Το πρώτο κείμενο των Κώστα Ανδριανόπουλου και, Γιάννη Τσούτσια έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:
ΣΥΡΙΖΑ: Αναζητώντας διέξοδοΤο δεύτερο κείμενο είναι του Πάνου Τότσικα, το οποίο δημοσιεύουμε παρακάτω.
Έφοδος στον ουρανό ή αποσύνθεση;
Ας επανα-στοχαστούμε για τους στρατηγικούς στόχους,
την πολιτική παρέμβαση, την τακτική, τις συμμαχίες, την οργάνωσή του ΣΥΡΙΖΑ.
Του Πάνου Τότσικα
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα σημαντικό πολιτικό εγχείρημα, μια «σύνθεση» αριστερών πολιτικών οργανώσεων και ανένταχτων της αριστεράς. Κάποιοι το είδαν απλώς ως εκλογική σύμπραξη, προκειμένου να πετύχουν την κοινοβουλευτική τους επιβίωση και να διατηρήσουν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό τους. Ήταν κυρίως αυτοί που επέμεναν να προηγείται η λέξη «Συνασπισμός» στη σύνθετη ονομασία αυτού του εκλογικού σχήματος.
Έτσι, μας προέκυψε ο «Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς – ΣΥΡΙΖΑ», με αποτέλεσμα να «μπερδεύεται» το νέο πολιτικό σχήμα με τον υφιστάμενο «ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ», δηλαδή με την κύρια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Oυσιαστικά, κατέληξε το νέο πολιτικό σχήμα να ονομάζεται από κάποιους «ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ» και ο περισσότερος κόσμος να μην ξέρει ποιος είναι ο επικεφαλής - εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, ποια είναι η σχέση του προέδρου του «Συνασπισμού» με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα από μια περίοδο σύγχυσης ( και απαράδεκτης ανοχής από τις περισσότερες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και αρκετούς ανένταχτους), φτάσαμε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, όπου ο πρόεδρος και ελάχιστα, συγκεκριμένα, «εκλεκτά» στελέχη του «Συνασπισμού», ανέλαβαν εργολαβικά την εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ, με δεκάδες Συνεντεύξεις Τύπου, εμφανίσεις στα ΜΜΕ κλπ. Αμέσως μετά, έσπασε το «απόστημα» (όπως είπε μια καλή συντρόφισσα) που υπήρχε στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν σε αυτό συνέβαλλε η προαναγγελθείσα «παραίτηση» και η μετέπειτα υπαναχώρηση Αλαβάνου, τότε αυτό θα πρέπει να καταγραφεί ως θετικό γεγονός, στο βαθμό που οτιδήποτε άλλο φαίνεται ότι δεν μπορούσε να ταρακουνήσει τις κατεστημένες αντιλήψεις.
Σήμερα τα ζητήματα που τίθενται επί τάπητος, είναι τα ακόλουθα: - μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να υπάρχει όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση; - το ζητούμενο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι «ούτε ένα βήμα πίσω» ή «δέκα βήματα μπροστά» ή, ακόμη περισσότερο, μία «έφοδος στον ουρανό»;\ Αν ισχύει το τελευταίο, τότε θα πρέπει να περάσουμε από τη σημερινή «αποσύνθεση» του του ΣΥΡΙΖΑ στην «ανασύνθεση», όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνολικά της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν δεν επιδιώκουμε απλώς κάποιες μεταρρυθμίσεις, κάποιες επιμέρους βελτιώσεις της σημερινής κατάστασης, τότε οφείλουμε να επανα-στοχαστούμε και να επαναβεβαιώσουμε ότι:
Στρατηγικός μας στόχος, εξακολουθεί να παραμένει η ανατροπή του κυρίαρχου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και της φύσης από κάθε είδους κεφαλαιοκράτες, η «κοινωνική απελευθέρωση» και η «κοινωνική δικαιοσύνη». Ο στρατηγικός μας στόχος, παραμένει αντισυστημικός-αντικαπιταλιστικός- διεθνιστικός.
Πολιτικός μας στόχος, όσον αφορά τη χώρα μας, είναι η ανατροπή του κυρίαρχου σήμερα δικομματικού-διπολικού πολιτικού συστήματος και η λειτουργία ενός διαφορετικού, αριστερού μοντέλου διαχείρισης, πέρα από την κερδοσκοπία, την εκμετάλλευση και την ιδιοποίηση του κοινωνικού, φυσικού και πολιτιστικού πλούτου. Αυτό σημαίνει διαμόρφωση και διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, δηλαδή επεξεργασία άλλων πολιτικών για τους επιμέρους θεματικούς τομείς (οικονομία, παιδεία, υγεία, κοινωνική αλληλεγγύη, περιβάλλον, πολιτισμός κ.ά). Αυτό σημαίνει υπέρβαση της σημερινής εύκολης και απλής αντιμετώπισης καίριων προβλημάτων δια της «ιδεολογικοποίησής» τους και της στείρας καταγγελίας των υπευθύνων.
Οσον αφορά την Τακτική και τις Συμμαχίες για να επιτύχουμε τους πολιτικούς μας στόχους, θεωρείται αναγκαία η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση γύρω από συγκεκριμένους άξονες. Αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις η συνεργασία «ακόμα και με τον διάβολο» προκειμένου να πετύχουμε τους άμεσους και διάφανους σε κάθε περίπτωση στόχους μας (κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από το να υιοθετήσουμε την άποψη «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»). Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει κοινή δράση και συνεργασία όχι μόνο με τους Οικολόγους-Πράσινους αλλά και με άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα και σχήματα για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αντιλαϊκών και αντιπεριβαλλοντικών καταστάσεων και πολιτικών.
Μέσα από μια περίοδο σύγχυσης ( και απαράδεκτης ανοχής από τις περισσότερες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και αρκετούς ανένταχτους), φτάσαμε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, όπου ο πρόεδρος και ελάχιστα, συγκεκριμένα, «εκλεκτά» στελέχη του «Συνασπισμού», ανέλαβαν εργολαβικά την εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ, με δεκάδες Συνεντεύξεις Τύπου, εμφανίσεις στα ΜΜΕ κλπ. Αμέσως μετά, έσπασε το «απόστημα» (όπως είπε μια καλή συντρόφισσα) που υπήρχε στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν σε αυτό συνέβαλλε η προαναγγελθείσα «παραίτηση» και η μετέπειτα υπαναχώρηση Αλαβάνου, τότε αυτό θα πρέπει να καταγραφεί ως θετικό γεγονός, στο βαθμό που οτιδήποτε άλλο φαίνεται ότι δεν μπορούσε να ταρακουνήσει τις κατεστημένες αντιλήψεις.
Σήμερα τα ζητήματα που τίθενται επί τάπητος, είναι τα ακόλουθα: - μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να υπάρχει όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση; - το ζητούμενο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι «ούτε ένα βήμα πίσω» ή «δέκα βήματα μπροστά» ή, ακόμη περισσότερο, μία «έφοδος στον ουρανό»;\ Αν ισχύει το τελευταίο, τότε θα πρέπει να περάσουμε από τη σημερινή «αποσύνθεση» του του ΣΥΡΙΖΑ στην «ανασύνθεση», όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνολικά της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν δεν επιδιώκουμε απλώς κάποιες μεταρρυθμίσεις, κάποιες επιμέρους βελτιώσεις της σημερινής κατάστασης, τότε οφείλουμε να επανα-στοχαστούμε και να επαναβεβαιώσουμε ότι:
Στρατηγικός μας στόχος, εξακολουθεί να παραμένει η ανατροπή του κυρίαρχου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και της φύσης από κάθε είδους κεφαλαιοκράτες, η «κοινωνική απελευθέρωση» και η «κοινωνική δικαιοσύνη». Ο στρατηγικός μας στόχος, παραμένει αντισυστημικός-αντικαπιταλιστικός- διεθνιστικός.
Πολιτικός μας στόχος, όσον αφορά τη χώρα μας, είναι η ανατροπή του κυρίαρχου σήμερα δικομματικού-διπολικού πολιτικού συστήματος και η λειτουργία ενός διαφορετικού, αριστερού μοντέλου διαχείρισης, πέρα από την κερδοσκοπία, την εκμετάλλευση και την ιδιοποίηση του κοινωνικού, φυσικού και πολιτιστικού πλούτου. Αυτό σημαίνει διαμόρφωση και διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, δηλαδή επεξεργασία άλλων πολιτικών για τους επιμέρους θεματικούς τομείς (οικονομία, παιδεία, υγεία, κοινωνική αλληλεγγύη, περιβάλλον, πολιτισμός κ.ά). Αυτό σημαίνει υπέρβαση της σημερινής εύκολης και απλής αντιμετώπισης καίριων προβλημάτων δια της «ιδεολογικοποίησής» τους και της στείρας καταγγελίας των υπευθύνων.
Οσον αφορά την Τακτική και τις Συμμαχίες για να επιτύχουμε τους πολιτικούς μας στόχους, θεωρείται αναγκαία η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση γύρω από συγκεκριμένους άξονες. Αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις η συνεργασία «ακόμα και με τον διάβολο» προκειμένου να πετύχουμε τους άμεσους και διάφανους σε κάθε περίπτωση στόχους μας (κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από το να υιοθετήσουμε την άποψη «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»). Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει κοινή δράση και συνεργασία όχι μόνο με τους Οικολόγους-Πράσινους αλλά και με άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα και σχήματα για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αντιλαϊκών και αντιπεριβαλλοντικών καταστάσεων και πολιτικών.
Όσα αναφέρονται παραπάνω αφορούν προφανώς συνεργασίες και συμμαχίες για επιμέρους ζητήματα και όχι βέβαια σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα ή σε δυνατότητα συμμετοχής σε κυβερνήσεις με δυνάμεις του διπολισμού. Χωρίς να αποκλείεται ωστόσο η κάτω από συγκεκριμένες, αναγκαίες, ακραίες και σπάνιες συνθήκες, η «κοινοβουλευτική ανοχή» μιας τέτοιας κυβέρνησης, ακόμη και η υπό όρους στήριξή της, προκειμένου να μην περάσουν κάποια σημαντικά αντιλαϊκά μέτρα.
H «ανασύνθεση» προϋποθέτει και επιβάλλει διαφορετική οργάνωση.
Aν στρατηγικοί μας στόχοι είναι η κοινωνική απελευθέρωση και η κοινωνική δικαιοσύνη, τότε θα πρέπει να επινοήσουμε τους τρόπους και τα μέσα που θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους. Και κυρίως να επινοήσουμε τους τρόπους διακυβέρνησης της νέας κοινωνίας που θέλουμε να εγκαταστήσουμε στη θέση της σημερινής.
Είναι γνωστό ότι οι μέχρι σήμερα απόπειρες εγκαθίδρυσης μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης οδηγήθηκαν σε αποτυχία είτε κάτω από την συντριπτική πίεση των αντίπαλων στρατοπέδων είτε ως αποτέλεσμα των εσωτερικών τους αντιφάσεων.
Σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ,(1) «μοναδικά αληθινά προϊόντα των ίδιων των επαναστάσεων είναι τα ‘Συμβούλια’, σε αντίθεση προς τα επαναστατικά κόμματα και τις ιδεολογίες… Είναι η μοναδική εναλλακτική λύση που έχει παρουσιαστεί στην ιστορία και έχει παρουσιαστεί κατ’ επανάληψη…και φαίνεται να ανταποκρίνεται και να ξεπηδά από την ίδια την εμπειρία της πολιτικής δράσης…Τα ‘Συμβούλια’ υποστηρίζουν: θέλουμε να μετέχουμε, θέλουμε να συζητούμε, θέλουμε η φωνή μας να ακουστεί δημόσια, θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να καθορίζουμε την πολιτική εξέλιξη της χώρας μας… τα κόμματα είναι εντελώς ακατάλληλα, εκεί μέσα οι περισσότεροι από μας δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από ψηφοφόροι που τους μεταχειρίζονται. Aλλά άν μονάχα δέκα από μας καθήσουμε γύρω από ένα τραπέζι, καθένας μας εκφράζοντας τη γνώμη του, καθένας μας ακούγοντας την γνώμη των άλλων, τότε μέσω της ανταλλαγής των απόψεων μπορεί να προκύψει ένας ορθολογικός σχηματισμός της γνώμης. Επίσης εκεί θα γίνει φανερό ποιος από μας είναι ο καταλληλότερος για να εκπροσωπήσει την άποψή μας στο αμέσως ανώτερο ‘Συμβούλιο’, όπου, με τη σειρά της η άποψή μας θα διευκρινισθεί μέσα από την επίδραση άλλων απόψεων, θα αναθεωρηθεί ή θα αποδειχθεί λανθασμένη…Όποιος δεν ενδιαφέρεται για τις κοινές υποθέσεις θα πρέπει απλώς να ικανοποιείται με όσα έχουν αποφασιστεί χωρίς αυτόν. Αλλά η δυνατότητα συμμετοχής πρέπει να δίνεται στον καθένα…»
Και η Χάνα Άρεντ, περιγράφοντας τα ‘Συμβούλια’ ως «..νέα μορφή διακυβέρνησης…» που «…εξαφανίστηκε πάντα και παντού, καταστράφηκε είτε απ’ ευθείας από την γραφειοκρατία των εθνικών κρατών ή από τους μηχανισμούς του κόμματος…», καταλήγει: «…κατά πόσο το σύστημα των ‘Συμβουλίων’ είναι μια καθαρή ουτοπία, δεν το ξέρω-οπωσδήποτε θα ήταν μια ουτοπία του λαού και όχι των ιδεολόγων…».
Αν τα ‘Συμβούλια’, με την σύγχρονη εκδοχή τους, θα μπορούσαν τελικά να αποτελέσουν την εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης και δίκαιας κοινωνίας, τότε τι μορφές οργάνωσης της κοινωνικής αντίστασης πρέπει να επινοήσουμε απέναντι στο σημερινό κυρίαρχο κοινωνικό οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό και το διπολικό πολιτικό σύστημα που το στηρίζει;
Το ζήτημα που τίθεται σε τελευταία ανάλυση συνίσταται στο εξής: μπορούν τα σημερινά αριστερά κόμματα και οργανώσεις να αποτελέσουν τους απαιτούμενους φορείς συσπείρωσης και αντίστασης των πολιτών ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες ανατροπής του σημερινού κυρίαρχου συστήματος; Η, με άλλα λόγια, είναι δυνατόν τα σημερινά αριστερά κόμματα και οργανώσεις να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των κυρίαρχων αντίπαλων μηχανισμών στην προοπτική μιας μελλοντικής απελευθερωμένης και δίκαιας κοινωνίας;
Απαντάμε κατηγορηματικά : Όχι. Κι’ αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, με την σημερινή του δομή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί όπως είπαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, ένα σημαντικό πολιτικό εγχείρημα. Και θα παραμείνει ως τέτοιο, αν μετεξελιχθεί έγκαιρα, άμεσα θα λέγαμε, σε έναν διαφορετικό πολιτικό φορέα ο οποίος δεν θα συσπειρώνει απλώς μια σειρά πολιτικές οργανώσεις και κάποιους ανένταχτους σε εκλογική - πολιτική βάση, αλλά θα τους δίνει τη δυνατότητα να συναποφασίζουν από κοινού.
Μέσα από κοινές πολιτικές πρακτικές στο μαζικό κίνημα, μπορούν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, και θεωρούν αυτή την ανάπτυξη ως βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς, θα πρέπει να συγκροτούνται τα ίδια στο «εσωτερικό» των κινημάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες αποφάσεις αφορούν το πρόγραμμα, τις θέσεις, τις απόψεις και την εν γένει φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πρέπει να εισέρχονται «επεξεργασμένες» από κάπου αλλού, «απ’ έξω», αλλά να είναι αποτέλεσμα όλων όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να πάρουν μέρος στην επεξεργασία τους. Ο εσωτερικός διάλογος - ως στοιχείο παραγωγής γραμμής - μπορεί να είναι γόνιμος, μόνον αν θα τροφοδοτείται από εμπειρίες των συλλογικών πρακτικών άσκησης πολιτικής. Αυτό σημαίνει, λειτουργία κλαδικών και θεματικών επιτροπών, σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο προσανατολισμένες στα αντίστοιχα μαζικά κινήματα του χώρου τους ή της θεματικής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται από αυτούς που συμμετέχουν στις τακτικές και έκτακτες συνελεύσεις των κλαδικών και θεματικών επιτροπών και τα όργανά τους και όχι από τους όποιους μηχανισμούς των κομματικών οργανώσεων ή των εκπροσώπων τους, στα πλαίσια μιας ανεξέλεγκτης, όπως σήμερα «Γραμματείας» του ΣΥΡΙΖΑ.
Γίνεται νομίζουμε κατανοητό ότι μιλάμε για ένα μοντέλο που προωθεί αμεσοδημοκρατικές συνελευσιακές και οριζόντιες διαδικασίες και στηρίζεται σε μια δομή που επιτρέπει την επεξεργασία και την παραγωγή θέσεων και εναλλακτικών προτάσεων από «τα κάτω», οι οποίες προωθούνται μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων προς «τα πάνω», ώστε να καταλήξουν να αποτελούν θέσεις και προτάσεις των κεντρικών κλαδικών ή θεματικών επιτροπών. Από αυτές ακριβώς τις κεντρικές κλαδικές και θεματικές επιτροπές θα εκλέγονται και οι εκπρόσωποί τους στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, η όποια ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα προέρχεται από ανθρώπους που δεν ασκούν «γενική πολιτική» (όπως λέμε και «γενική ιατρική» ή «γενική παθολογία»), αλλά από «εξειδικευμένους» - με συγκεκριμένο όριο «συνεχούς θητείας» και ανακλητούς - που συμμετέχουν σε δραστήριες κοινωνικές οργανώσεις, σε κινητοποιήσεις εργαζομένων και ανέργων, σε τοπικές κινητοποιήσεις, σε κινητοποιήσεις για ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής αλληλεγγύης, σε κινητοποιήσεις προστασίας περιβάλλοντος και δημόσιων χώρων, σε αντιρατσιστικές αντιπολεμικές, αντιεθνικιστικές οργανώσεις, κ.ά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο θα ανανεωθεί και το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και οι εκπρόσωποί του στους διάφορους θεσμικούς φορείς (συμπεριλαμβανομένου και του Κοινοβούλιου) και θα επαναστελεχωθεί ο αναγκαίος μηχανισμός για την λειτουργία του, προωθώντας παράλληλα ένα πρόγραμμα μιας «εφ’ άπαξ αποζημίωσης» για όσα επαγγελματικά του στελέχη δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τα προς το ζην.
Σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ως προοπτικές είτε η ανασύνθεσή του, είτε η πλήρης αποσύνθεσή του, η εγκατάλειψη του εγχειρήματος από ένα μεγάλο αριθμό σημερινών και εν δυνάμει υποστηριχτών του, και η αποπομπή του τελικά από το ελληνικό κοινοβούλιο, με ότι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση του μηχανισμού του αλλά κυρίως όσον αφορά το πισωγύρισμα της υπόθεσης της συσπείρωσης της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει αν τελικά θα επιλέξει:
Είναι γνωστό ότι οι μέχρι σήμερα απόπειρες εγκαθίδρυσης μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης οδηγήθηκαν σε αποτυχία είτε κάτω από την συντριπτική πίεση των αντίπαλων στρατοπέδων είτε ως αποτέλεσμα των εσωτερικών τους αντιφάσεων.
Σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ,(1) «μοναδικά αληθινά προϊόντα των ίδιων των επαναστάσεων είναι τα ‘Συμβούλια’, σε αντίθεση προς τα επαναστατικά κόμματα και τις ιδεολογίες… Είναι η μοναδική εναλλακτική λύση που έχει παρουσιαστεί στην ιστορία και έχει παρουσιαστεί κατ’ επανάληψη…και φαίνεται να ανταποκρίνεται και να ξεπηδά από την ίδια την εμπειρία της πολιτικής δράσης…Τα ‘Συμβούλια’ υποστηρίζουν: θέλουμε να μετέχουμε, θέλουμε να συζητούμε, θέλουμε η φωνή μας να ακουστεί δημόσια, θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να καθορίζουμε την πολιτική εξέλιξη της χώρας μας… τα κόμματα είναι εντελώς ακατάλληλα, εκεί μέσα οι περισσότεροι από μας δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από ψηφοφόροι που τους μεταχειρίζονται. Aλλά άν μονάχα δέκα από μας καθήσουμε γύρω από ένα τραπέζι, καθένας μας εκφράζοντας τη γνώμη του, καθένας μας ακούγοντας την γνώμη των άλλων, τότε μέσω της ανταλλαγής των απόψεων μπορεί να προκύψει ένας ορθολογικός σχηματισμός της γνώμης. Επίσης εκεί θα γίνει φανερό ποιος από μας είναι ο καταλληλότερος για να εκπροσωπήσει την άποψή μας στο αμέσως ανώτερο ‘Συμβούλιο’, όπου, με τη σειρά της η άποψή μας θα διευκρινισθεί μέσα από την επίδραση άλλων απόψεων, θα αναθεωρηθεί ή θα αποδειχθεί λανθασμένη…Όποιος δεν ενδιαφέρεται για τις κοινές υποθέσεις θα πρέπει απλώς να ικανοποιείται με όσα έχουν αποφασιστεί χωρίς αυτόν. Αλλά η δυνατότητα συμμετοχής πρέπει να δίνεται στον καθένα…»
Και η Χάνα Άρεντ, περιγράφοντας τα ‘Συμβούλια’ ως «..νέα μορφή διακυβέρνησης…» που «…εξαφανίστηκε πάντα και παντού, καταστράφηκε είτε απ’ ευθείας από την γραφειοκρατία των εθνικών κρατών ή από τους μηχανισμούς του κόμματος…», καταλήγει: «…κατά πόσο το σύστημα των ‘Συμβουλίων’ είναι μια καθαρή ουτοπία, δεν το ξέρω-οπωσδήποτε θα ήταν μια ουτοπία του λαού και όχι των ιδεολόγων…».
Αν τα ‘Συμβούλια’, με την σύγχρονη εκδοχή τους, θα μπορούσαν τελικά να αποτελέσουν την εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης και δίκαιας κοινωνίας, τότε τι μορφές οργάνωσης της κοινωνικής αντίστασης πρέπει να επινοήσουμε απέναντι στο σημερινό κυρίαρχο κοινωνικό οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό και το διπολικό πολιτικό σύστημα που το στηρίζει;
Το ζήτημα που τίθεται σε τελευταία ανάλυση συνίσταται στο εξής: μπορούν τα σημερινά αριστερά κόμματα και οργανώσεις να αποτελέσουν τους απαιτούμενους φορείς συσπείρωσης και αντίστασης των πολιτών ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες ανατροπής του σημερινού κυρίαρχου συστήματος; Η, με άλλα λόγια, είναι δυνατόν τα σημερινά αριστερά κόμματα και οργανώσεις να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των κυρίαρχων αντίπαλων μηχανισμών στην προοπτική μιας μελλοντικής απελευθερωμένης και δίκαιας κοινωνίας;
Απαντάμε κατηγορηματικά : Όχι. Κι’ αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, με την σημερινή του δομή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί όπως είπαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, ένα σημαντικό πολιτικό εγχείρημα. Και θα παραμείνει ως τέτοιο, αν μετεξελιχθεί έγκαιρα, άμεσα θα λέγαμε, σε έναν διαφορετικό πολιτικό φορέα ο οποίος δεν θα συσπειρώνει απλώς μια σειρά πολιτικές οργανώσεις και κάποιους ανένταχτους σε εκλογική - πολιτική βάση, αλλά θα τους δίνει τη δυνατότητα να συναποφασίζουν από κοινού.
Μέσα από κοινές πολιτικές πρακτικές στο μαζικό κίνημα, μπορούν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, και θεωρούν αυτή την ανάπτυξη ως βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς, θα πρέπει να συγκροτούνται τα ίδια στο «εσωτερικό» των κινημάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες αποφάσεις αφορούν το πρόγραμμα, τις θέσεις, τις απόψεις και την εν γένει φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πρέπει να εισέρχονται «επεξεργασμένες» από κάπου αλλού, «απ’ έξω», αλλά να είναι αποτέλεσμα όλων όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να πάρουν μέρος στην επεξεργασία τους. Ο εσωτερικός διάλογος - ως στοιχείο παραγωγής γραμμής - μπορεί να είναι γόνιμος, μόνον αν θα τροφοδοτείται από εμπειρίες των συλλογικών πρακτικών άσκησης πολιτικής. Αυτό σημαίνει, λειτουργία κλαδικών και θεματικών επιτροπών, σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο προσανατολισμένες στα αντίστοιχα μαζικά κινήματα του χώρου τους ή της θεματικής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται από αυτούς που συμμετέχουν στις τακτικές και έκτακτες συνελεύσεις των κλαδικών και θεματικών επιτροπών και τα όργανά τους και όχι από τους όποιους μηχανισμούς των κομματικών οργανώσεων ή των εκπροσώπων τους, στα πλαίσια μιας ανεξέλεγκτης, όπως σήμερα «Γραμματείας» του ΣΥΡΙΖΑ.
Γίνεται νομίζουμε κατανοητό ότι μιλάμε για ένα μοντέλο που προωθεί αμεσοδημοκρατικές συνελευσιακές και οριζόντιες διαδικασίες και στηρίζεται σε μια δομή που επιτρέπει την επεξεργασία και την παραγωγή θέσεων και εναλλακτικών προτάσεων από «τα κάτω», οι οποίες προωθούνται μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων προς «τα πάνω», ώστε να καταλήξουν να αποτελούν θέσεις και προτάσεις των κεντρικών κλαδικών ή θεματικών επιτροπών. Από αυτές ακριβώς τις κεντρικές κλαδικές και θεματικές επιτροπές θα εκλέγονται και οι εκπρόσωποί τους στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, η όποια ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα προέρχεται από ανθρώπους που δεν ασκούν «γενική πολιτική» (όπως λέμε και «γενική ιατρική» ή «γενική παθολογία»), αλλά από «εξειδικευμένους» - με συγκεκριμένο όριο «συνεχούς θητείας» και ανακλητούς - που συμμετέχουν σε δραστήριες κοινωνικές οργανώσεις, σε κινητοποιήσεις εργαζομένων και ανέργων, σε τοπικές κινητοποιήσεις, σε κινητοποιήσεις για ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής αλληλεγγύης, σε κινητοποιήσεις προστασίας περιβάλλοντος και δημόσιων χώρων, σε αντιρατσιστικές αντιπολεμικές, αντιεθνικιστικές οργανώσεις, κ.ά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο θα ανανεωθεί και το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και οι εκπρόσωποί του στους διάφορους θεσμικούς φορείς (συμπεριλαμβανομένου και του Κοινοβούλιου) και θα επαναστελεχωθεί ο αναγκαίος μηχανισμός για την λειτουργία του, προωθώντας παράλληλα ένα πρόγραμμα μιας «εφ’ άπαξ αποζημίωσης» για όσα επαγγελματικά του στελέχη δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τα προς το ζην.
Σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ως προοπτικές είτε η ανασύνθεσή του, είτε η πλήρης αποσύνθεσή του, η εγκατάλειψη του εγχειρήματος από ένα μεγάλο αριθμό σημερινών και εν δυνάμει υποστηριχτών του, και η αποπομπή του τελικά από το ελληνικό κοινοβούλιο, με ότι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση του μηχανισμού του αλλά κυρίως όσον αφορά το πισωγύρισμα της υπόθεσης της συσπείρωσης της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει αν τελικά θα επιλέξει:
- -το προσωρινό κουκούλωμα των σημερινών αντιθέσεων και την αναβολή λήψης ριζικών μέτρων για την αντιμετώπισή τους
- - την ανοιχτή και δημόσια ανάδειξη των σημερινών αντιθέσεων στις γραμμές του, με ενδεχόμενη μετατόπιση ενός μέρους του δυναμικού του προς το ΠΑΣΟΚ ή τους Οικολόγους – Πράσινους.
- - την «εφοδο προς τον ουρανό», με τη δημιουργία ενός αριστερού αντισυστημικού πολιτικού σχήματος που θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά, θα επεξεργάζεται αριστερές εναλλακτικές πολιτικές και δεν θα περιορίζεται στην καταγγελία του καπιταλισμού και των πολιτικών εκπροσώπων του.
(1) βλ. Χάνα Άρεντ: «Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση»
Εκδόσεις Έρασμος 1987, μετάφραση Στέφανου Ροζάνη
5.8.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου