Αναδημοσίευση από το "marginalia.gr"
του Πέτρου Σταύρου
Η ελληνική πλευρά της διεθνούς οικονομικής κρίσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ξεκινά το 2009, όταν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αλλάζει, αιφνιδίως, πολιτικό λόγο και στρατηγική και οδηγεί τη χώρα στην εποχή των μνημονίων και μιας ιστορικά πρωτοφανούς παρεμβάσεως, από κοινού του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ στην ελληνική οικονομία και το πολιτικό σύστημα. Ακολουθεί, το 2010, μια ιστορική παρασκηνιακή συνάντηση – ρομαντική βολτούλα στην γαλλική πόλη Ντοβίλ, της Καγκελαρίου Μέρκελ με τον πρόεδρο Σαρκοζί, όπου μεθοδεύτηκε ένα μήνυμα προς τους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας που έλεγε, «προσοχή, αν δανείσετε την Ελλάδα, κινδυνεύετε να μην πάρετε τα λεφτά σας πίσω». Αυτό, όπως ήταν φυσικό, πανικόβαλε τις περίφημες αγορές –δεν θέλουν και πολύ άλλωστε– και οδήγησε στη γνωστή εκτίναξη των σπρεντς Ελλάδας – Γερμανίας στα ύψη. Το τι ακολούθησε είναι λίγο πολύ γνωστό. Έκτοτε, η ελληνική κοινωνία και οικονομία έγιναν πεδίο βολής των πιο σκληρών πολιτικών λιτότητας που γνώρισε ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος, αλλά και μιας σφοδρής θανατοπολιτικής – εκκαθαριστικής διαδικασίας οποιουδήποτε εισοδήματος, κεφαλαίου, θεσμού, υποδομής θεωρήθηκε ότι πρέπει να περιοριστεί ή και να εξαφανιστεί, για να δώσει χώρο ανάπτυξης σε μια καινούργια συσσώρευση, σε ένα νέο οικονομικό πλαίσιο και σε ένα άλλο κοινωνικό συμβόλαιο νεοφιλελεύθερης υφής.
Η κατάρρευση της ελπίδας
Αν δεν είχε επιβληθεί, με ανεπίσημο τρόπο από το γαλλογερμανικό άξονα, η βίαιη προσαρμογή της οικονομίας σε δρακόντιους κανόνες, η ελληνική δημοσιονομική κρίση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, μεσοπρόθεσμα και μέχρι να αναζητηθεί τι θα γίνει με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας που είχε, εν τω μεταξύ, «ναυαγήσει», με μια αρκετά πιο ήπια πολιτική λιτότητας που θα προέβλεπε μόνο πάγωμα ονομαστικών μισθών, ελαφριά φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου, περιορισμό κάποιων εξωπραγματικών δημοσίων δαπανών, πολύ πιο προσεχτικό δανεισμό και ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους γύρω στο 10% του ΑΕΠ. Μια τέτοια οικονομική πολιτική θα έμοιαζε πολύ με τον «έντιμο συμβιβασμό» που θα επικαλούταν ο ΣΥΡΙΖΑ αργότερα, από τον Φεβρουάριο του 2015 και μετά.