη Βρεταννία και η Ιρλανδία ακολούθησαν τις ΗΠΑ, κι εκεί εκτυλισσόταν ένα παρόμοιο παιχνίδι με επίκεντρο το City του Λονδίνου. Το 1976 το πλουσιότερο 10% του βρεταννικού πληθυσμού έλεγχε το 57% του εισοδήματος. Το 2003 έλεγχε το 71%. Η βρεταννική πολιτική της εποχής της κυριαρχίας της Μάργκαρετ Θάτσερ βασιζόταν στο City του Λονδίνου και στην απόλυτη πρόσδεσή του στη Wall Street. Η Wall Street, το City, όλες οι τράπεζες και οι χρηματαγορές της Δύσης, ακόμα και το ελληνικό χρηματιστήριο μπήκαν στο χορό «νέων προϊόντων» και «καινοτόμων εργαλείων», που δεν ήταν παρά νέοι τρόποι δημιουργίας μόχλευσης, δηλαδή νέες μορφές υπερβολικού χρέους. Μετά το Κραχ του 2008, στο οποίο κατέληξαν οι χρηματοπιστωτικές φούσκες, οι τραπεζίτες επεδίωξαν να εμποδίσουν οποιοδήποτε φραγμό στον τρόπο λειτουργία τους.
β. Στήριγμα Δεύτερο : Η ιδεολογία του φθηνού- το φαινόμενο Wal Mart. H Wal Mart, από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους στον κόσμο, με ετήσια έσοδα 335 δις δολ. και χωρίς καμία επένδυση σε εφευρέσεις και τεχνολογικές καινοτομίες, στράφηκε στη μεγάλη αγορά των φτωχοποιημένων λαϊκών τάξεων, πουλώντας φθηνά προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες. Το χαμηλό κόστος αυτών των προϊόντων βασιζόταν στη στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας των υπαλλήλων της και στις εγκληματικές συνθήκες εργασίας στους χώρους και τόπους παραγωγής των προϊόντων που εμπορευόταν. Το υψηλό κόστος της χαμηλής τιμής των προϊόντων της Wal Mart εξηγεί μια εργαζόμενη σε κινέζικο εργοστάσιο «Γνωρίζετε για ποιο λόγο τα παιχνίδια είναι τόσο φθηνά ; Επειδή δουλεύουμε ολημερίς, κάθε πρωί και κάθε βράδυ».
γ. Στήριγμα Τρίτο. Στοιχειωμένα Σπίτια, Τοξικό Χρήμα. Μέσα στο πλαίσιο του άφθονου χρήματος προς δανεισμό, εκατομμύρια Αμερικανοί, βομβαρδισμένοι από τη συνεχή προπαγάνδα, δανείστηκαν για να αγοράσουν κατοικίες και πολύ γρήγορα δανείστηκαν δεύτερη και τρίτη φορά με ενέχυρο το σπίτι τους για ν’ αγοράσουν άλλα, κυρίως εισαγόμενα, αγαθά. Τα επισφαλή δάνεια αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη. Ο πληθωρισμός αυτός των δανείων οδήγησε στην αύξηση των τιμών των κατοικιών, που, όμως, ήταν εικονική για τους ιδιοκτήτες τους εκτός εάν πωλούσαν την κατοικία τους. Με απλά λόγια, στις αγγλοκελτικές χώρες η μεγέθυνση των οικονομιών τους βασίστηκε στον ιδιωτικό δανεισμό με ενέχυρο κατοικίες και εν γένει ακίνητα, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία.
Ο συσχετισμός ανάμεσα στη φούσκα στις τιμές των ακινήτων και στην ωθούμενη από την κατανάλωση οικονομική μεγέθυνση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το χρηματοπιστωτικό «προϊόν» των CDO (Collateralised Dept Obligations - Εγγυημένες Υποχρεώσεις Κέρδους). Τα CDO έδωσαν την ψευδαίσθηση στις τράπεζες ότι μπορούν να δανείζουν ακόμα και άπορους με υψηλά επιτόκια, χωρίς ν’ ανησυχούν για το ενδεχόμενο να μην αποπληρωθούν τα δάνεια. Με τα CDO οι τράπεζες επιμέρισαν τον κίνδυνο στους διαφορετικούς τύπους χρέους που αυτά εμπεριείχαν, παραβλέποντας ότι σε εποχές κρίσης οι περισσότεροι τύποι χρεών ήταν επισφαλείς. Δεδομένης της απίστευτης πολυπλοκότητας του συστήματος των CDO κανείς επενδυτής δεν μπορούσε να ξέρει την πραγματική τους αξία, την οποία ανέλαβαν να πιστοποιήσουν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι οίκοι Moody’ s, Standard & Poor’ s, Fitch, που βαθμολογούσαν με το αζημίωτα αυτά τα χαρτιά με άριστα.
Αυτό που κατέστησε τα CDO πραγματικά μέσα μαζικής καταστροφής ήταν το γεγονός ότι επειδή ανέβαινε τόσο γρήγορα η αξία τους άρχισαν να τα μαζεύουν οι τράπεζες που τα δημιούργησαν (Lehman Brothers, Merril Lynch και πολλές άλλες). Όταν το 2008 κατέρρευσε η αγορά των CDO κατέρρευσαν και οι τράπεζες. Μόνο μεταξύ 2005 και 2007 οι αμερικανικές τράπεζες είχαν εκδώσει CDO αξίας 1 τρις δολ., το 2008 η «παραγωγή» τους ξεπέρασε τα 7 τρις δολ. από τα οποία το 1,3 τρις στηριζόταν σε στεγαστικά δάνεια υψηλής επισφάλειας. Συν των χρόνω, μεγάλες εταιρείες όπως η General Motors, μπήκαν στο χορό των «παραγώγων».
Όταν η κυβέρνηση Κλίντον απελευθέρωσε τη Wall Street από κάθε ρυθμιστικό περιορισμό, η παγκόσμια οικονομία κατακλύστηκε από αυτό το ιδιωτικό χρήμα. Η απεριόριστη προσφορά του διατηρούσε χαμηλά τα επιτόκια με συνέπεια να τροφοδοτούνται οι διάφορες φούσκες (από το Μαϊάμι μέχρι την Νεβάδα και από την Ιρλανδία μέχρι την Ισπανία) και να ενθαρρύνονται ελλειμματικά κράτη, όπως η Ελλάδα, να κλείνουν τρύπες στους προϋπολογισμούς τους με φθηνά δάνεια. Αξίζει να επισημανθεί η ειρωνεία : σε έναν κόσμο όπου την Εποχή του Μινώταυρου δέσποζε ιδεολογικά ο μονεταριστικός συντηρητισμός και αντηχούσαν οι πύρινοι λόγοι για τους κινδύνους της εκτύπωσης νέου χρήματος, η πραγματική προσφορά χρήματος είχε εκχωρηθεί σε ιδιώτες. Όταν το 2008 τραβήχτηκε το καλώδιο από την πρίζα και το ιδιωτικό χρήμα εξαφανίστηκε από προσώπου γης, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με κάτι που έμοιαζε με κρίση ρευστότητας. Ήταν σαν να εξατμίστηκε το νερό της λίμνης αφήνοντας τα ψάρια, μικρά και μεγάλα, να σπαρταρούν στο βούρκο. Το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Η εξαφάνιση του ιδιωτικού χρήματος γονάτισε τον Παγκόσμιο Μινώταυρο και μαζί του κατέρρευσε ο μοναδικός μηχανισμός που διέθετε η παγκόσμια οικονομία ν’ ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της. Το αποτέλεσμα ήταν μια Κρίση καθόλου συνηθισμένη - το 1929 της εποχής μας. Σ’ αυτή την Κρίση οι ενέσεις ρευστότητας από τις Κεντρικές Τράπεζες με προεξάρχουσα τη Fed λειτουργούν όπως τα αντιπυρετικά σε περίπτωση πνευμονίας. Δεν αποτελούν σοβαρή θεραπευτική αγωγή.
δ. Στήριγμα Τέταρτο : Τοξικές θεωρίες, μέρος Α. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν έθεσε ως βασική αρχή της οικονομικής πολιτικής του την απόσυρση του κράτους από οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση στις αγορές, προβάλλοντας ταυτόχρονα την υπόθεση του trickle down effect, που σημαίνει ότι η προς τα κάτω διάχυση του πλούτου θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα του ελεύθερου πλουτισμού των πλουσίων μέσω μείωσης της φορολογίας τους. Αυτό δεν συνέβη ποτέ, ακριβώς αντίθετα οι αγορές τοξικών παραγώγων γέννησαν το φαινόμενο της προς τα πάνω διάχυσης του πλούτου. Ανάλογα συνέβησαν τα πράγματα στη Μεγάλη Βρετανία με την άνοδο της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία ελαστικοποίησε τις αγορές εργασίας, κατακρεούργησε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους - οδηγώντας με τις δύο αυτές παρεμβάσεις σε διάλυση τα συνδικάτα - απέσυρε το κράτος από τις αγορές και κάλεσε το πλατύ κοινό να συμμετάσχει στη νέα οικονομία ως επιχειρηματίες. Μέρος της πολιτικής αυτής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, η οποία επλήγη από μαζική ανεργία (4,5 εκ. άνεργοι), ήταν η πώληση σε πολύ χαμηλές τιμές των εργατικών κατοικιών στους ενοικιαστές τους και η πώληση μικρών πακέτων μετοχών των ιδιωτικοποιημένων εταιρειών σε μικρούς επενδυτές, στο πλαίσιο μιας «δημοκρατίας μικρομετόχων». Επίσης, στη Βρεταννία επαναλήφθηκε το σχέδιο των ΗΠΑ με τα φτηνά δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες. Ταυτόχρονα, η Θάτσερ μετέτρεψε το τραπεζικό σύστημα της χώρας σε κράτος εν κράτει. Το City του Λονδίνου «απορυθμίστηκε» πλήρως, δηλαδή τού επετράπη να λειτουργεί χωρίς κανόνες και περιορισμούς ως διαμετακομιστικός σταθμός νέων ξένων κεφαλαίων προς τη Wall Street. Οι πολιτικές του διάσημου δίδυμου Ρήγκαν-Θάτσερ συνέβαλαν σημαντικά στην άνοδο του Παγκόσμιου Μινώταυρου. Η βρεταννική πολιτική βασίστηκε σε δύο φούσκες που δεν ήταν παρά ο αντικατοπτρισμός από αντίστοιχες φούσκες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: εκείνες της αγοράς ακινήτων και της χρηματαγοράς
ε. Στήριγμα Πέμπτο : Τοξικές θεωρίες, μέρος Β. Η πολιτική της απορύθμισης και της ασυδοσίας των τραπεζών χρειαζόταν μια νέα οικονομική θεωρία βασισμένη σε δύο προαπαιτούμενα : να αποστασιοποιείται από την ιδέα ότι είναι εφικτή μια ορθολογική διαχείριση της μακροοικονομίας και να εμπεριέχει ένα οικονομικό μοντέλο στο οποίο τόσο οι ρυθμιστικοί περιορισμοί στη συσσώρευση κεφαλαίων όσο και κάθε μορφή δημοκρατικού ελέγχου των αχαλίνωτων αγορών να μοιάζουν αναποτελεσματικοί και παράλογοι. Διάφορες πρόθυμες οικονομικές σχολές στρατεύτηκαν στη δημιουργία της.
Δ. Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Δ1. Η πτωχοτραπεζοκρατία
Όπως έχει ήδη λεχθεί, πριν το 2008 η Wall Street είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα παράλληλο νομισματικό σύστημα, μια μορφή ιδιωτικού χρήματος που βασιζόταν στις κεφαλαιακές εισροές προς τον Παγκόσμιο Μινώταυρο. Η εξαφάνιση αυτού του ιδιωτικού χρήματος οδήγησε στην κατάρρευση, στο Κραχ του 2008. Αν δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα με το Κραχ του 1929 οφείλεται στο ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έσπευσαν ν’ αντικαταστήσουν το κατεστραμμένο ιδιωτικό χρήμα με νέο φρεσκοτυπωμένο δημόσιο χρήμα. Οι ζημιές των τραπεζών μετατράπηκαν σε βουνά δημόσιου χρέους. Έτσι γεννήθηκε η Κρίση Δημόσιου Χρέους και παράλληλα ένα τρισάθλιο, καταπιεστικό καθεστώς : η πτωχοτραπεζοκρατία.
Δ2. Μετά το 2008
Το 1929 το συνολικό χρέος των ΗΠΑ ανερχόταν στο 162% του ΑΕΠ, όταν έγινε το Κραχ του 2008 το συνολικό τους χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, ανερχόταν στο 365% του ΑΕΠ. Δύο χρόνια αργότερα είχε αυξηθεί στο αστρονομικό 540% - χωρίς να υπολογίζονται τα παράγωγα, των οποίων η ονομαστική αξία ήταν τουλάχιστον τετραπλάσια του ΑΕΠ. 4 εκατ. εργαζόμενοι Αμερικανοί έχασαν τις θέσεις εργασίας τους μετά το Κραχ του 2008 και κάθε τρίμηνο από το 2008-2010 250.000 οικογένειες εγκατέλειπαν το σπίτι τους, ενώ πάνω από 40% των αμερικανικών νοικοκυριών βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στα χρέη. Τα ποσά που θυσιάστηκαν στο βωμό της διάσωσης των τραπεζών ήταν τρομακτικά. Την ίδια στιγμή ο μέσος Αμερικανός έβλεπε αβοήθητος το βιός του να διαλύεται. Τα διάφορα πακέτα διάσωσης, είτε της Wall Street είτε του ελληνικού δημοσίου, είχαν αποδέκτες μόνον εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή. Η μειονότητα που πλούτισε υπέρμετρα τον καιρό του Μινώταυρου διασώθηκε από την καταστροφή χάρη σε περισσότερα από 13 τρις δολλάρια τα οποία πλήρωσαν οι μη προνομιούχοι φορολογούμενοι.
Εν τω μεταξύ η κρίση διογκωνόταν στην Ευρώπη απειλώντας το ευρωσύστημα, αρχής γενομένης από τις ευρωπαϊκές τράπεζες που πτώχευσαν πολύ πιο γρήγορα από το ελληνικό δημόσιο, στο οποίο προστέθηκαν το ιρλανδικό, το πορτογαλικό, κ.λπ. Παρότι η Κίνα επένδυσε 350 δις δολλάρια σε έργα υποδομής σε 1 έτος και σχεδόν το διπλάσιο ποσό το 2010, μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Πεκίνου δείχνει ότι το ποσοστό της φτώχειας αυξήθηκε, το ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών μειώθηκε και η κατανάλωση ελαττώθηκε σημαντικά. Χώρες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή (ο συγγραφέας αναφέρεται μέχρι το 2012) αντιμετώπισαν το Κραχ του 2008 καλύτερα από άλλες. Η Ινδία είναι σε μια αμφίρροπη θέση, ενώ ο Τρίτος Κόσμος βρίσκεται σε βαθιά κρίση που προκάλεσε η κλιμάκωση των τιμών των τροφίμων (μεταξύ 2006 και 2008 η μέση τιμή του ρυζιού αυξήθηκε κατά 217%, του σιταριού κατά 136%, του καλαμποκιού κατά 125% και της σόγιας κατά 107%). Πριν από το 2008 είχαν αυξηθεί θεαματικά οι αγοραπωλησίες CDO που δεν βασίζονταν μόνο σε στεγαστικά δάνεια αλλά και σε προθεσμιακά συμβόλαια για τις μελλοντικές τιμές του σιταριού, του ρυζιού και της σόγιας. Καλλιέργειες τροφής αντικαταστάθηκαν από βιοκαύσιμα και η κλιματική αλλαγή επέφερε καταστροφές στην παγκόσμια σοδειά, έτσι διογκώθηκαν υπερβολικά οι τιμές.
Τον Απρίλιο του 2009 οι G20 αποφάσισαν να ενισχύσουν τους πόρους του ΔΝΤ με 1,1 τρις δολ. αλλά με μια ειδική ρήτρα: να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα αποκλειστικά για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κρίση από το 2008 καλά κρατεί. Μεταμορφώνονται συνέχεια. Πλήττει κάθε φορά με διαφορετικούς τρόπους διαφορετικές ηπείρους, χώρες, κλάδους, Δεν πρόκειται πλέον για μια απλή χρηματοπιστωτική κρίση, ούτε καν για οικονομική. Έχει μετατραπεί σε Κρίση των Κοινωνιών. Στην Ευρώπη η Κρίση έθεσε σε κίνηση φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες διαλύουν την ευρωζώνη, αντιπαραθέτοντας τις πλεονασματικές οικονομίες - με τη Γερμανία να πρωτοστατεί - στις ελλειμματικές οικονομίες των οποίων τα δομικά ελλείμματα δεν πρόκειται να θεραπεύσει καμιά δόση λιτότητας.
Η πολιτική εξουσία συνεχίζει μετά το Κραχ να είναι αποδυναμωμένη. Τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη οι πολιτικοί τρέμουν από το φόβο τους μπροστά στις τράπεζες που μόλις χθες είχαν διασώσει. Αν κανείς διαβάσει τον σοβαρό ευρωπαϊκό τύπο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Κρίση έπληξε την Ευρώπη επειδή μερικές χώρες της δανείζονταν και δαπανούσαν υπέρμετρα. Επειδή η μικρή Ελλάδα, η υπερφίαλη Ιρλανδία και οι νωθροί Ίβηρες προσπάθησαν να ζήσουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Η αφήγηση αυτή είναι ψευδής. Ενώ η Ελλάδα είχε όντως έλλειμμα, η Ιρλανδία ήταν υπόδειγμα δημοσιονομικής αρετής, η Ισπανία είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο των εμπορικών της συναλλαγών και η Πορτογαλία δεν βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση από τη Γερμανία σε ότι αφορούσε το έλλειμμα και το χρέος της.
Η μετά το 2008 εποχή χαρακτηρίζεται από μια απουσία και μια βαριά παρουσία. Απουσιάζει ο Παγκόσμιος Μινώταυρος που οδήγησε στο Κραχ του 2008 αλλά είναι πανταχού παρόντα τα στηρίγματά του - οι θεραπαινίδες του - που θα δρουν αποχαλινωμένες μέχρι η παγκόσμια οικονομία να βρει ένα διαφορετικό τρόπο ν’ αναπαράγεται, ν’ ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της και να δώσει έτσι στις κοινωνίες την ευκαιρία να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους.
Δ3. Το Σχέδιο Geithner-Summers και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
Το Σχέδιο Geithner-Summers, που είδε το φως της ημέρας τον Φεβρουάριο του 2009, είχε επισήμως κόστος για τον Αμερικανό πολίτη 1 τρις δολ., ανεπίσημα το τελικό κόστος ανήλθε σε 7 τρις δολ. Στόχος του ήταν η διάσωση των τραπεζών της Wall Street από το βουνό των χωρίς καμία αξία CDO. Το ίδιο ισχύει και στην Ευρώπη με τα διάφορα πακέτα διάσωσης και βέβαια με το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), η ίδρυση του οποίου λίγες μέρες μετά το πρώτο ελληνικό μνημόνιο τον Μάιο του 2010, είχε στόχο τη δανειοδότηση των κρατών - μελών της Ευρωζώνης που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις αγορές χρήματος.
Όπως και με το σχέδιο Geithner-Summers στις ΗΠΑ, έτσι και στην Ευρώπη ο στόχος του EFSF ήταν διπλός : α. να ενισχυθούν οι ένοχες τράπεζες χωρίς να πολυσυζητηθεί στα κοινοβούλια και μεταξύ των πολιτών το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή η πτώχευση των τραπεζών της Βόρειας Ευρώπης και β. να διατηρηθεί ο πλήρης διαχωρισμός του δημόσιου χρέους του ενός κράτους - μέλους από τα άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης. Δύο στοιχεία του EFSF ξεχωρίζουν. Το πρώτο, κοινό μυστικό, είναι ότι δεν συγκεντρώνει χρήματα για να σώσει την Ιρλανδία, την Πορτογαλία κ.λπ. αλλά τις χρεωκοπημένες τράπεζες της Ευρώπης. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι δανείζεται χρήματα εκδίδοντας τοξικά ομόλογα, δηλαδή ομόλογα που είναι δομημένα με τρόπο παρόμοιο μ’ εκείνο των CDO.
Μέσα από μια αναλυτική επιχειρηματολογία ο Γ. Βαρουφάκης συμπεραίνει ότι το EFSF είναι καταδικασμένο να αποτύχει, να καταλήξει εκεί όπου κατέληξαν και τα CDO της Lehman Brothers : στην απαξίωση. Τα ομόλογά του που ουσιαστικά είναι ευρωομόλογα, ομαδοποιούν διαφορετικά είδη εγγυήσεων (τις οποίες προσφέρει κάθε επιμέρους κράτος - μέλος) με τρόπο άκρως αδιαφανή - με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχαν δομηθεί τα CDO πριν από το 2008.
Αυτού του είδους η δόμηση, όταν γίνεται από εκλεγμένους αντιπροσώπους, όχι μόνο δίνει άφεση αμαρτιών στα CDO και τις τράπεζες που τα δημιούργησαν, με καταστροφικά αποτελέσματα για τις κοινωνίες, αλλά και επιτρέπει στις τράπεζες και τις παρατράπεζες να δημιουργούν νέες μορφές ιδιωτικού χρήματος - σαν να μην είχε ποτέ συμβεί το Κραχ του 2008. Σχεδόν νομοτελειακά, τα τοξικά ομόλογα του EFSF και ο μεγάλος όγκος των CDO και άλλων σύνθετων παραγώγων, που εκδόθηκαν στα κρυφά και θεμελιώθηκαν στη δανειοδότηση από το EFSF των χρεοκοπημένων χωρών, δημιούργησαν μια νέα γενιά μη βιώσιμου ιδιωτικού χρήματος. Όταν και αυτός ο σωρός ιδιωτικού χρήματος άρχισε ν’ απαξιώνεται (το φθινόπωρο του 2011) μια νέα, βίαιη τροπή στην Κρίση του Ευρώ έγινε αναπόφευκτη. Το σχέδιο Geithner-Summers, τόσο στην αρχική του μορφή όσο και στην ευρωπαϊκή του ενσάρκωση, κατ’ ουσίαν επιβράβευσε τη Wall Street και τις ευρωπαϊκές τράπεζες για τη δημιουργία του τοξικού ιδιωτικού χρήματος. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Υπήρχε και η ηθική επιβράβευση όταν οι κρατικές λύσεις αντέγραφαν τη δομή των «εργαλείων του διαβόλου». Αντί οι πολιτικοί ηγέτες να στείλουν στις τράπεζες το ηχηρό μήνυμα «Ποτέ Ξανά» έστειλαν το ακριβώς αντίθετο : α. ότι μπορούν να συνεχίζουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, β. ότι οι απώλειές τους θα καλύπτονται με δημόσια κονδύλια, γ. ότι τα κράτη θα χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους χρηματοδότησης.
Όπως θυμίζει πάλι ο Γ. Βαρουφάκης, «ο Μαρξ έχει γράψει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα». Ενώ, πριν από το 2008, η Wall Street δημιουργούσε από μόνη της τα συνθετικά χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» της, με την κυβέρνηση ενδεχομένως να εθελοτυφλεί, μετά το Κραχ του 2008 το κάνει με μαζικές κρατικές επιδοτήσεις τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή του κράτους στη δημιουργία των νέων «προϊόντων» μαζικής καταστροφής.
Η ιστορία θα πει ότι το 2009 οι δυτικές κυβερνήσεις παραδόθηκαν άνευ όρων στις χρεωκοπημένες τράπεζες και, όπως συμβαίνει συνήθως όταν συνθηκολογεί κανείς απέναντι σε αδίστακτους αντιπάλους, δεν υπήρξε έλεος για τους ηττημένους. Τόσο το σχέδιο Geithner-Summers όσο και ο EFSF αύξησαν την εκβιαστική ισχύ των τραπεζών έναντι των πολιτικών που έσπευσαν να τις ευνοήσουν.
Δ4. Οι Τοξικές Οικονομικές Θεωρίες και ο Φονταμενταλισμός της Αγοράς
Τόσο στο επίπεδο των πολιτικών ιδεών όσο και της οικονομικής θεωρίας ο φονταμενταλισμός της αγοράς υπήρξε βασικό στήριγμα του Παγκόσμιου Μινώταυρου. Χρησιμοποιήθηκε για τα συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε βάρος των κοινωνικών πλειοψηφιών. Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από τις όλο και πιο ανισόρροπες ροές κεφαλαίων από τον υπόλοιπο κόσμο προς την Wall Street, με στόχο τη χρηματοδότηση του διπλού ελλείμματος των ΗΠΑ και παράλληλα τη δημιουργία ικανής ζήτησης για τις εξαγωγές των βιομηχανικών πλεονασμάτων της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Κίνας είναι : α. τα χρυσοπληρωμένα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή σε συναφείς τομείς, β. οι απασχολούμενοι στους νέους κλάδους (π.χ. διαφήμιση) με ισχυρές διασυνδέσεις με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, γ. οι βιομηχανικοί κλάδοι στην Αμερική που ήταν συνυφασμένοι με το στρατιωτικό-βιομηχανικό κατεστημένο της χώρας, δ. οι επιχειρήσεις τύπου Wal Mart που κατάφεραν να κερδίσουν από την αυξανόμενη ανισότητα, ε. οι εξαγωγικές βιομηχανίες της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Κίνας και μαζί τους οι ευρωπαϊκές τράπεζες που διαχειρίζονταν και «μόχλευαν» τα γερμανικά κεφάλαια και τα έστελναν τόσο στη Wall Street όσο και την περιφέρεια της Ευρώπης για καλύτερες αποδόσεις.
Δ5. Στην ουσία σήμερα τελούμε υπό την εξουσία των στηριγμάτων (θεραπαινίδων) του Μινώταυρου χωρίς τη σταθεροποιητική επιρροή του κτήνους. Εάν η προ του 2008 φαινομενική σταθερότητα δεν ήταν βιώσιμη, ο μετά το 2008 κόσμος θα βρίθει εντάσεων και ανισορροπιών που ο νους σήμερα δυσκολεύεται να συλλάβει.
Ε. Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ
Ε1. Ο δύων ήλιος της Ιαπωνίας
Ε2. Οι πληγωμένες τίγρεις : Η καθίζηση της ΝΑ Ασίας
Ε3. Η Ευρώπη της Γερμανίας (Η αναφορά στο κείμενο γίνεται μόνο για το σημείο E3)
Η Ιαπωνία αποτέλεσε τον πρώτο πυλώνα του Παγκόσμιου Σχεδίου και η Γερμανία τον δεύτερο. Η διαφορά της Γερμανίας με την Ιαπωνία ήταν ότι αυτή διέθετε στον αγώνα της να προστατεύσει τη δική της εξαγωγική δυναμική, μετά την υποτίμηση του δολλαρίου το 1971, κάτι που δεν είχε η Ιαπωνία : την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ρόλος των γερμανικών εξαγωγών εντός της Ευρώπης παρέμενε σταθερός όπως και το ισχυρό μάρκο. Παρ’ όλ’ αυτά η Γερμανία δεν έγινε ποτέ η ατμομηχανή της Ευρώπης. Αποτύγχανε να δημιουργεί ενδογενώς την αναγκαία ζήτηση για τα καινοτόμα βιομηχανικά προϊόντα τα οποία παρήγαγε. Τίθεται συχνά το ερώτημα : ήταν ποτέ εφικτή η νομισματική ένωση τόσο διαφορετικών οικονομιών όπως της Γερμανίας και της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ολλανδίας ; Κάπου αλλού βρίσκεται το πρόβλημα της νομισματικής ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου που λειτουργούσε ως ζωτικός χώρος της Γερμανίας πριν τη δημιουργία του ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται : 1. από χώρες που δημιουργούν σε σταθερή βάση πλεονάσματα (Γερμανία, Ολλανδία, Φλαμανδικό τμήμα Βελγίου, Αυστρία, Σκανδιναβικές χώρες), 2. από χώρες που παράγουν σε σταθερή βάση ελλείμματα (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), 3. από τη Γαλλία, μια ξεχωριστή περίπτωση. Αν και δεν εντάσσεται στις πλεονασματικές χώρες, η Γαλλία διαθέτει δύο ισχυρά πλεονεκτήματα : την εμβέλεια των πολιτικών της θεσμών λόγω των οποίων διαθέτει δημόσια διοίκηση εφάμιλλη της Ουάσινγκτον και το τραπεζικό της σύστημα χάρις στο οποίο (πριν αυτό πτωχεύσει το 2008) η Γαλλία έπαιζε κύριο ρόλο στη διευκόλυνση του εμπορίου και των κεφαλαιακών ροών στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Μετά το 1980 η διόγκωση του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος έφερε αυτομάτως σημαντική βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε την ΕΟΚ που σύντομα μεταμφιέστηκε σε ΕΕ, η οποία είδε το συνολικό εμπορικό της ισοζύγιο να γίνεται πλεονασματικό. Μετά τη δεκαετία του 1970 η Γερμανία αναβαθμίστηκε στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ως μείζων εξαγωγέας, καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών αλλά και ως «εισαγωγέας» της συνολικής ευρωπαϊκής ζήτησης. Το κλειδί της επιτυχίας της ήταν αυτό που ο Γ. Βαρουφάκης ονομάζει διπλή απόκλιση : σε σχέση με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης η Γερμανία διατήρησε εσκεμμένα μικρότερο ρυθμό του μέσου ευρωπαϊκού όρου, σε σχέση με τις επενδύσεις η Γερμανία πέτυχε να επενδύει στη βιομηχανία της με ρυθμό κατά πολύ υψηλότερο αυτού των γειτόνων της. Ο στόχος της ήταν απλός : να δημιουργεί ολοένα και περισσότερα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο με τον ευρωπαϊκό «ζωτικό χώρο» της προκειμένου να τροφοδοτεί τον Παγκόσμιο Μινώταυρο στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Με τη σειρά του, ο Μινώταυρος φιλοδωρούσε με μεγάλες αποδόσεις τα γερμανικά κεφάλαια τα οποία οι πολυεθνικές χρησιμοποίησαν έξυπνα για να διεθνοποιηθούν ακόμα περισσότερο (π.χ. επεκτεινόμενες στην Κίνα). Το μοναδικό εμπόδιο σ’ αυτή τη στρατηγική της Γερμανίας ήταν οι συχνές υποτιμήσεις των νομισμάτων των γειτόνων της π.χ. της Ιταλίας, που χρησιμοποιούσε συχνά την υποτίμηση ως μέσον περιορισμού του εμπορικού της ελλείμματος και διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των ιταλικών εξαγωγών.
Η ιδέα ενός μηχανισμού περιορισμού των διακυμάνσεων ήταν επιθυμητή από τη Γερμανία, άλλωστε ένας τέτοιος μηχανισμός λειτούργησε αρκετά χρόνια με το όνομα Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Όταν αυτός κατέρρευσε το 1992, η Γερμανία αποφάσισε ότι μόνο ένα κοινό νόμισμα θα έθετε τέλος στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και θα θωράκιζε αυτή τη συναλλαγματική σταθερότητα από την κερδοσκοπία. Οι υπόλοιπες χώρες είχαν τους δικούς τους λόγους συνηγορίας (οι ελίτ των ελλειμματικών χωρών είχαν πληγεί από τις υποτιμήσεις όπως και οι εργαζόμενοι που ο πληθωρισμός ακύρωνε τις μισθολογικές αυξήσεις).
Δεν υπήρξαν, λοιπόν, ισχυρές αντιστάσεις παρότι οι πιο ανίσχυροι των κοινωνιών της περιφέρειας κατέβαλαν βαρύ τίμημα. Το 3% ως ανώτατο ποσοστό πληθωρισμού οδήγησε τις ελλειμματικές χώρες - συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας - στη χειραγώγηση των μισθών και τη μείωση της εγχώριας ζήτησης. Στην Ελλάδα σημαντικό χέρι βοηθείας έδωσαν οι χωρίς επίσημα χαρτιά μετανάστες, οι οποίοι με την άκρως κακοπληρωμένη εργασία τους μείωσαν σημαντικά το μοναδιαίο κόστος εργασίας χωρίς να πληγούν σημαντικά οι μισθοί των Ελλήνων υπηκόων.
Παρ’ όλ’ αυτά ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και την υπόλοιπη περιφέρεια τιθασεύτηκε και τότε άνοιξε ο δρόμος του δανεισμού για τους μισθωτούς. Πληθωρισμός των μισθών και χαμηλά επιτόκια οδήγησαν σε αυτό που είχε συμβεί στην Αμερική στις δεκαετίες 1970 και 1980, δηλαδή στο δανεισμό που προωθούσαν με επιθετικότητα οι ευρωπαϊκές τράπεζες (προσωπικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες) υποσχόμενες όλο και χαμηλότερα επιτόκια. Πάντως, το κλειδί που ξεκλείδωσε το σχέδιο για το ευρώ ήταν η ιδιαίτερη περίπτωση της Γαλλίας η οποία είχε ισχυρούς λόγους να επιζητεί το «κλείδωμα» της ισοτιμίας του φράγκου με το μάρκο (ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της γαλλικής επιχειρηματικής τάξης απέναντι στα συνδικάτα, αναβάθμιση του τραπεζικού τομέα, πολιτική κυριαρχία της Γαλλίας στην Ευρώπη μέσω της οικοδόμησης υπερεθνικών πολιτικών θεσμών).
Ε4. Η Επανένωση της Γερμανίας
Ε5. Η δημιουργία του ευρώ και της Ευρωζώνης
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε τη δυνατότητα στον καγκελάριο Χέλμουντ Κολ να προσαρτήσει την Ανατολική Γερμανία παρά τη βούληση της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Φρανσουά Μιτεράν. Η επανένωση επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας (περίπου 1 τρις δολ.) αλλά είχε σημαντικά οφέλη για τη γερμανική βιομηχανία (συμπίεση του εργατικού κόστους με την προσθήκη ενός στρατού ειδικευμένων ανέργων, όταν έκλεισαν τα εργοστάσια στην Αν. Γερμανία και πρόσβαση στο πάμφθηνο εργατικό δυναμικό χωρών όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία κ.λπ.). Η βασική στρατηγική όλων των γερμανικών κυβερνήσεων με προεξέχοντα τον Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν να αντιμετωπιστεί το κόστος της επανένωσης μέσω της ανταγωνιστικής μείωσης των γερμανικών μισθών (σε σχέση με εκείνους των ευρωπαίων εταίρων), πράγμα που επιτεύχθηκε σε συμφωνία με τα συνδικάτα. Το κλειδί του «Μεγάλου Πειράματος», δηλαδή της γερμανικής στρατηγικής μετά την επανένωση, ήταν το τρίπτυχο : μείωση πραγματικών μισθών, υψηλές επενδύσεις, μικρός αριθμός εγχώριας μεγέθυνσης. Με αυτό το τρίπτυχο σε πλήρη ανάπτυξη επιταχύνθηκε η άλωση των αγορών του «ζωτικού χώρου» της γερμανικής βιομηχανίας, της λεγόμενης ευρωζώνης. Πράγματι τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας απογειώθηκαν, η συσσώρευση κεφαλαίων αυξήθηκε, οι άνεργοι μειώθηκαν σε 2 εκατ. και τα κέρδη των γερμανικών εταιριών αυξήθηκαν κατά 37%.
Οι παραπάνω εξελίξεις συνέπεσαν χρονικά και διόλου τυχαία με την πλήρη αποχαλίνωση του αγγλοκελτικού χρηματοπιστωτικού - τραπεζικού συστήματος. Wall Street και City «έκοβαν» βουνά ιδιωτικού χρήματος, μεγάλο μέρος των οποίων συνέρεε στη (μετέπειτα) ευρωζώνη. Σε συνδυασμό με την ισχυρή ενίσχυση των γαλλογερμανικών τραπεζών, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και εισήγαγε ποταμούς ρευστότητας από Αμερική, Βρεταννία και άρχισε να παράγει το δικό του ιδιωτικό χρήμα. Καθώς, όμως, η πληθώρα κεφαλαίων εντός της Γερμανίας κρατούσε τα επιτόκια πολύ χαμηλά, ο πακτωλός αυτός χρήματος έψαχνε απεγνωσμένα να «τοποθετηθεί» σε κλάδους και χώρες με μεγαλύτερη επικινδυνότητα (ώστε να χρεώνει μεγαλύτερα επιτόκια). Κάπως έτσι, από το 1995 και έπειτα, άρχισε η ροή των κεφαλαίων από τις γαλλογερμανικές τράπεζες προς τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και βεβαίως τον δημόσιο τομέα της περιφέρειας.
Ε6. Η επέκταση του μάρκου (ευρώ) και η ευρωζώνη
Για να δεχθεί η Γερμανία την επέκταση του μάρκου που μεταμφιέστηκε σε ευρώ έπρεπε να διασφαλίσει ότι δεν θ’ απαξιωθεί το νόμισμα αυτό. Έπρεπε δηλαδή να αποτρέψει κάθε κράτος- μέλος να δανείζεται όσα θέλει και να ξοδεύει ανάλογα για τις δημόσιες δαπάνες, δημιουργώντας καλπάζοντα πληθωρισμό. Η θεσμική άμυνα σ’ αυτή τη δυνατότητα συμφωνήθηκε από τον καγκελάριο Κολ και τον πρόεδρο Μιτεράν, ονομάστηκε Συνθήκη του Μάαστριχτ και εμπεριείχε 3 απλούς κανόνες 3% - 3% - 60% : πληθωρισμός που να μην ξεπερνά το 3%, έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού που δεν υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ της χώρας και αναλογία συνολικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας μικρότερο του 60%. Πέραν αυτών η Συνθήκη προέβλεπε την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με βασική αποστολή να λειτουργεί ως Budensbank της Ευρωζώνης, ελέγχοντας το «νέο μάρκο». Η ΕΚΤ δεν είχε άλλο στόχο, μόνο τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Απαγορεύεται έτσι να ενισχύει, δανείζοντας άμεσα, ένα κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δημοσιονομικά προβλήματα.
Η πορεία προς το ευρώ, που μπήκε στην τελική ευθεία το 1997-2000, έφερε τη στασιμότητα στο μη πλασματικό μέρος των οικονομικών των ελλειμματικών χωρών και της Γαλλίας. Παράλληλα επέτρεψε στη Γερμανία και στις άλλες πλεονασματικές χώρες της ευρωζώνης (πχ Ολλανδία, Αυστρία) να αυξάνουν εντυπωσιακά τα ενδοευρωπαϊκά εμπορικά τους πλεονάσματα, τα οποία έγιναν το χρηματοπιστωτικό μέσο που επέτρεψε στις γερμανικές εταιρείες να διεθνοποιήσουν ακόμα περισσότερο τις δραστηριότητές τους στην Αμερική, στην Κίνα και την Ανατολική Ευρώπη. Κάπως έτσι η Γερμανία αναδείχθηκε στο ευρωπαϊκό ομοίωμα του Παγκόσμιου Μινώταυρου. Έτσι, λοιπόν, ο Παγκόσμιος Μινώταυρος δημιουργούσε ζήτηση για τον υπόλοιπο κόσμο, το γερμανικό του ομοίωμα στράγγιζε την υπόλοιπη Ευρώπη από ενδογενή ζήτηση για την εγχώρια παραγωγή, ενισχύοντας την τάση σε χώρες της περιφέρειας να καταφεύγουν σε δανεισμό. Έτσι η Γερμανία διατηρούσε τον δυναμισμό της, εξάγοντας τη στασιμότητα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, τροφοδοτώντας παράλληλα, μέσω της Wall Street, τον Μινώταυρο με τα κεφάλαια που αυτός είχε ανάγκη.
Τα πρώτα οκτώ χρόνια του ευρώ έμοιαζαν λαμπρά. Όμως, κάτω από την επιφάνεια, οι βιομηχανικοί τομείς της Γαλλίας και των ελλειμματικών χωρών είχαν μπει, σε μια βραδείας καύσης, υπόκωφη ύφεση. Η ανταμοιβή τους για το τίμημα της σύνδεσής τους με το μάρκο ήταν φθηνότερα δάνεια και βασισμένος στα χρέη καταναλωτισμός.
Ε7. Το Κραχ του 2008 και η Ευρώπη
Η Ευρωζώνη δεν διέθετε βιώσιμο Μηχανισμό Ανακύκλωσης Πλεονάσματος αλλά ένα μηχανισμό που έθετε τις ελλειμματικές χώρες και τη Γαλλία στο ρόλο των παρόχων επαρκούς ζήτησης για τις καθαρές εξαγωγές της Γερμανίας. Τα ελλείμματα των ελλειμματικών χωρών ώστε ν’ απορροφούν τα γερμανικά πλεονάσματα καλύπτονταν με τραπεζικά, κυρίως καταναλωτικά, δάνεια από τις γαλλογερμανικές τράπεζες προς τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα των ελλειμματικών χωρών.
Όταν ξέσπασε το Κραχ του 2008 το ιδιωτικό τοξικό χρήμα της Wall Street μετατράπηκε σε στάχτες, η ρευστότητα εγκατέλειψε την αγορά και, από τη μια στιγμή στην άλλη, οι ελλειμματικοί της Ευρωζώνης δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους. Το αποτέλεσμα είναι η σημερινή Κρίση της Ευρωζώνης, η οποία ξεκίνησε από τις γαλλογερμανικές τράπεζες που είδαν τα παράγωγα, το ιδιωτικό τοξικό χρήμα στο οποίο είχαν επενδύσει την ανάπτυξή τους, να εξαφανίζονται, πριν η Κρίση περάσει στον δημόσιο τομέα και επιστρέψει δριμύτερη στον τραπεζικό.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη έσπευσαν να προσφέρουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες ό,τι είχε προσφέρει η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Wall Street: πακτωλούς ρευστότητας. Ωστόσο, υπήρχαν δύο ουσιαστικές διαφορές. Η πρώτη διαφορά είναι ότι το ευρώ δεν είναι όπως το δολλάριο. Για όσο διάστημα το δολλάριο παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ μπορούν ουσιαστικά να κόβουν λευκές επιταγές εκ μέρους της Wall Street, γνωρίζοντας ότι οι συνέπειες για την αξία του δολλαρίου θα είναι αμελητέες, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Η δεύτερη διαφορά σχετίζεται με την προβληματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, και ιδίως με το γεγονός ότι, ενώ τα κράτη-μέλη δεσμεύονται από ένα κοινό νόμισμα, το δημόσιο χρέος τους είναι ρητά διαχωρισμένο, τα κράτη-μέλη είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για τις τράπεζές τους και λείπει ο Μηχανισμός Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων που θα απέτρεπε τη διόγκωση των ενδοευρωζωνικών ανισορροπιών
.
Σε αυτό το προβληματικό θεσμικό πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την τραπεζική κρίση. Μεταξύ 2008 και 2009 «κοινωνικοποίησαν» τις απώλειες των τραπεζών και τις μετέτρεψαν σε δημόσιο χρέος. Εν τω μεταξύ, η οικονομία της Ευρώπης έμπαινε σε ύφεση, όπως ήταν αναμενόμενο. Σε ένα μόνο χρόνο (2008- 2009) το ΑΕΠ της Γερμανίας μειώθηκε κατά 5%, της Γαλλίας κατά 2,6%, της Ολλανδίας κατά 4%, της Σουηδίας κατά 5,2%, της Ιρλανδίας κατά 7,1%, της Φινλανδίας κατά 7,8%, της Δανίας κατά 4,9%, της Ισπανίας κατά 3,5%.
Τα hedge funds και οι διευθύνοντες των «κανονικών» τραπεζών σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το δημόσιο χρήμα που τους δόθηκε από τα κράτη και την ΕΚΤ για να στοιχηματίσουν ότι, αργά ή γρήγορα, οι δημοσιονομικές πιέσεις θα προκαλέσουν τη χρεοκοπία ενός ή περισσοτέρων κρατών της Ευρωζώνης. Έβαλαν στο στόχαστρό τους τις περισσότερο χρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν μπορούσε να διαφύγει την κρίση μέσω της υποτίμησης. Καθώς δεν μπορούσαν να καλύψουν στοιχήματα αξίας πολλών δις ευρώ στράφηκαν στα CDS, στα ασφαλιστικά συμβόλαια που πλήρωναν προσυμφωνημένα ποσά αν κάποιος χρεοκοπήσει.
Φυσικά, όσο περισσότερο αυξανόταν ο όγκος των συναλλαγών με αυτή τη νέα μορφή ιδιωτικού χρήματος τόσο περισσότερο επιδεινωνόταν η Κρίση. Αυτό οφειλόταν σε δύο λόγους: πρώτον, η άνοδος της τιμής των CDS για μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας αύξανε τα επιτόκια που έπρεπε να καταβάλουν η Αθήνα και το Δουβλίνο για να δανειστούν, με συνέπεια οι δύο αυτές χώρες να εξωθούνται ολοένα και περισσότερο προς την ουσιαστική χρεοκοπία. Δεύτερον, όσο περισσότερο αυξάνονταν τα ποσά που διατίθεντο για να αγοραστούν τα CDS τόσο περισσότερο στέρευαν τα κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν στις εταιρείες που ήθελαν να δανειστούν για να επενδύσουν σε παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά και στα κράτη που προσπαθούσαν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους.
Εν ολίγοις, η ευρωπαϊκή εκδοχή της διάσωσης των τραπεζών έδωσε στο χρηματοπιστωτικό τομέα τη δυνατότητα να ξαναρχίσει να τυπώνει ιδιωτικό χρήμα. Χρήμα το οποίο ήταν το ίδιο επιρρεπές στην κατάρρευση όσο και εκείνο που παρήχθη από το τραπεζικό σύστημα προ του 2008. Μόνο που αυτή τη φορά η κατάρρευση συνέβη στο πεδίο του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα του 2010.
Ε8. Δαναοί Χρέη Φέροντες
Τον Οκτώβριο του 2009 η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι το πραγματικό δημοσιονομικό έλλειμμα του ελληνικού κράτους υπερέβαινε το 12% (αντί για το προβλεπόμενο 6,5%, που και αυτό ήταν υπερδιπλάσιο από το όριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ). Σχεδόν αμέσως τα CDS για μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας πήραν την ανηφόρα και το ίδιο συνέβη με τα επιτόκια που έπρεπε να καταβάλει το Ελληνικό Δημόσιο για να αναχρηματοδοτεί το ύψους 300 δισ. ευρώ χρέος του. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2010 είχε καταστεί φανερό ότι το ελληνικό κράτος ήταν αδύνατον να αποφύγει την πτώχευση στο πλαίσιο (α) της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, (β) της αρχής της μη διάσωσης των κρατών-μελών και, βέβαια, (γ) του υφεσιακού κλίματος στην Ευρώπη και διεθνώς.
Η κυβέρνηση, η «ελίτ» του τόπου και τα ΜΜΕ δεν ήθελαν να ακούσουν περί πτώχευσης του ελληνικού Δημοσίου. Πρέσβευαν ότι μέσα από τη στοχευμένη λιτότητα, τα νέα δάνεια από τους εταίρους μας και τις πολλά υποσχόμενες «διαρθρωτικές αλλαγές», το κράτος θα παρήγε σύντομα πρωτογενή πλεονάσματα. Επρόκειτο περί κατάφωρης άρνησης της πραγματικότητας.
Η αποδοχή από την κυβέρνηση, στις αρχές του 2010, της «ιδέας» να αντιμετωπιστεί η Κρίση με περιορισμό του ελλείμματος μέσω δραστικών περικοπών των δημοσίων δαπανών ήταν καταδικασμένη να χειροτερέψει το πρόβλημα αυξάνοντας (αντί να μειώνει) την απόσταση μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού ανάπτυξης.
Επί πέντε βασανιστικούς μήνες το ελληνικό κράτος δανειζόταν με τοκογλυφικά επιτόκια, βυθιζόμενο όλο και περισσότερο στη χρεοκοπία και υποκρινόμενο ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει την καταιγίδα. Η καγκελάριος Μέρκελ έδειχνε αποφασισμένη να αφήσει την Ελλάδα στο έλεος των θυελλωδών ανέμων μέχρι την τελευταία στιγμή. Η στιγμή αυτή ήρθε στις 1/5/2010, όταν η παγκόσμια αγορά ομολόγων βρέθηκε σε μια κατάσταση παρόμοια με την Πιστωτική Ασφυξία (το Credit Crunch) του 2008. Η κρίση του ελληνικού χρέους είχε πανικοβάλει τους επενδυτές, που σταμάτησαν να αγοράζουν τα πιο «επισφαλή ομόλογα», καθώς είχαν τον φόβο ενός χειμάρρου χρεοκοπιών παρόμοιου με εκείνον του 2008.
Στις 2 Μαΐου 2010 η Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ συμφώνησαν να χορηγήσουν στην Ελλάδα δάνειο ύψους 110 δισ. ευρώ. Η δανειακή αυτή συμφωνία-μαμούθ, η οποία έβαλε βέβαια την Ελλάδα υπό Τριμερή Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, είχε δυο όρους που εξασφάλιζαν την αποτυχία του εγχειρήματος :
1. Αυστηρή λιτότητα στις δημόσιες δαπάνες, η οποία σε ένα διεθνές υφεσιακό περιβάλλον εγγυόταν την περαιτέρω μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης κάτω και από το -5%.
2. Υψηλό επιτόκιο (κατά μέσο όσο 5%: 6% για τα 2/3 του δανείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΕΚΤ και 3% για το 1/3 του συνολικού ποσού που θα κατέβαλλε το ΔΝΤ).
Ο συνδυασμός των δύο αυτών συνθηκών «κλείδωσε» μια για πάντα τη χρεοκοπία του Δημοσίου.
Έχοντας διαβλέψει κάτι τέτοιο κανείς σοβαρός επιχειρηματίας δεν επένδυσε σε μια οικονομία που και συρρικνώνεται διαρκώς και έχει εξασφαλισμένη τη χρεοκοπία του δημόσιου τομέα της κάποια στιγμή σε ένα ή το πολύ σε δύο χρόνια. Έτσι μας προέκυψε, αντί για τη στάση πληρωμών του Δημοσίου (κάτι που θα έφερνε μια μορφή κάθαρσης), η απόλυτη στάση επενδύσεων, η οποία, έδωσε άλλη μια ώθηση στο φαύλο κύκλο της Κρίσης και έκανε ακόμα πιο σίγουρη μια μελλοντική, και συνεπώς πιο επώδυνη, χρεοκοπία.
Την ίδια σχεδόν αποφράδα μέρα του Μαΐου του 2010 που η Ευρώπη αποφάσιζε να χορηγήσει στην Ελλάδα το μεγαλύτερο δάνειο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι δεν ήταν παρά η αρχή μιας αλυσιδωτής αντίδρασης η οποία, χωρίς την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμπαρέσυρε όλη τη σαθρή Ευρωζώνη. Έτσι, ύστερα από μερικές ημέρες η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε τη δημιουργία του EFSF (του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας).
Ε9. Γιατί η Ευρώπη Αμφιταλαντεύεται Αμήχανα όταν η Κρίση Μπορεί να Επιλυθεί Απλά και Γρήγορα;
Η προσέγγιση της Ευρώπης απέτυχε επειδή παρέβλεψε τον τρόπο που η κρίση χρέους και η τραπεζική κρίση ενισχύουν αμοιβαία η μια την άλλη, αλλά και επειδή εθελοτυφλεί σε ό,τι αφορά τα βαθύτερα αίτια της Κρίσης: το γεγονός ότι λείπει από την ευρωζώνη ένας ουσιαστικός Μηχανισμός Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων.
Υπάρχουν τρία βήματα που θα μπορούσαν ν’ ανατρέψουν την κρίση :
1. Το πρώτο βήμα είναι η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης, η ευρωπαϊκή πλέον επιτήρηση των τραπεζών και ο όρος, για να συνεχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να βοηθά γενναιόδωρα τις τράπεζες, ότι οι τράπεζες θα αποδεχτούν να δεχτούν κεφάλαια από το EFSF(με αντάλλαγμα μετοχές τους) που θα τους καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» ώστε να μη συνεχίζουν να λειτουργούν ως τράπεζες-ζόμπι. Κι όταν οι τράπεζες εξυγιανθούν, κάλλιστα το EFSFμπορεί να πουλήσει τις μετοχές του σε ιδιώτες, επιστρέφοντας τα κεφάλαια (με τόκο) στους φορολογουμένους.
2. Το δεύτερο βήμα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργήσει ως μοχλός που βοηθά την ευρωζώνη να μειώσει το συνολικόδημόσιο χρέος, θέτοντας έτσι το χρέος των υπερχρεωμένων κρατών-μελών σε βιώσιμη πορεία. Η βασική ιδέα δεν είναι να τυπώνει η ΕΚΤ χρήμα για να αγοράζει τα ομόλογα των κρατών-μελών, αλλά να δανείζεται στις διεθνείς χρηματαγορές (εκδίδοντας η ίδια δικά της εικοσαετή ομόλογα) για να εξυπηρετεί το κατά Μάαστριχτ νόμιμο χρέος κάθε κράτους-μέλους. Και ποιος θα αποπληρώνει αυτά τα ομόλογα που θα εκδώσει η ΕΚΤ; Μα το ίδιο το κράτος-μέλος, σε βάθος όμως χρόνου (εικοσαετία) και με επιτόκια που θα εξασφαλίσει εκ μέρους των κρατών-μελών η ΕΚΤ. Στην ουσία, η ΕΚΤ να λειτουργεί ως ο μεσάζων των κρατών-μελών στις διεθνείς χρηματαγορές.
3. Το τρίτο βήμα προσθέτει στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης τον Μηχανισμό Ανακύκλωσης των Πλεονασμάτων που ως τώρα δεν διαθέτει. Ποιος είναι αυτός; Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Πώς θα αναλάβει αυτό το ρόλο; Σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα εκπονεί ένα νέο NewDealγια ολόκληρη την Ευρώπη όπου κεφάλαια της τάξης του 8% του ΑΕΙ! της ευρωζώνης θα επενδύονται παραγωγικά ετησίως (σε επικερδή projects), με τη χρηματοδότηση να γίνεται 50% από την ίδια την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (η οποία εκδίδει δικά της ομόλογα πολλά χρόνια τώρα) και 50% από επιπλέον ομόλογα έκδοσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τα οποία (όπως και τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) θα αποπληρώνονται από τις χρηματοδοτούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Εφόσον η διανομή των κεφαλαίων αυτών γίνει στη βάση της αρχής των παραγωγικών επενδύσεων σε ελλειμματικές περιοχές της ευρωζώνης, η ευρωζώνη θα έχει αποκτήσει το Μηχανισμό Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων που της έλειπε εξαρχής.
Όχι, δεν πιστεύω ότι μπορεί. Το Κραχ του 2008 υπονόμευσε σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη της πραγματικής αμερικανικής οικονομίας προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα και στέρησε από την WallStreetτόσο μεγάλο μέρος από τη συνολική ζωτική της ενέργεια, ώστε να είναι πλέον δύσκολο η Αμερική να ανακτήσει τη δύναμη που είχε να μαγνητίζει τόσο τα προϊόντα όσο και τα κεφάλαια των άλλων. Όχι, λοιπόν, ο Παγκόσμιος Μινώταυρος βρίσκεται σήμερα στο σημείο όπου βρέθηκε το 1971 το Παγκόσμιο Σχέδιο: ψυχορραγεί. Η διαφορά είναι ότι σήμερα, αντίθετα με το 1971, δε διαφαίνεται κάποια ηγετική ομάδα στην Washingtonή αλλού που θα δώσει στο κτήνος τη χαριστική βολή.
Ένας κόσμος χωρίς Παγκόσμιο Σχέδιο, μια παγκόσμια οικονομία που πορεύεται χωρίς τον Παγκόσμιο Μινώταυρο, αλλά όπου εξουσιάζουν αντ’ αυτού οι θεραπαινίδες του, μετατρέπεται καθημερινά σε μια ανορθολογική, παράλογη δυστοπία. Το καλύτερο παράδειγμα αυτού του δυστοπικού παραλογισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται σήμερα ο δημόσιος διάλογος για τις λεγόμενες «παγκόσμιες ανισορροπίες». Τα συστηματικά αυξανόμενα πλεονάσματα στα εμπορικά ισοζύγια χωρών (η Γερμανία και η Κίνα είναι τα κατεξοχήν παραδείγματα) αντικατοπτρίζονται στα αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα όλων των υπόλοιπων χωρών. Αυτή είναι η πραγματική αιτία της ευρωπαϊκής αποδόμησης. Εκεί κρύβεται η εξήγηση της αδυναμίας της παγκόσμιας οικονομίας να ορθοποδήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου