Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος το τεύχος 111 (Απρίλιος - Ιούνιος 2010) της τριμηνιαίας επιθεώρησης οικονομικής και πολιτικής θεωρίας "Θέσεις''. Δημοσιεύουμε κείμενο της Συντακτικής Επιτροπής το οποίο αναλύει τις συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε η δημοσιονομική κρίση της χώρας, δίνοντας έμφαση στο ρόλο των ακολουθούμενων συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στις προϋποθέσεις για την ανατροπή τους:
CAMERA OBSCURA
ΤΟ ΑΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ»
1. Οι μεταμφιέσεις της κρίσης
Η κρίση που εκδηλώθηκε ως ανοιχτή κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, με τη «φούσκα» των υπερτιμημένων στεγαστικών δανείων (subprimes), έχει ακολουθήσει την πορεία που προδιαγράφουν οι κρατούντες κοινωνικοί συσχετισμοί.
Μετεξελίχθηκε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο έχει την ιδιομορφία να διαπερνά στον πυρήνα της διαδικασίαs αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου: η υπερσυγκυριακά κοινωνική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στην κοινωνική αποταμίευση και την κοινωνική επένδυση, διαμεσολαβεί τη λειτουργία αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου άρα κοινωνικοποιεί άμεσα την κρίση.
Και εδώ παρεμβαίνει αποφασιστικά ο συνολικός κεφαλαιοκράτης, το κράτος, για να καθοδηγήσει την εκκαθαριστική λειτουργία της κρίσης: κοινωνικοποίηση των ζημιών και της κρίσης με την ενίσχυση των τραπεζών για να «σωθεί η πραγματική οικονομία» (λες και υπάρχει τίποτε «πραγματικότερο» από την οικονομία του χρήματος!), ρυθμιστική παρέμβαση στη διαδικασία μαζικής ανεργίας και απαξίωσης της εργασίας (κάθε υπουργός «Εργασίας» που σέβεται τον εαυτό του κάνει τώρα προβλέψεις για τον διπλασιασμό των ποσοστών ανεργίας!), μεταφορά της κρίσης στα δημόσια οικονομικά όπου η δικαιοδοσία των κρατικών διαχειριστών είναι απόλυτη. Τα αυξημένα ελλείμματα και η διόγκωση του χρέους επιβάλλουν την «άμεση δράση»!
Και έτσι απλά και ευθύγραμμα η κρίση του κεφαλαίου μετατρέπεται είτε άμεσα με την ανεργία σε κρίση της εργασίας, είτε διαμεσολαβημένα μέσω της κρίσης των οικονομικών του κράτους, και πάλι σε κρίση της εργασίας.
Εδώ βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Οι άνεργοι δεν μπορούν να περιμένουν την κοινωνική στήριξη από ένα κράτος που «πάσχει» στα δημόσια οικονομικά, και το κράτος οφείλει να «ισοσκελίσει» τους λογαριασμούς του, με περικοπή δαπανών και αύξηση εσόδων από εκεί όπου οι συσχετισμοί το επιτρέπουν. Περικοπές μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών, επιδομάτων ανεργίας. Αύξηση των έμμεσων φόρων, αλλά και κίνητρα στο κεφάλαιο να ισοσκελίσει τις απώλειες από ενδεχόμενη αύξηση της φορολογίας απομυζώντας ακόμη περισσότερο την ίδια την εργασία.
Η εξίσωση εξόδου από τη δημοσιονομική κρίση είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση κραυγαλέας ανισότητας που ενισχύει το κεφάλαιο αποψιλώνοντας την εργασία.
Καλώς ήλθατε στον νεοφιλελεύθερο παράδεισο!
2. Ελληνική ιδιαιτερότητα;
Αν και σε πρώτη ανάγνωση δεν διαπιστώνουμε κάτι ριζικά διαφορετικό στην Ελλάδα, εντούτοις από παντού στιγματίζεται η ελληνική ιδιομορφία: «Καλπάζουσα» δημοσιονομική ανισορροπία με διόγκωση του ελλείμματος στο 12,7% (ή και περισσότερο;) και χρέος που αγγίζει το 120% με προοπτικές περαιτέρω διόγκωσης, «αδυναμία» δανεισμού σε λογικό κόστος από τις αγορές που εμμέσως δυσπιστούν για τη δυνατότητα της χώρας να χειριστεί τις ανισορροπίες, ενίσχυση μιας πτωχευτικής φιλολογίας που ολοένα εξαπλώνεται και ανανεώνει τον φαύλο κύκλο προς μια σπειροειδή καθοδική απαξιωτική περιδίνηση.
Σε ενίσχυση των παραπάνω «αναδεικνύονται» και πρόσθετες όψεις της ελληνικής «κακοδαιμονίας»: πρόκειται για τον «μεγάλο» και «αντιπαραγωγικό» δημόσιο τομέα που αδυνατεί να απορροφήσει κοινοτικά κονδύλια τα οποία «αφειδώς» παρέχουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, τα «προνόμια» των εργαζομένων (ο 14ος μισθός) και οι υψηλές συντάξεις (λογίζονται μόνο με αναφορά στα τελευταία χρόνια πριν τη συνταξιοδότηση), το γεγονός ότι «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε» (προσφιλή ιδεοληψία κάθε διαχειριστή) για να μη μιλήσουμε για την «εξαπάτηση» των εταίρων μας («παραποίηση» των στατιστικών στοιχείων, τις ατασθαλίες που ανέδειξαν οι διάφορες «απογραφές» κλπ.)
Πόσο διαφορετική είναι άραγε η «ελληνική περίπτωση»;
Θα εκπλαγεί λοιπόν ο καταναλωτής του τριτοκοσμικού καλειδοσκοπίου που διακινούν καθημερινά οι διαχειριστές της κοινοτοπίας αν δει κάποια απλά και μη αμφισβητήσιμα δεδομένα.
Η Ελλάδα κατατάσσεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 33 πιο «προηγμένες οικονομίες» (advanced economies) του κόσμου, υπερέχοντας κατά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αρκετών άλλων χωρών που ανήκουν επίσης στην κατηγορία αυτή (Σλοβενία, Τσεχία, Σλοβακία, Κορέα, Ταϊβάν, Μάλτα, Πορτογαλία, Ισραήλ, Νέα Ζηλανδία κ.ά., βλ. IMF [2009], World Economic Outlook Database). Μέχρι το τρίτο τετράμηνο του 2009, η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε πλήξει την ελληνική οικονομία σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τις περισσότερες από τις άλλες χώρες της κατηγορίας της: Το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά λιγότερο από 2% το 2009, έναντι μείωσης 4,1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης συνολικά και 5% της Γερμανίας.
Οι δημόσιες δαπάνες βρίσκονται με 48% του ΑΕΠ, κάτω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι ελαφρά υψηλότερος, ενώ σε ορισμένες χώρες είναι σημαντικά υψηλότερες. Το δημόσιο χρέος είναι πάνω από 100% από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 χωρίς να προκαλεί πτωχευτική υστερία. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι) ανέρχεται τα τελευταία χρόνια σε ποσοστό της τάξης του 5% του ΑΕΠ ετησίως με μέσο επιτόκιο κάτω από 5%, μέγεθος που φυσικά δεν οδηγεί σε πτώχευση, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε φθάσει στο 13% του ΑΕΠ με επιτόκια που ανέρχονταν σε ιλιγγιώδη ύψη πάνω από 15%.
Αλλά και συγκριτικά, το «δυσθεώρητο» ύψος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας δεν αποτελεί ιδιομορφία στο πάνθεον των χρεών άλλων χωρών. Μπορεί η Γερμανία και η Γαλλία να είχαν προ της κρίσης δημόσιο χρέος κάτω από το όριο του Συμφώνου Σταθερότητας του 60%, αλλά αυτό μάλλον αποτελεί σήμερα παρελθόν. Συγκρίσιμο μέγεθος χρέους με την Ελλάδα έχουν μια σειρά χώρες της Ευρωζώνης όπως Ιταλία και Πορτογαλία, ενώ η Ιαπωνία έχει αντίστοιχο μέγεθος της τάξης του 200% του ΑΕΠ. Επίσης, μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση που προκύπτει από τα στοιχεία συγκριτικής παράθεσης δημόσιου και ιδιωτικού χρέους είναι η σχέση αντίστροφης αναλογίας που τα διακρίνει: όπου το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό εκτινάσσεται σε ύψη το ιδιωτικό, με κορυφαίο παράδειγμα το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα Ιρλανδία όπου το δημόσιο χρέος ~25% «αντισταθμίζεται» από 7πλάσιο ιδιωτικό ~175% του ΑΕΠ.
Αλλά και αναφορικά με τη δυναμική του χρέους, δηλαδή τα πρωτογενή ελλείμματα, η Ελλάδα δεν είναι μόνη (αν θεωρηθεί βεβαίως το 12,7% της απογραφής «ειλικρινές», και όχι πάλι κάποιο μαγείρεμα των φωστήρων που μας κυβερνάνε!). Οι ΗΠΑ είχαν έλλειμμα 12,5% του ΑΕΠ το 2009 που ελπίζουν να το κατεβάσουν στο 10% το 2010, η Μ. Βρετανία είχε πάνω από 10% το 2009 και υπολογίζει σε 12% το 2010, η Ιαπωνία έχει σταθερά πάνω από 10% όλα τα χρόνια, κλπ.
Αν όλα λοιπόν τα παραπάνω ευσταθούν και η Ελλάδα κολυμπάει μέσα στο απόλυτο συνεχές των δημόσιων και ιδιωτικών χρεών στην κρίση, τότε εύλογα προκύπτει το ερώτημα σε τι οφείλεται η ελληνική ιδιαιτερότητα; Μήπως υπάρχει κάποια διεθνής κερδοσκοπική συνομωσία που έχει βάλει την Ελλάδα στο στόχαστρο; Και αν ναι ποια είναι τα βαθύτερα αίτια που αναδεικνύουν την Ελλάδα ως προνομιακό στόχο;
3. Εθνική Αντιμονοπωλιακή Συμμαχία
Υπάρχουν πολλοί και από διαφορετικά στρατόπεδα που θέλουν να μας πείσουν ότι υπάρχει μια «εθνική ιδιαιτερότητα» στην περίπτωση της Ελλάδας.
Είναι κατ’ αρχάς οι οικονομικοί εθναμύντορες, οι υποστηρικτές του εγχώριου «παραγωγικά και όχι μεταπρατικά» προσανατολισμένου κεφαλαίου: είναι αυτοί που καταγγέλλουν τις καταστροφικές για την «εθνική μας οικονομία» μεθόδους που μετέρχονται τα ληστρικά «ξένα» κεφάλαια, οι «ξένες» επενδυτικές τράπεζες, τα «ξένα» hedge funds, οι «ξένοι» οίκοι αξιολόγησης που μαζί με τους «ξένους» δανειστές ρίχνουν τις τιμές διαπραγμάτευσης των ομολόγων, ανεβάζουν τα spreads και τα ασφαλιστικά συμβόλαια κινδύνου (CDS) για να κερδοσκοπήσουν. Οπότε απέναντι στους «ξένους» δεν μένει παρά να ενωθούμε «εμείς» όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, για να τους διαψεύσουμε στις προσδοκίες τους και με όπλο την ανεργία «μας», τη μείωση των μισθών «μας» και των συντάξεών «μας», να γίνουμε ανταγωνιστικοί ώστε να παράγουμε φτηνά προϊόντα και υπηρεσίες για να αναστήσουμε την κερδοφορία του κεφαλαίου «μας».
Από αυτό το «εμείς» βέβαια ξεχώρισε αμέσως ένα μικρό δείγμα αρκετών χιλιάδων «επενδυτών» που σπεύδουν να αξιοποιήσουν τις προτάσεις των «δικών μας» αλλά και των «ξένων» τραπεζών (μην ξεχνάμε: η Ευρωζώνη είναι μία πατρίδα για το κεφάλαιο) για αποδοτικές τοποθετήσεις σε αυτά τα «κερδοσκοπικά» ομόλογα, ώστε να μπορέσουν και ελληνικά κεφάλαια, όχι μόνο οι «ξένοι», να επωφεληθούν από την δημοσιονομική κατάρρευση. Απλή λογική!
Είναι από την άλλη η επίσημη πολιτική ηγεσία που με επικεφαλής τον ίδιο τον πρωθυπουργό δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι πρέπει να ανακτήσουμε τη «χαμένη εθνική κυριαρχία μας» (μήπως έχει αντιληφθεί ότι εδώ και δέκα σχεδόν χρόνια, με πανηγυρική ομοφωνία των καθεστωτικών δυνάμεων κατάργησαν την Κεντρική Τράπεζα και τη νομισματική πολιτική, υιοθέτησαν την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και το Ευρώ και προσχώρησαν στο Σύμφωνο Σταθερότητας με τις επιταγές περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και ορίων του δημόσιου χρέους;). Και σε αυτόν τον υπέρ πάντων «εθνικό αγώνα» είμαστε όλοι «στρατευμένοι» με το «υστέρημά» μας (όπως για παράδειγμα στη «συγκινητική» πρωτοβουλία του Προέδρου της Βουλής, που αναβίωσε το «Τάμα του Έθνους» των «εθνικών κυβερνήσεων» 1967-74, με τον μοναδικό λογαριασμό για να μην πτωχεύσει η Ελλάδα). Διότι όλοι με την «κατανάλωση περισσότερων από όσα παράγουμε» έχουμε υποθηκεύσει το μέλλον μας με τον «αλόγιστο δανεισμό». Μιας και «άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο φταίμε όλοι, ο φοροπληρωτής και ο φοροκλέφτης, ο τραπεζίτης και η πωλήτρια, η παρθένα και ο σατανάς» (Χ. Λάσκος, «Τάξη εναντίον τάξης», Αυγή, 7/3/2010). Και ως «αδούλωτοι Έλληνες» θα υπερασπιστούμε το έθνος χωρίς τα δεκανίκια των «ξένων» και ας είναι εταίροι μας. Θα νικήσουμε το «τέρας της χρεοκοπίας» ως άλλος Διγενής πληρώνοντας τις αγορές, που αυτές μόνες μπορούν να κρίνουν την επιτυχία της προσπάθειας. Μπορεί να κοστίσει λίγο παραπάνω, αλλά θα σωθούμε ανταμείβοντας και όλους αυτούς που τοποθέτησαν τις προσδοκίες τους (και τα κεφάλαιά τους) στη χρεοκοπία «μας». Μια πραγματικά «υπερήφανη εθνική πολιτική»!
Τέλος, είναι και όσοι με συνέπεια και επιμονή επισημαίνουν την ιμπεριαλιστική επιβουλή κατά της Ελλάδας.
Πρώτα και κύρια το ΚΚΕ που αυτιστικά διατυμπανίζει τη μοναδικότητα της αντιμονοπωλιακής πάλης του «λαού» που οφείλει να «τολμήσει» να «αντισταθεί» κατά των «ξένων» που κερδοσκοπούν σε βάρος της χώρας. Διότι μέσα στην «αντιμονοπωλιακή συμμαχία» χωράνε όλοι που θίγονται από το «μεγάλο κεφάλαιο»: οι διαφορετικές κατηγορίες μισθωτών, οι μεγάλες ομάδες ελευθεροεπαγγελματιών και μικρομεσαίων εργοδοτών, η «ραχοκοκαλιά του έθνους» μικρομεσαία επιχείρηση που χρησιμοποιεί μαύρη και απλήρωτη εργασία, οι αγρότες που στοιβάζουν ανήμπορους μετανάστες σε γκέτο πείνας γιατί «αλλιώς δεν βγαίνουν», όλη αυτή η «αδούλωτη στρατιά» που θα τολμήσει να εναντιωθεί στο μεγάλο και ξένο κεφάλαιο (τι κι αν μεταξύ αυτών που πλήρωσαν την κατάρρευση της Lehman ήταν και μερικοί αγρότες από τον κάμπο που είχαν εμπιστευθεί τις «οικονομίες» τους στα κερδοσκοπικά χαρτιά;)
Αλλά και η πέραν του ΚΚΕ Αριστερά δεν είναι αμέτοχη στην εθνική σταυροφορία: βρίθουν στους καθημερινούς αφορισμούς που ακούμε οι αναφορές στην «αποικιοκρατική παντοκρατορία» των Βρυξελλών, στην κυβέρνηση που «σκύβει το κεφάλι» σε τελεσίγραφα και εκβιασμούς «ενός επιθετικού και εκδικητικού καπιταλισμού» (Κείμενο εισήγησης του Αλέκου Αλαβάνου στη Συνέντευξη Τύπου 25/1/2010). Με ολίγες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ΗΠΑ και ΕΕ, τον «κίνδυνο» να επωφεληθεί η Τουρκία από τη «στρατηγική αδυναμία» της χώρας, γενικά την «ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή», που προφανώς έχει διαρκώς βλέψεις στη «στρατηγική θέση» της Ελλάδας.
Επιστροφή λοιπόν με μεγαλειώδη τρόπο όλων των θεωριών της εξάρτησης που χρόνια υποκαθιστούν την αντικαπιταλιστική στρατηγική με το εύκολο εθνοκεντρικό περιεχόμενο αντιδραστικών λαϊκών ιδεολογιών, που παίρνουν νέα ώθηση μέσα στην κρίση. Από αυτό το σημείο έως τις δοξασίες περί «επιστροφής στην αυτοδύναμη και εθνοκεντρική ανάπτυξη», την έξοδο από το Ευρώ και την «αποκατάσταση της τρωθείσας εθνικής κυριαρχίας» η απόσταση είναι μηδενική. Μια απόσταση που δεν χρειάζεται να διανύσει κανείς καθώς βρίσκεται ήδη μέσα.
4. …κι ο καρχαρίας, αυτός έχει κάτι δόντια …[1]
Αν όμως η ελληνική ιδιαιτερότητα ούτε στα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη των δαπανών εντοπίζεται (οι εταίροι μάλιστα προτρέπουν –αν όχι εξαναγκάζουν– τη χώρα να ενισχύσει περαιτέρω τις αμυντικές δαπάνες με παραγγελίες φρεγατών, πολεμικών αεροσκαφών και αρμάτων μάχης που ανέρχονται σε 4-5% του ΑΕΠ ετησίως), ούτε σε κάποια εθνική ιδιομορφία που πρέπει να τιμωρηθεί εξευτελιζόμενη (όπως για παράδειγμα πολλοί στην Αριστερά διέγνωσαν ότι συνέβη με το «αδούλωτο έθνος» των Σέρβων), τότε σε τι οφείλεται η σημερινή ανισορροπία και οι ζοφερές συνέπειές της;
Δυστυχώς η λύση του αινίγματος είναι απλή και εμφανής. Τα δημόσια έσοδα αντιμετωπίζονται ως αναγκαίο κακό και η συρρίκνωση της φορολογικής βάσης αποτελεί υπερσυγκυριακό φαινόμενο στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η απελθούσα κυβέρνηση της ΝΔ, για παράδειγμα, περιόρισε τα δημόσια έσοδα από το 41% στο 34% του ΑΕΠ, ενώ διατήρησε και αύξησε το σκέλος των δαπανών σε ποσοστό άνω του 46%.
Και δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός: μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες όπως επαγγελματίες, μικρές επιχειρήσεις, αυταπασχολούμενοι, απολαμβάνουν φοροασυλίας επαγγελματικά (χαμηλοί συντελεστές φορολόγησης κεφαλαίου, νόμιμα «παράθυρα» φοροαπαλλαγών) και ατομικά (επίσημη ανοχή σε εμφανώς ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος, μη ενεργοποίηση διασταυρώσεων δαπανών και εσόδων) που τελικά συνιστά κοινωνικό συμβόλαιο υπαγωγής τους στη συμμαχία του κεφαλαίου.
Έτσι σήμερα οι έμμεσοι φόροι συνεισφέρουν κατά 66% στα φορολογικά έσοδα, οι μισθωτοί κατά 12% και οι μεγάλες επιχειρήσεις (το «μεγάλο κεφάλαιο») κατά 10%, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις κατά 4% και οι επαγγελματίες κατά 3%. Συνεπώς, η δημοσιονομική ανισορροπία και η κρίση των δημόσιων οικονομικών είναι επιλογή των διαχειριστών και όχι «θεομηνία». Και δεν είναι ιστορικά πρωτότυπο αυτό το διπλό κέρδος: Οι «έχοντες» αφενός αυξάνουν πρωτογενώς τα κέρδη τους με τη μη καταβολή φόρων, αφετέρου δανείζουν αυτό το κέρδος (το διαφυγόν έσοδο του κράτους) στο κράτος με επαχθείς όρους για το τελευταίο επειδή η ανισορροπία των δημόσιων οικονομικών το κάνει ευάλωτο. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην κρίση των σιδηροδρόμων στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα (το αναλύει χαρακτηριστικά ο Μαρξ) για να κάνει σχολή στη συνέχεια σε σειρά περιπτώσεων. Τουλάχιστον στην αρχαία Ρώμη με τα ιδιωτικοποιημένα δημόσια οικονομικά οι χρηματοπιστωτικές δοσοληψίες γίνονταν μεταξύ ιδιωτικών φορέων, ενώ στη σύγχρονη «κοινωνική οικονομία της αγοράς» το δημόσιο βρίσκεται πάντοτε στην αδύνατη πλευρά του μοχλού.
Αυτή η πολιτική έχει τα όριά της. Φαίνεται πως αυτή η κοινωνική συμμαχία του κεφαλαίου («μεγάλου» και «μικρού») που επιτρέπει τη συνεχή για 25 και πλέον έτη μετακύληση των δημοσιονομικών βαρών στις πλάτες όλων όσοι στερούνται της κάλυψής της, και βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής «ελληνικής κρίσης», δεν είναι βιώσιμη μέσα στην Ευρωζώνη. Καίτοι το ψηλό ελληνικό δημόσιο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα βρίσκονται σε συγκρίσιμα ή και κατώτερα επίπεδα με εκείνα αρκετών άλλων «προηγμένων οικονομιών» (καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση πλήττει τα δημόσια οικονομικά των περισσότερων χωρών), οι διεθνείς δανειστές της ελληνικής κυβέρνησης εμφανίζονται όλο και περισσότερο απρόθυμοι να συνεχίζουν να τη δανείζουν χωρίς αλλαγή κάποιων όρων του παιχνιδιού. Τουλάχιστον όταν ουσιαστικά απουσιάζει ένας σαφής μηχανισμός δανεισμού τελευταίας καταφυγής για τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Με άλλη διατύπωση, βάση των ανισορροπιών είναι κατά βάση η ακραία νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, που αναγορεύει τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε απόλυτο κριτή και μοναδικό μηχανισμό επιτήρησης-πειθάρχησης των οικονομικών επιδόσεων κάθε χώρας. Ο μηχανισμός που συνομολογήθηκε κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής παραμένει συγκεχυμένος ως προς τις δράσεις του, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να εξαρτάται από τις αποφάσεις των αγορών: Ενώ το ΔΝΤ προσφέρει δανειακή στήριξη με επιτόκια γύρω στο 2,5%, οι Ευρωπαίοι μιλάνε για στήριξη (με τη συμμετοχή μάλιστα του ΔΝΤ) με επιτόκια ανάλογα με εκείνα των αγορών. Επιπλέον, επιμένουν ότι ο μηχανισμός «δεν χρειάζεται να ενεργοποιηθεί», δηλαδή οι «αγορές» μπορούν να συνεχίσουν με τις «συνήθεις μπίζνες». Μέσω της Ελλάδας οι αγορές τεστάρουν την αντοχή του Ευρώ.
Επικουρικά όμως, η «ελληνική διαφορά» προκύπτει από την παροιμιώδη ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης, που έχει «εμπιστοσύνη στις αγορές» (δηλώνει ότι δεν χρειάζεται ευρωπαϊκή στήριξη), ενώ ταυτόχρονα διαρρέει ότι διαπραγματεύεται τη στήριξη (και την ενδεχόμενη αναθεώρηση του συμφωνηθέντος «μηχανισμού»), τον «δανεισμό από την Κίνα», το ότι «τα χειρότερα πέρασαν» και άλλα φαιδρά. Όταν θα συρθεί στην ενεργοποίηση του μηχανισμού, θα υπάρξει θεσμική και πέρα από πολιτικάντικους δισταγμούς συστηματική καθοδήγηση στη μεγαλύτερη έως σήμερα απόπειρα αναδιανομής εισοδήματος με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, αλλά και με διασφάλιση του διατηρήσιμου των αλλαγών μέσα από την αποψίλωση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ο μεσαίωνας ανοίγει τις πύλες του.
5. ... είναι η πολιτική ηλίθιε!
Και ενώ όλα δείχνουν να κινούνται στον μονόδρομο των αγορών και στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της Κοινοτικής και Ελληνικής Νομενκλατούρας, εμφανίστηκε μια «παραφωνία» από εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Μαζί με την ηθελημένης ασάφειας Κοινοτική Δήλωση «Στήριξης» της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, προέκυψε και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι θα συνεχίσει να δέχεται τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών έως το τέλος του 2011, αμβλύνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κάπως τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών αλλά και της κυβέρνησης. Μια απόφαση που φαίνεται να «παρακάμπτει» ως έναν βαθμό τη δικτατορία των οίκων αξιολόγησης και των αγορών.
Η απόφαση αυτή συνιστά σημαντική τομή στη συνέχεια του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος. Γιατί στην πρωτοκαθεδρία των αγορών που «αξιολογούν» επιχειρήσεις και κράτη αδιακρίτως, αντιπαραβάλλει μια «πολιτική απόφαση» (Ε. Τσακαλώτος, «Ο Τρισέ, ο Γκράμσι και η φιλελεύθερη οικονομία», Αυγή, 7/4/2010) έμμεσης στήριξης οικονομιών αν χρειαστεί. Και μάλιστα, αυτή η απόφαση έρχεται από τους αρχιτέκτονες του βασικού νεοφιλελεύθερου δόγματος της Ε.Ε. ότι η ανταγωνιστικότητα στην κρίση «κερδίζεται» με μια μακρά περίοδο ενορχηστρωμένης ύφεσης και αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Κατανοεί λοιπόν ότι οι κοινωνικές αντιφάσεις δεν λύνονται με την «καθαρή» λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς, αλλά απαιτείται έστω και επικουρικά η παρέμβαση της πολιτικής. Και αν το μπλοκ εξουσίας διατυπώνει αυτή τη θέση για να χειριστεί τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του αλλά και τη χωρίς όριο συμπίεση της εργασίας, το συμπέρασμα που προκύπτει για όσους επιχειρούν να μιλήσουν εξ ονόματος των κυριαρχούμενων τάξεων, της εργασίας, είναι εκκωφαντικό.
Πρωταρχικότητα της πολιτικής!
Γιατί συχνά η σχεδόν παγιωμένη αδύνατη θέση της εργασίας στον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης μετά τη δεκαετία του ’60, έχει υποτάξει εν μέρει τις δυνάμεις που επιχειρούν να συλλάβουν τη δυναμική των κοινωνικών αντιφάσεων στη λογική των κυρίαρχων οικονομικών μηχανισμών: πώς θα παρέμβει κανείς στις χρηματαγορές, πώς πρέπει να ρυθμιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μην ξανασυμβεί η κρίση, πόσο ανεξέλεγκτο θα είναι το κεφάλαιο στις περιπλανήσεις στις παγκόσμιες αγορές, κλπ. Ερωτήματα όχι χωρίς αξία αλλά που έπονται μιας βασικής πολιτικής επιλογής, της πρωταρχικότητας της πολιτικής.
Πολιτική με την έννοια της κοινωνικής ταξικής αναφοράς και όχι απλώς κάποιου γενικού και αόριστου «δημόσιου συμφέροντος» που καταλήγει στην «προστασία» των κρατικών μηχανισμών και τη «μονιμότητα» ως υποκατάστατο του δικαιώματος στην ασφαλή, δημιουργική εργασία.
Πολιτική που αναδεικνύει την απάτη με την «εθνική υπόθεση» της αποφυγής της χρεοκοπίας, όταν ήδη από σήμερα η διαχείριση που εφαρμόζεται από την «εθνικά ευαίσθητη» κυβέρνηση αποβλέπει στην προστασία των μελλοντικών εισοδημάτων των πιστωτών (βασικό καθήκον συνδίκου πτωχευτικής διαδικασίας), ασκώντας μια πολιτική απολύτως συμβατή με όσα την «εξαναγκάζουν» να κάνει, μετατρέποντας δηλαδή την κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας.
Πολιτική που αναδεικνύει τη λειτουργία του Σύμφωνου Σταθερότητας ως βασικού ενορχηστρωτή της επίθεσης του κεφαλαίου κατά της εργασίας, που συμπυκνώνει υπερσυγκυριακά τη χρήση των υφεσιακών πολιτικών ως μέσου και εργαλείου πειθάρχησης και συμπίεσης της εργασίας.
Πολιτική με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό που αναδεικνύει την πάλη για τη βελτίωση των συσχετισμών, την προώθηση μεταρρυθμίσεων ως πρώτο βήμα σε μια συνεχή πορεία προς την αταξική κοινωνία.
Πολιτική που επιβάλλει τις ανθρώπινες ανάγκες πάνω από τα κέρδη, με όπλο την κοινωνική αλληλεγγύη και τον κοινωνικό έλεγχο.
[1] Από την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ: «... und der Haifisch, der hat Zähne…». Ο στίχος έχει αποδοθεί ελληνικά από τη Σωτηρία Ματζίρη ως εξής: «Όπου πέφτουν καρχαρίες βγαίνει αίμα στον αφρό…».
To να κατηγορείς από τη μια -σε γενικές γραμμές ορθά- το ΚΚΕ για το λεγόμενο Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονωπολιακό Δημοκρατικό Μέτωπο ενώ από την άλλη να συμμετέχεις στο ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο υπάρχουν δυνάμεις με ξακάθαρα ΑΣΤΙΚΟ προσανατολισμό (Ανανεωτικοί) στο χωριό μου το λένε οπορτουνισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο χωριό του Γιαννάκη του Μηλιού δεν γνωρίζω..
Αν πιάναμε τις πολιτικές πιρουέτες των Θέσεων από ίδρυσής τους δεν θα τελειώναμε ούτε μεθαύριο. Ας δούμε όμως κατευθείαν τι γίνεται με το κείμενο που αναδημοσιεύει η ΕΟΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατ' αρχή πειστική είναι η γενική ανάλυση γιά τη φύση της κρίσης. Παρόλο βέβαια που μένει στη γενικότητα και ανάγει (όπως πάντα πράττει ο Γιαννάκης) την κρίση σε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. ΟΚ, λείπει πάντως η εξήγηση του γιατί τα υπερσυγκυριακά χαρακτηριστικά που άναφέρει το κείμενο εξειδικεύονται στα σημερινά φαινόμενα της ελληνικής περίπτωσης και του ευρωπαικού νότου ευρύτερα. Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται σε άλλα άρθρα του περιοδικού, μιά και αυτό είναι μόνο το εντιτόριαλ.
Σίγουρα, βασική αρετή της ανάλυσης είναι η κριτική στο σύνολο των απόψεων που στηρίζονται στη γενική θέση της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού. Αν υπάρχει μία προσφορά των Θέσεων όλα αυτά τα χρόνια είναι σίγουρα το μέτωπο κατά των εθνοκεντρικών θεωρήσεων των ταξικών συγκρούσεων.
Από κει και πέρα λείπει ακόμα και στοιχειωδώς ένα πολιτικό διά ταύτα, όπως άλλωστε και στις τοποθετήσεις του Γιάννη που έχουν αναρτηθεί εδώ και αλλού. Παρά τις επίσης καίριες επισημάνσεις γιά τις κοινωνικές συμμαχίες, λείπει η πολιτική μετάφραση αυτής της ανάλυσης.
Από αυτή την άποψη έχει προφανώς δίκιο ο Αλτουσεριανός σύντροφος, αλλά αυτό το στυλ το συνηθίζουν οι Θέσεις. Ο καθένας μπορεί να κρίνει αν αυτό είναι ζήτημα προσωπικής στάσης συμπόρευσης με το ρεύμα ή επιλογή χώρου προς διάδοση της σωστής θεωρίας μπας και αυτός ο χώρος δει κάποτε το φως το αληθινό. Δύσκολα πάντως μπορεί να συμβιβαστεί η θεωρία που πλασάρουν οι Θέσεις με την όποια εκδοχή συριζοσύνης, εκτός κι αν είναι κανείς τελείως παλιομοδίτης εισοδιστής.
Σε κάθε περίπτωση ο Γιάννης χρωστάει μία ανάλυση του πόσο παραγωγικός είναι ο ελληνικός καπιταλισμός. Πάντα το τονίζει αλλά ποτέ, απ' όσο ξέρω, δεν έχει καταθέσει μία στοιχειοθετημένη εκτίμηση περί αυτού.
Έχω την υποψία ότι τα στοιχεία μάλλον δεν στηρίζουν το θεωρητικό του σχήμα. Σίγουρα όχι στην έκταση που θα το ήθελε.
Μπορεί να κάνω και λάθος, ας μιλήσουν και πιό ειδικοί.
Το να θεωρούμε ότι υπάρχουν μηχανισμοί πολιτικοί που είναι έξω από την ταξική πάλη, στο απυρόβλητο της επαναστατικότητας επειδή εις τα εκκλησίας τους "λειτουργούν" με τα "ιερά κείμενα" της κομμουνιστικής ορθοδοξίας, είναι μεγάλο λάθος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ένας πολιτικός μηχανισμός είναι "αστικός" ή "προλεταριακός" δεν εξαρτάται από το τι λέει, αλλά από το πως η δράση του καταγράφεται στην ταξική πάλη.
Είναι αναμφίβολα από την άποψη του υλισμού σωστό ότι δεν υπάρχουν πολιτικά μορφώματα του οποιουδήποτε είδους που δεν διαπερνώνονται από ταξικές αντιθέσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό αυτή την άποψη έχει δίκιο ο σύντροφος Μαοικός.
Από την άλλη ο σύντροφος Μαοικός δεν είναι υλιστής διότι βεβαίως και η φύση κάποιου πολτικού μορφώματος εξαρτάται ΚΑΙ από το τι λέει. Δηλαδή η εγγραφή του στην ταξική πάλη είναι αποτέλεσμα και συνάρτηση ΚΑΙ του τι λέει. Διότι απλούστατα η θεωρία και τα κείμενα γιά τον υλισμό είναι ΚΑΙ αυτά πρακτική. Στο δικό τους επίπεδο εννοείται. Και οι ταξικές συγκρούσεις καθορίζονται ΚΑΙ στο επίπεδο της υεωρίας και του λόγου.
Έτσι δεν είναι σύντροφε Μαοικός;
Α, και "μηχανισμός" που λες, θα πει απλά μηχανισμός. Κόμμα, οργάνωση, σχήμα, μόρφωμα κλπ είναι κάτι που δεν ανάγεται απλά σε μηχανισμό.
Μήπως γλώττα λανθάνουσα σύντροφε Μαοικός;
Τώρα, τι προλεταρικός και συναφή ψάχνουμε σήμερον εν Ελλάδι άστο καλύτερα.
Μια και αναφέρεσαι στον Αλτουσσέρ, τότε:
ΑπάντησηΔιαγραφή1)αν θεωρήσουμε ότι οι "πολιτικοί μηχανισμοί" είναι "Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους"
και
2) ότι οι σχέσεις χειραγώγησης(εξουσίας) που εμπεδώνονται μέσω αυτών των μηχανισμών αφορούν τις "πρακτικές μορφές" της ιδεολογίας και όχι στο "θεωρητικό - επιστημονικό" λόγο αυτής της ιδεολογίας,
τότε μάλλον υπερεκτιμάς τον "πολιτικό λόγο" αυτών των πολιτικών μορφωμάτων ως προσδιοριστικό της "ταξικής τους ταυτότητας". Εξάλλου, επειδή η έκβαση στης ταξικής πάλης δεν είναι ποτέ γνωστή εκ των προτέρων, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα αυτού του "πολιτικού λόγου" στη αλαγγή του ταξικού συσχετισμού, τότε θα συμφωνήσω μαζί σου "..άστο καλύτερα".
Όμως, δεν θα πρέπει να απογοητευόμαστε: Η ΠΡΑΞΗ προηγείται της ΘΕΩΡΙΑΣ. Σήμερα θα πρέπει χωρίς θεωρητικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις να κρίνουμε τους όρους που διαμορφώνεται η συγκυρία και να διδασκόμαστε από την εμπειρία του μαζικού κινήματος και των συλλογικών πολιτικών εγχειρημάτων, κυρίως αυτών που έχουν αποβάλλει τις λογικές της αυτάρκειας και των απόλυτων αληθειών και στέκονται κριτικά απέναντι και στον ίδιο τους τον εαυτό...
Απλά εννοούσα ότι παίζει ένα ρόλο και ευρύτερα στη διαμόρφωση των ταξικών συσχετισμών το τι λένε τα διάφορα πολιτικά σχήματα κλπ. Με τις διευκρινίσεις ειμαι απολύτως σύμφωνος και επίσης, και βασικά, με το συμπέρασμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιά να μη φεύγουμε όμως από το θέμα εδώ.
Το ζήτημα είναι η φύση της κρίσης, οι ταξικοί της προσδιορισμοί και συνεπώς οι δυνατότητες μιάς πολιτικής σε άλλη κατεύθυνση σήμερα.
Οι αναλύσεις του Γιαννάκη, πιστεύω, μας βοηθάνε, μόνο ως ένα σημείο όμως.
Από κει και πέρα το ζήτημα είναι πράγματι αυτό που λέει ο σύντροφος Μαοικός.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε σε σχέση πάντα με το τι μπορούμε να κάνουμε.
Και εκεί, μήπως πράγματι, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται με όρους θεωρητικής επεξεργασίας της σούπερ ταξικά σωστής ανάλυσης αλλά πολύ πιό πρακτικά;
Τι λέτε ρε παιδιά;