Η διατύπωση και μόνον ως υποθετικού ενδεχόμενου της διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος, στοίχισε στο παρελθόν στον Γ. Παπανδρέου την απομάκρυνση του από την πρωθυπουργία. Τότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε ταχθεί εναντίον του δημοψηφίσματος με παρόμοια επιχειρήματα με αυτά που ανέπτυξαν χθες στην βουλή το ΚΚΕ, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Τώρα όμως – ως κυβερνητική εξουσία - έκανε έμπρακτη αυτοκριτική για την τότε στάση της.
Η πολιτική αξία του δημοψηφίσματος που θα γίνει στις 5 Ιούνη, είναι ανάλογη με εκείνη του αντίστοιχου “φαντασιακού” δημοψηφίσματος του Γ. Παπανδρέου, γιατί εντοπίζεται κυρίως στην εξαγγελία του και όχι στο αποτέλεσμα που θα βγει από την κάλπη. Η εξαγγελία του είναι αυτή που πυροδότησε πολύ πιο σημαντικές εξελίξεις από αυτές που θα προκύψουν από το αποτέλεσμα της κάλπης. Εξάλλου, όλες οι κυβερνήσεις που προβαίνουν σε δημοψηφίσματα, συνήθως τα πραγματοποιούν με όρους που γνωρίζουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμά τους. Αυτό το αποτέλεσμα το γνωρίζουν σήμερα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, γιαυτό τάχθηκαν εναντίον της διεξαγωγής του.
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η “αιφνιδιαστική κίνηση” της κυβέρνησης που ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό, προφανώς δεν προέκυψε από κάποια μεγαλοφυή πρωτοβουλία του μεγάλου μας “ηγέτη” (όπως την παρουσιάζουν κάποια κομματόσκυλα που δεν μπορούν να ζουν χωρίς “αφεντικό”), αλλά ως αποτέλεσμα ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού. Είναι μια “αναγκαστική επιλογή” στην οποία θα κατέληγε ο οποιοσδήποτε που λαμβάνει τις αποφάσεις του με βάση την “κοινή λογική” και όχι κάτω από το καθεστώς του “φόβου” που παράγει η νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα . Πρέπει πράγματι να είναι κάποιος τυφλός για να μην αντιλαμβάνεται ότι οι προτάσεις των δανειστών δεν αποτελούσαν σε καμία περίπτωση μια “πολιτικά διαχειρίσιμη λύση” για την κυβέρνηση και θα οδηγούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην κατάρρευσή της. Ο ίδιος κίνδυνος βέβαια ήταν υπαρκτός – ίσως σε μικρότερο βαθμό – και από το γνωστό 47σέλιδο και κυρίως από τις προτάσεις που ακολούθησαν μετά απ' αυτό, προτάσεις για τις οποίες η κ. Μέρκελ είχε δηλώσει ότι αποτελούν ένα καλό πλαίσιο συζήτησης για τις διαπραγματεύσεις. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αν είχαν γίνει δεκτές από τους θεσμούς οι τελευταίες προτάσεις που κατέθεσε η κυβέρνηση, σήμερα θα ήταν σαφώς σε πιο δύσκολη θέση να διαχειριστεί την επιβολή τους στο εσωτερικό της χώρας.
Ο διάλογος στους “θεσμούς” δεν μπορούσε να είναι έντιμος γιατί πρώτα απ' όλα δεν ήταν και δεν είναι ειλικρινής. Και αυτό φάνηκε αρκετές φορές στην πορεία των διαπραγματεύσεων από την πρώτη στιγμή. Ο διάλογος αυτός ήταν κυρίως παραπλανητικός, αφού οι δανειστές/εταίροι όχι μόνον απέκρυπταν και αποκρύπτουν τις πραγματικές τους προθέσεις και τα σχέδιά τους, αλλά γιατί χρησιμοποίησαν την ταχτική του “καλού” και του “κακού” μπάτσου για να εκμαιεύσουν τα όρια των υποχωρήσεων της ελληνικής κυβέρνησης. Το ιδεολόγημα για την “καλή” Μέρκερ και τον “κακό” Σόιμπλε που προβάλουν αρκετά κυβερνητικά στελέχη, ανακαλύπτοντας πλαστές “αντιθέσεις” στο αντίπαλο στρατόπεδο δείχνει πλήρη πολιτική ανικανότητα να αντιληφθούν σε ποιο περιβάλλον κινούνται και διαπραγματεύονται. Μέχρι και για την καλή “χημεία” που έχει ο Αλέξης με την Μέρκελ ακούσαμε από τον Παπαδημούλη, στην εναγώνια προσπάθειά του να καταλήξει η κυβέρνηση “πάση θυσία” σε συμφωνία...
Πράγματι υπάρχουν ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, αλλά αυτές που αφορούν το ζήτημα της χώρας μας δεν εντοπίζονται στο εσωτερικό της γερμανικής κρατικής πολιτικής (όπου το μέτωπο εκεί είναι αρραγές), αλλά στις διακριτές αποχρώσεις εντός της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, όπως αυτές αποτυπώνονται στις διαφορές πολιτικής ανάμεσα στο ΔΝΤ και τα επιτελεία της ΕΕ. Όμως οι “δανειστές” εταίροι έκαναν ένα μικρό λάθος στην κοινή τους προσπάθεια να επιβάλλουν τις πολιτικές τους, που όμως είχε μεγάλη πολιτική σημασία.
Είχαν απέναντι τους μια διαπραγματευτική ομάδα και ένα Τσίπρα που ήταν και υποχωρητικός αλλά και ειλικρινής. Για τα δικά τους δεδομένα, και με τον τρόπο που έχουν εκπαιδευτεί να ασκούν την μαφιόζικη πολιτική τους, ήταν ένας διαχειρίσιμος αντίπαλος. Μεταξύ τους θα τον αποκαλούσαν κάτι ανάμεσα σε “καλό παιδί”, που είναι αφελές και λίγο άτακτο, αλλά “άσχετο” πολιτικά, αφού δεν αντιλαμβάνεται στους όρους που διεξάγεται η πολιτική διαπάλη στο σύστημα διακυβέρνησης του νεοφιλελευθερισμού. Δεν είχαν απέναντι τους ένα “ισότιμο” αντίπαλο, γιαυτό τον έπαιρναν αγκαλίτσες και του έδιναν φιλάκια. Όταν στο τέλος τους είπε ότι μην με πιέζεται άλλο, γιατί δεν γνωρίζεται πως μπορεί να αντιδράσει κάποιος που τον έχετε στριμώξει στην γωνία, δεν τον πίστεψαν. Όχι γιατί αμφισβήτησαν την ειλικρίνειά του, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τους έλεγε. Αυτή η συμπεριφορά δεν περιλαμβάνεται στη μαφιόζικη “γλώσσα”, στην οποία έχουν εκπαιδευτεί να επικοινωνούν μεταξύ τους. Και ιδού τα αποτελέσματα...
Το “ΟΧΙ” που είπε ο Αλέξης, ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό στο εσωτερικό της χώρας και τους όρους με τους οποίους διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις. Το κυριότερο όμως που επέφερε αυτή η στάση, είναι ότι κατάφερε να μετατρέψει τις αδυναμίες της πολιτικής που άσκησε η κυβέρνηση την προηγούμενη περίοδο σε δύναμη, επανασυσπειρώνοντας σε νέα βάση τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που συνεχίζουν να αντιστέκονται στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και πιστεύουν ακόμα πως “ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”. Όμως ο “πόλεμος” απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, δεν θα κριθεί από αυτό το “ΟΧΙ”, όπως δεν κρίθηκε και η τύχη της χώρας στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο από το “ΟΧΙ” του Μεταξά. Αν δεν οργανωθεί η “λαϊκή αντίσταση” και το “αντάρτικο” απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, και αν στην πορεία προκύψουν νέες “Βάρκιζες”, ο πόλεμος αυτός θα χαθεί...
Μην είστε τόσο σίγουροι πως θα βγει το ΟΧΙ. Η δημοκρατία ούτε αδιέξοδα έχει, ούτε γυάλινη σφαίρα διαθέτει. Ας περιμένουμε νηφάλια και συγκρατημένα το αποτέλεσμα της κάλπης, όπως ορίζει ο πρωθυπουργός μας. Και ας αποδεχθούμε το όποιο αποτέλεσμα δώσει η δημοκρατία.
ΑπάντησηΔιαγραφή