Αναδημοσίευση από την "εποχή"
Ο ΕΤΙΕΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΣΑ Σ’ ΑΥΤΗ
Προσκεκλημένος από τα «Κρίση-μα Σεμινάρια», ο Ετιέν Μπαλιμπάρ μίλησε στις 18 Δεκεμβρίου στο αμφιθέατρο «Σάκης Καράγιωργας» του Παντείου Πανεπιστημίου. Η ομιλία του γνωστού στο ελληνικό κοινό γάλλου διανοούμενου έκλεισε έναν κύκλο των Σεμιναρίων με τίτλο «Κράτος σε κρίση - Κράτος σε ανασυγκρότηση». Τον ομιλητή προλόγισε ο Στέφανος Πεσμαζόγλου, ενώ τη συζήτηση συντόνισε η Έλσα Σταματοπούλου. Από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ομιλία, η «Εποχή» δημοσιεύει σήμερα το πρώτο μέρος. Στο επόμενο φύλλο, θα ακολουθήσει το δεύτερο και τελευταίο μέρος, στο οποίο ο Μπαλιμπάρ μιλάει αναλυτικότερα για τα προβλήματα και το μέλλον της Ευρώπης, καθώς και για το ρόλο της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Δεν έχω έρθει εδώ για να διδάξω κάποιο μάθημα ή να επιβάλω κάποιο πρόγραμμα. Θέλω απλώς να καταθέσω υποθέσεις και ερμηνείες, στις οποίες ίσως μπορούμε να συμφωνήσουμε, ίσως όχι, για να ξεκινήσουμε ένα διάλογο και να μάθουμε από αυτόν. Βλέπω αυτήν εδώ τη συνάντηση ως μια στιγμή στη συγκρότηση μιας συλλογικής διανοήσης στην Ευρώπη, η οποία αποτελεί αναγκαιότητα εδώ και πολύ καιρό και λείπει παρά τους τόσους δεσμούς φιλίας και συνεργασίας που μας ενώνουν.
Απόψε θα προτείνω τις εξής επτά ιδέες:
1 Στην κρίση του ευρωπαϊκού σχεδίου για μια μεταεθνική ένωση κρατών και λαών, με άλλα λόγια για μια ομοσπονδία νέου τύπου, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί πλέον να συνεχιστεί με την προηγούμενη μορφή του, η οποία όλοι ξέρουμε ότι έχει υποστεί σημαντικές μεταλλάξεις τα τελευταία εξήντα χρόνια, αλλά έχει διατηρήσει μια τυπική συνέχεια του αρχικού σχεδίου. Σχεδιάστηκε από την παγκόσμια συμφωνία που ακολούθησε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που σήμανε την κατάρρευση ενός προηγούμενου σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ένα και μόνο «grossraum», της αυτοκρατορίας του Χίτλερ.
Ωστόσο, η παράλυση, αν όχι η κατάρρευση, του δημοκρατικού ομοσπονδιακού σχεδίου δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη ως ένα σύστημα εθνών και μια κοινωνία ανθρώπων μπορεί απλώς να επιστρέψει στην κλασική κατάσταση των αντιπαρατιθέμενων κυρίαρχων κρατών. Μάλλον δείχνει στην πράξη να βρίσκεται στο σημείο αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι έχει ονομάσει μεσοβασιλεία, όπου οι παλιές δομές έχουν πεθάνει και το νέο δεν μπορεί ακόμα να αναδυθεί.
Κρίση κυβερνησιμότητας
2 Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μεσοβασιλείας ή αλλιώς της δομικής κρίσης, είναι το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο οι οικονομικοπολιτικοί θεσμοί, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι η τρόικα που επιβάλλει τις διαταγές της στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδας, δημιουργούν μια μη κυβερνησιμότητα της ευρωπαϊκής κοινότητας. Αυτό είναι ορατό και στο επίπεδο μεμονωμένων εθνών-κρατών και στο επίπεδο των υπερεθνικών θεσμών και πολιτικών.
Ενώ τα ΜΜΕ περιγράφουν μια συναρπαστική ιστορία όπου αποφάσεις παίρνονται ή αναβάλλονται, αντιτιθέμενες στρατηγικές δοκιμάζονται, σχέσεις και δυνάμεις μεταξύ κυβερνήσεων και εθνών εγκαθιδρύονται και αλλάζουν, η πραγματικότητα είναι σχεδόν ή τέλεια ακινησία. Οι παίκτες αλληλοεξουδετερώνονται και προοδευτικά χάνουν την πολιτική νομιμοποίησή τους. (...)
3 Μεταξύ των πλέον δραματικών συνεπειών είναι, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η άνοδος του εθνικισμού με διαφορετικές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των νεοναζιστικών ή σχεδόν φασιστικών μορφωμάτων. Η καταστροφή των θεσμών του κράτους πρόνοιας και πάνω από όλα η σταθερή άνοδος της ανεργίας έχει γίνει μόνιμη, αν και άνισα κατανεμημένη μεταξύ χωρών, περιοχών, επαγγελμάτων και γενεών. Αυτές οι συνέπειες επαναφέρουν μια κατάσταση προ-ολοκληρωτική στην Ευρώπη, την οποία η ευρωπαϊκή ελίτ φαίνεται να αγνοεί εντελώς ή να αδιαφορεί γι’ αυτήν.
Συρρίκνωση της δημοκρατίας
4 Η Ελλάδα είναι ένα παράδειγμα ακραίας πραγμάτωσης αυτών των τάσεων, όπου μπορούμε να παρατηρήσουμε μια κατ’ ουσία εξουδετέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και μια στην πράξη καταπίεση της αυτοδιαθέσης των πολιτών, υπό την απειλή διακοπής της ζωτικής χρηματοδοτικής γραμμής. Το ερώτημα που αναπόφευκτα ανακύπτει, είναι εάν αυτό το καθοδικό σπείρωμα αντιστοιχεί σε μια περιορισμένη περίσταση, λόγω τοπικών συνθηκών ή λόγω ειδικής σχέσης της χώρας με τις ηγεμονικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου, ή εάν πρόκειται για μια πρώιμη αναπαράσταση των γενικών μετασχηματισμών που το νεοφιλελεύθερο καθεστώς αποζητά να επιβάλει, εκμεταλλευόμενο την κρίση.
5 Στην παρούσα μορφή της, ή ως προς αυτό που θα ονόμαζα υλικούς θεσμούς, η Ευρώπη ως εγχείρημα πολιτικής ενοποίησης δεν είναι πλέον βιώσιμη. Ωστόσο, θα έλεγα ότι παραμένει αναγκαιότητα για τους ευρωπαϊκούς λαούς, όχι μόνο για να ξεπεράσουν τις μεταξύ τους αντιπαλότητες και εγκατεστημένες αλληλοπάθειες, αλλά και για να απαντήσουν συλλογικά στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικό τρόπο τις καταστροφικές συνέπειες του νεοφιλελεύθερου οικονομικού καπιταλισμού στις κοινωνίες. Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει, είναι εάν η Ευρώπη θα ανασχηματιστεί ενσωματώνοντας ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο, που να περιλαμβάνει αλληλεγγύη αντί για άγριο ανταγωνισμό, αυξανόμενες ανισότητες και εξουθένωση των πιο αδύναμων, είτε πρόκειται για κοινωνικές ομάδες είτε για άτομα. Αν, δηλαδή, θα δημιουργηθεί μια νέα Ευρώπη.
Συγκρουσιακή δημοκρατία, ριζοσπαστική αριστερά
6 Για έναν τέτοιο νέο οργανισμό, όπως η Ευρώπη των λαών που από κοινού δημιουργούν έναν ευρωπαϊκό «δήμο», αντί για την Ευρώπη των χρηματοδοτικών κεφαλαίων και των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων, η αναγκαία αν και όχι ικανή συνθήκη, είναι μια νέα, πιο ριζοσπαστική εξέλιξη της δημοκρατίας και των δημοκρατικών δυνάμεων σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Δηλαδή και τοπικά, στο πλαίσιο κάθε περιφέρειες και χώρας, αλλά και πέρα από σύνορα, στο πλαίσιο ενός υπερεθνικού σχηματισμού.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι δυνάμεις της αριστεράς στην Ευρώπη είναι είτε αφομοιωμένες από το κυρίαρχο σύστημα είτε ανίκανες να το προκαλέσουν αποτελεσματικά είτε τείνουν να ταυτίζουν την κριτική της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης με την κριτική κάθε μορφής ευρωπαϊκής πολιτικής δομής, το ζήτημα είναι η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής αριστεράς ή, όπως θα το ονόμαζα, ενός ευρωπαϊκού κόμματος της αριστεράς, που θα εκτείνεται από το Βορρά ως το Νότο και από τα ανατολικά ως τα δυτικά της Ευρώπης. Μια τέτοια νέα ριζοσπαστική αριστερά δεν θα επιχειρούσε να συμπιέσει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αντίθετα θα επιχειρούσε να την καταστήσει πιο συνεπή δημιουργώντας ή επαναδημιουργώντας την ικανότητα του λαού να ελέγχει τις πράξεις των κυβερνήσεων και των κοινωνικών δυνάμεων που δρουν στο παρόν καθεστώς. Πιθανώς αυτό να σήμαινε συνδυασμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με άλλες μορφές δημοκρατίας, όπως η συγκρουσιακή δημοκρατία και η αυτονομία των πολιτών.
7 Αυτή η προοπτική είναι ριψοκίνδυνη, διότι αφορά την ανάδυση μαζικών κινημάτων, για τα οποία η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι μπορούν να αλλάξουν προσανατολισμό ή να γίνουν ακούσια αντικείμενα εκμετάλλευσης και διότι αναστρέφουν την προτεραιότητα μεταξύ νομιμότητας και δημοκρατίας, όπως έχει θεωρητικοποιηθεί από το φιλελεύθερο συνταγματισμό. Ωστόσο, είναι πιθανώς λιγότερο ριψοκίνδυνο από την εξέλιξη του δεξιού λαϊκισμού ή του νεοφασισμού, τις απρόβλεπτες βίαιες συνέπειες της αντι-πολιτικής στάσης και της απελπισίας που γεννά η εξαθλίωση και η απουσία κάποιας εναλλακτικής πρότασης μετασχηματισμού.
Για να μπορέσω να επιχειρηματολογήσω σχετικά με αυτές τις προτάσεις, θέλω να επιστρέψω σε κάποιες από τις πλευρές της παρούσας κατάστασης στην Ελλάδα, τις οποίες βέβαια γνωρίζετε καλύτερα από εμένα. (...)
Δεδομένων των καταστροφικών συνεπειών της πολιτικής λιτότητας που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, φαίνεται ότι το πρώτο κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να κατανοήσουμε, είναι γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν επανορθώνουν μια στρατηγική, η οποία μπορεί να μη δημιούργησε την κρίση, αλλά την ενέτεινε εμφανώς. Όλες οι πλευρές συνδέονται, καθώς ένας εξαθλιωμένος πληθυσμός και μια εξαθλιωμένη οικονομία δεν μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους και η συσσώρευση νέων χρεών είναι ένας σίγουρος τρόπος για να εξοντώσεις την ανάπτυξη και την ανάκαμψη. Έτσι η Ευρώπη, ως σύστημα, μπορεί να δει ότι στην Ελλάδα η πολιτική της οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα από το δηλούμενο σκοπό: παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ταχύτερες δομικές μεταρρυθμίσεις, αποφυγή χρεοκοπιών που θα δημιουργούσαν ένα συστημικό ρίσκο για το τραπεζικό και πιστωτικό σύστημα. Ένα τέτοιο πεισματικό λάθος μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους παντελούς ανικανότητας, ιδεολογικού φανατισμού, ισχυρού συμφέροντος ή ένα συνδυασμό όλων των προηγούμενων.
Από την αλληλεγγύη στον ανταγωνισμό
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν δύο πτυχές που υπογραμμίζουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και άλλων, και της ευρωπαϊκής πολιτικής υπό την ηγεσία της Γερμανίας. Η μία πτυχή, η οποία χρειάζεται να τονιστεί, αφορά την κατάρρευση της ιδέας ενός ευρωπαϊκού οικοδομήματος που θα βασιζόταν στο αμοιβαίο συμφέρον και την αλληλεγγύη. Βεβαίως, η ιδέα αυτή πάντα συντηρούταν ως αρχή, διότι αποτελούσε τη μόνη πηγή νομιμοποίησης για τους υπερεθνικούς οργανισμούς, ακόμα κι όταν οι ακολουθούμενες πολιτικές οδηγούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έχω τονίσει μαζί με άλλους ότι το πλέον σαφές σύμβολο αυτής της κατάρρευσης ήταν η εμπλοκή του ΔΝΤ.
Υπάρχει μια ηθική και πολιτική διάσταση εδώ, η οποία είναι εξίσου σημαντική με την οικονομική διάσταση. Διότι εάν παραλληλίσουμε την κατάσταση με άλλες την τελευταία δεκαετία σε άλλα μέρη του κόσμου, όπου το ΔΝΤ επέβαλε σχέδια διαρθρωτικής προσαρμογής σε αντιστάθμισμα για δάνεια με σκοπό την αποφυγή χρεοκοπίας, η εναλλακτική είναι πολύ απλή. Είτε πρόκειται για μεμονωμένα κυρίαρχα κράτη απέναντι στο διεθνές νομισματικό σύστημα και τους οργανισμούς του, των οποίων η περιοριστική λογική μετασχηματίζει την κατ’ ουσία χρεοκοπία σε πραγματική εξάρτηση μέσω βοήθειας υπό όρους, είτε πρόκειται για χώρες που έχουν εκγαθιδρύσει μια κοινότητα προς το συμφέρον τους με σκοπό να αντιμετωπίσουν πολιτικές και οικονομικές ζημιές μέσω της εφαρμογής μηχανισμών και κεφαλαίων αλληλεγγύης.
Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να φανταστούμε κανονισμούς, όπως η εποπτεία ή ακόμα και οι κυρώσεις, ωστόσο η λογική είναι αυτή της εξουδετέρωσης των ρίσκων ώστε να ελαχιστοποιηθούν. Με άλλα λόγια η εναλλακτική είναι μεταξύ μιας κατάστασης όπου ένας εχθρός ή κίνδυνος απομονώνεται από το σύστημα και μιας κατάστασης όπου ένας αδύναμος κρίκος μέσα σε ένα κοινό σύνολο επιδιορθώνεται και προστατεύεται. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και του σχεδίου διάσωσής της η λογική της ευθύνης που εφαρμόστηκε στο εσωτερικό της ευρωζώνης, ήταν σαν να επρόκειτο για έναν εξωτερικό εχθρό πάνω στον οποίο εφαρμόστηκαν αδίστακτα οι κυριαρχικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΔΝΤ δεν ήταν ο μόνος δανειστής, αλλά οι δικοί του κανόνες επιβλήθηκαν στη δομή της βοήθειας και στον ορισμό του είδους των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες θα έπρεπε να ακολουθήσει η «επωφελούμενη» χώρα.
Αυτή η κατάσταση κατέδειξε σαφώς τις καταστροφικές συνέπειες της αντίφασης που συνιστά η καθιέρωση ενός κοινού νομίσματος και η μετατροπή της ΕΕ ή του κέντρου της σε ζώνη απεριόριστου οικονομικού ανταγωνισμού. Από τη μια πλευρά, η αρχή της συλλογικής ευθύνης, πάνω στην οποία βασίζεται η αξία του νομίσματος, επιβεβαιωνόταν, από την άλλη, δόθηκε η δυνατότητα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα να κερδοσκοπεί χρησιμοποιώντας κάποιες εθνικές οικονομίες και προϋπολογιμούς εναντίον άλλων. Όπως και ο πρόγονός του, το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε για να προστατεύσει καπιταλιστικές εταιρείες απέναντι στις διακυμάνσεις και δεν χρησιμοποιήθηκε για να θεσπίσει κανόνες για την κερδοσκοπία και να αποτρέψει την ανάπτυξη οικονομικής φούσκας στο εσωτερικό της Ένωσης. Αυτή η επιλογή οδήγησε απευθείας στην συμπίεση ορισμένων χωρών, ακόμα και με μεγαλύτερες οικονομίες από την ελληνική, σε μια θέση από όπου θα μπορούσαν να ωθηθούν στην έξοδο, ακόμα κι αν αυτό δημιουργούσε ρίσκα για ολόκληρη την κοινότητα. Το ερώτημα που αναδύθηκε ήταν εάν η έξοδος θα μπορούσε να αφορά μόνο ένα περιορισμένο αριθμό σχετικά μικρότερων κρατών ή αν απειλούσε ακόμα και πυλώνες της πολιτικής ένωσης.
Η οικονομία του χρέους
Αυτή η προβληματική μάς οδηγεί σε μια δεύτερη όψη του ζητήματος, επίσης ηθική και πολιτική. Σε αυτή τη συγκυρία μια δηλητηριώδης συζήτηση, ειδικά στη Γερμανία αλλά και στη Φιλανδία και την Ολλανδία ακόμα και έξω από την Ευρώπη, παρουσιάζει μια εικόνα της Ευρώπης που διχάζεται σε δύο αντιθετικά μπλοκ: τις χώρες πιστωτές και τις χώρες οφειλέτες, με τις πρώτες να στηρίζουν διαρκώς τις δεύτερες, όπως μας λένε. Αυτού του είδους η συζήτηση πυροδοτεί ρατσιστικές υποδηλώσεις, αφού διακρίνει πληθυσμούς σε προσανατολισμένους στη δουλειά και τη θυσία, και σε άλλους που παρουσιάζονται ως προσανατολισμένοι στην κατανάλωση και την απόλαυση. Δεν θέτει ποτέ το ερώτημα ποιοι είναι αυτοί που πραγματικά επωφελούνται τελικά από την οικονομική ροή που κινείται από το Βορρά προς το Νότο. (...)
Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες του μηχανισμού εξέλιξης της οικονομίας του χρέους, που είναι από τις σπουδαιότερες αιτίες της κρίσης από οικονομικής πλευράς. Αυτό σημαίνει ότι οι ζημιές κοινωνικοποιούνται, ενώ τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται και διαρκώς αυξάνονται στη βάση της προοδευτικής καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού προς όφελος των χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Έτσι, ο ελληνικός πληθυσμός πεινάει και οι γερμανοί και άλλοι ευρωπαίοι πολίτες πληρώνουν φόρους, ώστε οι έλληνες πολίτες να συνεχίσουν να στερούνται για το συμφέρον των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το ρόλο κλειδί σε αυτόν το μηχανισμό παίζει η ΕΚΤ, η οποία δρα ως κοινοπρακτικός εκπρόσωπος των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ βασίζεται σε συλλογικούς πόρους, δηλαδή φόρους, για να διατηρήσει το βαθμό κεφαλαιοποίησής της. Αυτός είναι ο πυρήνας των συμφερόντων που εξηγεί γιατί η σαφής αποτυχία του σχεδίου διάσωσης που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα δεν οδηγεί σε επανόρθωσή του. Εξηγεί επίσης γιατί αυτό το σχέδιο δεν θα μπορούσε να γενικευτεί δίχως ολόκληρο το σύστημα να καταρρεύσει, οδηγώντας σε αυξανόμενη απομόνωση ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ και σε αποκλίνουσες πορείες τα ευρωπαϊκά κράτη.
Το ελληνικό και το γερμανικό ζήτημα
Είμαστε σε καλύτερη θέση τώρα να καταλάβουμε γιατί φαίνεται να υπάρχει στην Ευρώπη την ίδια στιγμή ένα ελληνικό και ένα γερμανικό ζήτημα και πώς ο συσχετισμός τους φωτίζει αντιφάσεις του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου που τείνει να γίνει ανταγωνιστικό. Πιστεύω ότι είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, σχεδόν ζωτικό, σε αυτή τη χρονική στιγμή να αντισταθούμε σε εθνικιστικούς λόγους που μας πηγαίνουν πίσω στην ιδέα της συλλογικής ευθύνης των λαών και αναδομούν ένα πραγματικό ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο, ενώ θολώνουν τα αντιτιθέμενα συμφέροντα της εύπορης μειοψηφίας και της άπορης πλειοψηφίας που ενυπάρχει σε κάθε κράτος. Οι ανισότητες αυξάνονται παντού, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, μπορεί να αφορούν εισοδήματα και απασχόληση, αλλά μόνο ένας κοινός διεθνής αγώνας μπορεί να μας επιτρέψει να αντιστρέψουμε αυτή την τάση.
Ωστόσο, παραμένει στοιχειώδες να καταλάβουμε ποια είναι η πραγματική βάση ενός μηχανισμού εκμετάλλευσης και αποστέρησης στο πλαίσιο του οποίου οι άνθρωποι βρίσκονται σε αντιπαρατιθέμενες πλευρές. Τα πράγματα αποσαφηνίζονται, κατά τη γνώμη μου, αν σκεφτούμε γιατί η Κομισιόν, η Γαλλία και η Γερμανία, η ΕΚΤ εξακολουθούν να επιτρέπουν τη ροή δανείων σε χώρες όπως η Ελλάδα, παρά τα εμφανή και γνωστά ρίσκα. Δάνεια που προορίζονται για την κατανάλωση γαλλικών και γερμανικών προϊόντων, ιδιαίτερα όπλων στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία προβλέπει από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη για εξοπλιστικές δαπάνες.
Γενικότερα, ο θρίαμβος της νεοφιλελεύθερης θεωρίας για απεριόριστο εσωτερικό ανταγωνισμό έχει οδηγήσει σε ένα σύστημα όπου η άνιση ανάπτυξη και αρχικές διαφορές ισχύος διευρύνονται σταθερά, ενώ μία ή δύο χώρες διατηρούν τη δυνατότητα να εξάγουν τα προϊόντα τους αλλά και την ανεργία τους σε άλλες. Τώρα χρησιμοποιούν τα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ ως περιφερειακό υπόβαθρο για να γίνουν ανταγωνιστικοί στην παγκόσμια αγορά, τακτική που έχει αναμφισβήτητα επιμέρους ομοιότητες με το παλιό αποικιακό σύστημα ή με κάποιες πλευρές του.
Η Κομισιόν μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά δεν είναι η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης που διακυβεύεται, αλλά η ανταγωνιστικότητα ορισμένων χωρών - μελών της ΕΕ. Μία από αυτές είναι η Γερμανία της οποίας το εμπορικό ισοζύγιο αναλογικά ξεπερνά αυτό της Κίνας. Η νέα αυτή ευρωπαϊκή υπερδύναμη χρησιμοποιεί τα ευρωπαϊκά κράτη - μέλη για να αυξήσει τη δυνατότητά της να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, ακόμα και αρνητικά, και για να αγοράζει φθηνή εργατική δύναμη από τις γειτονικές χώρες.
Η επιστροφή του αποικιακού πνεύματος
Ωστόσο, πρόκειται για μια εξαιρετικά ασταθή ισορροπία, διότι οδηγεί στην πιθανότητα -και εδώ υπεισέρχεται η σύγκριση με το παλιό αποικιακό σύστημα- η εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά, η οποία παραμένει η κεντρική αγορά για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού, συμπιέζεται εντελώς. Αλλά και επειδή οι πολιτικές δομές της ΕΕ δεν είναι εντελώς συμβατές με την ημιαποικιακή εξάρτηση.
Τα μέτρα λιτότητας και ο συναγωνισμός για το κατώτερο όριο διαβίωσης, που συχνά τείνει στην απόλυτη φτώχεια, την ανεργία, ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές, τις μεταναστευτικές κοινότητες και τις περιφερειακές χώρες, οδηγεί στην ίδια δυνητικά καταστροφική κατεύθυνση.
Μέρος των γερμανικών ελίτ δελεάστηκαν προς στιγμήν από την ιδέα ότι τελικά η Ελλάδα θα πρέπει να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Αυτή η σκέψη όχι μόνο φαίνεται να αναγνωρίζει ότι μπορούν να χαραχθούν στην Ευρώπη υγειονομικά όρια μεταξύ περιοχών συσσώρευσης και περιοχών αποστέρησης, αλλά, πάνω από όλα, για άλλη μια φορά παραβλέπει τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε ολοκληρωθεί η εικόνα ότι η Ευρώπη δεν είναι ένας μηχανισμός αλληλεγγύης και συντονισμένης προόδου, αλλά ένας μηχανισμός άγριου ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, που μπορεί να οδηγήσει στην εξουθένωση των ίδιων των μελών της. Κατά συνέπεια, η κατάληξη χρειάζεται να παραμείνει αενάως εκκρεμής, σε μια κατάσταση ούτε εντός ούτε εκτός.
Η δική μου κατάληξη, λοιπόν, δεν είναι ακριβώς ότι η Ελλάδα έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα πειραματικό πεδίο για τη βιοπολιτική τού νεοφιλελευθερισμού. Δεν έχω αμφιβολία ότι η αναγκαστική λιτότητα που αδίστακτα επιβάλλεται στα θύματα της κερδοσκοπίας, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της κερδοσκοπίας εκ των έσω που συνδέεται με τη διαφθορά και τον ταξικό ατομισμό, έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση της επισφάλειας στην εργατική τάξη, αλλά και στον πληθυσμό συνολικότερα, βασικό στοιχείο στην ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού στην επιδίωξή του να αναδομήσει μια νέα παγκόσμια υπο-τάξη.
Ωστόσο, υπάρχουν όρια στην αποδόμηση του κοινωνικού ιστού: απειλούνται οι επωφελούμενοι με βίαιη αντίδραση, οικονομική και πολιτική. Είναι επίσης σαφές ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία, όπου η εξίσου διεφθαρμένη διαχείριση του Μπερλουσκόνι αντικαταστάθηκε με ένα είδος νόμιμου πραξικοπήματος, γινόμαστε μάρτυρες μιας τοπικής εφαρμογής της δικτατορίας των επιτρόπων, που τείνει να αναχθεί σε τρόπο παρέμβασης των ομοσπονδιακών δομών στα πολιτικά πράγματα ενός κρατούς - μέλους.
Σε μια άλλη περίσταση, είχα διστακτικά ονομάσει αυτήν την εφαρμογή «επανάσταση από τα πάνω». Μια τέτοια επανάσταση προκαλεί αντιστάσεις, μερικές από τις οποίες είναι ριζωμένες σε συγκεκριμένα συμφέροντα, τοπικά προνόμια, ενώ άλλες εκφράζουν τον απαράδεκτο χαρακτήρα των βασάνων που επιβάλλονται και της αποστέρησης της συλλογικής πολιτικής δύναμης.
Αποτελεί κρίσιμο ζήτημα να παρατηρήσουμε εάν αυτές οι αντιστάσεις μπορούν να γίνουν επίμονες αρκετά ώστε να ανοίξουν μια άλλη προοπτική, ενός συσχετισμού δυνάμεων που εξουδετερώνει το κράτος αποκλεισμών, προσφέροντας ένα διαφορετικό δημοκρατικό τρόπο για να αντιμετωπίσουμε τα φαινόμενα διαφθοράς, κερδοσκοπίας και ανισότητας. Προφανώς αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στην περίπτωση που τα κινήματα διαμαρτυρίας ενάντια στη λιτότητα και τον τεχνοκρατικό κυβερνητισμό δεν επιχειρηματολογούν τα ίδια υπέρ ενός διαχωρισμού από την Ευρώπη και μιας περαιτέρω απομόνωσης των φτωχοποιούμενων χωρών, που τις ρίχνει στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, στο διεθνή ανταγωνισμό. Είναι επίσης γεγονός ότι μια παράδοξη σχεδόν ηρωική θέση υπεράσπισης από κοινού ευρωπαϊκών λύσεων ενάντια στην ηγεμονική τάση των ευρωπαϊκών πολιτικών σήμερα, μπορεί να υποστηριχθεί μόνο εάν οι τοπικές αντιστάσεις ενωθούν με άλλες δυνάμεις σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο με τη φιλόδοξη ιδέα της δημιουργίας ενός νέου οικονομικού και πολιτικού σχήματος ή της αφετηρίας μιας επανάστασης από τα κάτω στις δραματικές συνθήκες που διαμορφώνει η κρίση.
Απομαγνητοφώνηση
και απόδοση: Ζωή Γεωργούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου