ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Τα ανησυχητικά επιχειρήματα του γερμανικού νεοπατριωτισμού



Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1990· και μας επιτρέπεται να πούμε ότι είναι ένα σημαντικό κείμενο. Όχι μόνο επειδή υπογράφεται από τον André Gisselbrecht (1927-2006), ιστορικό, θεατρικό κριτικό και μεταφραστή, άριστο γνώστη των ρευμάτων, των αντιθέσεων και των τάσεων του γερμανικού πολιτισμού, ανανεωτικό κομμουνιστή και δάσκαλο στο πανεπιστήμιο Paris-VIII. Αλλά και επειδή, μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων, παρουσιάζει τις ιστορικές διαδικασίες που οδήγησαν στην ανάδυση της σύγχρονης γερμανικής ακροδεξιάς και στην ιδιάζουσα διασύνδεση του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού εθνικισμού με τον λεγόμενο «ευρωπαϊσμό». Από τις παραδόσεις που αφομοίωσε και συνάρθρωσε, κεντρικό ρόλο σ’ αυτό κατέχει η γερμανική Χριστιανοδημοκρατία· κόμβος αυταρχικής εμβάθυνσης, εκφασισμού και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς του γερμανικού κεφαλαίου. Υπό το φως της επικαιρότητας, από τους πρωτοφασιστικούς Pegida μέχρι την «ατμομηχανή» του Σόιμπλε, αξίζει να (ξανα)διαβαστεί και να κατανοηθεί κριτικά αυτό το κείμενο του Gisselbrecht

Αναδημοσίευση από το REDNoteBook
του André Gisselbrecht
Μετάφραση από τα γαλλικά: Νίκος Σκοπλάκης

Προκάλεσαν κατάπληξη οι αυτοκρατορικοί και εξευτελιστικοί τρόποι του Χέλμουτ Κολ στο ζήτημα της γερμανικής ενοποίησης. Ορισμένοι είχαν δίχως αμφιβολία ξεχάσει πως πολύ πριν από την κατάρρευση του κόμματος-κράτους και της στρατοπεδικής οικονομίας στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) είχε επισυμβεί αυτό που αποκαλούμε «Wende»: η δεξιά στροφή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ), με την έλευση στην εξουσία του συνασπισμού μεταξύ της CDU, του αδελφού βαυαρικού κόμματος CSU, των φιλελευθέρων δημοκρατών της FDP και τον Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία.


Η γερμανική δεξιά δοκίμασε τότε την ανάγκη να θεωρητικοποιήσει το «γερμανικό ζήτημα»· είδαμε να παρουσιάζονται επιτήδειοι και λόγιοι «σύμβουλοι του ηγεμόνα», ιδιαιτέρως οι ιστορικοί Μίχαελ Στίρμερ και Βέρνερ Βάιντενφελντ. Η μελέτη των γραπτών τους είναι πολύ διδακτική, καθώς βρίσκουμε τα ουσιώδη στοιχεία τους σε ορισμένους πολύ επίσημους λόγους του καγκελαρίου· για παράδειγμα στον «απολογισμό για την κατάσταση του έθνους» στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο.

Αυτή η αξίωση επιστημονικότητας δεν υπήρχε στις παλιές ομαδώσεις της δεξιάς, όπως οι σύνδεσμοι προσφύγων από την ανατολική Ευρώπη με «το δικαίωμα στην πατρίδα» (Heimatrecht), οι οποίοι ενσαρκώνουν έναν εθνικισμό παλαιού τύπου.

Ο νέος, πάλι, αρθρώνεται σε μια πληθώρα βιβλίων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει για τη σπουδαιότητά της η συλλογή ποικίλων εμπνεύσεων υπό την επιμέλεια του Βάιντενφελντ, «Η γερμανική ταυτότητα σήμερα»[1], αλλά και με την άνθιση ιδρυμάτων μελετών (Weikersheim, Thulé κ.α.), που έρχονται να προστεθούν στο παλιό ίδρυμα Αντενάουερ. Η θεματολογία του «γερμανικού ζητήματος», της «γερμανικής συνείδησης», της «γερμανικής ταυτότητας» τέθηκε έτσι σε σχεδόν εμμονική ισχύ. Υπό το φως μερικών αντιπροσωπευτικών παραθεμάτων, αντιλαμβανόμαστε ότι η στόχευση της CDU/CSU υπερβαίνει κατά πολύ τις μέριμνες εκλογικής τακτικής, που της αποδίδονται γενικά· ότι οι διαφωνίες ανάμεσα στον καγκελάριο και τον αντικαγκελάριο και υπουργό των Εξωτερικών, Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, εκφράζουν έναν ιδεολογικό διαχωρισμό στο πλαίσιο αυτού του νέου εθνικισμού, ανάμεσα σε μια μετριοπαθή και σε μια επιθετική πτέρυγα.

Στη Γερμανία, είναι απαραίτητο να ξέρουμε ποιός είναι ο φορέας της «εθνικής ιδέας». Από το 1871, ο πληθυσμός έχει συνηθίσει να βλέπει τις συντηρητικές δυνάμεις σ’ αυτόν τον ρόλο, αλλά εφεξής η σοσιαλδημοκρατία ακολουθεί τον βηματισμό τους, έστω κι αν τον επιβραδύνει. Αυτό, λοιπόν, που είχε σημασία για τον καγκελάριο Μπίσμαρκ δεν ήταν η «μικρογερμανική» λύση που απέκλειε την Αυστρία, αλλά οπωσδήποτε η «Πρωσία-Γερμανία». Θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι αυτό που έχει σημασία για τον καγκελάριο Κολ είναι η «ΟΔΓ-Γερμανία». Ο σοσιαλδημοκράτης Χορστ Έμκε έγραφε από το 1979: «η γλωσσική και διανοητική σύγχυση επισύρουν τον κίνδυνο να πέσει για μια ακόμα φορά το γερμανικό ζήτημα στα κακά χέρια ενός νέου «deutsch-national» φρονήματος ή τουλάχιστον ενός ομοσπονδιακού (bundesdeutsch) εθνικισμού»[2]. Στον αντίποδα, ο Βάιντενφελντ τον επιβεβαιώνει χωρίς περιστροφές, γράφοντας: «όποιος κυριαρχεί πολιτικά στο θέμα της γερμανικής ταυτότητας, έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα στη διαμάχη για την εξουσία».

Πρώτο διάβημα αυτού του ρεύματος: να επιστήσει την προσοχή ενάντια σε κάθε ιδέα ομοσπονδιακού πατριωτισμού. Κυρίαρχη είναι η ιδέα ότι οι έννοιες του «έθνους» και του «εθνικού ζητήματος» δεν εφαρμόζονται κατά πρώτο λόγο στην ΟΔΓ, αλλά σε μια Γερμανία «στο σύνολό της», μια «Gesamtdeutschland» λίγο ή πολύ φαντασιακή. Ποιό είναι, λοιπόν, το έθνος για το οποίο μιλούν και ορισμένες φορές συγχέεται με την εθνότητα; Για να αποφευχθεί ο πειρασμός του «πολιτισμικού έθνους» (Kulturnation), επανέθεσαν σε κυκλοφορία τον σχεδόν μη μεταφράσιμο όρο «Staatsvolk» («λαός ενός μοναδικού κράτους», συγκεκριμένα το άθροισμα ΟΔΓ και ΛΔΓ). Από το 1978, οι υπουργοί Πολιτισμού είχαν δημοσιεύσει κατευθυντήριες για τη διδασκαλία του «γερμανικού ζητήματος», όπου διαβάζουμε: «το γερμανικό έθνος εξακολουθεί να υφίσταται ως κοινότητα γλώσσας και πολιτισμού, αλλά επίσης ως Staatsvolk, που ακόμα δεν έχει κοινό κράτος». Επαναλαμβάνεται, άλλωστε, ότι το γερμανικό έθνος υφίσταται, επειδή υφίσταται το παλιό Ράιχ- η ΟΔΓ δηλώνει αποκλειστική κληρονόμος- και η εισαγωγή του συντάγματος το προεικονίζει. Το μουσείο της ιστορίας της ΟΔΓ στη Βόννη επινοήθηκε με καθήκον να αφυπνίσει την «εθνική συνείδηση»: μεταδίδοντας την ιστορία από το 1945, πρέπει να προτρέπει σε στοχασμό του «χωρισμένου έθνους». Τα ρεύματα που συναπαρτίζουν τον νέο εθνικισμό, είναι αυτά που μιλούν για «συνείδηση» και «εθνική ταυτότητα»· αλλά η διαμόρφωση «εθνικής ταυτότητας» είναι δυνατή με πληρότητα και διάρκεια, μόνο μόλις πραγματοποιηθεί η ενότητα του έθνους.

Μ’ αυτόν τρόπο εξηγείται ο προσανατολισμός στην Ανατολή (Ostorientierung) στην εξωτερική πολιτική της ΟΔΓ. Με την άφιξή του στην εξουσία, ο καγκελάριος Κολ εφάρμοσε ένα είδος διπλής γλώσσας· αφενός δήλωνε πιστός στην «ανατολική πολιτική» (Ostpolitik) και στις «Ostverträge» («ανατολικές συνθήκες») του Βίλυ Μπραντ: δύο κράτη, ένα έθνος.

Αφετέρου, απείχε από την καταδίκη της ομάδας «Ατσάλινο κράνος» (Stahlhelm), του έντονα ρεβανσιστή Άλφρεντ Ντρέγκερ, επί σειρά ετών προέδρου στην κοινοβουλευτική ομάδα της CDU. Στην πραγματικότητα, ο οικονομικός γίγαντας, αλλά μέχρι τώρα πολιτικός νάνος που ήταν η Γερμανία, εννοεί να γίνει και πολιτικός γίγαντας. Σύμφωνα με τον Μίχαελ Στίρμερ, σύμβουλο του καγκελαρίου Κολ και ένθερμο υποστηρικτή του γερμανικού νεοπατριωτισμού, πρόκειται περί «της προώθησης των συνεργασιών στα ανατολικά, χωρίς να ενσπείρεται η καχυποψία στη Δύση»· πρόκειται για τη στήριξη, με όλο το βάρος, στην ΕΟΚ, για να χαραχθεί μια ανεξάρτητη πολιτική (ο περίφημος «μοναχικός καβαλάρης»), που δεν θα φαίνεται ότι προδίδει την Ευρώπη· πρόκειται για τον προσδιορισμό του υπάρχοντος συσχετισμού ανάμεσα στη «σύνδεση με τη Δύση» (Westbindung) και στην «υπέρβαση της διαίρεσης», κρατώντας «ανοιχτό» το εθνικό πρόβλημα.

Επιπλέον, ας διαβάσουμε τον Βάιντενφελντ: «το έθνος ξαναγίνεται η ενδιάθετη επιφύλαξη σε σχέση με την Ευρώπη… Πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η παραίτηση από τη γερμανική πολιτική για έναν «ειδικό δρόμο» (Sonderweg) της Γερμανίας, δηλαδή τη σύνδεσή της με τη Δύση, είναι, τελικά, προσωρινή απόφαση»[3]. Η συνολική πολιτική της Βόννης σήμερα, σε σχέση με τη ΛΔΓ και την Πολωνία, περιέχεται σε τέτοιες φράσεις. Τουλάχιστον τούτος εδώ ανήκει στη μετριοπαθή πτέρυγα. Υπάρχουν πιο εξτρεμιστές, για παράδειγμα το γεράκι Ντρέγκερ που αναφέρθηκε ήδη, ο οποίος κηρύσσει ότι «το γερμανικό έθνος παραμένει μοιρασμένο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση», αλλά δεν λέει ξεκάθαρα ποιά εδάφη και ποιούς πληθυσμούς καλύπτει. Είναι αυτό που μπορεί να αποκληθεί «εθνικισμός της απελευθέρωσης». Οι πιο μετριοπαθείς στη δεξιά είναι οι «γκενσερικοί». Ό, τι διαφοροποιεί το φιλελεύθερο κόμμα (και τον Γκένσερ) από τον Χέλμουτ Κολ, είναι η σαφήνεια σχετικά με το τι πρέπει να ενοποιηθεί: για τους πρώτους, με βεβαιότητα, η ΛΔΓ και το Βερολίνο.

Ας δούμε τη διάκριση- επί της οποίας συμφωνούν ο Μπραντ και ο πρωθυπουργός της ΛΔΓ, Χανς Μόντρο- μεταξύ «ενοποίησης» και «επανένωσης». Την τελευταία φορά που η Γερμανία ενοποιήθηκε εδαφικά, έφτανε από το Κολμάρ στη Γαλλία μέχρι το Κένιξμπεργκ (το σημερινό Καλίνινγκραντ στη Ρωσία). Η ΟΔΓ και η ΛΔΓ δεν σχημάτισαν ποτέ ένα μοναδικό κράτος. Η ενοποίηση, λοιπόν, είναι των δύο κυρίαρχων κρατών, των οποίων η προσέγγιση δεν υπονοεί κάποια εδαφική τροποποίηση· η επανένωση δεν θα μπορούσε να είναι παρά η ανασύσταση ενός συνόλου που έχει ήδη υπάρξει. Στην πραγματικότητα, θα επρόκειτο για τη δημιουργία μιας καινούργιας οντότητας. Ο δυτικογερμανός πρόεδρος Βάλτερ Σέελ είχε έξοχα διατυπώσει το πρόβλημα από το 1978: «το καθήκον που κληροδοτεί στους επιγόνους μας ο θεμελιώδης νόμος- «να συμπληρώνουν μέσα από την αυτοδιάθεση την ενότητα και την ελευθερία της Γερμανίας»- δεν μπορεί να υλοποιηθεί υπό τη μορφή της παλινόρθωσης μιας κρατικής περιόδου στη γερμανική ιστορία (1870-1945)… Οι διατυπώσεις του θεμελιώδους νόμου αναδεικνύουν ότι το έθνος-κράτος παλαιού τύπου δεν είναι ο στόχος της αναζήτησής μας για ενότητα».

Οι σοσιαλδημοκράτες υποστήριξαν επί μακρόν αυτή την οπτική, την οποία ανευρίσκουμε ακόμα σε διανοούμενους όπως ο Γκίντερ Γκρας. Με την πολιτική του Κολ αναγόμαστε απλούστατα στην «αξίωση για αντιπροσώπευση όλων των Γερμανών» (Alleinvertretungsanspruch) του Αντενάουερ και των διαδόχων του. Η επιθετική πτέρυγα του «εθνικισμού της απελευθέρωσης» (Befreiungsnationalismus) θέτει ως αρχή ότι η διάπλαση του «έθνους» χρειάζεται εδαφικές ανατροπές. Η χρόνια επιμονή του καγκελαρίου Κολ σχετικά με το σύνορο Όντερ-Νάισε τον τοποθέτησε, τουλάχιστον προσωρινά, σε αυτό το στρατόπεδο. Εξαιτίας αυτού, ένας πολιτικός από την Πολωνία έλεγε το 1985 στην ΟΔΓ: «πώς μπορείτε να είστε συγχρόνως Ευρωπαίοι και να μην θέλετε να αναγνωρίσετε τα υπάρχοντα σύνορα;»[4]. Συμφωνούν, ωστόσο, στην εκτίμηση ότι αυτό θα οδηγούσε είτε σε πόλεμο, είτε στην ανταλλαγή μιας αδικίας (εκδίωξη των Γερμανών από τη Σιβηρία, την Πομερανία και τη Μαζουρία) με μια άλλη.

Να που ξαναμιλούν με ανάλογη ευχέρεια για «μέση Γερμανία» (Mitteldeutschland), ώστε να υποδηλώσουν την ΛΔΓ, υποθέτοντας ότι υπάρχει κάποια ανατολική Γερμανία, η οποία δεν ξέρουμε πού ακριβώς σταματάει. Και βλέπουμε να ξαναγεννιέται, πάνω στο μοτίβο της «χώρας του κέντρου» και της «κεντρικής θέσης» (Mittellage), η όρεξη για γεωπολιτική, ένας από τους κύριους οπαδούς της οποίας είναι ο Στίρμερ, σε σύνδεση με τον (όχι πάντα αθώο) ενθουσιασμό για την «Mitteleuropa». Ο Στίρμερ εκτιμά πως η γεωγραφική θέση της Γερμανίας της εμφυσά μια δυναμική, η οποία «ζυγιάζεται μεταξύ μιας δυτικής αποστολής και μιας άλλης, κεντρο-ευρωπαϊκής». Κατά τον Στίρμερ, το γερμανικό ζήτημα θα γίνει «το κεντρικό ευρωπαϊκό ζήτημα», στο οποίο πρέπει να συμπράξουν οι δυτικοί σύμμαχοι για να το αναδεχθούν, επειδή η Γερμανία «φέρει το βάρος της κεντρικής της θέσης». Διαβεβαιώνει ότι στην ΟΔΓ αυτή η προβληματική της «κεντρικής θέσης», η οποία συμβολίζεται από το Βερολίνο, έχει «εκ νέου μονοπωλήσει τις συνειδήσεις». Διότι το ίδιον της γεωπολιτικής είναι να υποτάσσεται η πολιτική σε «αντικειμενικούς» καταναγκασμούς γεωγραφικής φύσης, οι οποίοι αφήνουν ελάχιστο χώρο στην ελευθερία των ανθρώπων.

Δεν θα εκπλαγούμε που αυτό το εθνικιστικό κύμα διαβρώνει κάθε εγρήγορση για να «ξεπεραστεί το ναζιστικό παρελθόν», δηλαδή τον αντιφασισμό. Ο Στίρμερ μιλάει για «μυθολογία του αντιφασισμού»[5]. Βρισκόμαστε πάλι, με αυτόν τον τρόπο, σε ένα σύμπαν αντίληψης και πράξης, που αγνοεί τον Χίτλερ, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του. Αυτό το ρεύμα συνολικά διαμαρτύρεται που οι νικητές του 1945 επέβαλαν τις αξίες τους και τον τρόπο να γράφεται η ιστορία, αποστερώντας τους Γερμανούς από την «ουσία» τους και από τις παραδόσεις τους. Προκαλεί εξίσου κατάπληξη η απόλυτη αναισθησία για τα βάσανα που επιβλήθηκαν από τη Βέρμαχτ στους κατεχόμενους λαούς. Η Γερμανία που θέλει να επανενωθεί, σύμφωνα με τον Κολ, είναι μια Γερμανία με ήσυχη συνείδηση, η οποία προχωρά με το κεφάλι ψηλά. Ο ιστορικός Στίρμερ κάνει λόγο για «έξοδο από το ανάθεμα των ετών ’33-‘45»[6], πιο συγκαλυμμένη διατύπωση από εκείνη του μακαρίτη Φραντς-Γιόζεφ Στράους: «ένας λαός που εκπλήρωσε τέτοια επιτεύγματα, έχει δικαίωμα να μην του μιλάνε πια για το Άουσβιτς». Αυτή εδώ η «εθνική συνείδηση» και ο αντιναζισμός θα αλληλοαποκλειστούν;

Μένει να εξηγηθεί πώς άνθρωποι ανάμεσα «στους καλύτερους μαθητές της ευρωπαϊκής τάξης» έγιναν «μεγαλογερμανοί» ή παγγερμανιστές, σε ορισμένες περιπτώσεις. Η στάση μιας πολύ συγκεκριμένης αριστεράς- ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ[7], κάποιοι πρώην αριστεριστές, όπως και οι πολύ αμφιλεγόμενοι «εθνικοί επαναστάτες»- καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μια ιδιότητα περιορισμένη στην παραδοσιακή δεξιά. Είναι ολοφάνερο ότι οι πολιτικές ηγεσίες της δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν, χωρίς μια περισσότερο ή λιγότερο αυξητική κίνηση εθνικής ταυτότητας σε έκταση και βάθος. Η διαδοχή των γενεών έπαιξε κάποιο ρόλο. Η ανάγκη καθεαυτή είναι κάτι σύνηθες, αν δεν απαλλοτριωθεί από τους εθνικιστές και το «αδιάφθορο» έθνος τους.

Επί μακρόν, οι πολίτες της ΟΔΓ έζησαν την «εθνική αποστασιοποίηση». Κατά τη δεκαετία του ’70, εμφανίστηκε «η κούραση από την Ευρώπη» (Europamüdigkeit), διαδεχόμενη σε ορισμένους νέους ανθρώπους την αποτυχία των διεθνιστικών περιεχομένων. Ο Βάιντενφελντ διαπίστωνε, επίσης, ότι «αποδυναμώνεται το φαινόμενο της πρόσδεσης στην ηγέτιδα δύναμη της Δύσης» και ότι «κανένας δεν θα ήθελε να πεθάνει για την ΟΔΓ». Και ο Σαούλ Φριντλέντερ παρατηρεί αναφορικά με την 8η Μαΐου 1945- που για τον Κολ έφερε την «αντικατάσταση μιας δικτατορίας από μία άλλη» (ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, 1985)- ότι οι Γερμανοί της Δύσης «ξεφορτώνονται κομμάτι-κομμάτι την «αναδιαπαιδαγώγηση» που επιβλήθηκε από τους συμμάχους και αναζητούν να εκφράσουν ανεξάρτητα τα εθνικά τους συναισθήματα». Η στροφή στην ευημερία, στον «ευρωπαϊσμό», ακόμα και στον Τρίτο Κόσμο δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Ο σοσιαλδημοκράτης Έγκον Μπαρ είχε δίκιο να λέει: «αν συναντήσετε κάποιον Γερμανό που σας δηλώνει ότι δεν σκέφτεται το εθνικό ζήτημα, να μην τον πιστέψετε».

Το κείμενο του André Gisselbrecht, με τίτλο «Les inquiétants arguments du néopatriotisme germanique», δημοσιεύτηκε στη μηνιαία επιθεώρηση «Le Monde diplomatique», τον Απρίλιο του 1990· για την παρούσα μετάφραση, λήφθηκαν υπόψη και οι ελάχιστες προσαρμογές από την αναδημοσίευση του κειμένου στο τεύχος 116 (Απρίλιος-Μάιος 2011) του περιοδικού «Manière de voir-Le Monde diplomatique». Όλες οι υποσημειώσεις είναι του κειμένου.



Σημειώσεις
1. Werner Weidenfeld κ.α., Deutsche Identität heute, εκδόσεις Carl Hanser, Μόναχο, 1983.
2. Horst Ehmke, Stichworte zur geistigen Situation der Zeit, εκδ. Suhrkamp, Βερολίνο, 1979.
3. Werner Weidenfeld κ.α., Deutsche Identität heute, εκδ. Carl Hanser, Μόναχο, 1983.
4. Αναφέρεται στο: Renate Fritzsch-Bournadel, L’Allemagne, un enjeu pour l’Europe, εκδ. Complexe, Βρυξέλλες, 1987.
5. Michael Stürmer, Deutsche Fragen oder die Suche nach der Staatsräson, εκδ. Piper, Μόναχο, 1988.
6. Werner Weidenfeld κ.α., Deutsche Identität heute, εκδ. Carl Hanser, Μόναχο, 1983.
7. Βλ. εφημερίδα Die Zeit, 8 Φεβρουαρίου 1985.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ