ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Η “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση” ως “ετεροχρονισμός” των λαϊκών απαιτήσεων


Του Γιώργου Καλαντζόπουλου

(13/01/2010)    ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ:
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Φ. Κουβέλης
απευθύνει χαιρετισμό σε δείπνο προς τιμήν του Λ. Κύρκου...
...Αν κάποιος αναζητά σήμερα τις “υλικές” και όχι τις ιδεολογικές “ρίζες” του ΣΥΝασπισμού (της ριζοσπαστικής Αριστεράς) , εύκολα διαπιστώνει πως ηγεμομεύουν και ελέγχουν τον κομματικό μηχανισμό του, δυο βασικοί πολιτικοί χώροι: είναι το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΝασπισμού(της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας) και το πολιτικό προσωπικό του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Η “ιστορική σύγκλιση” τους δεν οικοδομήθηκε τώρα αλλά έχει τις “ρίζες” της στην εποχή την έναρξης της επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην χώρα μας...

Mια απάντηση στο άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου:

Ο Ε. Τσακαλώτος επιχειρεί να αναδείξει τις ρίζες και τις ιδεολογικές καταβολές (σοσιαλδημοκρατία, μαρξιστική παράδοση, κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης) του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι το περιεχόμενο του άρθρου είναι συνεπές με τον τίτλο του.

Όμως, αυτή η προσέγγιση όσο ειλικρινής και να είναι ως προς τις προθέσεις της και τεκμηριωμένη ως προς την επιχειρηματολογία της, αναδεικνύει ταυτόχρονα την πολιτική ανεπάρκεια του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ: Τόσο η σοσιαλδημοκρατία, όσο και η παραδοσιακή Αριστερά και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα δεν ανέτρεψαν ούτε την ηγεμονία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού στην κοινωνία, ούτε τις πολιτικές του, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στην αναδιάρθρωση του κράτους και της οικονομίας.

Αν λοιπόν θέλουμε να αναζητήσουμε εκείνα τα πολιτικά στοιχεία του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που ανταποκρίνονται στην συγκυρία, τότε θα πρέπει - αντίθετα με την προσέγγιση του Ε. Τσακαλώτου – να αναδείξουμε τα νέα στοιχεία που προσδιορίζονται από τομές και ασυνέχειες σε σχέση με αυτές τις ιδεολογικές “ρίζες”. Αυτά δυστυχώς απουσιάζουν ή εμπεριέχονται ως σπόροι σίτου σε άγονα χωράφια.

Η συγκυρία χαρακτηρίζεται από ένα πολιτικό παράδοξο, το οποίο καθιστά άχρηστη την πολιτική προσέγγιση που επιχειρεί ο Ε. Τσακαλώτος: Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα πρόθυρα της κυβερνητικής εξουσίας ταυτόχρονα επαληθεύεται η χρεοκοπία του “δημοκρατικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό”. Αν διαβάσει κάποιος την πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στους όρους και τις συνθήκες που προσδιορίζουν την πορεία προς τον “δημοκρατικό δρόμο προς τον Σοσιαλισμό” με αυτές που διαμορφώνουν σήμερα την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Ως ένα από τα παραδείγματα αυτής της αναντιστοιχίας είναι η παρακάτω θέση, η οποία δεν επιβεβαιώνεται: “Το πρόγραμμα αυτό συμβάλλει και προϋποθέτει για να εφαρμοστεί την ενεργό παρέμβαση ενός ήδη υπαρκτού μαζικού και μαχητικού κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος δημοκρατικής ανατροπής”. Αλλά και στην καταληκτική παράγραφο, η οποία εκφράζει την συμπύκνωση της πολιτικής απόφασης του συνεδρίου, δηλώνεται ρητά: “Για μια Κυβέρνηση της Αριστεράς, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οσοδήποτε μεγάλη, δεν αρκεί. Δεν μπορεί να προχωρήσει με τη λογική της ανάθεσης”.

Αν λοιπόν θέλουμε να προσεγγίσουμε την σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας τις “ρίζες” που την γέννησαν, τότε η προσέγγιση μέσω των ιδεολογικών καταβολών (σοσιαλδημοκρατία, μαρξιστική παράδοση, κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης) που επιχειρεί ο Ε. Τσακαλώτος δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα απολύτως ως προς την ανάγνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της και ως προς τις πολιτικές ανάγκες που προσδιορίζονται απ' αυτά. Αντίθετα αναζήτηση των “ριζών” μέσω της ιστορίας, δηλαδή της σχέσης αυτών των ιδεολογικών καταβολών με τα επίδικα της ταξικής πάλης και την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών, διαφωτίζει μερικές σκοτεινές πλευρές των όρων που διαμορφώνουν την σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κυρίαρχη αφήγηση θεωρεί ότι τώρα τελειώνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Αυτή την αφήγηση ενστερνίζεται και ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο: “ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ”. Αυτή η ιστορική προσέγγιση καταγράφει την παραδοχή της ολοκληρωτικής νίκης του νεοφιλελευθερισμού, όμως με όρους και συνθήκες που αποκρύβουν και συσκοτίζουν το πως διαμορφώθηκε ο σημερινός κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός που αποτυπώνει αυτή την νίκη.

Αν θέλουμε να κάνουμε μια περιοδολόγηση της σύγχρονης ιστορίας από την εποχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα, με βάση τα επίδικα της ταξικής πάλης και πως αυτά αποκρυσταλλώνονται με τομές στο κράτος και τις πολιτικές που εκπορεύονται απ' αυτό, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ως τέλος της μεταπολίτευσης την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία. Τότε το ΠΑΣΟΚ με αυτοδυναμία και κεντρικό σύνθημα “στις 18 σοσιαλισμός” κατέλαβε την κυβερνητική εξουσία. Σήμερα, ο ΣΥΝασπισμός (της ριζοσπαστικής Αριστεράς), επιχειρεί να σχηματίσει συμμαχική κυβέρνηση με δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος με άξονα την στρατηγική της “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης” και στόχο την σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.

Το τέλος της περιόδου του “σοσιαλιστικού” ΠΑΣΟΚ σηματοδοτείται το 89, από μια άλλη “συγκυβέρνηση” του ΣΥΝασπισμού (της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας), αφετηρία της “εκσυγχρονιστικής” περιόδου του Σημιτισμού, δηλαδή της εποχής που εμφανίστηκε και επιβλήθηκε στην χώρα μας ο νεοφιλελευθερισμός. Η σημερινή εποχή των μνημονίων είναι προϊόν μιας γραμμικής πορείας των κυρίαρχων πολιτικών που τότε άρχισαν να εφαρμόζονται στην χώρα μας, χωρίς να σημαδεύεται από κάποια σημαντική τομή ως προς τα βασικά τους χαρακτηριστικά.

Ο Μενέλαος Γκίβαλος σε ένα κείμενο στην ΑΥΓΗ (ΠΑΣΟΚ: Από τον φορέα της Αλλαγής στο "όχημα" του νεοφιλελευθερισμού)  προβάλει μια αλήθεια που συχνά την λησμονούμε:
Στη χώρα μας ο προφανής και τυπικός εκπρόσωπος του νεοφιλελευθερισμού, ο Κ. Μητσοτάκης, απέτυχε παταγωδώς να διεκπεραιώσει το "εγχείρημα".

Γι' αυτό και στην Ελλάδα "όχημα" του νεοφιλελευθερισμού αναδείχθηκε το "εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ" του Κ. Σημίτη, ο οποίος προετοιμαζόταν "από καιρό" από τα συστημικά συμφέροντα προκειμένου να αναλάβει αυτόν τον κρίσιμο ρόλο: Ο όρος "εκσυγχρονισμός" αποτελούσε την εκλεπτυσμένη έκφραση του νεοφιλελεύθερου προτύπου της αγοράς και "γεφύρωνε" (ενώ απέρριπτε ταυτόχρονα) το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ με τον "νέο κόσμο" της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.

Διπλό το "ατού" του σημιτικού εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος: διέθετε από τη μία πλευρά ένα πανίσχυρο συνδικαλιστικό κίνημα, η ηγεσία του οποίου ελεγχόταν πλήρως από τους εκσυγχρονιστές, και από την άλλη είχε ως "εφόδιο" την κομματική παράδοση του ΠΑΣΟΚ και την κοινωνική βάση που το ακολουθούσε παραδοσιακά.

Όμως, ο Μενέλαος Γκίβαλος παραλείπει μερικά ακόμα κρίσιμα στοιχεία που καθόρισαν την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού και που σχετίζονται με τις πολιτικές της Αριστεράς. Ο “εκσυγχρονισμός” αυτός οικοδομήθηκε με κύριο άξονα την πολιτική της λιτότητας, μπροστά στο “όραμα” της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, των “μεγάλων έργων” και της “ολυμπιάδας”, τα οποία θα συντελούσαν στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο ελληνικός λαός συναίνεσε τότε να σφίξει το ζωνάρι του για να γίνει “Ευρωπαίος” και να τρώει με “χρυσά κουτάλια”. Σε αυτή την πολιτική υπήρχε κριτική συναίνεση του ΣΥΝασπισμού, ο οποίος αποδεχόμενος το κυρίαρχο “όραμα” του αστισμού, αποδέχτηκε και σημαντικές πλευρές της πολιτικής του (την συνθήκη του Μάαστριχ, την “σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα”, την “ολυμπιάδα” και πολλά άλλα παρόμοια).

Με βάση αυτή την συναίνεση του ΣΥΝασπισμού στον νεοφιλελευθερισμό, αναπτύχθηκαν ποικίλες μορφές συνεργασίας με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, τόσο ως “συνδιοίκηση” στον κρατικό συνδικαλισμό με την πολιτική πρακτική των αναλογικών προεδρείων, όσο και ως πολιτικές συμμαχίες στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μην λησμονούμε ότι πρόσφατη ήττα της Αριστεράς στον δήμο του Πειραιά δεν είναι άμοιρη των πολιτικών διαχείρισης που εφαρμόστηκαν εκεί από τον Στέλιο Λογοθέτη.

Αν η πρώτη περίοδος του “σοσιαλιστικού” ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε μαζικά την “καρδιά” και την “ζωντανή ιστορία” της Αριστεράς, δηλαδή τους πολιτικούς πρόσφυγες, η δεύτερη περίοδος της εμπέδωσης των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού ενσωμάτωσε μαζικά το πολιτικό προσωπικό της. Δεν ήταν το “μεγάλο άλμα” αλλά ένα μικρό πηδηματάκι που έφερε την πρώην γραμματέα του ΣΥΝασπισμού και κοινή υποψήφια δήμαρχο του δήμου Αθηναίων (1998) με το ΠΑΣΟΚ Μ. Δαμανάκη στην αγκαλιά του ΠΑΣΟΚ(2003), όπως και το πρόσφατο άλμα του Φώτη Κουβέλη προς την μνημονιακή κυβέρνηση. Οι πραγματικές διαφορές ως προς την εκάστοτε κυρίαρχη “πολιτική γραμμή” του ΣΥΝασπισμού, δεν συγκροτούσαν διαφωνίες πάνω στην “στρατηγική” αλλά την “ταχτική”. Γιαυτό εξάλλου σήμερα η ηγεσία του ΣΥΝασπισμού (της ριζοσπαστικής Αριστεράς) έχει ανοικτές τις αγκάλες της, έτοιμη να υποδεχτεί τον Φώτη Κουβέλη, ως τον “άσωτο υιό” στο πατρικό του σπίτι...

Αν κάποιος αναζητά σήμερα τις “υλικές” και όχι τις ιδεολογικές “ρίζες” του ΣΥΝασπισμού (της ριζοσπαστικής Αριστεράς) , εύκολα διαπιστώνει πως ηγεμομεύουν και ελέγχουν τον κομματικό μηχανισμό του, δυο βασικοί πολιτικοί χώροι: είναι το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΝασπισμού( της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας) και το πολιτικό προσωπικό του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Η “ιστορική σύγκλιση” τους δεν οικοδομήθηκε τώρα, αλλά έχει τις “ρίζες” της στην εποχή την έναρξης της επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην χώρα μας.

Χαρακτηριστικό δείγμα αφήγησης η οποία αποκρύπτει αυτή την “ιστορική σύγκλιση” είναι το κείμενο του Κώστα Ζαχαριάδη στην αυγή: “ΔΕΝ είμαστε, ΔΕΝ θέλουμε, ΔΕΝ πρόκειται να γίνουμε ΠΑΣΟΚ”.  Σε όλο το κείμενο δεν έχει υπάρχει ούτε μια λέξη για τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ στην επιβολή του. Περιορίζεται στην ανάδειξη φαινομένων διαφθοράς, του εκμαυλισμού συνειδήσεων και άλλων παρόμοιων κακών που έφερε στον τόπο μας το ΠΑΣΟΚ, πολλά από τα οποία - με μεγαλύτερη συνέπεια και τεκμηρίωση - προβάλουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της ακροδεξιάς.

Ο Ε. Τσακαλώτος προβάλει στο κείμενό του μια σωστή θέση: “Το ίδιο ισχύει και για την αναδιανομή που είναι αναγκαία σήμερα και όχι «όταν μεγαλώσει η πίτα», που λένε οι αντίπαλοί μας”, ως θέση που προέρχεται από την “σοσιαλδημοκρατική” ρίζα του ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση αυτή όμως αν δει κανείς μέσα στην πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, “ετεροχρονίζεται” σύμφωνα με την ορολογία που εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξικό ο Α. Παπανδρέου. Αυτός ο “ετεροχρονισμός” μάλιστα γίνεται με την βοήθεια των “μαρξιστικών” ριζών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες αποτυπώνονται στο στόχο μακράς πνοής, την “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση”. Όταν ο Α. Τσίπρας συναντά τον ΣΕΒ, δεν βγάζει από το τσεπάκι την θέση της “αναδιανομής” αλλά την “παραγωγική ανασυγκρότηση” και από αυτή την θέση υπόσχεται μείωση του ενεργειακού κόστους και άλλα παρόμοια. Όταν συναντά τις ενώσεις των “μικρομεσαίων” δίνονται υποσχέσεις για την ενίσχυση της “υγιούς επιχειρηματικότητας”, ως μέσου που θα συμβάλει στην “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση” της χώρας και την ανάπτυξη της “πραγματικής οικονομίας”. Ακόμα και απέναντι στους ανέργους, η “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση” προβάλλεται ως ο κεντρικός πολιτικός στόχος που θα δώσει την οριστική λύση στο πρόβλημά τους.

Ένας πολιτικός στόχος που σε μια συγκυρία είναι “ρεφορμιστικός” σε μια άλλη μπορεί να είναι “επαναστατικός”. Η ορθότητα της πολιτικής γραμμής δεν κρίνεται πρωτίστως από τις σχέσεις της ως προς τις ρίζες αλλά από την ικανότητα να τροποποιεί πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Η “αναδιανομή” ως κεντρική πολιτική στόχευση μπορεί να συσπειρώνει και να ενώνει τον κόσμο της εργασίας και της ανεργίας. Όμως, σε αντίθεση με τον στόχο της “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης”, δεν μπορεί να συγκροτήσει τον συνασπισμό εξουσίας των κοινωνικών δυνάμεων που κάτω από την ηγεμονία της αστικής τάξης, θα στηρίξουν μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΝασπισμό (της ριζοσπαστικής Αριστεράς).

Θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μια πολιτική συζήτηση για αν η “εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση” προσκρούει, όχι μόνον στις μνημονιακές πολιτικές και τις δεσμεύσεις του χρέους που πηγάζουν απ' αυτές, αλλά και στις ίδιες τις πολιτικές συγκρότησης της Ε.Ε. Πολιτικές οι οποίες αποτυπώνονται στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της, το οποίο δεν επιτρέπει την χρήση των αναγκαίων προς αυτή την κατεύθυνση πολιτικών “εργαλείων” παρέμβασης στην οικονομία. Θα μπορούσαμε επίσης να ανιχνεύσουμε τα εμπόδια που ορθώνονται τόσο στο να καλύψει τις ανάγκες της “εσωτερικές αγοράς” όσο και στο να μπορεί να σταθεί απέναντι στον “διεθνή ανταγωνισμό”. Επίσης θα είχε ενδιαφέρον να διερευνήσουμε αν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες “παγκοσμιοποίησης” ή θα πρέπει να έχει ως κεντρικό άξονα την “αυτοδύναμη” ανάπτυξη, αλλά και να θέσουμε αρκετά άλλα παρόμοια ενδιαφέροντα ερωτήματα.

Όμως όλη αυτή η συζήτηση έχει μόνον θεωρητικό ενδιαφέρον, γιατί δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πολιτικής πάλης προς την κατεύθυνση της ανατροπής κοινωνικού συσχετισμού. Σε συνθήκες ηγεμονίας των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού, ο πολιτικός στόχος της “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης” μπορεί να λειτουργήσει στο πεδίο άσκησης της κρατικής πολιτικής μόνον στα πλαίσια της σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος ως μια ήπια μορφή νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Και σε αυτή την κατεύθυνση, οι πρώτοι που θα συμφωνούσαν είναι τουλάχιστον δύο από τους πρώην υπουργοί οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, ο Ν. Χριστοδουλάκης και η Λ. Κατσέλη. Αυτοί εξάλλου δεν “αρτήθηκαν” από τις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της εποχής των μνημονίων, όπως ο πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Φώτης Κουβέλης...

Αν λοιπόν μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ως κεντρική πολιτική κατεύθυνση την πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και περιοριστεί μόνο στον “αντιμνημονιακό αγώνα”, τότε ο κίνδυνος να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο δεκανίκι του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος είναι υπαρκτός. Δεν εντοπίζονται σε ένα απώτερο μέλλον, αλλά στην πρώτη μέρα που θα αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες...


7 σχόλια :

  1. Είναι πασίγνωστο πως , σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του κειμένου, ο ΣΥΝ ήταν κάθετα αντίθετος στην ανάληψη της διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων του 2004.

    Μιχάλης Καστρινάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Από το site του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ:

      http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=4643

      "Πριν από την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 είχαμε εκφράσει την αντίθεσή μας επισημαίνοντας ότι το όλο εγχείρημα θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο Αττικό περιβάλλον, την οικονομία της χώρας και την περιφερειακή ανάπτυξη.

      Αμέσως μετά την ανάληψη δηλώσαμε ότι θα συμβάλλουμε για την επιτυχή διοργάνωση των αγώνων."


      Αν αυτό είναι καθαρή θέση, τι να πούμε;

      Διαγραφή
    2. Πάνος Τότσικας
      Μάλλον κάποιοι δεν γνωρίζουν ότι το κεντρικό όργανο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ αποφάσισε με ψήφους 51-49 (ή κάτι τέτοιο) ότι είναι κατά των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. ¨Αρα η αντίθεση του δεν ήταν και τόσο "κάθετη"....

      Διαγραφή
  2. Με αυτή σου την παρέμβαση, είναι σα να συμφωνείς σε όλα τα άλλα και το μόνο που σε πείραξε είναι οι ολυμπιακοί αγώνες.

    ΣτΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πραγματικά, αγαπητέ Πάνο, η απόφαση είχε παρθεί από την ΚΕ με οριακή πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα σε σχέση με την ένταση της διαφωνίας (ως προς την ανάληψη των Ολυμπιακών) που καταγράφηκε σε αυτό το κείμενο.
    Εξάλλου, όσο πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί, και ως αποτέλεσμα της αριστερής στροφής του ΣΥΝ που ξεκίνησε στο συνέδριο του 2.000 με τη συμμαχία Ρεύματος και προεδρικών σε σαφώς αντιεκσυγχρονιστική γραμμή, ο ΣΥΝ μέσα από τμήματα του, στελέχη του, την νεολαία του και δημοτικές κινήσεις που συμμετείχαν μέλη του, έπαιρνε μέρος στις δράσεις του, δυστυχώς ισχνού, κινήματος κατά των Ολυμπιακών. Εμείς στην Νίκαια π.χ. είχαμε αναδείξει σε κορυφαίο θέμα της αυτοδιοικητικής μας παρέμβασης την εναντίωση στη χωροθέτηση του διαστημόπλοιου (όπως το χαρακτηρίζαμε) της Άρσης Βαρών στη γειτονιά μας.
    Φυσικά, φίλε ΕΟΣ, η κεντρική θέση κατά της ανάληψης , μετά την ανάθεση των αγώνων, μετασχηματίστηκε στην κατεύθυνση της προσπάθειας περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων (π.χ. εμείς προτείναμε μια σειρά εναλλακτικών χρήσεων του στάδιου της Άρσης Βαρών.)
    Στ. Κ, δεν συμφωνώ σε τίποτα από όσα ισχυρίζεται το κείμενο σε σημείο που να μην υπάρχει περιθώριο εποικοδομητικού διαλόγου με τις απόψεις του. Επέλεξα να μην επιδοθώ σε αντιπαράθεση επί της άποψης και να εκφράσω απλώς την απορία μου για μια χονδροειδή παραποίηση των πραγματικών γεγονότων.

    Μ.Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ