Του Γιώργου Καλαντζόπουλου
Στοιχείο της καθημερινότητας αποτελούν πλέον οι έκδηλες ανησυχίες για τις προθέσεις της Γερμανικής κυβέρνησης και για το που θα οδηγήσει την χώρα η σύγκρουση που διεξάγεται ανάμεσα στην Ελληνική κυβέρνηση και τους “θεσμούς” της ΕΕ. Όμως η πολιτική του Γερμανικού κράτους δεν είναι νέα, χαρακτηρίζεται από συνέχεια, η οποία εγγράφεται εντός της ιστορίας της ΕΕ. Ένα εργαλείο για να ανιχνεύσουμε τον χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης προσφέρουν μερικά ιστορικά αναφορικά, χρήσιμα στο να κατανοήσουμε πως συγκροτείται η συνέχεια της πολιτικής του Γερμανικού κράτους. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι αυτής της πολιτικής εφαρμόστηκαν στο παρελθόν, απέδωσαν τα αναμενόμενα για το Γερμανικό κράτος, και σήμερα ως “υποδείγματα” προσδιορίζουν τα πλαίσια εντός των οποίων κινούνται οι πολιτικές πρωτοβουλίες του, καθοριστικές για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ.
Ένα πράγμα που λησμονούν συχνά οι αναλυτές για τα ζητήματα της Ευρωζώνης είναι η θέση του Γερμανικού κράτους για το ευρώ. Το Γερμανικό κράτος δεν ήταν υπέρ της νομισματικής ενοποίησης. Η νομισματική ενοποίηση προέκυψε ως αντάλλαγμα-εκβιασμός για την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μιτεράν προς τον Γερμανό καγκελάριο. Αυτή η υπενθύμιση επανέρχεται πρόσφατα στην επικαιρότητα από γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Deutsche Welle: Καθιέρωση του ευρώ σε αντάλλαγμα της γερμανικής ενοποίησης;)
Τα επόμενα χρόνια, το γερμανικό κράτος κατάφερε να ανατρέψει αυτόν τον συμβιβασμό, μετατρέποντας το ευρώ σε “κρατικό νόμισμά” του. Σήμερα η διάκριση ανάμεσα στο “μάρκο” και στο “ευρώ” είναι τόσο αληθής όσο και η διάκριση ανάμεσα στην “τρόικα” και τους “θεσμούς”. Στην αναλήθεια αυτών των διακρίσεων καταγράφεται η ηγεμονία της Γερμανικής κρατικής πολιτικής.