«Μήπως, τελικά, μια χούντα μάς χρειάζεται;» αναρωτιούνται έντεχνα εδώ κι ένα χρόνο τα ΜΜΕ που έχουν στρατευθεί στην πάση θυσία υπεράσπιση της πολιτικής του μνημονίου, του βίαιου δηλαδή «εκσυγχρονισμού» της χώρας μέσα από τη δραστική υποτίμηση της μισθωτής εργασίας, την καταστροφή μεγάλης μερίδας των μικροαστικών στρωμάτων και την υφαρπαγή του δημόσιου πλούτου από τους ντόπιους και ξένους μεγαλοεπιχειρηματίες.
Τις τελευταίες μέρες, καθώς οι λαϊκές αντιδράσεις σ' αυτή την πολιτική κλιμακώνονται με το κίνημα των αγανακτισμένων, το ίδιο ερώτημα τίθεται πλέον ωμά από τους υποστηρικτές μιας «σθεναρής» εθνικής ηγεσίας, απαλλαγμένης από τα «λαϊκιστικά» και δημοκρατικά σύνδρομα της μεταπολίτευσης κι υποταγμένης μέχρι κεραίας στα κελεύσματα των τραπεζιτών.
Στο κύριο άρθρο του κυριακάτικου «Βήματος» (5/6), ο Σταύρος Ψυχάρης προειδοποίησε λ.χ. ανοικτά τους «ανήκοντες σε κοινωνικά στρώματα που κινούνται στα όρια της φτώχειας» ότι, αν επιχειρήσουν «να ανατρέψουν την "κοινωνία της αδικίας και της διαφθοράς"», θα παταχθούν με «εκτροπή από τη συνταγματική τάξη». Ακόμη σαφέστερη ήταν στη ΝΕΤ (3/6) η Αθηνά Κακούρη, εν ονόματι των 32 διανοουμένων που κάλεσαν τις "πολιτικές δυνάμεις του τόπου» να «τολμήσουν» ν' αντισταθούν στις «φωνές του λαϊκισμού και της ανευθυνότητας» που «κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο»: Αυτό που χρειαζόμαστε, εξήγησε με παρρησία, είναι μια «αρίστη ηγεσία» σαν τη δικτατορία του Μεταξά, «ενός ανθρώπου που ήξερε ακριβώς» τι έπρεπε να γίνει κι «ανέστειλε όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες» προκειμένου να καταστεί η χώρα αξιόμαχη. Εσπευσαν βέβαια κάποιοι απ' τους «32» να διευκρινίσουν πως δεν ταυτίζονται μ' αυτή την ανάγνωση της νεοελληνικής ιστορίας. Οταν όμως στους συνυπογράφοντες περιλαμβάνονται γνωστοί απολογητές των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας, δικαιούμαστε να περιμένουμε ακόμη και πιο προωθημένες ερμηνείες της αναζητούμενης «τόλμης».
Η σύγκριση με τη δεκαετία του '30 δεν είναι άλλωστε καθόλου εξωπραγματική. Είχαμε και τότε την αποτυχία μιας εκλεγμένης δημοκρατικής κυβέρνησης (του Βενιζέλου) να διαχειριστεί την κρίση του δημόσιου χρέους, δίνοντας μια απέλπιδα -κι εκ των προτέρων χαμένη- μάχη ενάντια στις διεθνείς αγορές, με αποκλειστική δικαιολογία την προάσπιση της «αξιοπιστίας της χώρας» απέναντι στους πιστωτές της. Η κυβέρνηση αυτή κατέρρευσε μέσα σ' έναν ορυμαγδό σκανδάλων και διαμαρτυριών, με κεντρικό σύνθημα «κάτω οι κλέφτες». Τη διαδέχτηκε μια κυβέρνηση δεξιότερη, εξίσου ανίκανη και πιο αυταρχική (του Τσαλδάρη), με αποτέλεσμα την ανοικτή κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Εκτός από την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, που έριχνε το βάρος της κρίσης μονομερώς στις πλάτες των φτωχότερων στρωμάτων (με τους τραπεζίτες ν' αναλαμβάνουν απευθείας τα οικονομικά υπουργεία), στην υπονόμευση των θεσμών συνέβαλε και η σταδιακή παράκαμψη των δημοκρατικών κανόνων εν ονόματι των έκτακτων συνθηκών: «Η πρακτική και η νομολογία», εξηγεί στο κλασικό σύγγραμμά του ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, «κατασκεύασαν μια θεωρία της κατάστασης ανάγκης σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση κινδύνου, η εκτελεστική εξουσία μπορούσε να εκδίδει κανόνες δικαίου, σε τομείς που φυσιολογικά ανήκαν στο αποκλειστικό πεδίο του τυπικού νόμου. Και αυτό, σε εφαρμογή ενός κανόνα εξωσυνταγματικού χαρακτήρα, salus patriae suprama lex (υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος), του οποίου μόνο η εκτελεστική εξουσία μπορούσε θεωρητικά να εκτιμήσει την ακριβή έκταση και να αξιολογήσει τις συγκεκριμένες επιπτώσεις. [...] Οι επιπτώσεις των πολύμορφων αυτών νοθεύσεων του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και, ειδικότερα, της μονομερούς και αυθαίρετης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής περιόδου, υπήρξαν από πολλές απόψεις καταστροφικές. Με το να προσφεύγουν όλο και πιο συχνά σε εξωσυνταγματικές πρακτικές, τόσο η μια όσο και η άλλη από τις δύο βασικές ανταγωνιστικές μερίδες των κυρίαρχων τάξεων της χώρας, κατέληξαν να τις ανέχονται ως φαινόμενα τρέχοντα, δηλαδή αναγκαία και αναπότρεπτα» («Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση», Αθήνα 1983, σ. 83-84).
Τελικά επικράτησε μια διάχυτη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κρίση οφειλόταν στην υποτιθέμενη «κατάχρηση» της δημοκρατίας.
«Η Ελλάς του Μαΐου του 1936 δεν ημπορεί με τας ελευθερίας και με τον Κοινοβουλευτισμόν να προκόψη», εξηγούσε χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» (21.5.1936), «διότι αι ελευθερίαι και ο Κοινοβουλευτισμός, μαζί με όσα άλλα περιέχουν κακά, περιέχουν τώρα οχλοκρατίαν, κομμουνισμόν, εξάρθρωσιν γενικήν, πρόκλησιν εις επαναστάσεις, καθημερινήν διάσεισιν των θεμελίων της αστικής Πολιτείας, απεργίας και στάσεις και καταλύσεις Αρχών και εις το τέλος βίαν και αίματα. Αυτά έχει ο Κοινοβουλευτισμός και αυτά αι Ελευθερίαι, και τούτο διότι κατά βάθος ουδείς εκ των ασκούντων τον Κοινοβουλευτισμόν και τας Ελευθερίας της αστικής αυτής Πολιτείας είναι πραγματικός αστός, πραγματικός εθνικόφρων». Μ' ένα μικρό εκσυγχρονισμό της ορολογίας (αντικατάσταση π.χ. του απροκάλυπτα αντικοινοβουλευτικού λεξιλογίου με πολιτικά ορθότερες «αντιλαϊκίστικες» κορόνες), το ίδιο κείμενο θα μπορούσε κάλλιστα να δημοσιευθεί και σήμερα.
Από το 1934 ώς το 1936, ζητούμενο για την αστική τάξη και τον τύπο της ήταν έτσι ο εντοπισμός της προσωπικότητας που θα μπορούσε να πατάξει ανενδοίαστα κι αποφασιστικά τις λαϊκές αντιστάσεις. Ακόμη και οι δεδηλωμένοι πολέμιοι αυτής της αναζήτησης αδυνατούσαν ωστόσο να φανταστούν την τελική έκβασή της, καθώς υπέθεταν ότι ο ρόλος του εθνοσωτήρα απαιτούσε κάποια ελάχιστα προσόντα πέρα από τη διαθεσιμότητα προσφυγής στην ωμή βία. «Η ελληνική κεφαλαιοκρατία, καθώς και η ξένη που συνεργάζεται μαζί της, καθώς και το επιτελείο του ελληνικού στρατού, χρόνια τώρα αναζητούν τον έλληνα Μουσολίνι ή Χίτλερ» εξηγούσε π.χ. από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» ο Δημήτρης Γληνός (15.3.1936).
«Μα δεν είχανε τύχη ώς τώρα. Οι αρχηγοί των τριών ΕΕΕ, των Τριαινών, της Σιδηράς Ειρήνης, των Ελλήνων κυανοχιτώνων και άλλων φασιστικών οργανώσεων, ήταν απλοί πλιατσικολόγοι. Οι Γιάνναροι, οι Μερκούρηδες δεν ήτανε πλασμένοι από την πάστα των μεγάλων δημαγωγών. Του Κονδύλη βρωμούσανε και τα πόδια και τα χέρια και το "έντιμον" μεγάλο κεφάλαιο δυσπιστούσε για πολύν καιρό. Απάνω που άρχισε να τους επιβάλλεται, πέθανε. Γι' αυτό, ο κ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι σήμερα το κανακάρικο του φασισμού στην Ελλάδα. Και παρουσιάζει αληθινά μεγάλα προσόντα. Είναι Πατρινός, είναι ανεψιός του Γούναρη, είναι νέος, είναι ωραίος, είναι συμπαθητικός, μιλάει καθαρεύουσα και πλάθει χτυπητές, αστραφτερές και ακατανόητες φράσεις και έννοιες. Σωστός μάγος και κατακτητής, σπουδαίος λαοπλάνος».
Η συνέχεια, όπως είναι γνωστό, διέψευσε πλήρως αυτές τις εκτιμήσεις. Αντί για το «λαοπλάνο» και «προσοντούχο» Κανελλόπουλο, ο ρόλος του Ελληνα Μουσολίνι ανατέθηκε τελικά σ' ένα φθαρμένο πολιτικάντη με σκανδαλώδες παρελθόν και προϋπηρεσία στην εξυπηρέτηση του μεγάλου κεφαλαίου, που στις εκλογές της τελευταίας πενταετίας συγκέντρωνε μετά βίας 1,5% έως 4%: τον Ιωάννη Μεταξά.
O Δημήτρης Γληνός ήταν πολύ αξιόλογος στοχαστής της Αριστεράς, αλλά στο θέμα εκείνο ακολούθησε την πεπατημένη της 3ης Διεθνούς ("σοσιαλφασισμός" κτλ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλη αυτή η παράδοση, με τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις στο ρόλο των "Nützlichen Idioten" ("χρήσιμων ηλίθιων") φαίνεται να μην έχει τέλος.