H ελληνική μετάφραση του κειμένου των Endnotes με τον ομώνυμο τίτλο, καθώς και την εισήγησή τους (η οποία παίζει και τον ρόλο update του αρχικού κειμένου) στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη το διήμερο 27-28 Νοεμβρίου.
Εδώ, η ελληνική μετάφραση:
Μια επικαιροποίηση του ‘Holding Pattern’
Εισήγηση του περιοδικού Endnotes για τις εκδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, 27-28 Νοεμβρίου
Στο κείμενο ‘The Holding Pattern’ (Διαδικασία Κράτησης) στο τεύχος 3 του Endnotes εισηγηθήκαμε ότι, όπως ακριβώς οι έκτακτες ενέργειες που αναλήφθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη από το 2007 και μετά είχαν καταφέρει να παγώσουν την εξέλιξη της κρίσης, ομοίως οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 είχανε ανασταλεί αδυνατώντας να επιχειρήσουν κάτι πέραν της αδύναμης ενότητας που εγκαθιδρύθηκε στο κίνημα των πλατειών και η οποία οριζόταν από αισθήματα αντιλιτότητας, αντιδιαφθοράς, καθώς και αντιμπατσικά. Στην παρουσίαση που ακολουθεί σκοπεύουμε να επανέλθουμε σε ορισμένες από εκείνες τις ιδέες.
Μπορούμε να εξετάσουμε την κρίση του 2007/8 υπό δύο πρίσματα. Από μια άποψη, αποτέλεσε πραγματικά τη βαθύτερη κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Ήταν μια κρίση επικών διαστάσεων. Όμως, από μια άλλη, δεν επρόκειτο για κάτι καινούριο· ήταν απλώς η τελευταία από μια μακρά σειρά κρίσεων. Από το 1973 οι υφέσεις έχουν γίνει μακρύτερες και βαθύτερες, ενώ οι φάσεις της ανάπτυξης μεταξύ των κρίσεων έχουν γίνει ασθενέστερες. Τα κράτη έθεσαν σε ισχύ μηχανισμούς για τη διαχείριση των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του κεφαλαίου, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν γρήγορα, για άλλη μια φορά, το 2008. Τα κράτη επωμίστηκαν τα ιδιωτικά χρέη ως δημόσια, όπως είχαν κάνει σε πολυάριθμες κρίσεις στο παρελθόν, όμως αυτή τη φορά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα: οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να διασωθούν. Παράλληλα, συνέχισαν τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και άλλες παροχές, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν, παρά τα μειούμενα κρατικά έσοδα. Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες έλαβαν έκτακτα μέτρα. Έριξαν τα επιτόκια στο μηδέν τοις εκατό, προσφέροντας ουσιαστικά στις ιδιωτικές τράπεζες δωρεάν χρήμα, και στη συνέχεια άρχισαν να δανείζουν απευθείας τον ιδιωτικό τομέα, στηρίζοντας τις κατακρημνιζόμενες αγορές χρεογράφων, παίζοντας τον ρόλο των «πιστωτών έσχατης ανάγκης».
Αυτές οι ενέργειες αποδείχθηκαν αποτελεσματικές: η οικονομία σταθεροποιήθηκε και η καθοδική πορεία διακόπηκε. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τώρα οι χώρες υψηλού εισοδήματος ήταν ότι οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν όλο και πιο αργά ήδη για 40 χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώθηκαν από 4,3 τοις εκατό τη δεκαετία του 1960 σε 2,9 τοις εκατό τη δεκαετία του ’70, 2,2 τοις εκατό αυτή του ’80, 1,8 τοις εκατό στα ’90s, για να φτάσουν στο 1,1 τοις εκατό στα ’00s. Προκειμένου να στηρίξουν τις αποδυναμωνόμενες οικονομίες, οι κυβερνήσεις είχαν ήδη βουτήξει βαθιά στο χρέος κατά τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του ’00: ξόδευαν κατά τη διάρκεια των περιόδων κάμψης, αλλά αποτύγχαναν να αποπληρώσουν τα χρέη τους κατά τις φθίνουσες ανακάμψεις. Ως εκ τούτου, εισήλθαν στην κρίση του 2007 με πολύ υψηλή αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Τα επίπεδα του χρέους στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στο 36 και 44 τοις εκατό του ΑΕΠ, αντίστοιχα· αναλογίες που αυξήθηκαν σε 98 και 90 τοις εκατό το 2014. Στη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Πορτογαλία ήταν ήδη υψηλότερα, γύρω στο 65 τοις εκατό του ΑΕΠ, και έχουν πλέον φθάσει σε 95, 105, και 130 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία και την Ελλάδα, όπου τα επίπεδα του χρέους ήταν ήδη γύρω στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ, έχουν αυξηθεί σε 132 και 177 τοις εκατό. Σε όλες σχεδόν τις χώρες που εξετάσαμε στο Endnotes 3, το 2013, τα επίπεδα του χρέους έχουν συνεχίσει να αυξάνονται. Η Γερμανία αποτελεί εξαίρεση ως η μόνη χώρα που βλέπει τα επίπεδα του χρέους της να μειώνονται, από το 80 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2010 σε ένα υψηλό ακόμη 73 τοις εκατό το 2014.
Γιατί να μετρά κανείς τα χρέη ως ποσοστό του ΑΕΠ; Ο λόγος είναι απλός: οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν τα χρέη τους από τους φόρους επί του συνολικού ετήσιου εισοδήματος. Καθώς τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται, ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αυτών των φορολογικών εσόδων πρέπει να διατίθεται για την εξόφληση του τόκου των χρεών, καθώς και για την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου. Τα κράτη δαπανούν πραγματικά τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά το κάνουν μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την κατάρρευση των οικονομιών. Μετά από μια αρχική περίοδο μερικής ανάκαμψης το 2010-11, οι οικονομίες των χωρών υψηλού εισοδήματος αναπτύσσονται για άλλη μια φορά ολοένα πιο αργά. Εξαιρέσεις είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει λάβει χώρα μια περιορισμένη ανάκαμψη, εξαιτίας μιας μαζικής εκστρατείας ποσοτικής χαλάρωσης. Φυσικά, η ανάκαμψη αυτή είχε μικρό όφελος για τους περισσότερους εργαζομένους. Τα επίπεδα ανεργίας παραμένουν υψηλά· πράγματι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανάκαμψη έχει υπάρξει σε μεγάλο βαθμό «άνεργη»: μολονότι το συνολικό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σταθεροποιήθηκε το 2013, και ορισμένες χώρες έχουν δει μια ανάκαμψη στην απασχόληση, οι τρέχουσες προβλέψεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάνουν λόγο για συνεχιζόμενη μακροπρόθεσμη πτώση.1 Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, τα ποσοστά ανάπτυξης έχουν παραμείνει εξαιρετικά χαμηλά ή και αρνητικά· στην περίπτωση της τελευταίας έχουν παραμείνει στάσιμα εδώ και σχεδόν μια εικοσιπενταετία. Παρά τα Abenomics,2 η Ιαπωνία μόλις εισήλθε εκ νέου σε τεχνική ύφεση. Πολλές οικονομίες δεν έχουν ανακάμψει στα προ του 2008 επίπεδα ΑΕΠ· στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΑΕΠ έχει βέβαια συρρικνωθεί σημαντικά.
Αυτή η κατάσταση έχει καταστήσει τις θέσεις των κρατών επισφαλείς. Σε τελευταία ανάλυση, η ικανότητα του κράτους να δανείζεται βασίζεται σε μια υπόσχεση μελλοντικής ανάπτυξης, μέσα από την οποία το κράτος θα πληρώσει τα χρέη του. Λόγω του συνδυασμού των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους και της πολύ αργής ανάπτυξης μετά την κρίση, τα κράτη έχουν βρεθεί παγιδευμένα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πιέσεων. Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις έχουν αναγκαστεί να δαπανήσουν πολλά χρήματα, κάτι που χρειάζεται να πράττουν ακόμα και τώρα, προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της υποχώρησης (recession) σε ύφεση (depression). Από την άλλη πλευρά, τα κράτη έχουν ήδη ξοδέψει τόσα πολλά χρήματα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών που δεν τους έχουν απομείνει παρά ελάχιστα για να δώσουν. Υποστηρίζουμε ότι αυτό ήταν που καθόρισε τη μορφή της κρίσης. Κι ωστόσο, αντί να δαπανήσουν ακόμα περισσότερα χρήματα, μια απαραίτητη κίνηση για την αναθέρμανση της οικονομίας, οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών έλαβαν μέρος σε μια εκστρατεία λιτότητας. Εν ολίγοις, ανακάλυψαν ότι από τη στιγμή που είχαν διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν τους έμεναν πλέον πολλά για να παράσχουν. Ενώ ήταν σε θέση για κάποιο διάστημα να διατηρήσουν τις δαπάνες και κατά συνέπεια τη ζήτηση στην οικονομία, σύντομα τα κράτη αυτά έπρεπε να αρχίσουν τις περικοπές. Για να αποδείξουν ότι είχαν ακόμα στα χέρια τους τον δημοσιονομικό κρουνό –πράγμα απαραίτητο προκειμένου να πείσουν τους πιστωτές τους ότι διατηρούν τον έλεγχο των οικονομικών τους–, τα εν λόγω κράτη ανακοίνωσαν, και στη συνέχεια ξεκίνησαν, μαζικές περικοπές στις δαπάνες, ακόμη κι αν την ίδια στιγμή διέσωζαν τις τράπεζες.
Φυσικά, τα κράτη περιέκοψαν τις δαπάνες ακριβώς εκεί που θα περίμενε κανείς: σε σχολεία και νοσοκομεία, στην κρατική απασχόληση και στα διάφορα προγράμματα κοινωνικών δαπανών. Έτσι, για πολλούς ανθρώπους, η κατάσταση δεν ήταν απλά καταστροφική. Δεν ήταν μόνο ότι πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά· ότι οι ηλικιωμένοι, με τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις ξαφνικά απομειωμένες, έπρεπε να επιστρέψουν στη δουλειά· ότι το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης αυξήθηκε, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν ισχνά, και ούτω καθεξής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, βάραινε επίσης η αίσθηση ότι η κυβέρνηση ενήργησε με έναν φαινομενικά μοχθηρό τρόπο προς τον πληθυσμό. Σε πολλούς φάνηκε ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν χάσει τα μυαλά τους: στην τελική, δεν θα έπρεπε να έχουν αναγκάσει τις τράπεζες να πληρώσουν προκειμένου να διασώσουν τους ανθρώπους, και όχι το αντίθετο; Η κύρια εξήγηση που βρέθηκε πρόχειρη σε εκείνη τη φάση ήταν ότι οι κυβερνήσεις ενεργούσαν παράλογα. Με άλλα λόγια, τα κράτη θα μπορούσαν να έχουν κάνει το σωστό, αλλά για κάποιο λόγο δεν το έπραξαν. Ποιος είναι αυτός ο λόγος; Πολλοί ισχυρίζονταν ότι τα κράτη ενεργούσαν παράλογα επειδή είχαν αλωθεί από ιδιωτικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν πλέον στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος, αλλά, μάλλον, στην υπηρεσία των υπερπλουσίων. Η δημοκρατία είχε δώσει τη θέση της στην ολιγαρχία. Ήταν με αυτόν τον τρόπο που η μορφή της κρίσης προσδιόρισε τη συνολική μορφή των αγώνων αυτής της περιόδου: «η πραγματική δημοκρατία ενάντια στη λιτότητα». Η πραγματική δημοκρατία θα ήταν σε θέση, σύμφωνα με τη λογική των διαμαρτυριών, να αναγκάσει τα κράτη να παρέμβουν προς το συμφέρον του έθνους, και όχι προς το συμφέρον των «κολλητών» καπιταλιστών. Φυσικά, από τη στιγμή που οι διαδηλωτές ήρθαν κοντά, οι αγώνες τους εξελίχθηκαν με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους. Όπως αποδείχθηκε, ήταν δύσκολο για αυτούς να βρουν μια κοινή βάση για αυτήν τη συνάντηση, μιας και βίωναν την κρίση με πολύ διαφορετικούς τρόπους, κάποιοι χειρότερα από άλλους. Εν τω μεταξύ, οι όροι και οι προοπτικές του παλιού εργατικού κινήματος, πεθαμένοι από καιρό, δεν αναβίωσαν (σε αντίθεση με τις ελπίδες που έτρεφαν πολλοί αριστεροί). Οι προοπτικές αυτές, συνεπώς, δεν ήταν διαθέσιμες ως μέσο για την ενοποίηση των διαδηλωτών. Μιλώντας γενικά, θα λέγαμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι από πολλές απόψεις μια αυθόρμητα εξελισσόμενη αντικαπιταλιστική προοπτική που δεν συνιστά ακόμη κομμουνιστική προοπτική, και η οποία είναι αποσυνδεδεμένη από τις παλιές ιστορίες της αριστεράς. Στο Endnotes 3 ονομάσαμε αυτή τη συνθήκη το «πρόβλημα της σύνθεσης»:
Πρόβλημα της σύνθεσης αποκαλείται το πρόβλημα της σύνθεσης, του συντονισμού ή της ενοποίησης προλεταριακών τμημάτων κατά την πορεία του αγώνα τους. Σε αντίθεση με το παρελθόν –ή, τουλάχιστον, σε αντίθεση με εξιδανικευμένες αναπαραστάσεις του παρελθόντος– δεν είναι πλέον δυνατό τα τμήματα της τάξης να ερμηνεύονται σαν να συνθέτουν ήδη τον εαυτό τους, σαν η ενότητά τους να ήταν με κάποιο τρόπο δοσμένη «καθ’ εαυτήν» (ως η ενότητα του ειδικευμένου, του μαζικού ή του «κοινωνικού» εργάτη). Σήμερα, δεν υπάρχει κάποια τέτοια ενότητα· ούτε μπορεί κανείς να προσδοκά να προκύψει με περαιτέρω αλλαγές στην τεχνική σύνθεση της παραγωγής. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει κανένα προκαθορισμένο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν υπάρχει καμία «δι’ εαυτήν» ταξική συνείδηση ως συνείδηση κάποιου γενικού συμφέροντος, το οποίο μοιράζονται όλοι οι εργάτες. Ή, καλύτερα, μια τέτοια συνείδηση μπορεί να είναι μόνο η συνείδηση του κεφαλαίου, αυτού που ενοποιεί τις εργάτριες ακριβώς διαχωρίζοντάς τες.3
Αυτό το πρόβλημα της σύνθεσης προκύπτει σε μια κατάσταση που, όπως περιγράψαμε στο Endnotes 2, κυριαρχείται από την ταυτόχρονη ύπαρξη πλεονάζοντος κεφαλαίου και πλεοναζόντων προλετάριων. Επικεντρωθήκαμε τότε στην εμφάνιση και τη διεύρυνση των πλεοναζόντων πληθυσμών, ως της ανθρώπινης ενσάρκωσης των αντιφάσεων του κεφαλαίου.4 Στο Endnotes 4 απαντάμε σε εσφαλμένες φαντασιώσεις για τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως ένα νέο είδος ενοποιημένου ή ενοποιήσιμου υποκειμένου.5 Έχει υποστηριχθεί ότι οι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν πολύ μικρή άμεση συμβολή στη συσσώρευση· στερούνται την επιρροή των παραδοσιακών παραγωγικών εργατών, οι οποίοι μπορούν να ακινητοποιήσουν το σύστημα αποσύροντας την εργασία τους. Εξάλλου, οι πλεονάζοντες πληθυσμοί μπορούν να περιθωριοποιηθούν, να φυλακιστούν και να γκετοποιηθούν. Μπορούν να εξαγοραστούν με πελατειακές σχέσεις· οι ταραχές τους μπορούν να αφεθούν έως ότου να εξαντληθούν. Πώς θα μπορούσαν οι πλεονάζοντες πληθυσμοί να διαδραματίσουν κάποιο βασικό ρόλο στην ταξική πάλη;
Ο πλεονάζων πληθυσμός ως τέτοιος δεν μας δίνει κάποια απάντηση, όμως μας βοηθά να προσδιορίσουμε το ερώτημα. Στον βαθμό που μια απάντηση μπορεί να βρεθεί, στοιχηματίζουμε ότι ο πραγματικός τόπος όπου μπορεί να τεθεί –και ως εκ τούτου πιθανά να απαντηθεί– το παραπάνω ερώτημα, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα συγκεκριμένα είδη των αγώνων στους οποίους εμπλέκονται σήμερα οι προλετάριοι, και συνεπώς είναι εν πολλοίς σε αυτά που θα πρέπει να εστιάσουμε τις αναλύσεις μας. Στα κινήματα του 2011-13, φάνηκε συχνά ότι η ατέρμονη διαπραγμάτευση του προβλήματος της σύνθεσης παρήγαγε την ασθενέστερη των ενοτήτων. Οι κατασκηνώσεις του κινήματος των πλατειών ήταν σε μεγάλο βαθμό παραδομένες στο αχανές έργο της ανακάλυψης μιας κοινής βάσης για δράση. Οι αριστεροί συχνά το επέκριναν αυτό λες και μπορούσε απλώς να αναχθεί σε κάποιο είδος ιδεολογικής σύγχυσης ή λάθους. Όμως η απουσία ή η αδυναμία των αιτημάτων αποτελούσε ένα περισσότερο ή λιγότερο αναπόφευκτο σημείο εκκίνησης για αυτούς τους αγώνες, δοσμένο από την ευθραυστότητα της σύνθεσής τους. Στον βαθμό που θα μπορούσε να ανακαλυφθεί κάποια ενότητα, σιωπηρά επρόκειτο για μια λαϊκιστική τέτοια, η οποία οριζόταν από την αντίθεσή της προς το κράτος ως τον παράλογο ή διεφθαρμένο εκτελεστή της λιτότητας.
Όμως η μορφή εμφάνισης της κρίσης ήταν άλλη από την ουσία της. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν παράλογα στον απόηχο της κρίσης. Όπως επιχειρηματολογήσαμε στο Holding Pattern, τα κράτη δρούσαν στην πραγματικότητα από μια θέση αδυναμίας: οι μακροχρόνιοι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης συναντούν τα όριά τους, εξαιτίας ενός συνδυασμού δεκαετιών επιβραδυνόμενης ανάπτυξης και ανερχόμενων επιπέδων δανεισμού. Σε έναν κόσμο που τα επίπεδα του χρέους είναι τόσο υψηλά, συμπεριλαμβανομένων των χρεών των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της βασικής υπόσχεσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος –ότι δηλαδή αυτά τα χρέη θα αποπληρωθούν– είναι και πρέπει να είναι ο βασικός στόχος των κρατών, αν επιθυμούν η οικονομία να συνεχίσει να υπάρχει (κάτι που προφανώς επιθυμούν). Αυτό είναι κάτι που μόλις τώρα δείχνουν να ανακαλύπτουν στον οικονομικό τύπο. Ερευνητές και ακαδημαϊκοί που βρίσκονται κοντά στους κύκλους που χαράσσουν την πολιτική γραμμή ανακαλύπτουν τώρα αυτό που ήταν κάτω από τη μύτη τους όλο αυτό το διάστημα: ότι η οικονομία υφίσταται αυτό που αποκαλούν «μακράς διαρκείας στασιμότητα». Διατυπωμένο απλά, η οικονομία αναπτύσσεται ολοένα πιο αργά. Κάτω από συνθήκες τόσο αργής ανάπτυξης, τα κράτη ανακαλύπτουν ότι θα έχουν πολύ μικρά περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση καταστροφικών γεγονότων, είτε πρόκειται για μελλοντικές οικονομικές κρίσεις είτε για τις ήδη αναδυόμενες συνέπειες της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Ο αργά αναπτυσσόμενος καπιταλισμός θα παράξει επίσης ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα ανισότητας, όπως έχει ισχυριστεί ως γνωστόν και ο Τομά Πικετί (ανακυκλώνοντας παλιές μαρξιστικές αλήθειες). Συνεπώς, θα επαληθεύεται όλο και περισσότερο ότι οι πλούσιοι θα παραμένουν πλούσιοι και οι φτωχοί θα παραμένουν φτωχοί, ενώ ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο εισοδημάτων θα ρέει προς αυτούς που κατέχουν κληρονομημένο πλούτο. Επιστρέφουμε αργά αλλά σταθερά σε έναν κόσμο στον οποίο η προσωπική εξουσία του κληρονομημένου πλούτου αντικαθιστά έναν κόσμο όπου το χρήμα κυκλοφορεί ως απρόσωπος αφέντης. Αυτά τα απαισιόδοξα συμπεράσματα γίνονται τώρα αρκούντως διαδεδομένα, με έναν τρόπο που δεν υπήρχε όταν γράφαμε το Holding Pattern, σηματοδοτώντας μια σημαντική μετατόπιση στον δημόσιο λόγο. Ένα αυξανόμενο, αν και ακόμα σχετικά μικρό, κομμάτι του πληθυσμού στις πλούσιες χώρες κατανοεί ότι το κράτος, ακόμα και ένα αληθινό δημοκρατικό κράτος, δεν μπορεί να μας σώσει –είτε έτσι είτε αλλιώς, η ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει– και συνεπώς θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο για να κάνουμε τη ζωή βιώσιμη· πρέπει να βρούμε έναν καινούριο δρόμο προς τα εμπρός.
Παρ' όλα αυτά, παραμένουμε, με μια πολύ πραγματική έννοια, κολλημένοι στην ίδια κατάσταση, οικονομικά και κοινωνικά, με αυτή που βρισκόμασταν το 2011 (ακόμη κι αν με έναν συχνά υπόγειο τρόπο πολλά αλλάζουν και εξελίσσονται). Αν και δεν έχει προκαλέσει κάποια ανάκαμψη, ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης έχει τουλάχιστον σταματήσει την αιμορραγία. Οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 έλαβαν χώρα σε μαζική κλίμακα, όμως εξαιτίας των αποφασιστικών ενεργειών των κρατών, οι οποίες περιόρισαν την κρίση, οι αγώνες ήταν εξίσου περιορισμένοι και οι ίδιοι. Ωστόσο, όπως και το 2012, εξακολουθεί να ισχύει ότι το τωρινό holding pattern είναι απίθανο να διαρκέσει για πολύ. Πρώτα απ' όλα, είναι πολύ πιθανό να συμβεί μια νέα έκρηξη, προερχόμενη από τις πλούσιες χώρες. Το σημαντικότερο γεγονός εδώ, για το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να συζητήσουμε, είναι η συνεχιζόμενη, και τώρα αναμφίβολα επιδεινούμενη, κρίση στην Ελλάδα, με το ενδεχόμενο αυτή να διαχυθεί προς τις υπερχρεωμένες και αργά αναπτυσσόμενες Γαλλία και Ιταλία, ρίχνοντας πρακτικά τη χαριστική βολή στην Ευρωζώνη.
Η δεύτερη πιθανή πηγή μιας έκρηξης αφορά τις επιπτώσεις από τα προγράμματα της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης». Οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και το ΗΒ, και πλέον στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, έχουν αναλάβει δράση ακριβώς εκεί που τα κράτη απέτυχαν να το κάνουν. Εν τη απουσία περαιτέρω κρατικών δαπανών, οι κεντρικές τράπεζες αναλαμβάνουν μια ηπιότερη αλλά ισοδύναμη μορφή παρέμβασης. Ουσιαστικά, οι τράπεζες αυτές δημιουργούν χρήμα, χρησιμοποιώντας το για να εξωθήσουν επενδυτές έξω από τα ασφαλή κεφάλαια, όπως τα κρατικά ομόλογα, και προς περισσότερο ριψοκίνδυνα επενδυτικά αγαθά, όπως τα χρηματιστήρια. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν εν μέρει να διογκώσουν εκ νέου φούσκες. Όμως η ποσοτική χαλάρωση έχει επιφέρει αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια πλευρά, έσπρωξε τόνους χρήματος προς τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι χώρες αυτές κατάφεραν να ανταποκριθούν στην κρίση με έναν διαφορετικό τρόπο, υιοθετώντας όχι μέτρα λιτότητας αλλά μαζικές εκστρατείες δαπανών. Την ίδια στιγμή, προκάλεσε την άνοδο των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό μετέδωσε την κρίση απευθείας στις ζωές των φτωχότερων ανθρώπων του πλανήτη, οι οποίοι ήδη δυσκολεύονταν εξαιρετικά να τα φέρουν βόλτα, πυροδοτώντας τις διαδηλώσεις για τα τρόφιμα που προηγήθηκαν της Αραβικής Άνοιξης. Είναι πιθανό ότι ο τερματισμός της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως απειλείται να συμβεί τώρα, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο χάος στις οικονομίες των φτωχών κρατών, οι οποίες ήδη δείχνουν σημάδια σημαντικής εξασθένησης.
Υπάρχει και μια τρίτη ευλογοφανής πηγή για το τέλος αυτού του holding pattern: η εξάπλωση της κρίσης των πλούσιων κρατών στα φτωχότερα. Το γεγονός ότι η διάδοση της κρίσης από τις πλουσιότερες χώρες στις φτωχότερες θα μπορούσε να πάρει τόσο χρόνο ταιριάζει με τα ιστορικά προηγούμενα. Ας θυμηθούμε ότι η κρίση χρέους στον λεγόμενο τρίτο κόσμο, το 1982, ήρθε 9 χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης στις πλούσιες χώρες, το 1973. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε τεράστιες επιβραδύνσεις της οικονομίας στην Κίνα, τη Ρωσία, τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, αν και η Ινδία εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Ο πραγματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι οι φούσκες που δημιουργήθηκαν από την κινεζική κυβέρνηση θα μπορούσαν να σκάσουν. Θα είναι σε θέση η κρατική παρέμβαση στην Κίνα να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό που έχει αρχίσει να παράγεται λόγω της φούσκας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων από το να εξελιχθεί σε μια μαζική κρίση; Ποιες θα είναι οι αλυσιδωτές επιπτώσεις για τους ανθρώπους που ζουν σε άλλες χώρες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες μέχρι τώρα στηρίζονταν στη μαζική ζήτηση από μέρους της Κίνας για να διατηρήσουν την ανάπτυξη των οικονομιών τους; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία; Το ζήτημα είναι ότι οι πιέσεις που περιγράψαμε στο Holding Pattern εξακολουθούν να ισχύουν, παρ’ όλο που η κατανόηση της κοινής γνώμης για την κατάσταση αυτή έχει εξελιχθεί. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο μέσο ενός τρένου που εκτροχιάζεται σε αργή κίνηση. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να φαντασιώνονται σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει προκειμένου να αποφευχθεί το δυστύχημα, αν με κάποιο τρόπο εξαλείφονταν ξαφνικά όλοι οι περιορισμοί που εμποδίζουν τη συντονισμένη δράση. Όμως ενώ οι μαρξιστές οικονομολόγοι ονειρεύονται τρόπους για «να σώσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό», το τρένο συνεχίζει την πορεία του. Η παγκόσμια οικονομία είναι μια τεράστια, οργανική αλληλοσυσχέτιση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο.
ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Γράψαμε το Holding Pattern σε μια στιγμή που, εκ των υστέρων, μοιάζει να ήταν το τέλος μιας κορύφωσης στο κίνημα των πλατειών, ένας τελευταίος ρόγχος, ακριβώς πριν αρχίσουν τα πάντα να καταρρέουν. Τη στιγμή που το γράφαμε, η πλατεία Ταχρίρ και το Σύνταγμα, η Πούερτα ντελ Σολ, η Oscar Grant Plaza και το πάρκο Ζουκότι είχαν όλα τους εκκενωθεί βίαια, με ελάχιστα σημάδια ότι θα μπορούσαν να διεκδικηθούν εκ νέου. Δεν ήταν η εξωτερική καταστολή αλλά οι εσωτερικές αδυναμίες που ταυτοποιήσαμε ως αιτία για την ήττα αυτών των κινημάτων: η ανικανότητά τους να εδραιώσουν μια πραγματική ενότητα πέρα από την καθημερινή διαχείριση των κατασκηνώσεων. Εντούτοις, η κατάληψη στο πάρκο Γκεζί στην Ιστανμπούλ, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη στιγμή συγγραφής του άρθρου, έμοιαζε να υποδεικνύει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η δυναμική του κινήματος δεν είχε ίσως εξαντληθεί ακόμα. Κλείσαμε, λοιπόν, διερωτώμενοι αν τα κινήματα θα συνέχιζαν στη βάση της υπάρχουσας αδύναμης ενότητας, συνεχίζοντας συνεπώς να ηττώνται, ή αν ενδεχομένως θα έβρισκαν καινούριες μορφές αγώνα. Όμως την ώρα που το Endnotes 3 πήγαινε στο πιεστήριο, ακόμα και αυτό το αμφιλεγόμενο συμπέρασμα άρχισε να μοιάζει υπεραισιόδοξο. Γιατί το πραξικόπημα του Σίσι στην Αίγυπτο (ενδεδυμένο τον μανδύα της πλατείας Ταχρίρ) εισήγαγε για πρώτη φορά τους μαζικούς πυροβολισμούς στο ρεπερτόριο αυτών των κινημάτων. Την επόμενη χρονιά είδαμε ακόμα μια αιματοβαμμένη πλατεία στο Μαϊντάν, η οποία αυτή τη φορά τύγχανε υπεράσπισης από φασίστες. Λίγο αργότερα, το «Occupy Bangkong», οργανωμένο απο τους βασιλόφρονες με τα «κίτρινα πουκάμισα», κατάφερε να ξεκινήσει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ταϋλάνδη. Πολλοί συμπέραναν ότι είχαμε εισέλθει σε μια περίοδο αντίδρασης, όπου τις ιδέες και τις μορφές του κινήματος είχαν πλέον ιδιοποιηθεί ολωσδιόλου σκοτεινότερες δυνάμεις.
Αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο, αποδείχτηκε πως ήταν πρόωρο. Γιατί στην πραγματικότητα αρκετά από τα κινήματα για τα οποία γράψαμε σχετικά στο Holding Pattern επιβίωσαν, ενώ ακόμη και εκείνα που δεν επιβίωσαν, συνέχισαν να εμπνέουν ανάλογα κινήματα στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός στόχος αυτών των κινημάτων, η λιτότητα, εντάθηκε περαιτέρω – μαζί με αυτό που γινόταν αντιληπτό ως «υπηρέτριά» της, τη διαφθορά. Στην Ισπανία, το κίνημα της 15ης Μαΐου απέφυγε σε μεγάλο βαθμό τα εμπόδια που έπληξαν άλλα κινήματα, γιατί κατάφερε να απλωθεί πέρα από την αρχική κατάληψη μιας πλατείας, σε συνελεύσεις και δίκτυα μαχητικών εργατών σε όλη την επικράτεια. Αντιπαραβάλλοντας το κοινοβούλιο, ως ζώνη δωροδοκιών και διαφθοράς, στις πλατείες, ως ζώνη διαφάνειας και παραδειγματικής δράσης, οι καταλήψεις κατάφεραν να αυτοπαρουσιαστούν ως κάτι φρέσκο και συναρπαστικό παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη λιτότητα ως σύμπτωμα της διαφθοράς: υπήρχε η αντίληψη ότι οι πολιτικοί ψήφιζαν περικοπές γιατί πληρώνονταν από τους τραπεζίτες, συνεπώς οι πλατείες θα μπορούσαν να καταστούν αδιάφθορες με την πλήρη απαγόρευση των πολιτικών κόμματων.
Η Πουέρτα ντελ Σολ ήταν η πιο ρητά αντιπολιτική από τις πλατείες. Παρ’ όλα αυτά, καθώς το κίνημα της 15 Μαΐου υποχωρούσε, μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας κατέληξε να ρεύσει σε κοινοβουλευτική κατεύθυνση, καθώς οι Podemos και οι Ganemos άρχισαν να τα πάνε καλά στις δημοσκοπήσεις. Εκεί, όπως και στην Ελλάδα, η λογική της αντιλιτότητας οδηγήθηκε στην αναπόφευκτη κατάληξή της: αν το κράτος ενεργεί παράλογα επιβάλλοντας λιτότητα στον πληθυσμό, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι να πάρουμε τον έλεγχό του και να διορθώσουμε αυτό το λάθος. Σε μια φαινομενικά παράδοξη εξέλιξη, λοιπόν, η αντιπολιτική των πλατειών έγινε η πολιτική αντιπολιτική ενός νέου κύματος κομματικών σχηματισμών. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα εν λόγω κινήματα όχι μόνο πρόδωσαν τις αντιπολιτικές τους ρίζες, αλλά προσέκρουσαν στα όρια της πολιτικής της αγανάκτησης. Το Podemos ανακάλυψε γρήγορα ότι η δεξιά μπορούσε εξίσου να εκμεταλλευτεί την απαρέσκεια για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα, διχάζοντας έτσι την ψήφο ενάντια στη διαφθορά. Και όταν διάφοροι ακτιβιστές των κινημάτων πέτυχαν όντως να εκλεγούν, δεν μπορούσαν πλέον να αποδίδουν τη λιτότητα απλά στη διαφθορά, καθώς ανακάλυψαν ότι πράγματι δεν υπήρχαν λεφτά στα δημοτικά, περιφερειακά ή κρατικά ταμεία. Ακόμα και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο, δεν μπόρεσε να αντιτάξει στους πιστωτές οπαδούς της λιτότητας παρά μόνο την πρόταση για ένα ελαφρώς χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Άλλα καινούρια κινήματα δανείστηκαν μορφές και τακτικές από το κύμα του 2011-2012, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την κοινοβουλευτική οδό. Το μαζικό φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε στη Χιλή το 2013 δημιούργησε ανοιχτές συνελεύσεις πάνω στο μοντέλο του κινήματος της 15 Μαΐου, εμπνεόμενο ταυτόχρονα από το Κεμπέκ. Στις αρχές του 2014, οι απεργίες στη Βοσνία οδήγησαν σε μια εξέγερση κατά την οποία πολλά κυβερνητικά κτίρια πυρπολήθηκαν. Οι τακτικές συνελεύσεις, ή αλλιώς «πλένουμς», εξέδωσαν έναν συγκεχυμένο χείμαρρο αιτημάτων, στην καρδιά του οποίου βρισκόταν η απόρριψη του διεφθαρμένου συστήματος του εθνοτικού εθνικισμού. Το κίνημα αυτό είχε συνειδητές αναφορές στην Αραβική Άνοιξη και την 15 Μαΐου, καθώς και στο κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων του 2010 στην Κροατία. Το φθινόπωρο του 2014, μια φοιτητική απεργία στο Χονγκ Κονγκ ενώθηκε με μια φιλοδημοκρατική ομάδα, την «Occupy Central with Love and Peace», για να καταλάβουν την κεντρική επιχειρηματική συνοικία, προσελκύοντας στην κορύφωσή του κινήματος σχεδόν 100.000 άτομα. Στα κινήματα αυτά η αντιλιτότητα και η αντιδιαφθορά συνέχισαν να είναι κυρίαρχα μοτίβα, όπως συνέβη και με την παραδειγματική φύση των ίδιων των καταλήψεων, οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν την αθωότητά τους κρατώντας απόσταση από τις εκλογικές πολιτικές. Αυτό εξακολούθησε να ισχύει και στην περίπτωση των ΗΠΑ, με τη σύντομη αναγέννηση του Occupy στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια του τυφώνα Σάντι: οι κρατικοί οργανισμοί, που είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς στην περίπτωση του τυφώνα Κατρίνα, έμελλε να αντικατασταθούν από την άμεση δράση, οργανωμένη μέσω αποκεντρωμένων δικτύων.
Στο Holding Pattern εστιάσαμε σε ένα εσωτερικό όριο αυτών των αγώνων: στο γεγονός ότι οι καταληψίες ήταν σε θέση να επιτύχουν μόνο μια αδύναμη ενότητα στη βάση των πρακτικών αναγκαιοτήτων και της κοινής τους επιδίωξης για ενότητα. Στην πραγματικότητα ανακάλυψαν ότι ήταν βαθιά διαιρεμένοι, τόσο αναφορικά με την αντικειμενική τους κατάσταση όσο και από την άποψη των πολιτικών και θρησκευτικών τους ιδεών, και οι διαιρέσεις αυτές θα εκδηλώνονταν κάποιες φορές με τη μορφή βίαιων συγκρούσεων στις πλατείες. Στους αγώνες που ακολούθησαν, τέτοιες διαιρέσεις ενίοτε ενισχύονταν έτι περισσότερο. Έτσι, στο Μαϊντάν, οι φασίστες επέβαλαν τους κανόνες τους για τη συμμετοχή των αριστερών, των αναρχικών και των φιλελεύθερων, ήταν όμως γνωστό ότι αυτή η εύθραυστη συμμαχία θα κρατούσε μόνο για όσο ο κοινός τους εχθρός, ο Γιανουκόβιτς, θα παρέμενε στην εξουσία. Στη Μέση Ανατολή, με την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση της Τουρκίας, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές, οι οποίες αρχικά έμοιαζαν να εξαχνώνονται στις πλατείες, συχνά ενισχύονταν καθώς οι καταλήψεις συνεχίζονταν και ξέσπαγαν σε ανοιχτή σύγκρουση όποτε (όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο) οι εξεγέρσεις αποδεικνύονταν προσωρινά πετυχημένες στην ανατροπή των παλιών καθεστώτων.
Όμως η κατάληξη αυτών των κινημάτων καταδεικνύει άλλο ένα όριο, το οποίο παραβλέψαμε στο Holding Pattern: τη γεωπολιτική. Διάφορες δυνάμεις κατάφεραν να επωφεληθούν από αυτές τις καταστάσεις αποσταθεροποίησης. Στο Μαϊντάν, οι εντάσεις μεταξύ των εθνικιστών και των φιλο-ΕΕ φιλελεύθερων σιγόβραζαν για μήνες αλλά δεν είχαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν ανοιχτά, καθώς, αμέσως μετά την παραίτηση του Γιανουκόβιτς, η Ρωσία –αντιμέτωπη με την προοπτική της επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ σε μια ακόμα χώρα της «γειτονιάς» της– εισέβαλε στην Κριμαία και ξεκίνησε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπου στην ανατολική Ουκρανία. Σε εκείνο το σημείο η εξέγερση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Στην Αίγυπτο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ριζοσπάστες και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ή ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους κόπτες, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί στον απόηχο της πτώσης του Μουμπάρακ, βυθίστηκαν τελικά σε ένα ευρύτερο περιφερειακό παιχνίδι εξουσίας, καθώς η σαουδαραβική οικονομική βοήθεια επέτρεψε στο βαθύ κράτος της Αιγύπτου να επανεδραιωθεί. Αλλού, από τη Συρία μέχρι το Μπαχρέιν και από την Υεμένη μέχρι τη Λιβύη, οι ελπίδες της Αραβικής Άνοιξης έσβησαν τελικά μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή και τα δύο.
Ένα άλλο, λιγότερο ψυχροπολεμικό, γεωπολιτικό όριο αναδείχθηκε, φυσικά, από την κοινοβουλευτική παρέκκλιση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εδώ ήταν τελικά ο περιφερειακός ηγεμόνας που θα αποφάσιζε τη μοίρα των κινημάτων, ό,τι κι αν προέκυπτε από τις συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα. Για να κατανοήσει κανείς τον «χλιαρό» χαρακτήρα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ (ένα προτεινόμενο ποσοστό 3% για το πρωτογενές πλεόνασμα αντί του 4%), θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από ένα απλό ζήτημα δομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη: είναι γεγονός ότι τα συμφέροντα των Γερμανών φορολογουμένων συγκρούονται πραγματικά με αυτά των εργαζόμενων στο ελληνικό δημόσιο. Το ζήτημα είναι πως για πολλά κράτη, σε μια ολοένα πιο αλληλεξαρτημένη παγκόσμια οικονομία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να επιζητούν τον κινητό πλούτο των πιστωτών. Βασικές κοινωνικές υπηρεσίες που παραδοσιακά θα χρηματοδοτούνταν από τη φορολόγηση των εύπορων, χρηματοδοτούνται τώρα όλο και περισσότερο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, με δάνεια από τους τελευταίους – και μάλιστα πληρώνοντάς τους τόκους σε αντάλλαγμα της χάρης! Οι αυξανόμενες απαιτήσεις από το κράτος εκ μέρους των απολυμένων εργατών, σε ένα περιβάλλον κρίσης, συμπίπτουν με την αυξανόμενη πίεση από τους πιστωτές, είτε ντόπιους ή διεθνείς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρηθεί χωρίς ξένο συνάλλαγμα και, όπως έδειξαν τα γεγονότα του καλοκαιριού, οποιαδήποτε ένδειξη μονομερούς κήρυξης πτώχευσης θα εξαντλήσει τα φορολογήσιμα έσοδα για τη χώρα. Ενδεχομένως η μόνη επιλογή, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, ήταν να «επιλέξει την αυτοκτονία αντί του θανάτου».
Ένα ανάλογο των εξελίξεων του ΣΥΡΙΖΑ έχει εμφανιστεί πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την απρόσμενη ανάδειξη ενός μέλους της, από καιρό περιθωριοποιημένης, αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος στην ηγεσία του τελευταίου. Οι πολιτικοί λόγοι (discourses) που χαιρέτισαν αυτήν την εξέλιξη είναι απασχολημένοι με κενές ρητορικές κατανομές ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μα είναι σίγουρο ότι η κοινωνική σύνθεση που έσπρωξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν στη νίκη δεν είναι ίδια με εκείνη που υποστήριζε τον Τόνι Μπεν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι θεσμικές ασφάλειες έχουν φυσικά ήδη κινητοποιηθεί για να καταστείλουν αυτή την άνοδο, και πιθανόν να το καταφέρουν. Μπορεί όμως ένα κόμμα που μοιάζει ήδη εδώ και χρόνια «κατάχλωμο», να αποφύγει να υποστεί μια ακόμη μεγαλύτερη απώλεια νομιμοποίησης στην πορεία; Το ερώτημα κλειδί για την τρέχουσα ένταση της πολιτικής αντιπολιτικής παραμένει: πόσα ακόμα κρούσματα τέτοιων «πλοίων» που τσακίζονται στα βράχια θα χρειαστούν μέχρι να παραχθεί κάτι ποιοτικά διαφορετικό, και τι θα είναι αυτό;
Το νόημα αυτής της ανάλυσης δεν είναι ότι θα πρέπει απλώς να περιμένουμε μέχρι το τρέχον holding pattern να τελειώσει. Το νόημα έγκειται στο να προσδιορίσουμε με έναν στρατηγικά ωφέλιμο τρόπο ποιες είναι οι δυναμικές και τα όρια της σημερινής κατάστασης, ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε με διαύγεια. Ο προσδιορισμός των ορίων δεν είναι ένα απλώς αρνητικό ζήτημα εντοπισμού περιορισμών στη δράση, διαγιγνώσκοντας απαισιόδοξα τους λόγους που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Είναι ζήτημα προσδιορισμού των καθορισμένων συνθηκών του παρόντος· και οι συνθήκες αυτές είναι η θετική βάση για το είδος της δράσης που πραγματικά προκύπτει. Εντός του τωρινού πλαισίου, έχουμε δει να αναπτύσσονται δυναμικοί τρόποι αγώνων, όπως αυτοί γύρω από το κίνημα Black Lives Matter στις ΗΠΑ. Αυτές οι μορφές χτίστηκαν τόσο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί όσο και στις παρεκβατικές δυνατότητες που έχουν ανοιχθεί στα πρόσφατα κύματα αγώνων· κατέρριψαν ορισμένες αδυναμίες του Occupy, επανεφευρίσκοντάς τες με άλλους τρόπους. Παρότι με διάφορους τρόπους το περιεχόμενό τους παρέμεινε εντός ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού πλαισίου, προχώρησαν πέρα από την κατάληψη, αναπτύσσοντας περισσότερο συγκρουσιακές τακτικές. Μολονότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι στον ορίζοντα, είναι φανερό ότι η στιγμή εξακολουθεί να κυοφορεί δυνατότητες.
1# World Employment and Social Outlook: Trends, ILO 2015, pp. 18–19 and World Employment and Social Outlook, Trends 2014: Risk of a Jobless Recovery, ILO 2014.
2# Η οικονομική πολιτική κινήτρων, γνωστή ως πολιτική των «Τριών Βελών» που προωθήθηκε από τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε με την εκλογή του τον Δεκέμβριο του 2012.
3# Βλ. τοάρθρο ‘The Holding Pattern’ στο Endnotes 3.
4# Βλ. το κείμενο «Αθλιότητα και Χρέος» στο Endnotes 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου