Αναδημοσίευση από το "marginalia.gr"
του Πέτρου Σταύρου
Η ελληνική πλευρά της διεθνούς οικονομικής κρίσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ξεκινά το 2009, όταν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αλλάζει, αιφνιδίως, πολιτικό λόγο και στρατηγική και οδηγεί τη χώρα στην εποχή των μνημονίων και μιας ιστορικά πρωτοφανούς παρεμβάσεως, από κοινού του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ στην ελληνική οικονομία και το πολιτικό σύστημα. Ακολουθεί, το 2010, μια ιστορική παρασκηνιακή συνάντηση – ρομαντική βολτούλα στην γαλλική πόλη Ντοβίλ, της Καγκελαρίου Μέρκελ με τον πρόεδρο Σαρκοζί, όπου μεθοδεύτηκε ένα μήνυμα προς τους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας που έλεγε, «προσοχή, αν δανείσετε την Ελλάδα, κινδυνεύετε να μην πάρετε τα λεφτά σας πίσω». Αυτό, όπως ήταν φυσικό, πανικόβαλε τις περίφημες αγορές –δεν θέλουν και πολύ άλλωστε– και οδήγησε στη γνωστή εκτίναξη των σπρεντς Ελλάδας – Γερμανίας στα ύψη. Το τι ακολούθησε είναι λίγο πολύ γνωστό. Έκτοτε, η ελληνική κοινωνία και οικονομία έγιναν πεδίο βολής των πιο σκληρών πολιτικών λιτότητας που γνώρισε ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος, αλλά και μιας σφοδρής θανατοπολιτικής – εκκαθαριστικής διαδικασίας οποιουδήποτε εισοδήματος, κεφαλαίου, θεσμού, υποδομής θεωρήθηκε ότι πρέπει να περιοριστεί ή και να εξαφανιστεί, για να δώσει χώρο ανάπτυξης σε μια καινούργια συσσώρευση, σε ένα νέο οικονομικό πλαίσιο και σε ένα άλλο κοινωνικό συμβόλαιο νεοφιλελεύθερης υφής.
Η κατάρρευση της ελπίδας
Αν δεν είχε επιβληθεί, με ανεπίσημο τρόπο από το γαλλογερμανικό άξονα, η βίαιη προσαρμογή της οικονομίας σε δρακόντιους κανόνες, η ελληνική δημοσιονομική κρίση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, μεσοπρόθεσμα και μέχρι να αναζητηθεί τι θα γίνει με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας που είχε, εν τω μεταξύ, «ναυαγήσει», με μια αρκετά πιο ήπια πολιτική λιτότητας που θα προέβλεπε μόνο πάγωμα ονομαστικών μισθών, ελαφριά φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου, περιορισμό κάποιων εξωπραγματικών δημοσίων δαπανών, πολύ πιο προσεχτικό δανεισμό και ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους γύρω στο 10% του ΑΕΠ. Μια τέτοια οικονομική πολιτική θα έμοιαζε πολύ με τον «έντιμο συμβιβασμό» που θα επικαλούταν ο ΣΥΡΙΖΑ αργότερα, από τον Φεβρουάριο του 2015 και μετά.
Όμως, με την άτυπη οδηγία προς τις αγορές που δόθηκε από την Ντοβίλ και με την είσοδο του ΔΝΤ στην υπόθεση, δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τον διεθνή και εγχώριο αστισμό παρά η εξαπόλυση μιας ανελέητης και ανυποχώρητης πολιτικής λιτότητας που θα αναδομούσε, όχι μόνο την ελληνική οικονομία, αλλά και το ίδιο το ευρωενωσιακό οικοδόμημα. Η κρίση ως ευκαιρία, να γίνουν τα όνειρα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης πραγματικότητα. Απέναντι σε σε αυτήν την εφιαλτική για τις υποτελείς τάξης πραγματοποίηση του ονείρου των κυρίαρχων τάξεων, η πρώτη πολιτικά οργανωμένη απάντηση που δόθηκε, ήταν το ηγεμονικό σχέδιο, ας το ονομάσουμε σχέδιο Α, του ΣΥΡΙΖΑ. Το σχέδιο αυτό προήλθε από τον απόηχο των μεγάλων κινητοποιήσεων του 2011 και 2012, διατυπώθηκε με ορολογία ΣΥΡΙΖΑ, μοχλεύτηκε με τις διαθέσεις, στάσεις και αγώνες πολλών κοινωνικών στρωμάτων – θυμάτων των μνημονίων και στο τέλος, εκπροσώπησε όλες τις υποτελείς τάξεις και τους ανέργους. Προέβλεπε, έναν πιο δίκαιο καπιταλισμό με συλλογικές διαπραγματεύσεις, ένα πιο πολιτικό ευρώ –διαποτισμένο από τις ανάγκες των μισθωτών στρωμάτων και μια πολιτική αναδιανομής εισοδημάτων. Αυτά μέχρι το 2013. Από το 2014 και μετά, το σχέδιο αυτό υπέστη δραματικές προσαρμογές προς μια ήπια και ανώδυνη δραματουργία διαπραγμάτευσης, αντί της σύγκρουσης με την λιτότητα. Στο τέλος, εγκαταλείφθηκε πλήρως. Στο σημείο αυτό, αξίζει να κάνουμε μία μόνο σημαντική παρατήρηση για το σχέδιο Α πριν περάσουμε στο κύριο αντικείμενο του παρόντος κειμένου που είναι τα άλλα σχέδια της μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχής.
Η κύρια αρνητική μετεξέλιξη του σχεδίου Α δεν συνίσταται, όπως διατείνονται ορισμένες απόψεις, στη μετατροπή από μια πρόταση για την κοινωνική αναδιανομή εισοδήματος και πολιτικής ισχύος υπέρ των υποτελών τάξεων, σε μια εθνική προτασεολογία για την ανάπτυξη και την παραγωγική αναδιάρθρωση γενικά. Συνέβη και αυτό. Όμως εκείνο που στάθηκε πιο καθοριστικό, κατά την γνώμη μας, ήταν η κατίσχυση του όρου «ανθρωπιστική κρίση», αντί των όρων της προλεταριοποίησης και της φτωχοποίησης ευρύτατων μεσαίων στρωμάτων. Και ήταν καθοριστικό, διότι μετέτρεψε, αθόρυβα, το πρόγραμμα αναδιανομής, σε ένα πρόγραμμα νεοφιλελεύθερης «καλοσύνης», των συσσιτίων και των ελάχιστων επιδομάτων. Η απεικονιστική λογική, «του κόσμου που πεθαίνει από την πείνα», ελαχιστοποίησε, στον έσχατο βαθμό, την κρουστικότητα των επιχειρημάτων και αφόπλισε εντελώς τον όποιο ριζοσπαστικό προγραμματικό λόγο. Σίγουρα, αξίζει σε ένα επόμενο πιο επίπονο και διεισδυτικό άρθρο να διερευνηθεί αυτή η διαδικασία αστραπιαίας προγραμματικής νεοφιλελευθεροποίησης ενός μέτριου ριζοσπαστικού προγράμματος σε μια επόμενη, βέβαια, πιο επίπονη και διεισδυτική προσπάθεια.
Ας πάμε, λοιπόν να δούμε δύο σημαντικές απαντήσεις που δόθηκαν στη μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχή, από φορείς και χώρους που προήλθαν από τη «σχάση» του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, για την αντιμετώπιση των μνημονίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Απάντηση πρώτη: Η διέξοδος από την Ευρωζώνη και την ΟΝΕ και η ανάγκη μιας Νέας Οικονομικής Πολιτικής (Πρόταση Λαπαβίτσα – Μαριόλη)
Η πρόταση των Λαπαβίτσα – Μαριόλη προβλέπει μια συναινετική περίοδο σχέσεων με την Ευρωζώνη (ΕΖ), κατά την οποία η Ελλάδα προσφεύγει σε ανοικτές και διαφανείς διαπραγματεύσεις με την ΕΖ. Η επιλογή των διαπραγματεύσεων γίνεται διότι εκτιμάται ότι αυτή η διαδικασία περιορίζει τους απροσδιόριστους παράγοντες και τις αιφνίδιες αντιδράσεις του διεθνή παράγοντα, συμβάλλει στην ετοιμότητα του ελληνικού λαού και συγκεντρώνει διεθνή υποστήριξη στη δικαιολογημένη απαίτηση της χώρας για αποχώρηση από το κοινό νόμισμα και αποκατάσταση της νομισματικής της κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτής της συναινετικής διαδικασίας θα πρέπει να γίνει παύση πληρωμών και αναδιάρθρωση χρέους, συμφωνία με την ΕΚΤ για παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και υποστήριξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος, μέχρι να εμφανιστούν δείγματα ευσταθούς ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, μη ένταξη του νέου νομίσματος στο Μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών και εφαρμογή συστήματος ρητρών εξαίρεσης από εφαρμοζόμενες ευρωπαϊκές πολιτικές.
Αν αποτύχουν οι παραπάνω διαπραγματεύσεις, τότε η χώρα θα καταφύγει στη μη συναινετική, διπλή έξοδο και από την ΕΖ και από την ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό της διπλής ρηξηματικής εξόδου η οικονομία θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε: Εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, εισαγωγή νέου νομίσματος σε ισοτιμία 1:1 με το ευρώ αρχικά και κατόπιν σε νομισματική υποτίμηση (30%-50%), σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου. Αυτά στο βραχυχρόνιο διάστημα. Μεσομακροπρόθεσμα θα πρέπει, εκτός της νομισματικής υποτίμησης, να αναπτυχθεί και συγκεκριμένη κλαδική πολιτική για την παραγωγική ανασυγκρότηση και αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Για την οικονομία του κειμένου δεν θα γίνει περαιτέρω περιγραφή της πρότασης αυτής ή οποία είναι σαφώς εκτεταμένη, λεπτομερής και οικονομετρικά θεμελιωμένη.
Από θεωρητική οικονομική άποψη μπορούν να προβληθούν αρκετές ενστάσεις για την παραπάνω συστηματοποιημένη αφήγηση, όπως για παράδειγμα, τι σημαίνει ακριβώς νομισματική κυριαρχία; Περιορίζεται στο νόμισμα ή όχι; Θα μπορούσε μια χώρα να έχει πλήρη νομισματική κυριαρχία όταν ελέγχει όλες τις μορφές χρήματος (νομισματικές και πιστωτικές) και ως προς την ποσότητα τους και ως προς την αξία τους. Ο δημόσιος έλεγχος της πίστωσης είναι και αυτός μια μορφή νομισματικής κυριαρχίας, αν ελέγχει την ποσότητα και την κατεύθυνση της πίστωσης. Αντίθετα, δεν συνιστά μορφή νομισματικής κυριαρχίας μια διαρκής υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει σταθερός έλεγχος επί της αξίας του και της ποσότητάς του. Μια χώρα με δικό της εθνικό νόμισμα, αλλά με εξαγωγές που απαρτίζονται αποκλειστικά από πρώτες ύλες που παράγει και μόνο, δεν πρέπει να θεωρείται νομισματικά κυρίαρχη, ακόμα και αν είναι μια οικονομία του μεγέθους της Ρωσίας ή της Βραζιλίας. Η νομισματική της κυριαρχία δοκιμάζεται κάθε φορά που οι τιμές των πρώτων υλών πέφτουν. Είναι μάλλον σίγουρο ότι η πρόταση Λαπαβίτσα-Μαριόλη προτείνει, αν και δεν το λέει ρητά, μια νομισματική πολιτική «μαλακής δραχμής» που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε αμφισβητούμενες καταστάσεις νομισματικής κυριαρχίας ακόμα και σε καθεστώς lex monetae.
Όμως, είτε έχουν δίκιο οι απόψεις που διευρύνουν τον ορισμό της νομισματικής κυριαρχίας, είτε έχουν δίκιο οι Λαπαβίτσας – Μαριόλης, η πρόταση τους και το σχέδιο τους παραμένει εντελώς μειοψηφικό στο χώρο των λαϊκών τάξεων. Μπορεί να διαθέτει ένα αξιοσέβαστο «εμβαδόν» στο συλλογικό φαντασιακό των αδικημένων από τα μνημόνια, όμως ως πολιτική στρατηγική και ως κοινωνικό αίτημα είναι στο περιθώριο. Και για αυτό δεν φταίει μια λαθεμένη άποψη για την νομισματική κυριαρχία αλλά κάποιοι άλλοι παράγοντες πολύ πιο ουσιαστικοί.
Καταρχάς, η λογική και τεκμηριωμένη οικονομετρική ανάλυση της απαραίτητης κλαδικής μετακίνησης προς ένα άλλο μίγμα παραγόμενου προϊόντος δεν μπορεί να συνδεθεί με κανένα τρόπο άμεσα με μια εκλογική συμπεριφορά ή με μια διαδικασία σχηματισμού πολιτικών εκπροσωπήσεων των αδικημένων των μνημονίων. Δεν μπορεί να ειπωθεί με κανένα τρόπο ότι επειδή το οικονομετρικό υπόδειγμα της πρότασης υπολογίζει, με κάποιες υποθέσεις, τη δημιουργία 420.000 θέσεων εργασίας, αυτή η ίδια η πρόταση «μίλησε» στη καρδιά του άνεργου και της άνεργης και τους πρόσφερε ελπίδα. Στη καλύτερη περίπτωση, η πρόταση αυτή μπορεί να συζητηθεί και να ερεθίσει το συλλογικό φαντασιακό των αριστερών αλλά δεν θα αγγίξει τον κόσμο της εργασίας, ούτε θα τον κινητοποιήσει προς το δίκιο του.
Βέβαια, το πρόβλημα της πραγματικής απήχησης της πρότασης, η χαρακτηριστική αδυναμία της να αποτελέσει υλική δύναμη ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης, βρίσκεται ακόμα πιο βαθιά στον κόσμο της αλληλεπίδρασης των ιδεών με τις κοινωνικές διεργασίες. Μέσα στη λογική της πρότασης αλλά και έξω από αυτήν, σε όσα την πλαισιώνουν, ακόμα και στις προγραμματικές δηλώσεις τμημάτων της οργανωμένης αριστεράς που την χρησιμοποιούν ως τεκμηρίωση, φαίνεται να απουσιάζει κάτι πολύ σημαντικό. Ενώ η πρόταση έχει μια πολιτική και οικονομική ορθολογικότητα αναμφισβήτητη και αναγνωρίσιμη ακόμα και από αυτούς που διαφωνούν μαζί της, το ξεδίπλωμα της επιχειρηματολογίας της μας μεταφέρει φαντασιακά και σχεδόν ακαριαία σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι έχει αποκατασταθεί η νομισματική κυριαρχία και επιχειρείται η παγίωση της μέσω της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος, με σοβαρές κλαδικές τομές και παραγωγικούς επαναπροσανατολισμούς. Με λίγα λόγια, από την ίδια την πρόταση αλλά και από τις προγραμματικές δηλώσεις των αριστερών ομάδων που την ενστερνίζονται, απουσιάζει μια ορθολογικότητα διακυβέρνησης. Απουσιάζει, δηλαδή, μια λελογισμένη και υπολογισμένη προγραμματική ενότητα δράσεων, πρακτικών και μέτρων διακυβέρνησης της ρήξης με την ΕΕ και μετάβασης στη νομισματική ανεξαρτησία. Γιατί η ρήξη με την ΕΖ και την ΟΝΕ θα γίνει εντός του ευρώ. Αυτό είναι ιστορικά προσδιορισμένο και αναπόφευκτο. Η πιθανότητα έκδοσης εθνικού νομίσματος είναι μόνο μια ενδεχομενικότητα, στο τέλος μιας μακράς περιόδου ρήξης, εντός του ευρώ, κατά τη διάρκεια της οποίας τα πράγματα και οι δημόσιες υποθέσεις πρέπει να διακυβερνηθούν. Δεν υπάρχει ακαριαία μετάβαση στο εθνικό νόμισμα με μια απλή πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Η κατάληξη αυτή είναι βέβαια πολύ πιθανή αλλά θα συμβεί σε βάθος χρόνου και αφού πρώτα επέλθει βαθιά και σε όλες τις διαστάσεις ρήξη εντός του ευρώ. Μόνο με την επινοητικότητα μιας διακυβέρνησης της ρήξης, εντός του ευρώ αναγκαστικά, θα συγκεντρωθεί η κρίσιμη κοινωνική δυναμική που θα στηρίξει το εγχείρημα σε όλες τις πιθανές και ιστορικές τροπές και διακλαδώσεις του.
Ευρύτατα λαϊκά στρώματα συνεχίζουν και χρησιμοποιούν μαζικά το ευρώ, παρόλο που γνωρίζουν συνειδητά ή ασυνείδητα ότι η ΕΕ και οι πολιτικές της είναι εναντίον των οικονομικών συμφερόντων τους. Θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία δεν έπρεπε να μπει στη νομισματική ένωση, αλλά παρόλα αυτά τώρα είναι μέσα και είναι δύσκολο να βγει. Σίγουρα η χώρα θα είχε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας με το δικό της νόμισμα· αλλά πώς γίνεται ανώδυνα η μετάβαση σε αυτό; Γιατί ο πολύς κόσμος, παρότι βλέπει και νοιώθει την αδικία σε μαζική κλίμακα, δεν μπορεί να θυσιάσει την καθημερινότητα του και τους ρυθμούς της; Τα ερωτήματα αυτά σημαίνουν πως οι πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν το ευρώ στηρίζονται σε ένα καθημερινό δίκτυο πρακτικών διακυβέρνησης. Η «δραχμή», αντίθετα, φαίνεται ότι είναι μόνο φαντασιακή λύση που καταρρέει μπροστά στην πραγματικότητα των απειλών διακοπής της ρευστότητας και δεν μπορεί να υποστηρίξει μια μεταβατική διαδικασία.
Απάντηση δεύτερη: Η πρόταση Βαρουφάκη – ΜΕΡΑ25
Την απόσταση μεταξύ φαντασιακής λύσης και συγκροτημένων πρακτικών στο καθημερινό επίπεδο, που επενεργούν με τις απειλές διακοπής της ρευστότητας ,αλλά και με την ίδια τη διακοπή ρευστότητας, ως συντελεσμένο γεγονός, φαίνεται πως αντιλαμβάνεται η πρόταση Βαρουφάκη και το πρόγραμμα του νεοπαγούς κόμματος ΜΕΡΑ25.
Εντελώς συνοπτικά, θα γίνει αναφορά μόνο στο κατεξοχήν «συγκρουσιακό» τμήμα της πρότασης. Σε σχέση με το αρχικό σχέδιο Α του ΣΥΡΙΖΑ προστίθενται εδώ δύο νέα χαρακτηριστικά. Πρώτον, εφαρμόζεται από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας ένα πρόγραμμα αποκατάστασης της οικονομικής δημοκρατίας, χωρίς τη διαπραγμάτευση βασικών αξόνων εγχώριας πολιτικής με τους δανειστές, αλλά μονομερώς. Δεύτερον, θα χρησιμοποιηθεί ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών εξωτραπεζικής λογικής που θα αντικαταστήσει το επίσημο σύστημα των εμπορικών τραπεζών και θα αντιστοιχίζει σε κάθε πολίτη έναν λογαριασμό ΤΑΧΙS, με τον οποίο θα μπορεί να πιστώνει και να πιστώνεται ηλεκτρονικά χρήματα, θα ακυρώνει με αμοιβαίο τρόπο χρέη, θα δημιουργεί ελεγχόμενη και περιορισμένη πιστωτική επέκταση και θα εξυπηρετεί μερικώς το δημόσιο με εσωτερικό δανεισμό. Το εξωτραπεζικό σύστημα πληρωμών, σύμφωνα με τους φορείς της πρότασης, εύκολα μετατρέπεται σε ηλεκτρονικό εθνικό νόμισμα ακόμα και σε περίπτωση αποπομπής της Ελλάδας από την ΕΖ.
Αν και η πρόταση του Βαρουφάκη και του ΜΕΡΑ25 προχωρά πολλά βήματα πέρα από το «σχέδιο Α» του ΣΥΡΙΖΑ και επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις σε αυτό, παραμένει εντελώς μειοψηφική, ακόμα και στο συλλογικό φαντασιακό των αριστερών. Καθώς είναι εξαιρετικά «τεχνική», δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή από ένα ευρύ φάσμα πληττόμενων κοινωνικών ομάδων, παρότι η συνέχιση της λειτουργίας ενός συστήματος πληρωμών, χωρίς να επηρεαστεί από το κλείσιμο το τραπεζών, θα έδινε πνοή στην οικονομική δραστηριότητα και και οι συναλλασσόμενοι θα είχαν πρακτική εμπειρία του γεγονότος ότι η ζωή συνεχίζεται κανονικά και μετά τη διακοπή ρευστότητας από την ΕΚΤ. Η πρόταση έχει λογική και θεωρητική βάση διότι το ευρώ δεν είναι ένα χρήμα που τυπώνεται στα υπόγεια της ΕΚΤ αλλά ένα χρήμα που “δημιουργείται” από τις συναλλαγές της οικονομίας και τις αποφάσεις και συμβάσεις που συνάπτουν οι εμπορικές τράπεζες. Το ευρώ είναι ένα «σκληρό» νόμισμα που παράγεται από το δίκτυο των συναλλαγών – συμβάσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτή η έναρξη οικονομικών και κινηματικών πρακτικών, με χρήση του ευρώ ως νομίσματος των συναλλαγών, θα είχε πολλά οφέλη και επιπρόσθετα θα έδινε ισχυρή πεποίθηση ότι οι απειλές ρευστότητας αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά.
Η προγραμματική πρόταση του ΜΕΡΑ25, για ένα εξωτραπεζικό σύστημα πληρωμών, δεν είναι άνευ πολιτικής σημασίας. Μπορεί να συνεισφέρει σε ένα αντιπαράδειγμα οργάνωσης της καθημερινότητας με ταυτόχρονη αντίσταση στις απειλές. Παρόλα αυτά, διατυπώνεται ως ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών, δίπλα στο επίσημο, χωρίς να γίνεται αναφορά στο τι πρόσθετα μέτρα θα χρειαστούν για τις εμπορικές συστημικές τράπεζες αλλά και για τη διοίκηση της ΤτΕ. Επίσης δεν γίνεται αναφορά στην χρήση των capital controls. Χωρίς πολιτικό έλεγχο της ΤτΕ και αναδιάρθρωση – μετατροπή των capital controls, από μέτρο περιορισμού των αναλήψεων σε εργαλείο ελέγχου και εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το παράλληλο σύστημα πληρωμών θα εξελιχθεί σε ένα ελάχιστα αποδεκτό παράλληλο νόμισμα, δίπλα στο επίσημο ευρώ, και θα αποσυντίθεται καθημερινά όπως σχεδόν όλα τα παράλληλα νομίσματα. Η αντιμετώπιση των επιθέσεων ρευστότητας των δανειστών δεν πρέπει να γίνει με «κρυμμένους άσσους στο μανίκι» αλλά να θεωρηθεί από την αρχή ως πέρασμα σε μια άλλη εναλλακτική κανονικότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς απαραίτητα να γίνει αλλαγή νομίσματος, στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, αφού το νόμισμα αποτελεί προϊόν των συναλλαγών και των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που αυτές δημιουργούν και όχι «εκτυπωτική» δραστηριότητα κάποιας κεντρικής τράπεζας. Όμως, σίγουρα θα πρέπει να ελεγχθεί το σύστημα των χρηματοροών σε ευρώ, σε κεντρικά του σημεία, και όχι απλά να λειτουργήσει ένα παράλληλο σύστημα συναλλαγών, την στιγμή που και το επίσημο σύστημα συναλλαγών μπορεί να λειτουργήσει με εναλλακτικό τρόπο, εφόσον αποχωριστεί από τις τράπεζες – ιδιωτικές εταιρίες και υπηρετήσει μια άλλη οργάνωση πολιτικοικονομικών προτεραιοτήτων.
Ωστόσο και η πρόταση Βαρουφάκη έχει εξαιρετικά περιορισμένη απήχηση. Και το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στις όποιες πολιτικές και οικονομικές ανεπάρκειές της. Αν στην περίπτωση της πρότασης Λαπαβίτσα – Μαριόλη το φαντασιακό δυναμικό του εθνικού νομίσματος καταρρέει μπροστά στην ακαταμάχητη πραγματικότητα των συναλλαγών σε ευρώ, στην πρόταση Βαρουφάκη, η ιστορική ευκαιρία της δοκιμασίας της στο πραγματικό πεδίο των οικονομικών συναλλαγών έχει παρέλθει. Το καλοκαίρι του 2015 σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ήταν έτοιμο να αγκαλιάσει μια εναλλακτική καθημερινότητα σύγκρουσης με τις απειλές της ΕΖ. Ήταν έτοιμο να πειραματιστεί με νέες μορφές ρευστότητας και νέες μορφές οργάνωσης των αναγκών, της κατανάλωσης και της παραγωγής. Προοπτικά, θα ήταν έτοιμο και για πλήρη αλλαγή νομίσματος. Η κοινωνική διάθεση σύγκρουσης και πειραματισμού τερματίστηκε απότομα από το δημοψήφισμα και μετά. Η επικράτηση του κυβερνολογικού υποδείγματος των αέναων διαπραγματεύσεων, των καθυστερήσεων και της λογικής του ΣΥΡΙΖΑ με τα ψευδοπαράλληλα προγράμματα ήταν σχεδόν απόλυτη και οδήγησε φυσιολογικά και χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις στη διακυβέρνηση από τα επαυξημένα μνημόνια (3ο μνημόνιο) πρώτα και κατόπιν στη διακυβέρνηση από το χρέος και τις αγορές (μεταμνημονιακή περίοδος).
Η ικανότητα αντίστασης και η ικανότητα ανεξαρτησίας από το κράτος και τις αγορές
Τώρα πια βρισκόμαστε μακρυά από το σημείο εκείνης της ιστορικής ευκαιρίας. Τα προγράμματα εξόδου από την ΕΖ και επανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας είναι πλήρως αφοπλισμένα. Αφλογιστία όμως διακρίνει και τις προτάσεις εναλλακτικής ρευστότητας.
Η οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού είναι δύο πράγματα ταυτόχρονα: Είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, στο επίπεδο της παραγωγής με επιπτώσεις κυρίως πάνω στην εργασία. Είναι όμως επίσης και κρίση αναπαραγωγής της γενικής κεφαλαιακής σχέσης, στο επίπεδο του κράτους, των θεσμών, του πολιτιστικού και εκπαιδευτικού επιπέδου, των καθημερινών συνθηκών διαβίωσης. Ο καπιταλισμός όσο εξελίσσεται, στοιχίζει όλο και πιο ακριβά για να αναπαραχθεί, ως γενική κοινωνική συνθήκη, και όχι απλά σαν οικονομικό μοντέλο. Για αυτό και η δημοσιονομική τραγωδία χρησιμοποιείται για να κάνει τους πληθυσμούς των υποτελών στρωμάτων να ζουν στην ανασφάλεια έτσι ώστε να πείθονται για το αναπόφευκτο της διαρκούς φτωχοποίησης. Οι κυβερνήσεις εργαλειοποιούν την κρίση και διαχειρίζονται την ασφάλεια κάποιων κοινωνικών στρωμάτων, την ανασφάλεια κάποιων άλλων και την μεταξύ τους διαφορά. Τι μπορεί να πάει ενάντια σε αυτό;
Παραφράζοντας τον Ρανσιέρ, μόνο η ικανότητα να θελήσουμε άλλη ζωή. Όχι μόνο η επιθυμία αλλά και η ικανότητα να επινοήσουμε την αυτόνομη πολιτική δράση, από τις αγοραίες και κρατικές κηδεμονίες. Αναπόφευκτα, η ικανότητα αυτή –που υπάρχει παραγνωρισμένη σε κατακερματισμένη και αλυσιτελή μορφή– θα λάβει και την οργανωτική διάσταση του νέου πολιτικού αγώνα που θα αναγομώσει το επιχείρημα.
μου αρέσει!
ΑπάντησηΔιαγραφή