Αναδημοσίευση από την "εποχή"
Με δυο κείμενα που καταγράφουν τις απόψεις του Ετιέν Μπαλιμπάρ για την κρίση χρέους και το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, συνεχίζουμε σ’ αυτό το φύλλο της «Εποχής» τη συζήτηση με αφορμή την κρίση του ευρώ και του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Αν και ορισμένα σημεία των κειμένων αλληλοεπικαλύπτονται, κρίναμε σκόπιμο να τα δημοσιεύσουμε χωρίς ουσιώδεις περικοπές. Ειδικά το κείμενο που μεταφράσαμε από το «Μανιφέστο», με το σχολιασμό που συνοδεύει τις απόψεις του γάλλου φιλοσόφου, διευκολύνει τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια να παρακολουθήσει την ανάλυση του Ετιέν Μπαλιμπάρ και στο κείμενο που προέρχεται από τη «Λιμπερασιόν».
«Ε»
Ελπίδα της Ευρώπης οι αντιεξουσίες
«Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, μπορεί να θεωρηθεί ως η μορφοποίηση ενός νέου μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης. Δηλαδή παρακολουθούμε την εκ νέου προώθηση της διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης, έπειτα από τη διακοπή που ακολούθησε το γαλλικό, ολλανδικό και ιρλανδικό δημοψήφισμα, που έκαναν φανερή τη διάχυτη αποδοκιμασία της διαδικασίας που προωθούσαν οι τεχνοκράτες των Βρυξελών. Η νέα προώθηση της πολιτικής ενοποίησης πραγματοποιείται, όμως, υπό τη σημαία ενός νεοφιλελευθερισμού ο οποίος, παρά την κρίση του, είναι ακόμη ικανός να ασκεί ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο». Είναι λόγια του Ετιέν Μπαλιμπάρ που είναι πεπεισμένος ευρωπαϊστής. Παρόλα αυτά δε σταμάτησε ποτέ να κριτικάρει την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τα όσα έκανε κατά την παγίωση της ίδρυσής της. Μια κριτική συνήθεια που δεν εκλείπει ούτε αυτόν τον καιρό, με τη δημιουργία των κυβερνήσεων τεχνοκρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Ο γάλλος φιλόσοφος μας προσκαλεί να δούμε με προσοχή τις μεταλλάξεις που πραγματοποιούνται στα εθνικά και, κυρίως, υπερεθνικά πολιτικά συστήματα. «Στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, υπάρχει μια σημαντική πολιτική και διανοητική συνιστώσα, που θέλει να κλείσει την ευρωπαϊκή συζήτηση για να επιστρέψει στην εθνική κυριαρχία, που τη θεωρεί ως το απαραίτητο ανάχωμα για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής εξουσίας. Πρόκειται για μια θέση που δεν αντιλαμβάνεται ένα δεδομένο που για μένα είναι θεμελιώδες: την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και το σχηματισμό μιας παγκόσμιας αγοράς που δε ανέχεται σύνορα. Και κυρίως μια αλλαγή της υλικής σύστασης της κοινωνίας».
Η κυριαρχία
της τεχνοκρατικής δομής
της τεχνοκρατικής δομής
Η ανάγνωση του Μπαλιμπάρ ασφαλώς δεν έχει το ελάττωμα της αφέλειας. Έβλεπε πάντοτε ευνοϊκά το σχηματισμό του νέου υπερεθνικού πολιτικού υποκειμένου που λέγεται Ευρώπη. Μια θέση που ερχόταν σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η γαλλική «αριστερά της αριστεράς», και όχι μόνο αυτή. Μια ευρωπαϊκή στράτευση που δεν απέκρυψε όμως το γεγονός ότι αυτό που διαδραματιζόταν ήταν μια διαδικασία συνταγματοποίησης που δεν είχε καμία λαϊκή νομιμοποίηση. (...) Η διατύπωση που χρησιμοποιεί – αυτό που οι Βρυξέλες επιβάλλουν είναι μια δικτατορία των κοινοτικής τεχνοκρατικής δομής- πρέπει να αρθρωθεί σε σχέση με το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η μοναδική νύξη που κάνει γι’ αυτό το θέμα είναι μια παραπομπή στις θεωρίες του μαρξιστή γεωγράφου Ντέιβιντ Χάρβεϊ, που ισχυρίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά είναι το μέσο το οποίο ρυθμίζει και εγγυάται τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσα από την απαλλοτρίωση του κοινωνικού πλούτου.
Κράτος έκτακτης ανάγκης
«Πρόσφατα, στη «Figaro», εφημερίδα της γαλλικής αστικής τάξης, δημοσιεύτηκε ένα ενδιαφέρον σχόλιο που φωτογραφίζει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη. Η απόφαση του Νικολά Σαρκοζί και της Άνγκελα Μέρκελ να επιβάλουν στην Ελλάδα και στην Ιταλία πολιτικές λιτότητας, ευνόησε τη λύση της κυβέρνησης τεχνοκρατών. Στην Αθήνα και στη Ρώμη εγκαταστάθηκαν δύο γνωστοί οικονομολόγοι όπως ο Μάριο Μόντι και ο Λουκάς Δημήτριος Παπαδήμος, άνθρωποι ανέκαθεν ενταγμένοι εντός του δικτύου εξουσίας που έχει ως κομβικό σημείο την Goldman Sachs. Απ’ αυτή την άποψη, η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν μια πραγματική επανάσταση από τα πάνω. Για χρόνια πίστευα ότι ο πρώτος που την χρησιμοποίησε ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς στην εισαγωγή της έκδοσης του 1895 του βιβλίου του Μαρξ Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. (...) Έπειτα ανακάλυψα ότι ο Ένγκελς την είχε «αντιγράψει» από τον Μπίσμαρκ. Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι οι επαναστάσεις από τα πάνω υπήρχαν πάντα και χρησίμευαν στο να δίνουν μορφή σε μοντέλα και μηχανισμούς διακυβέρνησης που δεν προβλέπονταν από την παράδοση. (...) Η επανάσταση από τα πάνω εγκαθιδρύει πάντοτε ένα κράτος έκτακτης ανάγκης, που είναι ακριβώς αναγκαίο για να δοθεί μορφή σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, με τη ρητορική των κυβερνήσεων τεχνοκρατών, είναι ακριβώς αυτό: μια αναστολή των ισχυόντων κανόνων του παιχνιδιού, για να επιβληθούν λύσεις για την κρίση.
Ο Καρλ Σμιτ μίλησε, σε περασμένες εποχές, για δικτατορία κατ’ ανάθεση, που δεν είναι όμως απολυταρχικού χαρακτήρα, αλλά μάλλον θυμίζει τις μορφές κυριαρχίας που υπήρχαν στην αρχαία Ρώμη. Οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών είναι η σύγχρονη μορφή μιας δικτατορίας κατ’ ανάθεση για να επιβληθεί μια νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού».
Επανάσταση από τα πάνω
Η «επανάσταση από τα πάνω» συνδέεται επομένως με την εγκαθίδρυση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε εθνικό επίπεδο και είναι μια περιγραφή που πιάνει το νόημα ισχυρών τάσεων που χαρακτήρισαν την κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του δίδυμου αδελφού του, του λεγόμενου μεταμοντέρνου λαϊκισμού. Πολλοί, μολαταύτα, υπέδειξαν συχνά την τεχνοκρατική δομή ως μια από τις ισχυρές εξουσίες που δρουν στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Μια τεχνοκρατική δομή που συμμετέχει, όμως, σε ένα ευρύτερο δίκτυο, όπου δρουν χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, διεθνικές επιχειρήσεις. Εν ολίγοις πρόκειται για μια μορφή διακυβέρνησης που διαχειρίζεται το σύγχρονο καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Απ’ αυτή την άποψη, η τεχνοκρατική δομή εγγυάται, στην Ευρώπη, τόσο την πολιτική λειτουργία όσο την εκ νέου ανάληψη του ελέγχου ενός «ξετρελαμένου» οικονομικού κύκλου. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για να δώσει ώθηση στο ηπειρωτικό πολιτικό του σχέδιο. Με κάποιες αντιφάσεις, εννοείται, όπως για παράδειγμα η νομιμοποίηση των κυβερνήσεων τεχνοκρατών από τα κοινοβούλια που έχουν εκλεγεί από το λαό.
Η προαναγγελθείσα
καταστροφή
καταστροφή
Η Ευρώπη κατορθώνει βέβαια να προτείνει μια μορφή διακυβέρνησης της ηπείρου, διατρέχει όμως τον κίνδυνο να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός νέου διαζυγίου μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υποδεικνύει τον κίνδυνο και προειδοποιεί ότι κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει πάντοτε αβέβαια αποτελέσματα. «Αυτή η διαδικασία είναι συγκρουσιακή. Δεν είναι δεδομένο ότι η δικτατορία κατ’ ανάθεση θα κατορθώσει να λειτουργήσει σ’ αυτή την κατάσταση. Οι τεχνοκράτες, οι ελίτ έχουν μια ισχυρή εξουσία πειθούς με το μέρος τους, γιατί ξεκινούν από έναν εκβιασμό: ή θα γίνει έτσι ή θα έρθει το χάος. Ο φόβος μιας καταστροφής κατορθώνει έτσι να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και τις αμφιβολίες. Κι όμως, εδώ και μερικούς μήνες στις εφημερίδες της αστικής τάξης, αλλά και στις προοδευτικές, είναι πολλοί αυτοί που ζητούν να εκφραστεί η λαϊκή κυριαρχία ακριβώς για το ζήτημα των πολιτικών μορφών και για ένα ενδεχόμενο ευρωσύνταγμα. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας γράφει εδώ και πολύ καιρό για την αναγκαιότητα μιας λαϊκής νομιμοποίησης των όσων συμβαίνουν στην Ευρώπη. Ο στόχος του είναι ο εκδημοκρατισμός των ευρωπαϊκών θεσμών, κλείνοντας έτσι τη φάση που είδε τις αγορές να υφαρπάζουν ουσιαστικά την καθολική ψήφο. Συμφωνώ βέβαια με τον Χάμπερμας, αλλά νομίζω παρόλα αυτά ότι πρέπει να δημιουργηθούν πραγματικές εξεγερσιακές αντιεξουσίες, που να έρθουν σε αντίθεση μ’ αυτή τη μορφή διακυβέρνησης που εγκαθιδρύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν εννοώ την λαϊκή εξέγερση, μα τη δημιουργία θεσμών εκ μέρους των κοινωνικών κινημάτων για να αντισταθούν στην τεχνοκρατική δομή».
Προς το παρόν, όμως, τα κοινωνικά κινήματα δρουν συχνά με εθνική προοπτική. Οι μόνοι που έθεσαν το πρόβλημα της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου, ήταν οι ισπανοί αγανακτισμένοι, που ζητούν τόσο να δοθεί ένα τέλος στη «δικτατορία των αγορών» όσο και έναν εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου.
Εξεγέρσεις
και κοινωνικά κινήματα
και κοινωνικά κινήματα
Εκτός των άλλων, η εθνική επιλογή μοιάζει περισσότερο με υποχώρηση, με ένα σημάδι αδυναμίας και όχι σημάδι ισχύος. «Μου φαίνεται χρήσιμο να αναφέρω τον διαχωρισμό που έκανε ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρότρι μεταξύ campaign και mouvement. Οι ισπανοί αγανακτισμένοι είναι σίγουρα ένα κοινωνικό κίνημα. Ρίζωσαν στη χώρα, ανέπτυξαν δικούς τους θεσμούς, όρισαν κανόνες για να παίρνονται οι αποφάσεις, έθεσαν, τέλος, δυναμικά το κομβικό ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Μπορεί να το έκαναν με ένα λεξιλόγιο που ένας μαρξιστής ίσως το βρίσκει περίεργο, όμως το σημείο της δύναμής τους είναι η κριτική στο καθεστώς συσσώρευσης που επικεντρώνεται στην απαλλοτρίωση. Το Occupy Wall Street έχει, αντίθετα, όλα τα χαρακτηριστικά μιας εκστρατείας ευαισθητοποίησης γύρω από κάποια θέματα – τη φτώχια, την αντίθεση μεταξύ του 99% του πληθυσμού και του 1% των πλουσίων – όμως μέχρι σήμερα δεν έκαναν το μεγάλο άλμα στην πολιτική δράση. Όταν σκέφτομαι τις εξεγερσιακές αντιεξουσίες, επομένως, έχω στο νου μου τα κοινωνικά κινήματα και την ικανότητά τους να αναπτύσσουν δικούς τους θεσμούς. Μόνο αν υπάρχουν αυτές οι αντιεξουσίες μπορούμε να θέσουμε όρους και να προκαλέσουμε την κρίση της δικτατορίας κατ’ ανάθεση, που είναι εύθραυστη αφού η οικονομική κρίση φτώχυνε την κοινωνία. Το παιχνίδι επομένως είναι ανοιχτό. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι προδιαγεγραμμένο».
Δημοσιεύτηκε στο «Μανιφέστο» (19-11-2011)
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Τα διλήμματα της γηραιάς ηπείρου
Του
Ετιέν Μπαλιμπάρ
Ετιέν Μπαλιμπάρ
Τι συνέβη, λοιπόν, στην Ευρώπη στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην πτώση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα και την Ιταλία και τη μεγάλη ήττα της ισπανικής αριστεράς στις εκλογές της περασμένης Κυριακής; Ήταν μια περιπέτεια στη μικρή ιστορία των πολιτικών χειρισμών, που εξαντλούνται στο να τρέχουν πίσω από τη χρηματοπιστωτική κρίση; Ή μήπως διαβήκαμε ένα κατώφλι στην ανάπτυξη αυτής της κρίσης, γεγονός που παράγει ανεπίστρεπτα αποτελέσματα στο επίπεδο των θεσμών και του τρόπου νομιμοποίησής τους; Αν και οι γνώσεις μας σχετικά με όλα αυτά δεν είναι πλήρεις, οφείλουμε να αναλάβουμε τον κίνδυνο μιας εκτίμησης.
Για τις εκλογικές περιπέτειες (όπως αυτή που θα έχουμε στη Γαλλία σε έξι μήνες) δεν έχουμε να κάνουμε πολλά σχόλια. Έγινε κατανοητό ότι οι εκλογείς θεωρούν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την αυξανόμενη ανασφάλεια μέσα στην οποία ζει σήμερα η πλειονότητα των πολιτών στις χώρες της Ευρώπης και δεν τρέφουν πολλές αυταπάτες γι’ αυτούς που τις διαδέχονται (μετά τον Μπερλουσκόνι, μπορεί κάποιος να καταλάβει γατί ο Μόντι σπάει όλα τα ρεκόρ λαϊκισμού). Το πιο σοβαρό ζήτημα που τίθεται αφορά τη θεσμική στροφή. Η συγκυρία της παραίτησης κυβερνήσεων υπό την πίεση των αγορών που ανεβάζουν και κατεβάζουν τα επιτόκια δανεισμού, της αποδοχής ενός γαλλο-γερμανικού «διευθυντηρίου» στους κόλπους της ΕΕ, και της ενθρόνισης των «τεχνικών» που συνδέονται με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίοι επιτηρούνται ή δέχονται συμβουλές από το ΔΝΤ, είναι αδύνατο να μην προκαλεί συζητήσεις και ανησυχία.
Η δημοκρατία σε αναστολή
Ένα από τα θέματα που συναντούμε πιο συχνά, είναι το ζήτημα της «δικτατορίας των επιτρόπων», που αναστέλλει τη δημοκρατία, για να αναδημιουργήσει τη δυνατότητα –έννοια που ορίζει ο Μποντέν στις απαρχές του σύγχρονου κράτους και αργότερα θεωρητικοποιεί ο Καρλ Σμιτ. Οι «επίτροποι» δεν μπορεί να είναι στρατιωτικοί ή δικαστές, χρειάζονται οικονομολόγοι. Αυτό ακριβώς επισημαίνει ο αρθρογράφος της «Φιγκαρό» στις 15 Νοεμβρίου: «Η περίμετρος και η διάρκεια της εντολής [των κυρίων Μόντι και Παπαδήμου] χρειάζεται να είναι αρκετά εκτεταμένες, ώστε να είναι αποτελεσματικοί. Όμως οφείλουν, και ο ένας και ο άλλος, να έχουν συγκεκριμένα όρια, ώστε να εξασφαλιστεί, με τους καλύτερους όρους, η επιστροφή στη δημοκρατική νομιμότητα. Δεν πρέπει να επιτραπεί σε κανέναν να πει ότι η Ευρώπη οικοδομείται στην πλάτη των λαών».
Από αυτή την εκδοχή προτιμότερη μου φαίνεται μια άλλη: η εκδοχή της «επανάστασης από τα πάνω», που, υπό την πίεση της ανάγκης (αναγγελία της κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος), επιχειρούν οι ηγέτες των κρατών με κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη και η «τεχνοδομή» των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης. Ξέρουμε ότι αυτή η έννοια, που επινοήθηκε από τον Μπίσμαρκ, ορίζει μια δομική αλλαγή του «υλικού συντάγματος», δηλαδή των ισορροπιών ισχύος ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, την οικονομία και την πολιτική, που προκύπτουν από μια «προληπτική στρατηγική» από την πλευρά των ηγέτιδων τάξεων. Αυτό ακριβώς δεν γίνεται τώρα με την εξουδετέρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη θεσμοποίησης του ελέγχου των προϋπολογισμών και των δημοσιονομικών των κρατών-μελών από την ΕΕ, τη θεοποίηση των τραπεζικών συμφερόντων στο όνομα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας; Χωρις αμφιβολία αυτοί οι μετασχηματισμοί υπάρχουν εν σπέρματι εδώ και πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν διεκδικήθηκαν εν ονόματι μιας νέας μορφοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν έκανε λάθος, όταν παρουσίαζε σαν «πραγματική επανάσταση» την εκλογή του προέδρου της Κομισιόν με καθολική ψηφοφορία, που θα προσέδιδε στο νέο οικοδόμημα ένα δημοκρατικό φωτοστέφανο. Η ανατροπή είναι εν εξελίξει ή, τουλάχιστον, σκιαγραφείται.
Επανάσταση ή το τέλος της Ευρώπης;
Ωστόσο, ας μην το κρύβουμε, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η απόπειρα θα είναι επιτυχής. Στο δρόμο της ορθώνονται τρία εμπόδια και ο συνδυασμός τους μπορεί να οδηγήσει σε μια επιδείνωση της κρίσης και στο «τέλος» της Ευρώπης ως συλλογικού σχεδίου.
Το πρώτο εμπόδιο σχετίζεται με το γεγονός ότι κανένα θεσμικό μόρφωμα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να καθησυχάσει τις αγορές –ώστε να σταματήσουν την κερδοσκοπία– γιατί αυτή τροφοδοτείται από τον κίνδυνο χρεοκοπίας και από την προσδοκία βραχυπρόθεσμων κερδών. Είναι η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η δημιουργία παραγώγων «προϊόντων» και η διαμόρφωση των σπρεντ πάνω στα επιτόκια δανεισμού. Οι επενδυτικοί οίκοι που τροφοδοτούν το shadowbanking, τις μισονόμιμες συναλλαγές, έχουν ανάγκη να οδηγήσουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς στο χείλος του γκρεμού, ενώ οι τράπεζες έχουν ανάγκη να στηρίζονται στα κράτη (και τους φορολογούμενους) όταν υπάρχει κρίση ρευστότητας. Όμως και οι μεν και οι δε συνιστούν ένα ενιαίο οικονομικό κύκλωμα. Όσο δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η «οικονομία του χρέους», που κυριαρχεί από πάνω ως κάτω στις κοινωνίες μας, καμία «λύση» δεν θα είναι βιώσιμη. Η σημερινή «διακυβέρνηση» το αποκλείει αυτό εκ των προτέρων, και για να το κατορθώσει θυσιάζει οποιαδήποτε ανάπτυξη επ’ αόριστον.
Διαλυτικές αντιθέσεις
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η ένταση των ενδο-ευρωπαϊκών αντιθέσεων. Όχι μόνο υπάρχει εκ των πραγμάτων η «Ευρώπη των δύο ταχυτήτων», αλλά θα μετασχηματιστεί σε Ευρώπη των τριών ή τεσσάρων ταχυτήτων, και θα απειλείται διαρκώς από τη διάλυση. Από τις χώρες που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης, άλλες μεν (οι παραγγελιοδόχοι της γερμανικής βιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη) θα αναζητήσουν μεγαλύτερο βαθμό ολοκλήρωσης, κι άλλες (πρώτα απ’ όλα το Ενωμένο Βασίλειο), παρά την εξάρτησή τους από την ενιαία αγορά, θα οδηγηθούν στη ρήξη ή στην αναστολή της σχέσης που τις συνδέει μ’ αυτήν.
Όσο για το μηχανισμό «κυρώσεων» για τους κακούς μαθητές, που αναγγέλθηκε για την επιβολή της δημοσιονομικής αυστηρότητας, θα ήταν απίθανο να περιοριστεί μόνο σε κάποια κράτη της «περιφέρειας». Και αρκεί να δει κάποιος πού οδήγησε αυτή η λογική την αναιμική Ελλάδα, στα πρόθυρα της εξέγερσης, για να φανταστεί ποια θα είναι τα αποτελέσματα μιας γενίκευσης των ίδιων «συνταγών» σ’ ολόκληρη της Ευρώπη. Και τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο: το γαλλογερμανικό «διευθυντήριο», που ήδη σείεται εξαιτίας της διαφωνίας για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει πολύ λίγες πιθανότητες να ενισχυθεί μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, παρά το κοινό, εκλογικό, συμφέρον που έχουν και τα δύο μέρη, και κυρίως η γαλλική πλευρά εν όψει των προεδρικών εκλογών.
Η Ευρώπη χωρίς τους λαούς
Αλλά το εμπόδιο που είναι πιο δύσκολο να υπερπηδηθεί είναι η κοινή γνώμη των χωρών. Χωρίς αμφιβολία ο εκβιασμός με την απειλή του χάους, η διαρκής απειλή υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, είναι δυνατόν να παγώσουν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Δεν γίνεται, όμως, οι πολιτικές ηγεσίες να αδιαφορούν επ’ άπειρον για την ανάγκη να υπάρξει λαϊκή επικύρωση των αλλαγών που θα γίνουν με την αναθεώρηση των συνθηκών, όσο «περιορισμένη» κι αν είναι αυτή. Και κάθε προσφυγή στο εκλογικό σώμα περικλείει την πιθανότητα να στραφεί αυτό εναντίον τού υπό επικύρωση σχεδίου, όπως συνέβη ήδη το 2004. Τότε, στην κρίση στρατηγικής θα προστεθεί και η κρίση αντιπροσώπευσης, που κι αυτή ήδη έχει προχωρήσει.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακούγονται επικριτικές φωνές. Και μάλιστα από αντιτιθέμενες πλευρές. Οι μεν (όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας) υποστηρίζουν μια «ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», αλλά προσθέτουν ότι θα είναι βιώσιμη μόνο με τον όρο ότι θα εμπεριέχει ένα τριπλό «επανεκδημοκρατισμό»: ανάκτηση της ισχύος της πολιτικής έναντι της οικονομίας, έλεγχος των κεντρικών αποφάσεων με την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, επιστροφή στον αντικειμενικό στόχο της αλληλεγγύης και της άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Οι δε (όπως οι γάλλοι θεωρητικοί της αποπαγκοσμιοποίησης) βλέπουν στη νέα αυτή διακυβέρνηση την κατάληξη μιας διαδικασίας υποταγής των «κυρίαρχων» λαών στην οικοδόμηση ενός υπερεθνικού οργανισμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να υπηρετεί το νεοφιλελευθερισμό και τη στρατηγική της «συσσώρευσης μέσω της στέρησης». Οι μεν είναι σαφώς ανεπαρκείς, οι δε επικίνδυνα εκτεθειμένοι στη σύγκλιση με δυνάμει ξενοφοβικούς εθνικισμούς.
Πέρα απ’ τη δικτατορία των αγορών
Το κύριο ζήτημα είναι να δούμε πώς θα προσανατολιστεί η «εξέγερση των πολιτών», για την οποία ο Ζαν Πιερ Ζουαγιέ, πριν από μερικές μέρες, δεν δίστασε να πει ότι ορθώνεται απέναντι στη «δικτατορία των αγορών» που όργανά της έχει τις κυβερνήσεις .Θα στραφεί, άραγε, «εναντίον της εργαλειοποίησης του χρέους» που υπερβαίνει τα σύνορα, ή θα αποτελέσει «μέσα στην ίδια την ευρωπαϊκή οικοδόμηση» ένα φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια; Θα τείνει, παντού όπου η διαχείριση της κρίσης συγκεντρώνει ντε γιούρε ή ντε φάκτο τις εξουσίες, να οικοδομήσει εξουσίες –αντίβαρα όχι μόνο στο συνταγματικό πεδίο, αλλά αυτόνομες και, αν χρειαστεί, επαναστατικές; Θα αρκεστεί να επικαλείται την ανοικοδόμηση του παλιού εθνικού και κοινωνικού κράτους, που σήμερα υπονομεύει η οικονομία του χρέους, ή θα αναζητήσει σοσιαλιστικές και διεθνιστικές εναλλακτικές λύσεις, θεμέλια μιας οικονομίας των αναγκών και της δράσης, στην κλίμακα της παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας η Ευρώπη δεν αποτελεί παρά μια επαρχία; Ο καθοριστικός παράγοντας για την άρση αυτών των αβεβαιοτήτων είναι η επέκταση και διάχυση των ανισοτήτων και των αποτελεσμάτων της ύφεσης (ιδιαίτερα της ανεργίας) σ’ όλη την έκταση της Ευρώπης. Όμως αυτό που θα παράσχει ή δεν θα παράσχει τα συμβολικά μέσα, είναι η ικανότητα ανάλυσης και αγανάκτησης των «διανοουμένων» και των «αγωνιστών».
Δημοσιεύτηκε στη «Λιμπερασιόν» (21-11-2011).
Μετάφραση: Χ. Γ.
Μετάφραση: Χ. Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου