Αναδημοσίευση από το "αυτολεξεί"
Συνέντευξη του Ζακ Ρανσιέρ στην αγγλική Le monde.
Τη συνέντευξη πήρε ο Nicolas Truong και δημοσιεύτηκε στις 26 Αυγούστου σε μία σειρά συνεντεύξεων όπου στοχαστές του Μάη του ’68 μιλούν για την εποχή Τραμπ. Στην παρούσα συζήτηση, ο φιλόσοφος της χειραφέτησης εξετάζει τις ρίζες της τρέχουσας αντιδραστικής επίθεσης και βλέπει τις σύγχρονες ουτοπικές μικρο-κοινότητες ως τους νέους τρόπους «ζωής με ισότητα». Μετάφραση: Ιωάννα Μαραβελίδη.
Nicolas Truong: Το τρέχον πολιτικό κλίμα κυριαρχείται από την άνοδο του εθνικισμού που βασίζεται στην ταυτότητα. Πώς βλέπει αυτή την παγκόσμια αντεπανάσταση ένας φιλόσοφος που επηρεάστηκε από τα κινήματα χειραφέτησης των δεκαετιών του ’60 και του ’70;
Jacques Rancière: Ο τρόπος σκέψης μου διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια όπου όλα φαίνονταν πιθανά: η επανεφεύρεση του μαρξισμού με τον Λουί Αλτουσέρ, η συμβολή σε έναν νέο κόσμο ελευθερίας και ισότητας που τροφοδοτήθηκε από τα γεγονότα του Μαΐου του 1968 και η αναβίωση μιας ιστορίας χειραφέτησης μέσω του “Les Révoltes logiques” [«Λογικές Εξεγέρσεις»] μεταξύ 1975 και 1981, ενός περιοδικού που συνίδρυσα με τους φιλοσόφους Jean Borreil και Geneviève Fraisse.
Επομένως, μου είναι δύσκολο να αναπνεύσω στη σημερινή ατμόσφαιρα ανισότητας και δουλείας. Δεν πρόκειται για χαμένες ψευδαισθήσεις. Αντίθετα, πρόκειται για μια πραγματική επιδείνωση της ικανότητας να ζούμε, να πειραματιζόμαστε, να σκεφτόμαστε και να δημιουργούμε. Η κινητήρια δύναμη παραμένει, αλλά αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε μια εποχή όπου η αντίσταση υπερισχύει της εφευρετικότητας.
N.T.: Γιατί οι προοδευτικοί δεν κατάφεραν να προβλέψουν αυτή την κίνηση;
J.R.: Στην πραγματικότητα, η αντεπανάσταση ξεδιπλώθηκε αργά, βήμα βήμα. Τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν με καθυστέρηση: η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η μεταφορά επιχειρήσεων σε άλλες χώρες, η καταστροφή της κοινωνικής αλληλεγγύης και η ιδιωτικοποίηση της ζωής μέσω νέων μορφών υποταγής που υπαγορεύονται από τη λεγόμενη «άυλη» οικονομία.
Οι άνθρωποι απέτυχαν να παρατηρήσουν πώς η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση μετατράπηκε σε μια απόλυτη επιθυμία κυριαρχίας σε σώματα και μυαλά, και πώς η προσπάθεια για μείωση του κόστους συγχωνεύτηκε με ιδεολογίες ταυτότητας και με ένα πάθος για τον αποκλεισμό των ανεπιθύμητων.
Αυτή η σύγκλιση επισκιάστηκε από διάφορα προπετάσματα καπνού: την εικόνα μιας «φιλελεύθερης» οικονομίας που καθοδηγείται από το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά υποτίθεται ότι ευθυγραμμίζεται με την ελευθερία στον τρόπο ζωής· τον ρόλο των λεγόμενων «σοσιαλιστικών» κομμάτων σε αυτούς τους μετασχηματισμούς, που καθιστούσαν πιο δύσκολη την αναγνώριση του προσώπου του εχθρού· και τις εκστρατείες «αριστερών» διανοουμένων που κατηγόρησαν για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κυριαρχίας τις ανεξέλεγκτες ορέξεις του δημοκρατικού ανθρώπου.
N.T.: Στη Γαλλία, υποστηρίζετε ότι αυτή η αντίδραση έχει λάβει τη μορφή ενός είδους ρεπουμπλικανισμού, του οποίου οι μάχες επικεντρώνονται στην υπεράσπιση του “laïcité” –της γαλλικής έννοιας για τον κοσμικό χαρακτήρα– και την οποία περιγράφετε στο Les Trente inglorieuses [Τα Τριάντα Αδόξαστα Χρόνια, 2022, αμετάφραστο] ως την «ακροδεξιά της αριστεράς». Ποια ευθύνη φέρουν ορισμένοι διανοούμενοι για αυτή τη στροφή προς τα άκρα;
J.R.: Στη Γαλλία, φέρουν σημαντική ευθύνη για την κατάρρευση της αριστερής φιλοσοφίας. Ενώ η κυρίαρχη ομάδα εφεύρισκε συνεχώς νέα όπλα, αυτοί οι διανοούμενοι ισχυρίζονταν ότι ο θανάσιμος κίνδυνος ήταν η απεριόριστη προώθηση της ισότητας. Δημιούργησαν επίσης μια νέα έννοια του laïcité που επιβλήθηκε στα άτομα και συνδέθηκε με την ενδυμασία, παρ’ όλο που η πραγματική, ιστορική laïcité οριζόταν απλά από την ουδετερότητα του κράτους και του εκπαιδευτικού του συστήματος.
Με αυτόν τον τρόπο, προσάρμοσαν στις δυνάμεις της αντίδρασης τα νέα ενδύματα του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας. Συνέβαλαν στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας μίσους που άνοιξε τον δρόμο για αυτές τις δυνάμεις. Δημιούργησαν μια ρητορική που τους επιτρέπει να καταδικάζουν κάθε προσπάθεια αντίστασης σε αυτή την αντιδραστική επίθεση ως αντισημιτική και «ισλαμο-αριστερή» [ένας νεολογισμός που χρησιμοποιείται στη γαλλική πολιτική για να δηλώσει την υποτιθέμενη εγγύτητα των αριστερών ιδεολογιών με το Ισλάμ ή ακόμα και τον ισλαμισμό].
N.T.: Γιατί πιστεύετε ότι τα επεξηγηματικά μοντέλα της «προοδευτικής συλλογιστικής» δεν λειτουργούν πλέον για την κατανόηση του τι συμβαίνει;
J.R.: Σύμφωνα με τις προοδευτικές ιδέες, τα φαινόμενα που αντιβαίνουν στις πεποιθήσεις τους προέρχονται πάντα από τα καθυστερημένα στοιχεία της κοινωνίας, δηλαδή από εκείνα που έχουν μείνει πίσω ή έχουν ξεχαστεί από την πρόοδο. Το πρόβλημα θεωρείται πάντα ότι προέρχεται από-τα-κάτω. Ο φασισμός απεικονίζεται ως η εξέγερση των αγροτών που έχουν κολλήσει στο παρελθόν, της μικρής μπουρζουαζίας που έχει κατακλυστεί από την ιστορία ή των εργατών που έχουν εκτοπιστεί από την τεχνολογία. Λέγεται ότι ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία μέσω των άνεργων μαζών που κατέκλυζαν τους δρόμους. Ο Τραμπ απορρίπτεται επειδή λογίζεται σαν εκπρόσωπος των «λευκών σκουπιδιών» από πρώην βιομηχανικές περιοχές και ούτω καθεξής.
Κι όμως. Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία από τους κυρίαρχους κύκλους της Γερμανίας, και το σημερινό φασιστικό κύμα έχει ενορχηστρωθεί από δισεκατομμυριούχους που επιθυμούν να εξαλείψουν όλα τα εμπόδια στην κυριαρχία τους – δισεκατομμυριούχους που, μέσω των μέσων ενημέρωσης που δημιούργησαν ή αγόρασαν, έχουν κατασκευάσει το ίδιο το κοινό που τώρα συσπειρώνεται πίσω τους.
«Ο λαός» δεν υπάρχει ως μία έτοιμη οντότητα. Υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστικοί τρόποι για να συγκροτηθεί ένας λαός: μέσω κοινών αγώνων και αλληλεγγύης, αλλά και μέσω της δυσαρέσκειας και της χειραγωγημένης κοινής γνώμης. Σήμερα, ο λαός που τροφοδοτείται από τη δυσαρέσκεια που κατασκευάζουν οι δισεκατομμυριούχοι κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα.
N.T.: Σε μια διάλεξη που δόθηκε στις 14 Μαΐου στο Maison de la Poésie στο Παρίσι με τίτλο «Η Δύναμη του Συναισθήματος», υποστηρίξατε ότι οι υποθέσεις της κοινωνικής επιστήμης είναι συνυφασμένες με την άνιση τάξη πραγμάτων στον κόσμο. Είναι ο τραμπισμός και αυτό που οι συντηρητικοί αποκαλούν “woke” οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;
J.R.: Δεν είπα ότι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Απλώς τόνισα την ιστορικά παρατηρήσιμη εξέλιξη της κοινωνικής επιστήμης. Κάποτε, στόχευε στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων όχι μόνο για να καταγγείλει τις ανισότητες αλλά και για να παράσχει τα μέσα για την καταπολέμησή τους – είτε επαναστατικά είτε μεταρρυθμιστικά μέσα.
Ωστόσο, το γεγονός είναι ότι, ενώ ισχυριζόταν ότι ήταν κριτική, η κοινωνική επιστήμη σταδιακά εγκατέλειψε αυτή τη φιλοδοξία. Τώρα περιγράφει όλες τις πτυχές της κυριαρχίας. Μπορεί να τις καταγγέλλει. Αλλά η δύναμή της δεν πάει παραπέρα. Στην καλύτερη περίπτωση, προσφέρει την ψευδαίσθηση της γνώσης – στην πραγματικότητα απλώς το αίσθημα ότι κάποιος είναι ανώτερος από εκείνον που τη στερείται. Κι εδώ, η αυταρέσκεια όσων χλευάζουν την άγνοια και τα λάθη του Τραμπ αντικατοπτρίζει ακριβώς τη δική του αντίστοιχη αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στους ηλίθιους που δεν ξέρουν πώς να βγάζουν χρήματα.
Κατά μία έννοια, πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη σύγκλιση. Αλλά ίσως είναι και καθοριστική: Όλα ξεκινούν με μια υπόθεση ισότητας ή ανισότητας. Η κυρίαρχη κοινωνική επιστήμη ξεκινά σαφώς από την τελευταία, βασίζοντας τη συλλογιστική της όχι σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι απλοί άνθρωποι αλλά σε αυτό που δεν μπορούν.
N.T.: Γι’ αυτό η λογοτεχνία, όπως τα μυθιστορήματα του Τσέχωφ, στα οποία έχετε αφιερώσει ένα πρόσφατο βιβλίο, Au loin la liberté [Απόμακρη Ελευθερία, 2024], είναι τόσο σημαντική; Και γιατί μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από αυτό που αποκαλείτε «θλίψη της γνώσης»;
J.R.: Η «θλίψη της γνώσης» είναι το επακόλουθο της επιστημονικής πίστης. Γνωρίζουμε τα πάντα για το πώς λειτουργεί η κυριαρχία. Αλλά αυτή η γνώση δεν παρέχει πλέον κανένα όπλο εναντίον της. Αντίθετα, μας ενθαρρύνει να υποταχθούμε στην αναγκαιότητα των πραγμάτων, με τη μόνη παρηγοριά ότι γνωρίζουμε αυτό που οι αδαείς δεν γνωρίζουν και μπορούμε να κοιτάμε αφηρημένα τις δυνάμεις που μας κοιτάζουν αφηρημένα.
Τα γραπτά του Τσέχωφ μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από αυτή τη λογική της υποταγής. Απορρίπτει τις μεγάλες αλυσίδες αιτίας και αποτελέσματος που εξηγούν τη δουλεία και τις θεωρίες που ισχυρίζονται ότι θα είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν αλλάξει η ίδια η βάση της κοινωνίας. Ενάντια στον επιστημονισμό [μια πεποίθηση του 19ου αιώνα ότι η επιστήμη είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μόνος, τρόπος για να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια για τον κόσμο] της εποχής του, πίστευε ότι η δουλεία είναι αυτο-διαιωνιζόμενη. Πρώτα και κύρια, πηγάζει από τον φόβο του άγνωστου εδάφους της ελευθερίας και από την αποδοχή μιας πορείας του χρόνου όπου κάποιος γνωρίζει ήδη τι αναμένεται.
Ο Τσέχωφ μάς λέει ότι η ελευθερία μπορεί να είναι μακριά αλλά, έστω από αυτή την απόσταση, μας καλεί να αλλάξουμε τη ζωή μας. Ο ίδιος ζωγραφίζει χαρακτήρες σε συνθήκες όπου οι ζωές τους θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν αν έκαναν το άλμα. Και ακόμα κι αν αποφεύγουν αυτό το κάλεσμα για ελευθερία, αυτός συνεχίζει να τους συνοδεύει, αντιμετωπίζοντάς τους ως άτομα που θα μπορούσαν να είναι ελεύθερα. Σε αυτό, αντιτίθεται ριζικά στην ατμόσφαιρα περιφρόνησης που, σήμερα περισσότερο από ποτέ, συμβαδίζει με τον φόβο. Μας βοηθά να καταλάβουμε ότι η δύναμη να αλλάξεις τη ζωή ξεκινά πάντα με μια ορισμένη άρνηση της γνώσης.
N.T.: Δεν βιώνουμε επίσης μια περίοδο πνευματικής δημιουργικότητας και πειραματισμού υπέρ της ισότητας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού κινήματος;
J.R.: Πράγματι, ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός έχει επεκτείνει και ενισχύσει την εναλλακτική παράδοση της δημιουργίας νέων τρόπων ζωής, εργασίας, κατοίκησης, καλλιέργειας της γης, διατροφής και μοιράσματος πλούτου και ευθύνης. Τέτοιες ιδέες έχουν εξαπλωθεί σε κάθε τομέα, ωθώντας σε μια επανεξέταση των μορφών κυριαρχίας και χειραφέτησης.
Δεν πιστεύω όμως ότι οι μερικές αναλύσεις που προέκυψαν από αυτές τις προσπάθειες μάς έχουν επιτρέψει να αναπτύξουμε μια ολοκληρωμένη κατανόηση της κατάστασής μας ή της συλλογικής ικανότητας να σφυρηλατήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον. Οι κύριες συνθέσεις που έχουν αντικαταστήσει τη μαρξιστική σύνθεση, όπως αυτή του Μπρούνο Λατούρ (1947-2022), δεν έχουν δημιουργήσει καμία πολιτική ορμή ικανή να καταπολεμήσει την κυριαρχία.
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας σημαντικής αντιστροφής. Οι αγώνες των δύο προηγούμενων αιώνων οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι μικρές ουτοπικές κοινότητες που ήθελαν να αλλάξουν τη ζωή άμεσα ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία και ότι μόνο η προοπτική μιας παγκόσμιας αναταραχής ήταν ρεαλιστική. Σήμερα, η αίσθηση είναι μάλλον ότι μόνο οι μικρές κοινότητες προσφέρουν πραγματικές δυνατότητες για αλλαγή και ότι η ιδέα της παγκόσμιας αναταραχής έχει γίνει ουτοπική.
N.T.: Απέναντι σε έναν φαινομενικά αποκλεισμένο ορίζοντα, τι μπορούν να ελπίζουν σήμερα όσες-όσοι επιθυμούν να αντιταχθούν σε αυτή την εθνικιστική και βασισμένη στην ταυτότητα οπισθοδρόμηση;
J.R.: Πάντα έλεγα ότι η ελπίδα εξαρτάται λιγότερο από ένα όραμα για τον στόχο που πρέπει να επιτευχθεί και περισσότερο από την εμπιστοσύνη που πηγάζει από τις ενέργειες του παρόντος. Βλέπω μόνο φρίκη όταν σκέφτομαι τα λόγια και τις πράξεις των σημερινών κυρίων του κόσμου, αλλά βλέπω επίσης, παντού, άνδρες και γυναίκες που θέλουν να ζήσουν ως ίσοι, που διεκδικούν το ίσο δικαίωμα όλων των ανθρώπων και που είναι ταυτόχρονα αποφασισμένοι να καταπολεμήσουν την επικρατούσα αδικία, να βοηθήσουν τα θύματά της και να διασφαλίσουν ότι η Γη θα παραμείνει κατοικήσιμη για τις μελλοντικές γενιές.
Βλέπω τη γενναιοδωρία, την εφευρετικότητα και το θάρρος να εκδηλώνονται σε χιλιάδες μορφές. Ο Ζοζέφ Ζακοτό (1770-1840), ο φιλόσοφος της πνευματικής χειραφέτησης, πίστευε ότι ο κοινωνικός μηχανισμός ήταν καταδικασμένος στην ανισότητα. Ωστόσο, πίστευε ότι ήταν δυνατό για κάθε άτομο σε αυτή την άνιση κοινωνία να ζει ως ίσος.
Παρότι δεν κάνω προβλέψεις για το μέλλον της κοινωνίας, πιστεύω ότι αυτό το παράδοξο της χειραφέτησης είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου