Αναδημοσίευση από το "thepressproject.gr"
[…] η δουλειά για τη δημιουργία μιας μαχητικής οργάνωσης και για τη διεξαγωγή πολιτικής ζύμωσης είναι υποχρεωτική σε οποιαδήποτε κατάσταση, όσο “ασήμαντη και ειρηνική” κι αν είναι […]
σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση και σε τέτοιες ακριβώς περιόδους είναι εξαιρετικά αναγκαία η δουλειά που αναφέραμε, γιατί στις στιγμές των εκρήξεων και των ξεσπασμάτων είναι πια αργά να δημιουργηθεί οργάνωση. […]
Θυμηθείτε τα τελευταία γεγονότα: μπροστά στα μάτια μας οι πλατιές μάζες των εργατών των πόλεων και του “απλού λαού” των πόλεων φλέγονται από τον πόθο για αγώνα, ενώ οι επαναστάτες δεν έχουν ένα επιτελείο καθοδηγητών και οργανωτών.»
«Από πού ν’ αρχίσουμε;», Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν, Μάιος 1901
Δέκα χρόνια μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, το ύψιστο συμβάν πολιτικής ανυπακοής και λαϊκής αντίστασης στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, φαντάζει σήμερα μακρινό και ξεχασμένο. Ωστόσο, το εκκωφαντικό 61,3% του ΟΧΙ αποτελεί κεκτημένο του ελληνικού λαού, ο οποίος, παρά τις εσχατολογικές απειλές από το εγχώριο και παγκόσμιο πολιτικό και μηντιακό σύστημα, υπερνίκησε τον φόβο του, αμφισβήτησε το κυρίαρχο μοντέλο επιβολής της εξουσίας και ψήφισε ενάντια σε αυτό που εγχώριες, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες ελίτ απαιτούσαν, μεταφέροντας, προσωρινά έστω, τον φόβο στο δικό τους στρατόπεδο.
Δυστυχώς, όμως, πρώτο στον φόβο υπέκυψε ένα μοιραίο και δειλό τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, ενώ υποσχέθηκε ότι θα καταργούσε τα μνημόνια που “οδηγούσαν τη χώρα στα βράχια” και θα την έβγαζε από το τέλμα της χρεοκοπίας, αποφάσισε τελικά να “σώσει” τη χώρα, πετώντας στα βράχια τον λαό που τον εμπιστεύθηκε.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, από τα βράχια πια, ξέρουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του ’15 πούλησε ελπίδα, αντί σχεδίου μετά γνώσης και, τελικά, παρέδωσε συντριβή, ματαίωση και ταπείνωση. Η κραυγαλέα διάψευση της συλλογικής προσδοκίας δικαίωσε τους πολιτικούς αντιπάλους τής Αριστεράς και βύθισε στην απογοήτευση το σύνολο των οργανωμένων δυνάμεών της, ανεξάρτητα από τη στάση που κράτησαν μετά το 2015, αλλά και τον κόσμο που μεταξύ 2010 – 2015, ξεσηκώθηκε, βγήκε στους δρόμους και τις πλατείες, έφαγε ξύλο και χημικά, άλλαξε ψήφο, μα ό,τι κι αν έκανε, στο τέλος βρισκόταν με ένα ακόμη μνημόνιο στο … χέρι. Όσο για εκείνους που ακολούθησαν το manual του ΟΟΣΑ, νομίζοντας ότι ανακάλυψαν τη χρυσή οδό διαφυγής από τα μνημόνια, εξευτελίζοντας το φρόνημα των ανθρώπων, όπως ήταν φυσικό, οδηγήθηκαν στην αυτογελοιοποίηση και την ανυποληψία.
Έκτοτε, καμία οργανωμένη δύναμη της Αριστεράς, τόσο εκείνης που αποδέχθηκε την ταπείνωση, όσο και εκείνης που την απέρριψε, δεν τόλμησε μέχρι σήμερα να ανοίξει συλλογικά, οργανωμένα και με όρους μαζικότητας μια ειλικρινή αναστοχαστική συζήτηση για τη στρατηγική αποτυχία του 2015, η οποία απαξίωσε τον ίδιο τον όρο “Αριστερά”, κατά συνέπεια και τη διάκριση Αριστερά/Δεξιά. Ασφαλώς, μια τέτοια συζήτηση είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Όμως, χωρίς αυτή είμαστε ανάπηροι. Δυνάμεις που μετά το φιάσκο του ’15 (και τις μακροχρόνιες συνέπειές του που ακόμα βιώνουμε) δεν επιδιώκουν τη μετουσίωση της τραυματικής αποτυχίας σε εμπειρία ωρίμανσης του αντιπαραθετικού πολιτικού σχεδίου, μάλλον είναι καλύτερα να μην έχουν επόμενη ευκαιρία.
Έσπασε η βιτρίνα του καπιταλισμού, βρώμισε ο τόπος με μπόχα φασισμού
Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε η παλινόρθωση της ΝΔ, σε συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας και ασυδοσίας, ελλείψει αντιπάλου, απαιτώντας εκδίκηση για την αγωνία που βίωσαν οι εγχώριες ελίτ το 2015. Η καταστολή, ο αυταρχισμός και το πλιάτσικο όπου φτάνει το χέρι και η προσπάθεια να στραφούν οι φτωχοί εναντίον των φτωχών, διαμόρφωσαν αυτή τη δεκαετία με τα παλιά, γνωστά εργαλεία της Δεξιάς. Μια κυβέρνηση και ένα κράτος που λειτουργούν αποκλειστικά με όρους μαφιόζικης μπίζνας και εξυπηρέτησης επικίνδυνων γεωστρατηγικών σχεδιασμών, ως πρωτοπαλίκαρα και πρόθυμα τσιράκια των νταήδων τού πλανήτη, θεματοφύλακες των ΝΑΤΟϊκών και, εσχάτως, ευρωπαϊκών πολεμικών σχεδιασμών, καθιστώντας τη χώρα συνεργό στη γενοκτονία των Παλαιστινίων, έχουν κηρύξει ήδη τον πόλεμο εναντίον όσων αντιδρούν στις ακόρεστες ορέξεις τους.
Από τις υποκλοπές, τη Ζίμενς, τη Νοβάρτις και τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μέχρι την απάνθρωπη πρόκληση του ναυαγίου στην Πύλο, με τον πνιγμό περί των 600 ανθρώπων, και, ασφαλώς, το αποκορύφωμα του προδιαγεγραμμένου κρατικού εγκλήματος στα Τέμπη, με τους 57 νεκρούς, το μοτίβο παραμένει γνώριμο και σταθερό: εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις που ακολουθούνται από συντονισμένη και αποθρασυμένη συγκάλυψη, με παιδαριώδη ψέματα και απροκάλυπτη διασπορά αμφιβολιών για αξιοποίηση από τους πρόθυμους υποστηρικτές της συμμορίας των Αρίστων.
Η συγκάλυψη στα Τέμπη, βέβαια, είναι εξόφθαλμη και, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενη για κάθε νοήμονα (και μη έχοντα αντίθετο συμφέρον) πολίτη αυτής της χώρας. Όμως, το απροκάλυπτο θράσος και η αδίστακτη διαστρέβλωση όσων ήταν προφανή, ξεχείλισαν το ποτήρι και ξεσήκωσαν την κοινωνική αντιπολίτευση. Οι εντυπωσιακές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και σε τόσες πόλεις ανά τον πλανήτη, απέδειξαν για ακόμα μια φορά (όπως και το 2015) ότι “ο κόσμος” δεν είναι ανόητος, δεν κοιμάται, δεν είναι σανοφάγος, δεν είναι απαθής και αδιάφορος. Είναι πιο μπροστά και πιο αποφασισμένος από τα κόμματα και τις ηγεσίες τους, παρακολουθεί απομονωμένος και ασυντόνιστος τους μαφιόζους να κυριαρχούν στη χώρα μας και σε ολόκληρη την (άγρια) Δύση, αλλά δεν χάνει τα αντανακλαστικά του. Όμως, όπως σημείωνε ήδη από το 1901 ο Λένιν, “ο κόσμος” από μόνος του, πρωτοβουλιακά και αυθόρμητα, χωρίς πολιτικό σχέδιο και πολιτικό υποκείμενο, δεν αρκεί για να ανατραπούν παγιωμένοι συσχετισμοί και καθεστωτικές αντιλήψεις πολλών δεκαετιών. Άλλωστε, όπως θα έπρεπε πια να ξέρουμε, “ο κόσμος” δεν υπάρχει· υπάρχουν πολλοί κόσμοι, με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Ωστόσο, η εμμονή των δυνάμεων της αντιπολίτευσης να αναδεικνύουν διαρκώς τα (θηριώδη, ασφαλώς) ψέματα, τις (κραυγαλέες, οπωσδήποτε) αντιφάσεις και τις (αμέτρητες, αλίμονο) ανακολουθίες τής γραβατοφορεμένης εγκληματικής συμμορίας εκβιαστών και εκβιαζόμενων, με την κωδική ονομασία «Κυβέρνηση Μητσοτάκη», αποκαλύπτει την αδυναμία τους να διατυπώσουν όραμα συνολικής αλλαγής νοοτροπίας και να επεξεργαστούν ρεαλιστικό σχέδιο απέναντι στη βαρβαρότητα.
Οι άνθρωποι που κατέβηκαν στους δρόμους δεν περιμένουν από την αντιπολίτευση να αναδείξει τις ευθύνες των μαφιόζων που μας κυβερνούν, αλλά να προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους. Καθώς, όμως, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης αποτυγχάνουν συστηματικά σε αυτή την αποστολή, βρίσκουν βολικότερο να θεωρούν ότι “ο κόσμος” δεν αντιδρά επειδή είναι ανόητος, τρώει κουτόχορτο και αποκοιμιέται από τα παραμύθια του Κυρ. Μητσοτάκη και της ΝΔ.
Στην πραγματικότητα, όμως, είναι η αποτυχία των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων, η έλλειψη πίστης στη συλλογική δύναμη και δράση των ανθρώπων, η μόνιμη απογοήτευση από τη διάψευση των αβάσιμων προσδοκιών για εύκολες και αναίμακτες λύσεις, που καλλιεργούν οι υποσχέσεις επίδοξων σωτήρων, και η ανεπάρκεια των μετριοπαθών απαντήσεων απέναντι στην ακραία επίθεση που δεχόμαστε από την ασύδοτη κερδοσκοπία τού κεφαλαίου που ευθύνονται για την έλλειψη πειστικής απάντησης στο αμείλικτο ερώτημα «και μετά τον δρόμο, τι;». Όποια πολιτική δύναμη φιλοδοξεί να παρέμβει συντονιστικά, ομογενοποιητικά και οργανωτικά σε αυτόν “τον κόσμο” της κοινωνικής αντιπολίτευσης, θα πρέπει πρώτα να θέσει με σοβαρούς όρους το ζήτημα της μαζικής συλλογικής οργάνωσης, σε ένα συνεκτικό πλαίσιο σκοπών, κανόνων και μέσων.
Το σπάσιμο της βιτρίνας της μεταδημοκρατίας και η υποκρισία των πολιτικών ηγεσιών τής παρακμάζουσας Δύσης αποδόμησαν μέχρις εσχάτων κάθε πτυχή του περίφημου αστικοδημοκρατικού πλαισίου (Συντάγματα, κοινοβούλια, δικαιοσύνη και λοιπές εξωτικές έννοιες), προς όφελος απάνθρωπων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, δηλαδή των χορηγών τους, αποκαλύπτοντας την πλήρη απαξίωση των αστικών θεσμών και στρέφοντας τους ανθρώπους στον συμβιβασμό, την απογοήτευση, την απάθεια, την αποχή ή/και στην ακροδεξιά και τον φασισμό.
Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού
Απέναντι σε αυτή την κατάρρευση, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ανήμπορες ακόμη και να διανοηθούν αντιπαραθετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, παρακολουθούν μπροστά στα μάτια τους τις πλατιές μάζες των εργατών των πόλεων και του “απλού λαού” των πόλεων να φλέγονται από τον πόθο για αγώνα, χωρίς επιτελείο οργανωτών και καθοδηγητών και αρκούνται να καταγγέλλουν την κυβέρνηση και να απαιτούν να λειτουργήσει η αστική Δικαιοσύνη.
Την ώρα που οι κυρίαρχες ελίτ δείχνουν με κάθε τρόπο πως επιθυμούν τη ρήξη με το θεσμικό πλαίσιο συναίνεσης που είχαν διαμορφώσει με την … πλέμπα, καθώς με τους τρέχοντες συσχετισμούς δύναμης τους είναι άχρηστο, ακόμα και δυνάμεις που δεν υποστήριξαν ποτέ το αστικό κράτος, που ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένες από τη λειτουργία του (καθώς γνωρίζουν καλά ότι δεν φτιάχτηκε για να λειτουργεί αντικειμενικά και υπέρ των πολλών και γι’ αυτό πάντα το αντιπολιτεύονταν), τώρα ξαφνικά ζητούν να λειτουργήσει “αμερόληπτα” και να αποδώσει ευθύνες “όσο ψηλά και αν φτάνουν”. Όπως είναι φυσικό, κανείς δεν τις παίρνει στα σοβαρά, η αγανάκτηση των ανθρώπων δεν έχει τρόπο να μετουσιωθεί σε μαχητή πολιτική και η απαξίωση της πολιτικής και των κομμάτων συνεχίζεται.
Την ίδια στιγμή, όπως όλο και συχνότερα δείχνουν οι κοινωνικές έρευνες, η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους αστικούς θεσμούς (Δημοκρατία, θεμελιώδη δικαιώματα, κράτος δικαίου κλπ) είναι στο ναδίρ, ενώ ο «σοσιαλισμός», ως έννοια (ανεξάρτητα από το πώς τον αντιλαμβάνεται καθένας/καθεμία), συγκεντρώνει πολλαπλάσιες θετικές γνώμες από τον «καπιταλισμό», ειδικά στις νεότερες γενιές. Η προφανής ασυμφωνία μεταξύ λαϊκής βούλησης και κυρίαρχων ελίτ οδηγεί στη διάρρηξη των σχέσεων αντιπροσώπευσης, σηματοδοτώντας ένα συνολικό τέλος παραδείγματος, που μόνο οι ηγεσίες των κομμάτων δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται, δίνοντας την εντύπωση ότι μια χαρά ευχαριστημένες είναι με τον ρόλο της ενδοσυστημικής αντιπολίτευσης, περιμένοντας να … ωριμάσουν οι συνθήκες.
Όμως, Αριστερά οποιουδήποτε ρεύματος ή απήχησης, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επιζητά την αναδόμηση των αστικών θεσμών για να διαφυλάξει τον ασφαλή ενδοσυστημικό αντιπολιτευτικό ρόλο της (ή, ακόμη χειρότερα, επειδή φαντασιώνεται μια τίμια αστική σοσιαλδημοκρατική οικονομία της αγοράς), είναι ίσως χρήσιμη για τη σταδιοδρομία των στελεχών και της γραφειοκρατίας της, αλλά παντελώς άχρηστη για οποιονδήποτε βρίσκεται έξω από αυτή και, οπωσδήποτε, για τους ανθρώπους του μόχθου.
Όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν κι αποτύχαν
Υπό αυτό το πρίσμα, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έχουν μπροστά τους δύο επιλογές: η μία είναι να εξακολουθήσουν να υποκρίνονται ότι συμμετέχουν σε έναν εκλογικό ανταγωνισμό με όρους και κανόνες, ό,τι έκαναν μέχρι τώρα δηλαδή, παραμένοντας στο σπιράλ της απαξίωσης και της παρακμής, μέχρι να τις ξεχάσει η Ιστορία. Η άλλη, να αναγνωρίσουν ότι αυτός πλέον ανήκει στο παρελθόν, καθώς έχει εξουδετερωθεί από ανταγωνισμό μαφιών που λυμαίνονται τους πόρους της χώρας και των ανθρώπων της και, ως εξ αποκαλύψεως, να συνειδητοποιήσουν πως ό,τι συζητούσαν εντός του προηγούμενου πλαισίου είναι πλέον εκτός τόπου και χρόνου. Όταν οι ελίτ σπάνε το κοινωνικό συμβόλαιο, οι άνθρωποι είτε αναδέχονται τον ρόλο των υποτελών στην ταξική σύγκρουση, παραδίδονται και συνθηκολογούν όπως όπως, ζητώντας ειρήνη με καταφανώς δυσμενέστερους όρους από της προηγούμενης περιόδου, έχοντας χάσει χωρίς να πολεμήσουν, είτε προετοιμάζονται για να συγκρουστούν (όσο αργά και αν είναι).
Ασφαλώς, καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι χωρίς συνέπειες. Η, δε, πρώτη ούτε απαγορεύεται, ούτε είναι αθέμιτη και υπάρχουν πολλοί καλοθελητές που θα τη στηρίξουν, γιατί “πώς να τα βάλεις με τους ισχυρούς;”. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που θα προτιμήσουν να παραμείνουν αποδεκτές από τον “εθνικό κορμό”, υποταγμένες σε μια προσχηματική “νομιμότητα” και στην επιδίωξη συναίνεσης, αγνοώντας το πόσο αυτοϋπονομευτική και αυτοκαταστροφική είναι μια τέτοια στάση έτσι κι αλλιώς, αλλά ιδιαίτερα την ώρα που οι κυρίαρχες τάξεις δείχνουν με κάθε τρόπο την αδιαφορία και την απαξία τους προς αυτή τη συναίνεση. Βέβαια, για να ξεπεράσουν την υπαρξιακή αγωνία τους, θα χρειαστεί να παραδεχθούν χωρίς αυταπάτες, στον εαυτό τους αλλά και δημόσια, τον συστημικό ρόλο τους και, με ειλικρίνεια, να συνενωθούν προς τον κοινό στόχο τους, χωρίς ανούσιους ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Άλλωστε, από τότε που υποκατέστησαν τις συλλογικές διεργασίες με την … αδιαμεσολάβητη σχέση “με τον λαό”, καλλιεργώντας και αναπαράγοντας την αντίληψη ότι το ύψιστο καθήκον της συμμετοχής στα κοινά εξαντλείται στην επιλογή του επόμενου αναλώσιμου “Ηγέτη και Σωτήρα”, ενδίδοντας δηλαδή στα επικρατέστερα μεσσιανικά ή/και φασιστικά μοντέλα, έχουν αυτοκαταργηθεί ως διαμεσολαβητές ισχύος στη διελκυστίνδα μεταξύ των ελίτ και της κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Απ’ την άλλη, οι δυνάμεις που θα προτιμήσουν τη δεύτερη επιλογή, θα χρειαστεί να αναλάβουν νέα καθήκοντα, να κάνουν νέες ιεραρχήσεις, να επινοήσουν διαφορετικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, ζύμωσης και δράσης των ανθρώπων και να αφοσιωθούν στη δημιουργία και τον συντονισμό ισχυρών κοινωνικών δεσμών, δομών και δικτύων συλλογικής κοινωνικής οργάνωσης, ώστε να επιχειρήσουν να ανταπαντήσουν, χωρίς να αυτοπεριορίζονται στον εκλογικό ανταγωνισμό. Θα χρειαστεί, επιπλέον, να επιδιώκουν να καταρτίσουν σχέδιο πολυμέτωπης αντεπίθεσης, αναδιανομής πλούτου και αποκαθήλωσης των ελίτ και των προνομίων τους και όχι σχέδιο άμυνας, προάσπισης ή διατήρησης ή επαναφοράς κεκτημένων, σαν να ήταν ικανοποιημένοι οι άνθρωποι από την προηγούμενη κατάσταση. Ένα τέτοιο σχέδιο θα τους είναι απαραίτητο, όχι για να θέσουν μαξιμαλιστικούς στόχους, αλλά για να περιγράψουν, έστω σε αδρές γραμμές, το πώς θα είναι η ζωή των ανθρώπων αν το σχέδιο επιτευχθεί, ώστε να γίνει κοινός τόπος το γιατί αξίζει οι άνθρωποι να κινητοποιηθούν, να συνεργαστούν, να αγωνιστούν και, ναι, να συγκρουστούν όσο σφοδρά απαιτείται γι’ αυτό. Έτσι, μαζί με τις πολιτικές δυνάμεις που θα εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση, θα ωριμάζουν και οι συνθήκες.
Από πού πάνε για την επανάσταση;
Δέκα χρόνια μετά το φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ, η αυταπάτη ότι ένα πρόγραμμα ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας και αναδιανομής πλούτου στη χώρα μας μπορεί να επιτευχθεί ψηφίζοντας καλούς νόμους στη Βουλή έχει πλέον καταρριφθεί με πάταγο. Καμία πολιτική δύναμη, ακόμα και με απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν μπορεί να βάλει πραγματικά χέρι στον μεγάλο πλούτο ψηφίζοντας απλώς μια αναδιανεμητική φορολογική μεταρρύθμιση, ή να ανακτήσει τα εργαλεία άσκησης κυρίαρχης πολιτικής για τη χώρα και τους ανθρώπους της (τράπεζες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, τρένα, αεροδρόμια κ.ο.κ.), ψηφίζοντας απλώς την κοινωνικοποίησή τους. Θα χρειαστούν υψηλές δυνατότητες σύγκρουσης, σε πολλά μέτωπα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αβέβαιη, ασφαλώς, έκβαση.
Σε μια εποχή πλήρους αποσταθεροποίησης σχεδόν του συνόλου των τοπικών και διεθνών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Δύση διά των ηγετών της απαξιώνει οριστικά, ρητά ή άρρητα, ακόμα και το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δικαστήριο. Σε συνθήκες τέτοιας κλίμακας γεωστρατηγικών ανακατατάξεων και παγκόσμιων συγκρούσεων προς αναζήτηση νέων ισορροπιών, όπου μόνο αφελείς θα μπορούσαν να θεωρούν εφικτή την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση (ανεξάρτητα από το πόσο κάτι τέτοιο θα ήταν επιθυμητό ή όχι), είναι αυτονόητο ότι αλλάζουν οι συνειδήσεις και οι κοσμοθεωρία των ανθρώπων.
Αν, όπως υποστηρίζει ο Ι. Βαλερστάιν, επανάσταση είναι ό,τι μετατρέπει την κοινή λογική, τότε οι σημερινές συνθήκες προσφέρονται για θεμελιώδεις τομές στη σκέψη των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, η επανάσταση έχει ήδη ξεκινήσει, μόνο που μέχρι στιγμής πρόκειται για αντεπανάσταση, με κινητήρια δύναμη τη φασίζουσα (ακρο)Δεξιά που ηγεμονεύει στη Δύση (ΗΠΑ, ΕΕ -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης – & Ισραήλ).
Απέναντι σε ένα μέλλον ωμής δύναμης και ΑΙ πραγματικότητας, όπου κανείς δεν θα πιστεύει κανέναν και με δυσκολία θα πιστεύουμε στα μάτια μας, ο μονόδρομος των δυνάμεων της ανυπακοής είναι ευθαρσώς, χωρίς ευφημισμούς και περιστροφές, η επίθεση στις εμπεδωμένες αντιλήψεις που συγκροτούν τη Δεξιά ηγεμονία: στην ίδια την έννοια της (ατομικής) ιδιοκτησίας και του κληρονομικού δικαιώματος, στο «νομίμως κατέχειν» του συσσωρευμένου πλούτου, αλλά και στα γερά θεμέλια του τρίπτυχου Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια (ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι ο πυρήνας της Μαφίας είναι η φαμίλια).
Απορρίπτοντας τον εγκλωβισμό αποκλειστικά στον εκλογικό ανταγωνισμό, που δεν έχει να προσφέρει πολλά πια στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, οι δυνάμεις της ανυπακοής θα χρειαστεί να επιδιώξουν την επανάσταση, δηλαδή να αλλάξουν τα μυαλά των ανθρώπων που ακόμα βαυκαλίζονται ότι ο επελαύνων φασισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα ψηφοδέλτιο στο χέρι. Θα χρειαστεί, ακόμα, να επινοήσουν και να προτείνουν νέες οργανωτικές δομές, που να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε σκληρά συγκρουσιακές, αν όχι πολεμικές συνθήκες, όπως αυτές που ήδη διανύουμε και αυτές που ακολουθούν. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα βοηθούσε σημαντικά να ανοίξουν τους ορίζοντές τους, μελετώντας μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης και αντίστασης, όπως εκείνα της Λατινικής Αμερικής, αλλά και κάποια από τα αμφιλεγόμενα, μέχρι πρότινος, της Μέσης Ανατολής, που στέκονται αποφασιστικά απέναντι στον φασισμό, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία.
Η ανασυγκρότηση των κοινωνικών δυνάμεων προς όφελος των ανθρώπων του μόχθου, με στόχο τη χειραφέτησή τους από τις αλυσίδες τού σάπιου Δυτικού καπιταλισμού, απαιτεί και προϋποθέτει πολλή, επίπονη και ριψοκίνδυνη δουλειά.
Αλλά είναι η μόνη που αξίζει.
Διαφορετικά, υπάρχει πάντα η επιλογή της εθελοδουλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου