ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Στα σύνορα του μισθού: το πραγματικό κίνημα και το δημοκρατικό δίλημμα


(νέο κέντρο υποδοχής για πρόσφυγες, Δανία)
Πολλοί από τους καλύτερους διερμηνείς των διαθέσεων του κεφαλαίου έχουν δει πολύ καθαρά την αξεδιάλυτη σύνδεση μεταξύ του κράτους της κινητικότητας και του καθεστώτος των μισθών. Από τα κεντρικά της Deutsche Bank ως το think-tank της βρετανικής οικονομικής πολιτικής και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντηχεί μία ξεκάθαρη πολιτική σύσταση: είναι αναγκαίο να καταργηθεί ο νόμιμος ελάχιστος μισθός –ο οποίος θεωρείται πόλος έλξης και ενθάρρυνσης για τη μετανάστευση– και να επιβληθούν νομικά χαμηλότεροι μισθοί για τους μετανάστες που «φιλοξενούνται» στην Ευρώπη. Τα «σύνορα του μισθού» που πάντοτε διέσχιζαν τον ευρωπαϊκό χώρο –ακόμα και αν δεν εντοπίζονταν ποτέ στους χάρτες– δεν επαρκούν. Δεν είναι, δηλαδή, αρκετό το ότι στις ανατολικές χώρες οι μισθοί είναι συστηματικά χαμηλότεροι σε σχέση με τις βόρειες χώρες. Διότι η μετανάστευση πάντοτε προσφέρει σε κάποιον εργάτη την ευχέρεια να αρνηθεί την φτωχοποίηση και να ψάξει για κάτι καλύτερο αλλού. Η διαφοροποίηση των μισθών πρέπει, επομένως, να αναπαράγεται θεσμικά και να θεωρείται δεδομένη σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Συνεπώς, οικοδομείται μια γνήσια ευρωπαϊκή πολιτική ξεκινώντας από τις κυριαρχικές και προστατευτικές αποφάσεις του κάθε κράτους.

Αναδημοσίευση από το —Nomadic universality
των S-Connessioni Precarie
Μετάφραση: Βαγγέλης Πούλιος

Περισσότερο από τη φρίκη της μάχης στο Χαλέπι, ήταν η πίεση χιλιάδων μεταναστών που τελικά επέβαλε μια εύθραυστη συμφωνία σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία. Οι εβδομάδες που αφιερώθηκαν στις διαπραγματεύσεις, οι λίγο ως πολύ ρητοί εκβιασμοί, οι αχαρακτήριστες συμφωνίες που σχετίζονται με τον κουρδικό λαό, τα χρήματα που χρειάζονται και τα χρήματα που συμφωνήθηκαν, η ανακοίνωση της επέμβασης του ΝΑΤΟ, ένα ακόμα απαράδεκτο τελεσίγραφο στην Ελλάδα, αυτή τη φορά σχετιζόμενο με τους μετανάστες· όλα αυτά φαίνεται να συνηγορούν ότι το ζήτημα των μεταναστών παίζεται στα σύνορα. Δεν είναι όμως έτσι και ό,τι συμβαίνει τριγύρω μας το δείχνει καθαρά. Είναι αρκετό να δούμε την κατάσταση που διαμορφώνεται στα ευρωπαϊκά κράτη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά την ανακοίνωση του φρένου έκτακτης ανάγκης (emergency break), το οποίο θα περιορίζει την πρόσβαση σε εργασιακά δικαιώματα για τους νεοεισελθόντες στην Βρετανία μετανάστες από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον μαζί με τον ΟΗΕ και τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, του Κουβέιτ και της Νιγηρίας προώθησαν ένα «συνέδριο των δωρητών» με σκοπό να αντιμετωπίσουν την «προσφυγική κρίση» της Συρίας. 9 δις € προστέθηκαν στα 12 δις τα οποία υποσχέθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην Τουρκία, το Λίβανο, την Ιορδανία και την Αίγυπτο για να διαχειριστούν τις μεταναστευτικές ροές έξω από τα σύνορα της ΕΕ.
Αυτό το ανθρωπιστικό ξέσπασμα και η πρόταση για διετή αναστολή της συνθήκης του Σένγκεν για ελεύθερη μετακίνηση είναι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Δεν πρόκειται απλώς για επιστροφή στην εθνική κυριαρχία: ακόμα και αν οι αποφάσεις των κυρίαρχων κρατών παίρνονται μονομερώς, έχουν παγκόσμιες αιτίες και επιπτώσεις, στο βαθμό που η διαδικασία την οποία πυροδοτούν οι μετανάστες είναι κι αυτή παγκόσμια. Δεν είναι το «τέλος της Σένγκεν», αλλά η συνέχισή της με άλλα μέσα: μια συνολική θεσμοποίηση των εργασιακών ιεραρχιών, η οποία έχει στόχο να ελέγξει το πραγματικό κίνημα, το οποίο μεταμορφώνει ριζικά τις ευρωπαϊκές υλικές συνθήκες και τις θεσμικές διευθετήσεις. Να αρθούμε στο ύψος αυτού του πραγματικού κινήματος σημαίνει να πολιτικοποιήσουμε την άρνηση του πολέμου, του καθεστώτος των μισθών και του κράτους της κινητικότητας, άρνηση την οποία εκφράζουν καθημερινά εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες αμφισβητώντας τα σύνορα. Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για πολιτική συγκεντροποίηση, η οποία δεν θα συντονίζει απλώς τις υπάρχουσες ακτιβιστικές εμπειρίες, αλλά επίσης θα μετατρέπει την μαζική παρουσία των μεταναστών σε μια δύναμη ικανή να ενεργήσει ως καταλύτης για την άρνηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης που βιώνουν οι ευάλωτοι, διακινούμενοι και βιομηχανικοί εργάτες μέσα στον διευρυμένο ευρωπαϊκό χώρο. Το παγκόσμιο κίνημα των μεταναστών δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι ασήμαντο και τοπικού χαρακτήρα, πόσο μάλλον ως ένα εξάρτημα για τα τοπικά εκλογικά παιχνίδια, στα οποία οι μετανάστες δεν μπορούν καν να λάβουν μέρος.

Το σύστημα της συνθήκης του Σένγκεν δεν έγινε ποτέ ένα «φρούριο» πάνω σε μια αδιαπέραστη μεθόριο, σχηματισμένη για να προστατεύει έναν χώρο ελεύθερης μετακίνησης. Για χρόνια, αυτή η μεθόριος χρησίμευε σαν φίλτρο –επιλέγοντας τη μεταναστευτική εργατική δύναμη και διαφοροποιώντας το στάτους της– και εγκαθίδρυσε εσωτερικά σύνορα, τα οποία μόνο πρόσφατα πήραν τη μορφή τείχους. Σε τελική ανάλυση, οι εισηγητές του φρένου έκτακτης ανάγκηςπερηφανεύονταν ότι στηρίχθηκαν σε λαμπρά προηγούμενα. Το 2014, για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση χρέωσε τους μετανάστες που προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ με το 150% του κόστους της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας. Το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα του μέτρου ήταν ότι οι μετανάστριες έπρεπε να πληρώσουν μέχρι και 9000 λίρες για μία γέννα. Αυτή η περίπτωση δεν αποτελεί κάποια εξαίρεση, ακόμα κι αν μέχρι σήμερα μόνο η Μεγάλη Βρετανία το τράβηξε τόσο μακριά, απειλώντας με «Brexit» ώστε να αποφύγει τον αποκαλούμενο «προνοιακό τουρισμό». Η δήμευση των τιμαλφών των προσφύγων από τη Δανία ακολουθεί την ίδια ακριβώς λογική με το φρένο έκτακτης ανάγκης: «πρέπει να πληρώσουν προτού αξιώσουν παροχές». Η Ολλανδία υποστηρίζει την ίδια ιδέα: εκεί δεν επιτρέπεται στους πρόσφυγες να εργαστούν για πάνω από 24 εβδομάδες ανά έτος, αλλά είναι υποχρεωμένοι να παραδώσουν το 75% του εισοδήματός τους –το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί στα κέντρα υποδοχής– για να καλύψουν το κόστος του φαγητού και τα έξοδα διαβίωσης. Τα συστήματα φιλοξενίας δημιουργούν ένα απόθεμα εργατικού δυναμικού, σχεδόν δουλοπρεπούς, το οποίο υπόκειται σε ένα διαφοροποιημένο στάτους που θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως αντάλλαγμα της βοήθειας και της «προστασίας». Αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι της «πρόνοιας της μετακίνησης», μέσα από την οποία εντείνεται η διαδικασία οικονομικοποίησης και συμβολαιοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών: ακολουθώντας μια μερκαντιλιστική λογική, σύμφωνα με την οποία όλες οι παροχές πρέπει να είναι ισοδύναμα ανταλλάξιμες με εργασία ή χρήματα, οι υπηρεσίες επικεντρώνονται όλο και πιο πολύ γύρω από το κέρδος.

Πίσω από τις δημεύσεις τιμαλφών στη Δανία –και την επαίσχυντη ανάκληση της ναζιστικής πρακτικής–, καθώς και από την αναστολή της Σένγκεν από μέρους της Βρετανίας, υπάρχει ένας συνολικός επανακαθορισμός των συνθηκών στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον οποίον η τρωτότητα γίνεται ταυτόχρονα γενική και άνιση. Από τη μία πλευρά, (περιορισμένες) κοινωνικές παροχές δίνονται σε όσους δικαιούνται την «πλήρη» πολιτειότητα για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις από τη μείωση των μισθών. Από την άλλη, όταν εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες αναγκάζονται να πληρώσουν για αυτές τις παροχές, ο μισθός τους γίνεται μάλλον ανεπαρκής για την «περιορισμένη αναπαραγωγή» τους. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει η «περιορισμένη αναπαραγωγή» είναι αρκετό να σκεφτούμε τους περιορισμούς στην επανένωση των οικογενειών που επιβάλλονται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη: πρόκειται για κάποιου είδους αναπαραγωγή των εργατών στην απομόνωσή τους, χωρίς απογόνους (οι οποίοι θα ενέτασσαν τους εργάτες στην κατηγορία του προλετάριου) και χωρίς επίσης την πιθανότητα να μετατραπεί η μετανάστευση σε κοινωνική κινητικότητα. Η διάσχιση των συνόρων χρησιμοποιείται θεσμικά σαν ένας τρόπος να αποσπαστεί από τους μετανάστες η κοινωνική δύναμη την οποία συσσωρεύουν, όντας ένα μαζικό φαινόμενο. Αυτός είναι ο στόχος της δήμευσης, της μείωσης των κοινωνικών παροχών και, στα ιταλικά συμφραζόμενα, της μετατροπής της μακροχρόνιας άδειας παραμονής σε βραχυχρόνια άδεια εργασίας για τους μετανάστες που προέρχονται από κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Πολλοί από τους καλύτερους διερμηνείς των διαθέσεων του κεφαλαίου έχουν δει πολύ καθαρά την αξεδιάλυτη σύνδεση μεταξύ του κράτους της κινητικότητας και του καθεστώτος των μισθών. Από τα κεντρικά της Deutsche Bank ως το think-tank της βρετανικής οικονομικής πολιτικής και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αντηχεί μία ξεκάθαρη πολιτική σύσταση: είναι αναγκαίο να καταργηθεί ο νόμιμος ελάχιστος μισθός –ο οποίος θεωρείται πόλος έλξης και ενθάρρυνσης για τη μετανάστευση– και να επιβληθούν νομικά χαμηλότεροι μισθοί για τους μετανάστες που «φιλοξενούνται» στην Ευρώπη. Τα «σύνορα του μισθού» που πάντοτε διέσχιζαν τον ευρωπαϊκό χώρο –ακόμα και αν δεν εντοπίζονταν ποτέ στους χάρτες– δεν επαρκούν. Δεν είναι, δηλαδή, αρκετό το ότι στις ανατολικές χώρες οι μισθοί είναι συστηματικά χαμηλότεροι σε σχέση με τις βόρειες χώρες. Διότι η μετανάστευση πάντοτε προσφέρει σε κάποιον εργάτη την ευχέρεια να αρνηθεί την φτωχοποίηση και να ψάξει για κάτι καλύτερο αλλού. Η διαφοροποίηση των μισθών πρέπει, επομένως, να αναπαράγεται θεσμικά και να θεωρείται δεδομένη σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Συνεπώς, οικοδομείται μια γνήσια ευρωπαϊκή πολιτική ξεκινώντας από τις κυριαρχικές και προστατευτικές αποφάσεις του κάθε κράτους. Αυτές οι αποφάσεις δεν επιβάλλουν αναγκαστικά το κλείσιμο των εδαφικών συνόρων του έθνους-κράτους, αλλά περισσότερο οδηγούν σε επιλεκτικό άνοιγμα, εξαιτίας του οποίου μια κυριαρχική απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας θα έχει συνέπειες στο καθεστώς της κοινωνικής αναπαραγωγής στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, απ’ όπου προέρχεται η μεγάλη πλειοψηφία των εσωτερικών μεταναστών που θα επηρεαστούν από το φρένο έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, αυτές οι πολιτικές θα έχουν επιπτώσεις και έξω από τα σύνορα της Ένωσης, στις ζωές εκατομμυρίων ανδρών, γυναικών και παιδιών που θα αναγκαστούν να υπαχθούν στο ειδικό μισθολογικό καθεστώς αν θέλουν να αποδράσουν από τον πόλεμο. Τα χρήματα που θα διανεμηθούν στις παραμεθόριες χώρες δεν θα χρηματοδοτήσουν μόνο την κατασκευή τεράστιων κέντρων κράτησης για τη συγκράτηση των μαζικών και ασταμάτητων ροών ανθρώπων. Το σκάνδαλο που ανέκυψε στην Τουρκία, με τις μεγάλες εταιρείες του χώρου της μόδας οι οποίες εκμεταλλεύονταν ανήλικους πρόσφυγες, έχει επίσης να κάνει και με τις διεθνικές αλυσίδες της εκμετάλλευσης που διασχίζουν τα σύνορα του μισθού. Μέσω της διεθνούς συνεργασίας και των ανθρωπιστικών μέτρων, μια τεράστια μάζα ατόμων εξαναγκάζεται στη δουλειά, με σκοπό να παράγει κέρδη που θα επιστρέψουν στην Ευρώπη με μειωμένο κοινωνικό κόστος, αφού μέρος της διαχείρισης και της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης αφήνεται σε τρίτες χώρες.

Η φιλοδοξία να «εκδημοκρατίσουμε την Ευρώπη» πρέπει απαραιτήτως να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες συνέπειες των ευρωπαϊκών πολιτικών και τα «αποτελέσματα κυριαρχίας» που προκαλούνται από μεμονωμένα κράτη αλλά πηγαίνουν πέρα από τα σύνορα τόσο των ίδιων όσο και της ΕΕ. Η φιλοδοξία αυτή πρέπει απαραιτήτως να υποθέσει ότι ένα πρακτικό κίνημα εκδημοκρατισμού της Ευρώπης λαμβάνει ήδη χώρα. Το αποκαλούμενο δημοκρατικό έλλειμμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια έλλειψη αναγνώρισης του πολιτικού αιτήματος των διακινούμενων, ευάλωτων και βιομηχανικών εργατών. Το δημοκρατικό μας δίλημμα είναι να κάνουμε παρούσα και ζωντανή την πίεση που ασκούν με αυτό το αίτημα. Εάν η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να μετατρέψει εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες σε εργάτες-ζώα, των οποίων η ζωή θα έχει σημασία μόνον όσο μπορούν ακόμα να εργάζονται, τότε θα πρέπει να εναντιωθούμε συστηματικά στον καταναγκασμό που επιβάλλουν τα σύνορα του εδάφους, του μισθού και της πρόνοιας. Ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη έχει επιτέλους αναγνωρίσει ότι κάθε πολιτική πρωτοβουλία σήμερα θα πρέπει να λάβει υπόψη της τη μαζική παρουσία των μεταναστών. Παρουσία, η οποία γίνεται αντιληπτή ως μια ευκαιρία για να ενεργοποιηθεί ο ακτιβισμός και η αλληλεγγύη, να γενικευτεί το αίτημα για καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας για όλους και να συνδεθούν σε ευρωπαϊκή κλίμακα οι ποικίλες πρωτοβουλίες που υπάρχουν σε τοπικό επίπεδο. Όλα αυτά είναι σημαντικά, αλλά δεν αρκούν για να γεμίσουν το κενό μεταξύ των υπαρχόντων κοινωνικών κινημάτων και του πραγματικού κινήματος που πυροδοτείται από τους μετανάστες. Η μαζική τους παρουσία, η οποία μεταμορφώνει ριζικά τη σύνθεση της ζωντανής εργασίας, δεν είναι ακόμα μια πολιτική δύναμη που θα ασκηθεί ενάντια στους νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Είναι, επιπλέον, θεμελιώδες να αμφισβητήσουμε τα όρια μιας αποκατάστασης της αντιπροσώπευσης, η οποία αποκλείει τους ίδιους τους μετανάστες. Οι μετανάστες είναι η πρακτική κριτική στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.Για να «εκδημοκρατίσουμε την Ευρώπη» δεν αρκεί μια αλλαγή στο πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ· επείγει να δώσουμε φωνή στο πραγματικό κίνημα, υπό την πίεση του οποίου αυτό το πλαίσιο αποσταθεροποιείται.

Για αυτό είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε έναν διεθνικό οργανωτικό χώρο όπου οι μετανάστες θα έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν όχι ως αντικείμενα δράσεων φιλοξενίας, αλληλεγγύης ή μιας αδύνατης αντιπροσώπευσης, αλλά ως πρωταγωνιστές ενός αγώνα που σκοπό έχει να αντιστρέψει τις ιεραρχίες που επιβάλει η Ευρώπη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μετατρέψουμε την αλληλεγγύη η οποία κινητοποίησε ένα μέρος της κοινωνίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε κομμάτι ενός κινήματος που θα είναι ικανό να αμφισβητήσει τα σύνορα και τις ιεραρχίες αυτής της Ευρώπης. Επιπλέον, τα κινήματα εκείνα –όπως το Blockupy– που τα τελευταία χρόνια ένωσαν διαφορετικές εμπειρίες και συντόνισαν την ευρωπαϊκή αντίθεση στις πολιτικές λιτότητας πρέπει να λάβουν υπόψη τους αυτή την προοπτική. Υπό αυτή την έννοια, η κινητοποίηση της 1ηςΜαρτίου –η οποία είναι μόνο το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου προτάγματος και μιας διαδικασίας προς μία διεθνική κοινωνική απεργία– δείχνει προς μία ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση που δεν μπορεί να επιτευχθεί με μία μόνο μέρα δράσης. Η κινητικότητα, ο μισθός και η πρόνοια πρέπει να γίνουν πεδία κοινών αιτημάτων, απ’ όπου θα ξεκινήσουν νέες –πραγματικά διεθνικές– διαδικασίες αγώνα. Να φέρουμε στο ευρωπαϊκό επίπεδο τη μάχη για να ανακτήσουμε ποσοστά κοινωνικής ισχύος, να αρνηθούμε τις ιεραρχίες που επιβάλλουν τα σύνορα του εδάφους καθώς και αυτά του μισθού και της πρόνοιας: αυτός θα πρέπει να είναι ο μοχλός για να αμφισβητήσουμε τη θεσμική τάξη της Ευρώπης και των κρατών της, για να ανατρέψουμε τις σχέσεις εξουσίας που εκφράζονται μέσα από αυτή και, τέλος, για να ανοίξουμε απρόσμενους χώρους ελευθερίας.


Πρώτη δημοσίευση στο σάιτ connessioniprecarie

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ