Αναδημοσίευση από την ΕΠΟΧΗ
Της Ροσάνα Ροσάντα
Όποιος είναι πιο μεγάλος στα χρόνια έχει δει περισσότερο πώς αλλάζουν οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί δυνάμεων και έχει χρέος να τρέφει λιγότερες αυταπάτες. Και αν επιπλέον θεωρεί τον εαυτό του κομμουνιστή, έχει χρέος να προσανατολίζεται ανάλογα με τις αρχές του, ακριβώς όταν γκρεμίζονται ισορροπίες και συμφέροντα.
Το Μανιφέστο δεν καταφέρνει να πει ότι η Λιβύη του Καντάφι δεν είναι ούτε μια δημοκρατία ούτε ένα προοδευτικό κράτος, και ότι η τρέχουσα απόπειρα εξέγερσης αντιτίθεται σε ένα οικογενειακό κλαν του οποίου ευχόμαστε την πτώση. Γιατί τόση προσοχή εκ μέρους μιας εφημερίδας που δε δίστασε να υποστηρίξει, μέχρι σήμερα, ακόμη και τις πιο μειοψηφικές -αλλά άξιες υποστήριξης-υποθέσεις; Δεν είναι άξιο υποστήριξης το γεγονός ότι ο κόσμος εξεγείρεται ενάντια σε μια εξουσία, που εδώ και σαράντα χρόνια, επειδή έριξε το 1969 μια μοναρχία ανδρείκελο, του αρνείται κάθε μορφή ανησυχίας και ελέγχου; Δεν τελείωσαν οι προοδευτικές αυταπάτες που πολλοί από μας, τρέφαμε στη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα; Δεν είναι φανερό ότι εκφυλίστηκαν σε αυταρχικές εξουσίες; Νομίζουμε ακόμη ότι η διαχείριση του πετρελαίου και της διεθνούς θέσης της χώρας μπορεί να μείνει στα χέρια μιας επίφασης κράτους, που δεν έχει ούτε έναν στοιχειώδη διαχωρισμό των εξουσιών και ταυτίζεται με μια οικογένεια;
Πρότεινα αυτά τα ερωτήματα στο Μανιφέστο της 24ης Φεβρουαρίου, χωρίς να πάρω απάντηση. Δεν είναι απάντηση η νοσταλγία κάποιων από μας για μια εποχή που έλπιζε σε έναν τρίτο δρόμο μέσα από τις στενωπούς του ψυχρού πολέμου. Ούτε η νοσταλγία είναι η αναπόφευκτη μοίρα των ηλικιωμένων. Όποιος είναι πιο μεγάλος στα χρόνια έχει δει περισσότερο πώς αλλάζουν οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί δυνάμεων και έχει χρέος να τρέφει λιγότερες αυταπάτες. Και αν επιπλέον θεωρεί τον εαυτό του κομμουνιστή, έχει χρέος να προσανατολίζεται ανάλογα με τις αρχές του, ακριβώς όταν γκρεμίζονται ισορροπίες και συμφέροντα.
Δεν είμαστε μόνο εμείς, το Μανιφέστο, που έχουμε χάσει το μπούσουλα μπροστά στα κινήματα της νότιας όχθης της Μεσογείου. Η γαλλική κυβέρνηση έκανε χειρότερα. Η ιταλική παρέδωσε στη λιβυκή κυβέρνηση τους μετανάστες που προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στη Λαμπεντούζα και τα ίχνη τους χάθηκαν. Η Ευρώπη, πεπεισμένη μέχρι χθες ότι Άραβας σημαίνει ισλαμιστής και συνεπώς τρομοκράτης, πρώτα στήριξε κάποιους υποτιθέμενους κοσμικούς τυράννους –ο Καντάφι παίζει ακόμα αυτό το χαρτί- μετά καθησυχάστηκε βλέποντας τις πλατείες της Τυνησίας και του Καΐρου φίσκα από μη βίαια πλήθη, υποδέχτηκε με ευχαρίστηση τη στήριξή τους από τον τυνησιακό και αιγυπτιακό στρατό, και φοβάται μόνο μια εισβολή προσφύγων.
Όμως η Λιβύη δεν είναι Αίγυπτος ούτε Τυνησία. Ο στρατός έμεινε με το μέρος της εξουσίας και η κατάσταση έγινε ξαφνικά δραματική. Μα όποιος –εκτός κι αν έχει τη στενομυαλιά του Καντάφι- είναι υπεύθυνος που η αντιπολίτευση έγινε σκληρή, διασπά την Κυρηναϊκή, αναζητά όπλα και η σύγκρουση γίνεται εμφύλιος πόλεμος; Ανάμεσα σε δυνάμεις και όπλα εντελώς δυσανάλογα; Και ποιος πρέπει να τον καταγγείλει αν όχι εμείς; Ποιος, αν όχι εμείς, πρέπει να αποδεσμευτεί από το δίλημμα ή θα αφήσεις να σε βομβαρδίσω ή στην ουσία θα προκαλέσεις έναν τρίτο «ανθρωπιστικό πόλεμο», μιας που οι ΗΠΑ άλλο που δε θέλουν; Μου φαίνεται ότι χάθηκε η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε λογικά. Η αριστερά δεν μπορεί να κάνει πολλά. Το Μανιφέστο, έτσι όπως πάει να σωθεί το καντηλάκι μας, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, πέρα από το να υψώσει τη φωνή του ξεκάθαρα και χωρίς ασάφειες. Υπάρχει ένας τεράστιος χώρος που παλεύει, μέσα σε μια δύσκολη, άγουρη χειραφέτηση, που χρειάζεται να αποκτήσει ένα σχέδιο –δε λέω ότι πρέπει να οργανώσουμε Διεθνείς Ταξιαρχίες, αλλά με εντυπωσιάζει που κανείς δεν έχει διάθεση να προσφέρει μια βοήθεια σ’ αυτόν το λαό. Θυμάστε τα νεανικά τρεχαλητά της δεκαετίας εξήντα και εβδομήντα στο Παρίσι, στη Λισσαβώνα, στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη; Στην άλλη πλευρά της Μεσογείου κανείς δε βιάζεται να πάει, εκτός από τα ταξιδιωτικά γραφεία που ανυπομονούν να τελειώσει γρήγορα αυτή η ιστορία. Τουλάχιστον δε θα έπρεπε να διστάζουμε σε ποιον θα δώσουμε τη συμπάθεια και την ενθάρρυνσή μας. Όχι εμείς.
Μανιφέστο, 9 Μαρτίου 2011
Μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς