Λογότυπο: Made in GERMANY
(από την "καθημερινή")
Ένα πρόσφατο άρθρο στην Καθημερινή έρχεται να υποστηρίζει ότι “Ηλθε η ώρα του «βελούδινου» Grexit” επιβεβαιώνοντας με ένα διαφορετικό τρόπο αυτό που είχε πει από τον Αύγουστο του 2015 ο Βαρουφάκης στη «Le Monde»: Το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας θα οδηγήσει σε Grexit.
Οι πρόσφατοι υποστηρικτές αυτής της προοπτικής υποστηρίζουν ανοικτά ή υπαινίσσονται ότι αυτή η αλλαγή οφείλεται σε μια διαφαινόμενη στρατηγική στροφή της Γερμανίας εν σχέσει με το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Όμως η στρατηγική του Γερμανικού κράτους παραμένει η ίδια από την εποχή της καθιέρωσης του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος. Σε κάποιες κρίσιμες πλευρές αυτής της πολιτικής είχαμε αναφερθεί εδώ (Μάρτης 2015):
Από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα, ο Σόιμπλε, άμεσα ή έμμεσα πολλές φορές είχε διατυπώσει με τον κυνικό τρόπο που οι μαφιόζοι εκφράζουν τις απόψεις τους, την θέση ότι μια «πατριωτική λύση» για την χώρα μας θα ήταν η εκούσια έξοδος από ευρώ, συμπληρώνοντας ότι αν αποκτήσετε δικό σας νόμισμα αυτά τα μέτρα που σας επιβάλουμε, όπως για τις μειώσεις των μισθών και συντάξεων, θα τα πάρετε μόνοι σας με την υποτίμηση του νομίσματος αλλά και με άλλους παρόμοιους τρόπους που τελικά θα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Όσο το καθυστερείτε, τόσο το χειρότερο για σας...
Οι Γερμανοί κάνουν αυτό ακριβώς που έκαναν και στην Γιουγκοσλαβία, το ίδιο που κάνουν και οι Κινέζοι στην Αφρική. Δεν στοχεύουν να “διαλύουν” ακόμα και κράτη όπως κάνουν οι Αμερικάνοι (με τα όπλα) για να διεκπεραιώσουν τα πολιτικά τους σχέδια. Παίρνουν αυτά που θέλουν με άλλους τρόπους. Επομένως, η “ρήξη” ως διακρατικό συμβάν με τις πολιτικές του Γερμανικού κράτους δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά που που έχει με τις στρατηγικές πολιτικές των ΗΠΑ. Η ΕΕ και η ΟΝΕ δεν είναι η πεμπτουσία της στρατηγικής του Γερμανικού Κράτους, μέσω της οποίας εξυπηρετούνται τα “γερμανικά συμφέροντα”. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι Γερμανοί βιομήχανοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις επενδύσεις τους στην Κίνα και στις χώρες του πρώην "υπαρκτού" σοσιαλισμού παρά για της χώρες της ΟΝΕ. Η παραμονή ή η έξοδος της χώρας μας από την ΟΝΕ, αν πριν από τα μνημόνια πιθανόν να είχε κάποιες δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία τους, μετά το το μνημόνιο αυτές έχουν αρθεί...
Όμως το μεγάλο τμήμα της δική μας “αντικαπιταλιστική Αριστερά” έκλεινε τα μάτια της απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, γιατί σε συμβάδιζε με τις δική της πολιτική, πολιτική που έθετε ως ως τους κεντρικούς στόχους ενός “μεταβατικού προγράμματος”, ιεραρχημένους πρώτους την τάξη, την έξοδο από την ΟΝΕ και τη ΕΕ. Η στοχοθεσία αυτή δεν προέκυπτε από κάποια ανάλυση της συγκυρίας, αλλά κυρίως από μια μικροπολιτική συσχετισμών εντός της παραδοσιακής αριστεράς, η οποία προσπαθούσε να οριοθετήσει την “αντικαπιταλιστική” της ταυτότητα κυρίως ως πολιτική κρατικής διαχείρισης και όχι ως μια πολιτική των μαζών ενάντια στο κράτος και τις πολιτικές του.
Η αμηχανία αυτής της Αριστεράς έγινε ακόμα πιο φανερή όταν η Λεπέν υποσχέθηκε στον Γαλλικό λαό ότι αυτό που αυτή η Αριστερά χαρακτηρίζει ως “μεταβατικό πρόγραμμα” για τον σοσιαλισμό, κάλλιστα μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος...
Η μόνη δικαιολογία που πρόβαλε ήταν ότι με την Λεπέν συντάσσονται μερίδες της αστικής γαλλικής τάξης, ενώ στην χώρα μας δεν συμβαίνει αυτό. Και εδώ όμως κάνει λάθος. Αυτές οι πολιτικές δεν διεκπεραιώνονται από την αστική τάξη αλλά από το κράτος. Ο εγγυητής για την αναπαραγωγή και την επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης στους κοινωνικούς σχηματισμούς δεν είναι η αστική τάξη αλλά το κράτος. Ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε μια μέρα χωρίς το κράτος, αφού οι καπιταλιστές εκτός των άλλων δεν μπορούν να ρυθμίσουν μόνοι τους ούτε καν τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Επίσης η “κεφαλαιακή σχέση” δεν αφορά μόνον την αστική τάξη και τον κόσμο της εργασίας αλλά το σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού και διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και μορφών παραγωγής και κατανάλωσης...
Παραθέτουμε το άρθρο της Καθημερινής, η οποία κάθε άλλο παρά “αντικαπιταλιστική” και “αριστερή” άποψη εκφράζει και αφήνουμε τους αναγνώστες μας να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα:
Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή»
της Aλεξάνδρα Μιχαηλίδου-Stevens
Άποψη: Ηλθε η ώρα του «βελούδινου» Grexit
Η επιπόλαιη απόφαση του πρωθυπουργού να προσφέρει προσφάτως μποναμά στους χαμηλοσυνταξιούχους, έδωσε αφορμή στους θεσμούς να ρίξουν την ευθύνη για την καθυστέρηση της αξιολόγησης στην Αθήνα, θάβοντας τη δύσπεπτη αλήθεια: ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας δεν αποτελεί προτεραιότητα της Ευρώπης.
Οχι μόνο ήταν η αναστολή των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους δυσανάλογη της εμβέλειας των ανακοινωθέντων μέτρων. Κυρίως, η επιμονή της Γερμανίας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για μία δεκαετία, δηλαδή η απαίτηση να λάβει η Ελλάδα μέτρα της τάξεως των 4,5 δισ. ευρώ «τώρα», ώστε ο Γερμανός φορολογούμενος να αποπληρωθεί πλήρως το 2055 αντί για το 2045, είναι σουρεαλιστική. Είναι και εξοργιστική.
Η Ελλάδα έχει ήδη κατορθώσει μια γενναία δημοσιονομική προσαρμογή, κατά 16% του ΑΕΠ, φτάνοντας σε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τέταρτο. Δεν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή, πόσο μάλλον τα 4,5 δισ. που ζητούν Γερμανία - ΔΝΤ. Αυτό που χρειάζεται είναι έμφαση στις δομικές μεταρρυθμίσεις, στην ποιότητα της οικονομικής διαχείρισης και στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Ομως, για καθαρά εσωτερικούς λόγους, οι θεσμοί εξακολουθούν να απαιτούν δημοσιονομικούς στόχους που καμία δημοκρατική κυβέρνηση που σέβεται τη λογική και τον άνθρωπο δεν πρέπει να δεχθεί. Ούτε καν για το 2018.
Μετά το αποτυχημένο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ο κ. Σόιμπλε αναφέρθηκε στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ως ένα από τα σενάρια που ακόμα συζητιούνται. Ισως να είναι ο μόνος τρόπος να πουλήσει στους Γερμανούς την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ηλθε η ώρα να εξετάσουμε σοβαρά την πρότασή του.
Σίγουρα το ενδεχόμενο Grexit προκαλεί ανησυχία στους Ελληνες για ευνόητους λόγους: εδώ και χρόνια οι πολιτικοί ηγέτες υπήρξαν ανώριμοι, απροετοίμαστοι και, όπως φάνηκε το καλοκαίρι του 2015, ακόμα και αυτοκαταστρεπτικοί. Αυτό επέβαλε τη λήψη καίριων οικονομικών αποφάσεων από ξένους τεχνοκράτες. Ομως, μια φιλική έξοδος από το ευρώ, με την «ευλογία» της Γερμανίας, θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για ανάπτυξη, αρκεί να δημιουργηθούν κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις:
Πρώτον, χρειάζεται μια κυβέρνηση συναίνεσης, πολυκομματική, με φιλόδοξο αναπτυξιακό και μεταρρυθμιστικό όραμα, εξαίρετη οικονομική ομάδα και ενιαίο μέτωπο προς τους Eυρωπαίους εταίρους της. Αυτό είναι sine qua non: δεν υπάρχει πλέον χρόνος για να μποϊκοτάρει η αντιπολίτευση τις μεταρρυθμίσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, πουλώντας στον λαό ψέματα, όταν πρόκειται να πάρει τα ίδια «μνημονιακά» μέτρα με το που θα εκλεγεί. Αυτή είναι συμπεριφορά αποτυχημένου κράτους και οι Ευρωπαίοι συνομιλητές μάς αντιμετωπίζουν αναλόγως. Είναι ώρα να αποφασίσουν οι Ελληνες εάν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν.
Δεύτερον, μια τέτοια κυβέρνηση θα πρέπει να αποκτήσει γρήγορα αξιοπιστία στον δημοσιονομικό χώρο, ώστε να μη δοθεί η εντύπωση ότι η έξοδος από το ευρώ είναι αφορμή για πληθωριστικές και λαϊκιστικές πολιτικές. Ενα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η συνταγματική υιοθέτηση ενός διαφανούς και φιλόδοξου «δημοσιονομικού κανόνα» (fiscal rule). Αυτός θα καθορίζει ένα ελάχιστο πρωτογενές πλεόνασμα του 1,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα 15 χρόνια, με ξεκάθαρους κανόνες για τις εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. γεωπολιτικό πλήγμα) που θα επέτρεπαν εκτροπές. Οποιαδήποτε υπεραπόδοση από το 1,5% θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εν μέρει για να αποπληρωθεί μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους στην Ε.Ε. και εν μέρει για δομικές επενδύσεις.
Τρίτον, η δημιουργία εργασίας και η ανάπτυξη πρέπει να γίνουν αυτοσκοπός. Εφόσον η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, με περιορισμένη εσωτερική αγορά, πρέπει να «δανειστεί» μοντέλα ανάπτυξης από πετυχημένες χώρες με παρόμοιο προφίλ. Αυτά δείχνουν τη σημασία της οικονομικής εξωστρέφειας με έμφαση στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές υπηρεσιών. Δεν είναι μόνο ο τουρισμός, η ναυτιλία ή το real estate. Υπάρχουν περιθώρια να αναπτυχθούν «εξαγωγικοί» κλάδοι στην παιδεία, στην ιατρική, στο software development, στα logistics κ.ο.κ. Για αυτό, όμως, θα πρέπει να σπάσουν κάποια ταμπού, κυρίως όσον αφορά την ανάμειξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε αυτούς τους τομείς.
Τέταρτον, η αγορά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σύμμαχος και όχι ως εχθρός. Εδώ και επτά χρόνια, η Ελλάδα βασίζεται στην «ελεημοσύνη» της Ευρώπης προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί: πάντα, κάποια από τα ανταλλάγματα γι’ αυτήν την εξάρτηση θα καθορίζονται από τα πολιτικά συμφέροντα των δανειστών, με το οικονομικό συμφέρον της χώρας σε δεύτερη μοίρα. Αντιθέτως, η αγορά είναι ένας ουδέτερος χρηματοδότης, θέτοντας ως μόνον όρο τη δίκαιη ανταμοιβή για το ρίσκο που παίρνει. Εναπόκειται λοιπόν σε κάθε κυβέρνηση να υιοθετήσει μέτρα που να λιγοστεύουν τον επενδυτικό κίνδυνο, ώστε να μπορεί να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια.
Tέλος, για όσους πιστεύουν ακόμα ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, υπό τους όρους της Ευρώπης, είναι προτιμότεροι, καλούνται να σκεφτούν το εξής: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά. Εφόσον κράτη όπως η Γερμανία δεν αναγνωρίζουν το επείγον της κατάστασης, στον απόηχο του Brexit και του ιταλικού δημοψηφίσματος, το ευρώ δεν πρόκειται να υπάρχει στη σημερινή του μορφή σε μερικά χρόνια.
Η Ελλάδα πρέπει να θωρακιστεί οικονομικά, με ή χωρίς ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται με τις λιγότερες δυνατόν συνέπειες. Εάν η έξοδος από το ευρώ είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει μια λογική δημοσιονομική αυτονομία σύντομα, ας δεχθούμε την πρόσκληση του κ. Σόιμπλε μετά χαράς
bankingnews.gr:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιστροφή στην δραχμή θα σήμαινε εθνική αυτοκτονία για 16 λόγους - Ακραίες υποτιμήσεις και καθολική φτωχοποίηση